Μέσω της νοεράς προσευχής βρίσκεται η κρυμμένη στην καρδιά χάρις – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Εάν λοιπόν διατηρής την καρδιά σου καθαρή, επειδή όπως είπαμε η καρδιά είναι κέντρο των υπερφυσικών, των φυσικών και των παραφυσικών, είναι φανερό ότι μέσω της διαφυλάξεως της καρδιάς, θα προφυλάξης και τα αγαθά της φύσεως και τις αρετές και είναι ακόμη φανερό, ότι θα προφυλάσσεσαι και από τα παρά φύσιν κακά˙ και με την πάροδο του χρόνου και τη συνεργεία του γλυκυτάτου Ιησού που συνεχώς μελετάς στην καρδιά σου, θα ανέβης και στα υπερφυσικά˙ γιατί ανασκαλεύοντας με αυτή την νοερά εργασία και βγάζοντας το χώμα και την τέφρα των παθών και των πονηρών λογισμών και των προλήψεων από την καρδιά σου, η οποία έχει μέσα της σκεπασμένο τον σπινθήρα της υπερφυσικής χάριτος του Θεού, θα βρης και αυτόν τον σπινθήρα, τον οποίο ο Χριστός ήλθε στην γη για να τον βάλη στην καρδιά και θα χαρής σαν τον βρης με ανέκφραστη χαρά και από την χαρά σου θα χύσης γλυκύτατα δάκρυα˙ έπειτα αφού προσφέρεις σ’ αυτόν ως ξύλα και φρύγανα την εργασία των ζωοποιών εντολών του Κυρίου και τις διάφορες άλλες επίκτητες αρετές, και φυσήξης με ζέσι και προθυμία και αγάπη, θα ανάψης φωτιά παράξενη και υπερφυσική στην καρδιά σου˙ μάλλον θα την ανάψη ο μνημονευόμενος από σένα Ιησούς και με την θερμότητά της θα καταφλέξη τα πάθη και θα κατακάψη τους δαίμονες που σε πολεμούν, θα διώθη τις προσβολές των λογισμών και θα γλυκάνη όλη την εσωτερική διάθεσι της καρδιάς σου, χαρίζοντάς σου χαρά, ειρήνη, αγάπη προς τον Θεό και αγάπη προς τον πλησίον˙ γιατί όπως έχει γραφή˙ «Ο Θεός είναι φωτιά καταλυτική» (Δευτερ. 9, 3), δηλαδή καταστεπτικό της ύλης και της μοχθηρίας, όπως ερμηνεύει ο θεολόγος Γρηγόριος (Λόγ. εις το Πάσχα και εις την Πεντηκοστή και εις το Βάπτισμα), και με την λάμψι του θα φωτίση τον νου σου και θα του χαρίση το φως της γνώσεως και διακρίσεως και έτσι με αυτή τη νοερά εργασία, θα κάνης όλο τον εσωτερικό σου άνθρωπο, ναό και κατοικία του αγίου Πνεύματος και την καρδιά σου ιδιαίτερα, ιερό θυσιαστήριο και αγία τράπεζα˙ τον νου σου ιερέα˙ την θέλησι και την προαίρεσί σου θυσία˙ και την προσευχή που αναπέμπεται από την καρδιά προς τον Θεό οσμή ευωδίας και αυτό βεβαιώνοντάς το ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος έλεγε: «Καλή ευχή είναι αυτή που εμβάλλει φανερά την έννοια του Θεού στην ψυχή˙ και αυτό είναι η διαμονή του Θεού μέσα μας, το να έχουμε μέσα μας εγκατεστημένο τον Θεό μέσω της μνήμης. Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν η συνέχεια της μνήμης δεν διακόπτεται από γήινες φροντίδες, αλλά αποφεύγοντας ο φιλόθεος όλα αυτά, αναχωρεί προς τον Θεό» (Επιστ. α’)˙ και εύχομαι ο πολυπόθητος Ιησούς να αξιώση με αυτά τα χαρίσματα όλους όσους διαβάζουν το παρόν συμβουλευτικό, και τελευταίο εμένα που το γράφω.
Γι’ αυτό, και πάλι σε παρακαλώ, να μην δείξης αδιαφορία γι’ αυτό το πράγματι ψυχωφελές και σωτήριο έργο, αλλά εγκαταλείποντας τους συχνούς περιπάτους, τις πολλές συναναστροφές και τις άκαιρες συνομιλίες, μένοντας ήσυχος στο κατάλυμά σου, να ασχολήσαι με αυτή την επιστροφή του νου στην καρδιά, όπως με συμβουλεύει ο άγιος Ισαάκ λέγοντας: «Οφείλουμε λοιπόν να εμμένουμε ασκητικά και με απλότητα προς τον εσωτερικό άνθρωπο, όπου δεν υπάρχουν εκτυπώσεις των λογισμών, ούτε θεωρία των συνθέτων» (Επιστ. δ’. σελ. 564). Και να επισκέπτεσαι συνεχώς τον άγιο ναό του Θεού που είναι εντός σου, καθώς και ο Δαβίδ μόνο αυτή την ευχή ζητούσε από τον Θεό, το να επισκέπτεται τον άγιό του ναό (Ψαλμ. 26,7). Και να διώχνης μακριά από αυτόν κάθε πάθος και πονηρό λογισμό, όπως και ο Κύριος έδιωξε από το ιερό του Θεού τους θεοκαπήλους γιατί τα πάθη και οι κακοί λογισμοί μολύνουν την καρδιά και τον εντός της ναό του Θεού και διώχνουν από αυτόν την χάρι του Θεού. Γι’ αυτό και ο Σολομών είπε: «Οι κακόπιστοι λογισμοί χωρίζουν από τον Θεό» (Σοφ. Σολ. 1,3). Και πάλι: «Αηδία προκαλεί στον Θεό ο κακός λογισμός» (Παρ. 15, 26). Αυτό υπαινισσόμενος ο Κύριος έλεγε προς αυτούς που βεβήλωναν το ιερό˙ «Ο οίκος μου, οίκος προσευχής θα ονομάζεται, εσείς όμως τον κάνατε φωλιά ληστών» (Ματθ. 21, 13). Και αν στην αρχή κοπιάσης λίγο, εν τούτοις όταν συνηθίσης και γλυκαθής, θα δεχθής μεγάλη ανάπαυσι.
Ο νους έχει φυσικό του γνώρισμα να αναπαύεται στην καρδιά.
Γιατί όπως κάθε σώμα ηρεμεί στο κέντρο του και όπως τα φερέοικα ζώα αναπαύονται στο οστράκινο κάλλυμμά τους και τα χταπόδια στο θαλάμι τους και τα τετράποδα και τα χερσαία ζώα στις μάνδρες και στις φωλιές τους και τα πετούμενα στις δικές τους φωλιές˙ έτσι και ο νους έχει ως φυσικό του γνώρισμα να ηρεμή, να αναπαύεται και να ησυχάζη, όταν εισέλθη στην καρδιά και στον έσω άνθρωπο. Γιατί και αυτός έχει το σώμα ως περιφέρεια και κατοικία και την καρδιά σαν δικό του κέντρο και θάλαμο για ανάπαυσι˙ γι’ αυτό και ο άγιος Ισαάκ ωνόμασε την καρδιά «οίκο της διανοίας (Λόγ. ξθ’ σελ. 404). Και όπως τα ζώα όταν ενοχληθούν από κάτι, τρέχουν στη φωλιά τους και σώζονται˙ έτσι και ο νους, όταν ενοχληθή από κάποια προσβολή πονηρών λογισμών ή από κάποια άλλη περίστασι, εσωτερική ή εξωτερική, τρέχει στην καρδιά και φωνάζοντας «Ιησού μου βοήθησέ με, Ιησού μου σώσέ με», ελευθερώνεται. Γιατί ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «Με το όνομα του Ιησού να μαστίζης τους εχθρούς» και πάλι˙ «ας ενωθή η μνήμη του Ιησού με την αναπνοή σου και τότε θα γνωρίσης την ωφέλεια της ησυχίας» (Λόγ. κζ’ ). Και ο κορυφαίος Πέτρος μιλώντας στον λαό είπε: «Δεν υπάρχει μέσω κανενός άλλου σωτηρία (παρά μόνο από τον Ιησού δηλαδή), ούτε υπάρχει όνομα από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους δια του οποίου πρέπει να σωθούμε».1 (Πράξ. 4, 12).
Και αν υποθέσουμε ότι δεν θα αποκτήσης κανένα άλλο καλό από αυτό, το ελάχιστο όμως, θα αποκτήσης την επίγνωσι των αμαρτιών και της ασθενείας σου˙ και από αυτό θα ταπεινώνεσαι και θα μετανοής μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και ο άγιος Ισαάκ είπε: «Ο άνθρωπος που έφθασε να γνωρίση το μέγεθος της ασθενείας του, αυτός έφτασε στο τέλειο της ταπεινώσεως» (Λόγ. ογ’ σελ. 419). Γιατί χωρίς αυτή την φύλαξι του νου και της καρδιάς, είναι αδύνατον να γνωρίση κανείς πότε σφάλλει, είτε με τα λόγια είτε με τους λογισμούς και πολλές φορές αμαρτάνει και μάλιστα με αμαρτίες βαρειές και δεν αισθάνεται˙ και στην συνέχεια, ούτε λυπάται γι’ αυτά, ούτε μετανοεί. Γι’ αυτό σωστά είπε κάποιος Πατέρας, ότι όποιος εξετάζει με ακρίβεια τους λογισμούς του, αυτός είναι που τηρεί τις εντολές του δημιουργού του˙ «Αυτός που εξετάζει στα αλήθεια με ακρίβεια τους λογισμούς του, είναι και ο αληθινός εραστής των εντολών». Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Η νίκη και η ήττα του ανθρώπου και ο θησαυρός του και η αντίληψί του και όλα όσα χαρακτηρίζουν τον ασκητή, στο λογισμό βρίσκονται και γίνονται με μικρή συγκατάνευσι» (Λόγ. νδ’ σελ. 312). Και άλλος Πατέρας είπε: «Ένας λογισμός μπορεί να σώση τον άνθρωπο και ένας λογισμός μπορεί να καταστρέψη τον άνθρωπο». Γι’ αυτό και ο Εκκλησιαστής είπε: «Ένας αμαρτωλός θα προξενήση πολλές συμφορές (Εκκλ. 9, 18).
Με τη συνεχή μνήμη του ονόματος του Ιησού γεννιέται η αγάπη προς τον Θεό.
Σε παρακαλώ λοιπόν και για τρίτη φορά, ο Ιησούς ας είναι το γλυκό μελέτημα της καρδιάς σου, ο Ιησούς ας είναι το εντρύφημα της γλώσσας σου˙ ο Ιησούς ας είναι η συνεχής ασχολία και η ιδέα του νου σου˙ και εν συντομία, ο Ιησούς ας είναι η αναπνοή σου˙ και ποτέ να μη χορταίνης επικαλούμενος τον Ιησού˙ γιατί από αυτήν την συνεχή και γλυκύτατη μνημόνευσι του Ιησού θα εμφυτευθούν και θα αναπτυχθούν και θα γίνουν δένδρα μεγάλα στην καρδιά σου, εκείνες οι τρεις μεγάλες θεολογικές αρετές, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Γνώριζε επίσης, ότι όταν κάποιος εραστής είναι μακρυά από το ερωτικό του υποκείμενο, δεν μπορεί να παρηγορή τον πόθο του και τον έρωτά του με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την συνεχή ανάμνησι και μνημόνευσι του ονόματος εκείνου που το αγαπάει και το έχει ερωτευθή. Γι’ αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Αυτοί που διάκεινται ερωτικά σφόδρα προς κάτι, αγαπούν να συνδέωνται ευχάριστα και με τα ονόματα» (Λόγ. εις το άγιο βάπτισμα). Έτσι λοιπόν διαβάζουμε και στις ιστορίες ότι και η μητέρα του βασιλιά Λέοντα του Σοφού, όταν ο γυιός της εξωρίσθηκε από την Κωνσταντινούπολι και δεν τον είχε παρόντα να τον βλέπη, δεν παρηγορούσε τον πόθο της με τίποτα άλλο, παρά με τη συνεχή θύμησι του ονόματός του˙ και γι’ αυτό μπαινοβγαίνοντας και βγαίνοντας δεν έλεγε τίποτε άλλο παρά αυτά: «Λέων μου, Λέων μου, γυιέ μου»˙ και το έλεγε τόσο συχνά, ώστε και ο παπαγάλος, που την άκουγε από πάνω, συνήθισε και αυτός να το λέη. Με τον ίδιο τρόπο και η ψυχή, που αγαπά τον Ιησού, επειδή ο Ιησούς είναι στον ουρανό και δεν είναι παρών να τον βλέπη και να τον απολαμβάνη, δεν μπορεί να παρηγορήση με άλλον τρόπο την αγάπη της προς αυτόν, παρά με την συνεχή ενθύμησι του αγίου ονόματός του, βοώντας πάντοτε με αγάπη και δάκρυα και πόνο καρδιάς˙ «Ιησού μου, Ιησού μου αγαπημένε». Γι’ αυτό και ο άγιος Ισαάκ είπε ότι: «Όταν ανακινηθή η μνήμη του Θεού στην διάνοιά του, (αυτού δηλαδή που αγαπά τον Θεό), αμέσως η καρδιά του κινείται προς την αγάπη αυτού και τα μάτια χύνουν άφθονα δάκρυα˙ γιατί η αγάπη συνηθίζει από τη θύμησι των αγαπημένων να χύνη δάκρυα» (Λόγ. πε’ σελ. 513).
Και το γεγονός ότι με την προσευχή και την μνήμη του Ιησού γεννιέται η αγάπη προς αυτόν το βεβαιώνει και αυτός ο ίδιος ο θείος Ισαάκ (Λόγ. ξθ’ σελ. 402) και περισσότερο ο μέγας Βασίλειος λέγοντας˙ «Πρέπει να φυλάξουμε με μεγάλη προσοχή την καρδιά μας, ώστε να μη χάσουμε ποτέ την έννοια του Θεού και να μην μολύνουμε με μάταιες φαντασίες τη μνήμη των θαυμαστών έργων του, αλλά να έχουμε παντού την αγία έννοια του Θεού, τυπωμένη μέσα στις ψυχές μας ως ανεξάλειπτη σφραγίδα με τη συνεχή και καθαρή μνήμη. Διότι, έτσι, έρχεται μέσα μας η αγάπη προς τον Θεό, που μας παρακινεί να εφαρμόσουμε τις εντολές του Κυρίου και από αυτές πάλι συντηρείται διαρκώς και σταθερώς» (Όροι κατά πλάτος ε’). Τί είναι λοιπόν πιο μακάριο; Τί είναι πιο ευτυχισμένο; Ή τί είναι πιο γλυκό από το να μελετά κανείς πάντοτε το ένδοξο, τερπνό και πολυπόθητο όνομα του Ιησού Χριστού, δια μέσου του οποίου ό,τι και αν ζητήση κανείς από τον Πατέρα και από αυτόν τον ίδιο το λαμβάνει οπωσδήποτε: «Ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου θα σας το δώση» (Ιωάν. 15,16). Και πάλι: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, αυτό θα το κάνω, για να δοξασθή ο Πατέρας μέσω του Υιού» (Ιωάν. 14, 13). Και ποιά έννοια και θύμησι έχει μεγαλύτερη χάρι και είναι πιο θεία από την έννοια και την ενθύμησι του σωτηρίου και θεοπρεπούς και φοβερού ονόματος του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, του ονόματος που είναι υπεράνω όλων των ονομάτων, και στο οποίο κάμπτουν αλλά και θα κάμψουν τα γόνατα τα επουράνια, τα επίγεια και τα υπόγεια; Φωνάζει ο Παύλος: «Ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθή κάθε γόνατο των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων» και το οποίο θα δοξάση κάθε γλώσσα τον καιρό της κρίσεως, «Και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος» (Φιλιπ. 2, 10). Αυτά σου υπενθύμισα, αγαπητέ μου, επειδή νικήθηκα από την υπερβολική αγάπη που έχω για την σωτηρία σου˙ και τα οποία έμαθα προσεκτικά, όπως ο παπαγάλος, από τα ιερά βιβλία των θεοφόρων Πατέρων και άκουσα από την φωνή κάποιων πνευματικών Πατέρων που είναι στην ζωή, οι οποίοι τα δοκίμασαν εκ μέρους τους και τίποτα από αυτά δεν μπόρεσα να μάθω εκ πείρας λόγω της μεγάλης μου αμελείας και των παθών μου.
Το να διδάσκη κανείς και αυτούς που είναι στον κόσμο την νοερά προσευχή είναι πολύ ωφέλιμο.
Ναι, γνωρίζω ότι ίσως κάποιοι με κατηγορήσουν ότι γράφω εκείνα που είναι ίδια των μοναχών που ζουν έξω από τον κόσμο, προς ένα άνθρωπο ο οποίος διαβιώνει στον κόσμο και συναναστρέφεται με αυτούς που ζουν στον κόσμο˙ αλλά αν αυτοί, έχουν δίκαιο ή άδικο να με κατηγορήσουν γι’ αυτό, εγώ το αποσιωπώ˙ και λέω μόνο ότι αυτό το έκανα.
Α’. Από την υπερβολική, όπως είπα, αγάπη που έχω για τη σωτηρία σου˙ γιατί είναι γνώρισμα των φίλων το να αποκαλύπτουν ο ένας στον άλλο τα μυστικά τους σύμφωνα μ το: «Αλλά σας ωνόμασα φίλους, διότι όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα γνωστοποίησα» (Ιωάν. 15, 15). Β’. Γιατί ο Θεός δεν είναι σώμα το οποίο να ευαρεστήται τόσο και να αναπαύεται με τις προσφερόμενες σε αυτό λατρείες και τα προσκυνήματα μέσω του σώματος, (αν και αυτοί οι προσκυνητές, όπως έχουν υλικό σώμα, οφείλουν και μέσω του σώματος να προσκυνούν το θείο και να το λατρεύουν), αλλά είναι Πνεύμα και Νους και από όλα τα πνεύματα και τους νόες είναι ο πρώτιστος κατά συνέπειαν ευαρεστείται και αναπαύεται περισσότερο με τα προσκυνήματα και τις λατρείες που προσφέρονται σε αυτόν μέσω του νου και του πνεύματος, σαν ομοιότερες και πιο οικείες σε αυτόν κατά φύσιν˙ γιατί «κάθε ζωντανή ύπαρξι αγαπά το όμοιό της» σύμφωνα με τον Σειράχ (Σοφ. Σειρ. 13, 15). Και αυτό δεν το δίδαξε άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Υιός του Θεού που είπεότι, ο Πατέρας έτσι θέλει αυτούς που τον προσκυνούν: «Ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά» (Ιωάν. 4, 24). Και αυτή η πραγματική και αληθινή προσκύνησι, επιτελείται κυρίως δια μέσου της νοεράς και καρδιακής προσευχής. Γιατί και εκείνος ο Ρωμαίος ο Κάτωνας, αν και ήταν εξωτερικός, είπε κάποτε: «Ο Θεός είναι νους και με καθαρό νου να τον σέβεσαι, υπέρμετρα και πάνω από όλα».
Γ’. Γιατί και ο μέγας απόστολος Παύλος, δίνει εντολή σε όλους γενικά τους Χριστιανούς χωρίς καμμία εξαίρεσι, να προσεύχωνται αδιάκοπα: «Αδιάλειπτα να προσεύχεσθε» (Α’ Θεσσαλ. 5, 17). Και αυτό το αδιάλειπτο κατορθώνεται κυρίως μέσω της καρδιακής προσευχής, που δύναται να ενεργήται πάντοτε και παντού και σε όλα τα έργα, κατά τον μεγάλο Βασίλειο (Επιστολ. α’) και τον θείο Χρυσόστομο˙ και αλλού πάλι ο ίδιος ο Παύλος δίνει εντολή στον Τιμόθεο και του λέει να θυμάται τον Ιησού Χριστό: «Μνημόνευε τον Ιησού Χριστό, τον αναστημένο από τους νεκρούς» (Β’ Τιμ. 2, 8). Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Περισσότερο πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό παρά να αναπνέουμε. Και αν είναι δυνατόν να το πούμε αυτό, τίποτε άλλο να μην κάνουμε παρά μόνο αυτό» (Εις την προσδιάλεξι προς Ευνομιανούς). Και κάποιος άλλος Πατέρας λέει ότι ο Θεός απαιτεί ως χρέος από μας να τον μνημονεύουμε συνέχεια, γιατί και αυτός συνέχεια μας ευεργετεί και μας χαρίζει την ύπαρξι και την αναπνοή μας» (Εις τα σχόλια του δ’ λόγ. της Κλίμακος). Αυτό το ίδιο λέει και ο ιερός Αυγουστίνος στο Εγχειρίδιο (κεφ. κθ’). Δ’. Γιατί και ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, δεν δίδαξε αυτή την εργασία μόνο στους μοναχούς του αγίου Όρους, αλλά ξεκινώντας από το Όρος, πορεύθηκε διδάσκοντας αυτό το έργο μέχρι τη Βλαχία˙ και ο λαμπρός φωστήρας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, όχι μόνο σε πολλές ομιλίες του παρακινεί όλους τους χριστιανούς να προσεύχωνται νοερά στην καρδιά τους, αλλά και στέλνει ολόκληρο λόγο προς τους φιλοσόφους Ιωάννη και Θεόδωρο που ζουν στον κόσμο, στον οποίο τους αποκαλύπτει όλα τα μυστήρια της ιεράς προσευχής και της νήψεως. Και Ε’. Γιατί ο θείος Διάδοχος λέει ότι ο διάβολος δεν αγαπά ποτέ να μάθουν και να πιστεύσουν οι άνθρωποι, ότι αυτός βρίσκεται στην καρδιά και τους πολεμά από εκεί˙ αντίθετα αγαπά να νομίζουν ότι τους πολεμά από έξω. (Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι και πολλές φορές και λογιώτατοι, νομίζουν ότι οι λογισμοί έρχονται σε αυτούς όχι από μέσα από την καρδιά, αλλά από το κεφάλι ή κάποιο άλλο μέρος, για να μην το μάθουν αυτό και τον πολεμήσουν με την καρδιακή μνήμη του Ιησού Χριστού. «Τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό βέβαια οι δαίμονες δεν θέλουν ποτέ να το πιστεύσουν οι άνθρωποι, για να μην το μάθη καλά ο νους αυτό και οπλισθή εναντίον τους με την μνήμη του Θεού» (κεφ. λγ’ Φιλοκαλ. Σελ. 212). Γι’ αυτό εγώ εφανέρωσα την τέχνη του διαβόλου, για να την μάθουν οι άνθρωποι και να τον πολεμούν με την καρδιακή προσευχή. Βλέπε σχετικά με αυτό και στο προοίμιο και στο τέλος της Φιλοκαλίας.

Υποσημείωση.
1. Γι’ αυτό και ο μέγας Μακάριος είπε: «Όπως δεν είναι δυνατόν το μάτι να δη χωρίς φως ή να μιλά κανείς χωρίς γλώσσα ή να ακούη χωρίς αυτιά ή να περπατά χωρίς πόδια, ή να εργάζεται χωρίς χέρια˙ έτσι δεν μπορείς να σωθής χωρίς τον Ιησού και να εισέλθης στη βασιλεία των ουρανών» (ομιλ. γ’ κεφ. δ’)

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.