Ο θαυμαστός Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης – Σίμωνος Μοναχού.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ χρόνια βρέθηκα στο Λεπροκομείο των Αθηνών μαζί με ένα γνωστό μου, για να δούμε μία συγγενή του. Τότε αυτός, κάποια στιγμή, μου είπε: «Εδώ υπάρχει ένας καλός Παππούλης. Θέλεις να πάμε να πάρουμε την ευχή του;». Και δέχθηκα.

Καθώς προχωρούσα μέσα στον Ναό του νοσοκομείου, όπου μας είπαν ότι βρισκόταν ο Γέροντας, βλέπω να βγαίνει από τη βορεινή Πύλη του Ιερού μία σεβάσμια και γλυκιά μορφή ενός κληρικού. Ήταν ο πατήρ Ευμένιος, ο εφημέριος του Ναού. Φιλήσαμε το χέρι του, με ρώτησε το όνομά μου και μου έδωσε μία προσωπική ευχή.

Αυτή ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον μεγάλο παππούλη Ευμένιο, τον «κρυφό Άγιο της εποχής μας», όπως τον ονόμασε ο επίσης μεγάλος Άγιος πατήρ Πορφύριος.

Μετά από λίγες ημέρες ξαναπήγα στον πατέρα Ευμένιο. Με είχε ελκύσει το φωτεινό του πρόσωπο, που ακτινοβολούσε μία απέραντη γαλήνη και γλυκύτητα. Τον καιρό εκείνο δεν είχα πνευματικό και τον ρώτησα, αν θα μπορούσα να εξομολογηθώ.

«Ναι, βεβαίως, αν θέλετε;»

Όταν πλησίασα κοντά του, μου λέει, με μία τρυφερή πατρική φωνή: «Τι έχεις, Κωνσταντίνε μου;». Ακούγοντας αυτή τη φράση, αισθάνθηκα αμέσως βαθιά ψυχική αγαλλίαση και έμεινα για λίγα λεπτά σιωπηλός. Από εκείνη τη στιγμή, ο πνευματικός μου σύνδεσμος με τον Παππούλη μου άλλαξε ολόκληρη τη ζωή και διατηρήθηκε μέχρι την κοίμησή του.
ελάχιστος Σίμων Μοναχός

«Ολόκληρη η Αγία Τριάς αναπαύεται στην καρδίαν μας, όταν την καθαρίσομε και την αφιερώσαμε και την κάμομε δώρον του Χριστού μας».

…υπάρχει ένας άλλος άγιος Γέροντας, που είναι κρυμμένος, και αυτός είναι ο Γέροντας Ευμένιος.
πατήρ Πορφύριος

ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ του με τους ανθρώπους, ο πατήρ Ευμένιος, ενώ δεν ήταν απρόσιτος και απόμακρος, όταν τον πλησίαζες, σου δημιουργούσε ένα δέος και μία συστολή για το πρόσωπό του, μία ευλάβεια. Δεν μπορούσες να αγγίξεις τον πατέρα Ευμένιο ή να χαριεντιστείς μαζί του, παρ’ όλο που ο ίδιος και χαρίεις ήτο και χιούμορ έκανε.

Δεν μπορούσες να αργολογείς μαζί του, γιατί ο ίδιος ήτο εκεί επί εικοσιτετραώρου βάσεως απασχολημένος, στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, για την εξυπηρέτηση του σχεδίου του Θεού επί της γης. Μέλημά του ήταν να αποκαταστήσει την σχέση μας με τον Θεό. Μας έλεγε να μην αμαρτάνουμε, όχι για να είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά για να μην διαταράσσεται η καλή μας σχέση και η επικοινωνία με τον Θεό Πατέρα μας. Μας έλεγε να κοινωνούμε συχνά, για να είμαστε συνέχεια συνδεδεμένοι μαζί Του.

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ της δεκαετίας του 1990 η χώρα μας εμαστίζετο από ανομβρία. Οι αρχές ανησυχούσαν για την υδροδότηση του λαού, τα δε μέσα ενημερώσεως είχαν προσθέσει, στα άλλα δελτία των ειδήσεών τους, και δελτίου νερού. Κάθε μέρα μας έλεγαν ότι η λίμνη του Μαραθώνος είχε τόσα κυβικά μέτρα νερού, το οποίο επαρκούσε για τόσες ημέρες. Μας συνιστούσαν δε, να μη σπαταλούμε άσκοπα το νερό και να λάβουμε διάφορα μέτρα, ώστε να περιορίσουμε την κατανάλωσή του. Ό πατήρ Ευμένιος νοσηλευόταν την εποχή εκείνη στο Νοσοκομείο “Ευαγγελισμός», επί τρείς μήνες περίπου, βαριά άρρωστος και με προοπτική να του κόψουν οι γιατροί το πόδι. Ανήμερα του Μ. Σαββάτου, το πρωί, μου είπε να τον πάρω και να πάμε στην Μητρόπολι να εκκλησιασθούμε, αφού προηγουμένως είχαμε πάρει άδεια εξόδου από το Νοσοκομείο. Στην συνέχεια, πήγαμε και προσκυνήσαμε στην Ιερά Μονή Πεντέλης και στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Νέα Πεντέλη.

Επιστρέφοντας, με ρώτησε εάν η λίμνη του Μαραθώνος είναι κοντά. Αφού του απήντησα καταφατικά, μου λέει: «Μπορούμε να πάμε εκεί;». Όταν φθάσαμε, ο Παππούλης περπατούσε πάνω στο φράγμα και σταύρωνε την λίμνη κι έλεγε ευχές πολλές και διάφορες. Εγώ προσπαθούσα να βρίσκομαι όσο το δυνατόν πιο κοντά του, γιατί φοβόμουν μήπως πέσει, μια και το πόδι του ήταν πολύ βεβαρημένο. Όταν, όμως, τον πλησίαζα πολύ, σταματούσε τις ευχές και μου έλεγε: «Ξέρεις, όταν η λίμνη γεμίσει με νερά, με πολλά νερά, θα αρχίσουν να χύνονται από τα πλάγια, απ’ αυτά που λέγονται υπερχειλιστήρες». Κι εγώ του έλεγα: «Καλά, Παππούλη» και τον άφηνα και απομακρυνόταν λίγο και εκείνος συνέχιζε να σταυρώνει την λίμνη και να λέει ευχές, και να σταυρώνει την λίμνη και να ξαναλέει ευχές, και πάλι ευχές. Μετά φύγαμε.

Σε λίγες ημερές άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, μέρα-νύχτα. Ό Παππούλης μας, με τις ευχές του, άνοιξε τους ουρανούς και σταμάτησε την ανομβρία. Σημειωτέων ότι είχε να βρέξει κανονικά περίπου τρία χρόνια και οι αρχές προσανατολίζοντο να φέρουν ακόμα και με υδροφόρες νερό για την υδροδότηση των Αθηνών. [Σ.μ.]

ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ, που λειτουργούσε ο πατήρ Ευμένιος στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών, στο Αιγάλεω, είχε πολύ κόσμο και πολλά παιδιά. Την ώρα του Χερουβικού, βγήκε στην Ωραία Πύλη να συγχωρεθεί από το εκκλησίασμα. Εκείνη την στιγμή, βλέπει να κάθονται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας, κοντά στο τέμπλο, 3-4 παιδάκια. Λέει στο εκκλησίασμα: «Σας έχω πει ότι δεν θέλω, την ώρα της Θείας Λειτουργίας, παιδιά να κάθονται εδώ μπροστά». Και κατεβαίνει κάτω, παίρνει τα παιδάκια από το χέρι και τα πάει πίσω-πίσω στον ναό. Μετά, μπαίνει στο Ιερό και παίρνει τα Άγια για την Μεγάλη Είσοδο. Ωστόσο, ένα από τα παιδάκια αυτά φεύγει από πίσω και πάει πάλι μπροστά, στην βορεινή όμως τώρα Πύλη, και, την ώρα που έβγαινε ο πατήρ Ευμένιος με τα Άγια, φωνάζει το παιδάκι στην μητέρα του: «Μαμά, μαμά, ο Παππούλης πετάει, ο Παππούλης πετάει!»[Σ.μ.]

Ένα παρόμοιο γεγονός μαρτυρεί και η κυρία Φωτεινή Γιαννάκη, ασθενής του Λεπροκομείου. Μας είπε ότι τον είχε δει κάποια γυναίκα, συνασθενής της, και δεν πατούσε κάτω. Αυτή η γυναίκα καθόταν κοντά στο Ιερό, όταν λειτουργούσε ο πατήρ Ευμένιος. «Φαινόταν», μας είπε, ότι δεν πατούσε στην γη. “Αυτά συμβαίνουν στους Αγίουςˮ, λέω εγώ. Την λέγανε Ευρυδίκη. Αυτή είδε αυτό το πράγμα. Πήγα κι εγώ μια μέρα μπροστά, για να δω, αλλά λέγανε ότι ήταν αμαρτία αυτό, που ήθελα. Γιατί αυτή η γυναίκα (η Ευρυδίκη) έκανε μεγάλες προσευχές, εικοσιτετράωρες προσευχές, γι’ αυτό την αξίωνε ο Θεός να βλέπει και τον πατέρα Ευμένιο να πετάει.» [22]

Ο ΠΑΤΗΡ ΕΥΜΕΝΙΟΣ θεράπευε κρυφά η κάνοντας μικροσαλότητες. Η κυρία Ευαγγελία Προδρόμου, που υπέφερε από φρικτούς πόνους στο στομάχι και το έντερό της, ιδίως μόλις έτρωγε η έπινε κάτι αντίθετο, έλεγε ότι πήγε κάποια ήμέρα στον πατέρα Ευμένιο, ο οποίος καθόταν έξω από το κελάκι του, την καλωσόρισε και, για να την κεράσει, της γέμισε ένα ποτήρι πορτοκαλάδα να το πιεί. Του λέει εκείνη: «Γέροντα, αδύνατον να πιώ τέτοιο πράγμα. Έχω το έντερό μου και το στομάχι μου και θα με διαλύσει». «Πιές, πιές», επέμενε εκείνος και της το έδωσε, μάλιστα, στο στόμα. Το ήπιε και της έδωσε και δεύτερο ποτήρι. Κι επειδή τελείωσε η πορτοκαλάδα, της γέμισε το τρίτο ποτήρι με sprite αεριούχο. Αφού εκείνη τα ήπιε όλα, λέει στον πατέρα Ευμένιο: «Γέροντα, σε δυο λεπτά κλάψε με». «Πήγαινε, πήγαινε, δεν έχεις τίποτε», της απάντησε ο πατήρ Ευμένιος. Από τότε έγινε καλά και ιάθη τελείως.


Ό Γέροντας Ευμένιος είναι από τίς πιο αγιασμένες μορφές του πλανήτη και είναι μεγάλη υπόθεση να του φιλήσεις το χέρι του.
πατήρ Πορφύριος

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.