Ο Άγιος Παύλος ο απλούς – του Οσίου Παλλαδίου.

Ο αββάς Κρόνιος, ο μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου, μου διηγήθηκε για τον Παύλο που επονομάστηκε Απλός εξαιτίας της μεγάλης ακακίας και απλότητας του χαρακτήρα του.

Μου είπε δηλαδή ότι κάποιος που λεγόταν Παύλος, χωριάτης και γεωργός, παντρεύτηκε μια γυναίκα ωραία αλλά με κακό χαρακτήρα. Αυτή τον απατούσε με κάποιον και για πολύν καιρό ο Παύλος δεν το καταλάβαινε, γιατί ήταν απονήρευτος και δεν έβαζε κακό στον νου του. Κάποτε όμως που γύρισε από το χωράφι και μπήκε ξαφνικά στο σπίτι, την έπιασε επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία. Με σεμνό χαμόγελο τότε τους είπε: «Καλά, καλά˙ στ’ αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει. Μα τον Ιησού, εγώ δεν μένω άλλο μαζί της. Κράτα εσύ αυτήν και τα παιδιά της, και εγώ θα πάω να γίνω μοναχός. Και χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, προσπέρασε τις οκτώ μονές,1 πήγε στον μακάριο Αντώνιο και χτύπησε την πόρτα.

Βγαίνοντας ο μέγας, τον ρώτησε: «Τι θέλεις;» «Θέλω να γίνω μοναχός», είπε ο Παύλος. «Άνθρωπος γέρος εξηντάρης δεν μπορεί να γίνει εδώ μοναχός», αποκρίθηκε ο Αντώνιος. «Πήγαινε καλύτερα στο χωριό να δουλεύεις για να ζήσεις με την εργασία, ευχαριστώντας τον Θεό, γιατί δεν μπορείς να υποφέρεις τις δυσκολίες της ερήμου». Είπε τότε ο γέρος: «Θα κάνω ό,τι μου διδάξεις». «Σου είπα ότι είσαι γέρος και δεν μπορείς να γίνεις μοναχός», επέμενε ο Αντώνιος˙ «αν όμως θέλεις να γίνεις, πήγαινε σε κοινόβιο με πολλούς αδελφούς, που θα μπορούν να σε στηρίξουν στην αδυναμία σου. Γιατί εγώ κάθομαι εδώ μόνος μου, τρώγοντας κάθε πέντε μέρες, και πάλι λίγο, χωρίς να χορταίνω».

Με αυτά τα λόγια και άλλα παρόμοια έδιωχνε τον Παύλο˙ επειδή όμως εκείνος δεν έφευγε, ο Αντώνιος μπήκε στη σπηλιά, έκλεισε την πόρτα και δεν βγήκε τρεις μέρες. Εκείνος όμως κάθισε κοντά στην πόρτα και περίμενε.

Την τέταρτη μέρα, εξαιτίας κάποιας ανάγκης, ο Αντώνιος άνοιξε και βγήκε. Βλέποντάς τον, του είπε: «Φύγε από εδώ, γέρο, τι με κουράζεις; Δεν μπορείς να μείνεις εδώ». Ο Παύλος απάντησε: «Είναι αδύνατο να πάω ή να πεθάνω αλλού, εκτός από εδώ».

Παρατηρώντας τον λοιπόν ο Αντώνιος και βλέποντας ότι δεν έχει μαζί του φαγώσιμα, ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε τίποτε άλλο, και είναι τέσσερις μέρες που περιμένει νηστικός, φοβήθηκε μην τυχόν πεθάνει και έχει βάρος στην ψυχή του ότι φέρθηκε άσπλαχνα στον Παύλο. Τον δέχτηκε λοιπόν μέσα, και βρέχοντας φοινικοβλαστούς, του είπε: «Πάρε, πλέξε σχοινί, όπως βλέπεις εμένα».

Ο γέρος έπλεξε με πολύν κόπο δεκαπέντε οργιές2 ως το απόγευμα. Όταν είδε ο Αντώνιος το πλέξιμό του, δεν έμεινε ευχαριστημένος˙ μαλώνοντάς τον λοιπόν, του είπε: «Δεν το έπλεξες καλά˙ χάλασέ το και πλέξε το από την αρχή». Και αυτό του το πρόσταξε, ενώ ήταν τέσσαρις μέρες νηστικός, όπως είπα, και γέρος, για να δοκιμάσει την καρτερικότητά του. Αυτός ξέπλεξε και ξανάπλεξε τους ίδιους βλαστούς με πολλή δυσκολία, γιατί ήταν ζαρωμένοι από το προηγούμενο πλέξιμο.

Βλέποντας ο Αντώνιος ότι ο γέρος ούτε γκρίνιαξε χάνοντας την υπομονή του, ούτε καν θύμωσε έστω και λίγο, ούτε άλλαξε καθόλου την έκφραση του προσώπου του, συγκινήθηκε˙ και όταν έδυσε ο ήλιος, του είπε: «Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί;» «Όπως νομίζεις, αββά», απάντησε ο Παύλος. Αυτό ακόμη πιο πολύ συγκίνησε τον Αντώνιο, ότι δηλαδή δεν βιάστηκε μόλις άκουσε για φαγητό, αλλά το άφησε στη δική του εξουσία. Του είπε λοιπόν: «Βάλε τραπέζι», και εκείνος υπάκουσε. Έφερε τότε ο Αντώνιος τέσσερα παξιμάδια, από έξι ουγγιές3 το καθένα, και έβρεξε ένα για τον εαυτό του και τρία για εκείνον. Στη συνέχεια άρχισε ένα ψαλμό που ήξερε, τον έψαλε δώδεκα φορές, και έκανε δώδεκα προσευχές, για να δοκιμάσει και με αυτά τον Παύλο. Αυτός προσευχόταν μαζί του με προθυμία.

Μετά την προσευχή κάθισαν να φάνε, ενώ είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο Μέγας Αντώνιος λοιπόν έφαγε το ένα παξιμάδι και δεν πήρε άλλο, ενώ ο γέρος, επειδή έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη λίγο από το παξιμάδι που άρχισε. Τον περίμενε ο Αντώνιος να το τελειώσει, και τότε του είπε: «Φάε, παππούλη, και άλλο παξιμάδι». Ο Παύλος αποκρίθηκε: «Αν φας εσύ, θα φάω και εγώ˙ αν δεν φας, ούτε και εγώ τρώω». «Εμένα μου φτάνει», απάντησε ο Αντώνιος, «γιατί είμαι μοναχός». Και ο Παύλος είπε: «Και εμένα μου φτάνει, γιατί και εγώ θέλω να γίνω μοναχός».

Σηκώθηκαν λοιπόν, και καθώς ο Αντώνιος έκανε δώδεκα προσευχές και δώδεκα ψαλμούς, προσευχόταν και αυτός μαζί του. Έπειτα κοιμήθηκαν λίγο μέχρι τα μεσάνυχτα˙ τότε σηκώθηκαν και άρχισαν να ψάλλουν, ώσπου ξημέρωσε.

Όταν ο Αντώνιος είδε τον γέρο ότι τον ακολούθησε σε όλα με προθυμία, του είπε: «Κοίταξε, αδελφέ, αν μπορείς έτσι κάθε μέρα, μείνε μαζί μου». Ο Παύλος αποκρίθηκε: «Αν έχεις κάτι περισσότερο να μου δείξεις, δεν ξέρω˙ γιατί αυτά που είδα να κάνεις, τα κάνω και εγώ εύκολα»>

Βεβαιώθηκε λοιπόν εντελώς ο Μέγας Αντώνιος ότι ο Παύλος έχει τέλεια ψυχή και είναι απονήρευτος και άδολος. Και μετά από μερικούς μήνες, με τη χάρη του Θεού, του έφτιαξε κελλί σε απόσταση τριών ή τεσσάρων μιλίων από το δικό του και του είπε: «Με τη βοήθεια και τη δύναμη του Θεού έγινες πλέον μοναχός. Μένε λοιπόν από εδώ και πέρα μόνος σου, για να αποκτήσεις και πείρα των δαιμόνων».

Αφού έμεινε έναν χρόνο μόνος του ο απλός Παύλος, αξιώθηκε να πάρει το χάρισμα εναντίον των δαιμόνων και κάθε αρρώστιας, επειδή έφτασε στην τελειότητα της ασκητικής αρετής. Μια μέρα λοιπόν έφεραν στον Μέγα Αντώνιο έναν νεαρό που είχε ¨αρχικό¨ δαίμονα,4 ο οποίος βλαστημούσε ακόμη και τον ουρανό. Παρατήρησε ο Αντώνιος τον νεαρό και είπε σε εκείνους που τον συνόδευαν: «Αυτό το έργο δεν είναι για εμένα, γιατί δεν αξιώθηκα ακόμη να πάρω το χάρισμα εναντίον του τάγματος αυτού των ¨αρχικών¨ δαιμόνων. Αυτό είναι το χάρισμα του Παύλου του απλού». Πήγε λοιπόν μαζί τους ο Αντώνιος στον Παύλο και του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από τον άνθρωπο, για να πάει στο σπίτι του υγιής και να δοξάσει τον Κύριο». «Γιατί όχι εσύ;» ρώτησε ο Παύλος. «Εγώ δεν ευκαιρώ», αποκρίθηκε ο Αντώνιος, «έχω άλλη δουλειά». Και αφήνοντας εκεί τον νεαρό ο Μέγας Αντώνιος, γύρισε στο κελλί του.

Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και, αφού προσευχήθηκε, κάλεσε τον δαιμονισμένο και τον πρόσταξε: «Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγεις από τον άνθρωπο, για να δοξάσει τον Κύριο». Ο δαίμονας όμως βλαστημώντας φώναξε: «Δεν βγαίνω, γεροφαγά, ξεμωραμένε». Πήρε λοιπόν τη μηλωτή του ο Παύλος και τον χτυπούσε με αυτήν στην πλάτη, λέγοντας: «Βγες, είπε ο αββάς Αντώνιος». Ο δαίμονας όμως έβριζε χειρότερα και τον Αντώνιο μαζί με τον Παύλο: «Γεροφαγάδες, κοιμισμένοι, άπληστοι, που ποτέ δεν σας φτάνουν τα δικά σας, τι δουλειά έχετε μ’ εμάς; Γιατί μας τυραννείτε;» Στο τέλος ο Παύλος του είπε: «Δεν βγαίνεις; Να, πηγαίνω να το πω στον Χριστό, και αλίμονό σου τι έχει να σου κάνει». Βλαστήμησε τότε και τον Κύριο ο ανήμερος δαίμονας, φωνάζοντας: «Δεν βγαίνω».

Οργισμένος γι’ αυτό με τον δαίμονα ο απλός Παύλος, βγήκε έξω από το κελλί του, ενώ ήταν καταμεσήμερο. Ο καύσωνας στην Αίγυπτο, και μάλιστα σε εκείνα τα μέρη, θυμίζει το καμίνι της Βαβυλώνας.5 Στάθηκε λοιπόν σαν στύλος επάνω σε έναν βράχο και προσευχήθηκε με αυτά τα λόγια: «Εσύ βλέπεις, Ιησού Χριστέ, που σταυρώθηκες τον καιρό του Ποντίου Πιλάτου˙ δεν πρόκειται να κατεβώ από αυτόν τον βράχο, δεν θα φάω, δεν θα πιώ, ώσπου να πεθάνω, αν τώρα δεν με ακούσεις και δεν βγάλεις από τον άνθρωπο αυτόν τον δαίμονα και δεν τον ελευθερώσεις από το ακάθαρτο αυτό πνεύμα».

Ενώ έλεγε ακόμη αυτά τα λόγια, κραύγασε από κάτω ο δαίμονας μέσω του ανθρώπου, μπροστά στο κελλί: «Φεύγω από τον άνθρωπο με τη βία και διώχνομαι με εξαναγκασμό. Φεύγω από τον άνθρωπο και δεν τον ξαναπλησιάζω. Η ταπείνωση και η απλότητα του Παύλου με διώχνουν και δεν ξέρω που να πάω». Και αμέσως βγήκε το ακάθαρτο πνεύμα και μεταβλήθηκε σε τεράστιο φίδι, ως εβδομήντα πήχες, και σερνόταν φεύγοντας προς την Ερυθρά Θάλασσα.

Αυτό είναι το έργο του ταπεινού και απλού Παύλου, με το οποίο έδειξε ο Θεός ποια τιμή και δόξα αξιώνονται να πάρουν από αυτόν οι απονήρευτοι και ταπεινοί. Τον δαίμονα δηλαδή που ούτε ο Μέγας Αντώνιος δεν μπόρεσε να βγάλει, τον έδιωξε αυτός σε λίγη ώρα με την απλότητα και τη μετριοφροσύνη του, και μάλιστα ενώ είχε μόνο έναν χρόνο στην άσκηση, ώστε να εκπληρωθεί σε αυτόν ο λόγος του αγίου Πνεύματος: «Σε ποιον να κοιτάξω, λέει ο Κύριος, παρά στον ταπεινό και ήσυχο και σε όποιον τρέμει τα λόγια μου;».6

Υποσημειώσεις.

1. Η λέξη ¨μονή¨, εκτός από τη γνωστή έννοια, έχει και τη σημασία ¨σταθμός ανεφοδιασμού¨. Σε κάθε περίπτωση, το ότι πέρασε ¨οκτώ μονάς¨ δείχνει πως η απόσταση ως τον άγιο Αντώνιο ήταν μεγάλη.
2. Η οργιά ήταν περίπου ίση με 1,85 μ.
3. Η ουγγιά ήταν το ½ της λίτρας, η οποία ήταν ίση με 325 γραμμάρια περίπου. Επομένως έξι ουγγιές ήταν μισή λίτρα, περίπου 162 γραμμάρια.
4. Η λέξη ¨αρχικός¨ σημαίνει αυτόν που έχει ¨αρχήν¨, δηλαδή εξουσία, αξίωμα˙ επομένως τον αξιωματικό, τον υψηλόβαθμο. Ο ¨αρχικός δαίμων¨ λοιπόν είναι ένας από τους ανώτερους, τους αρχηγούς, σύμφωνα με την αντίληψη των ασκητικών πατέρων ότι οι δαίμονες αποτελούν στρατιά (βλ. π.χ., στην αρχή της διήγησης της σ’. 310).
5. Πρβ. Δαν. 3, 19
6. Ησ’. 66, 2

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 1-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.