Λόγος ηθικός τέταρτος (Β’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την απάθεια και τα χαρίσματα και τις δωρεές που υπάρχουν σ’ αυτή κατά την πρόοδο˙ και ποιά είναι η τελείωση της κατά Χριστόν πνευματικής ηλικίας.

… Όπως δηλαδή ένας βασιλιάς, που είναι σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, όταν δει ότι κάποιος δούλος του έγινε με τη θέλησή του αιχμάλωτος σε κάποιον τύραννο, και υποχρεώνεται να δουλεύει στον πηλό και στους πλίνθους,1 και υποφέρει άσπλαχνα μέσα στο βόρβορο, και υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνει εκείνος ο ίδιος και τον αρπάζει και τον ελευθερώνει από εκείνη την αισχρή και κοπιαστική υπηρεσία, και τον παίρνει στα ανάκτορά του, και τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει διόλου για τίποτε˙ ο δούλος μάλιστα εκείνος, που απαλλάχθηκε από τόσο μεγάλα και από τέτοια οδυνηρά πράγματα, φιλοτιμείται να φανεί με την εύνοια στον κύριό του προθυμότερος στις εντολές του από τους συνδούλους του, που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, ώστε να δείξει μεγαλύτερη και θερμότερη και την αγάπη του σ’ αυτόν, επειδή θυμάται διαρκώς από πόσα κακά τον έσωσε, έτσι να υποθέτεις ότι συμβαίνει, όπως έχει ειπωθεί, και για εκείνον που απόλαυσε τη βοήθεια του Θεού. Και όπως ο βασιλιάς εκείνος, βλέποντας τον δούλο αυτό να κάνει ολοπρόθυμα και με κάθε ταπείνωση τα θελήματά του, αν και δεν έχει καμία ανάγκη από την υπηρεσία του, επειδή έχει αμέτρητα πλήθη υπηρετών, θα δείξει στο δούλο για την ευγνωμοσύνη του αμέτρητη την αγάπη, έτσι να υποθέτεις ότι θα συμβεί και σ’ αυτά που έχουν ειπωθεί. Διότι ούτε εκείνος που απόλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να κάνει διαρκώς όλο και περισσότερο και με θερμότερη προθυμία το θέλημα του Θεού, ούτε ο αιώνιος Βασιλιάς και Θεός θα στερήσει αυτόν από τα αγαθά της αιώνιας ζωής, έτσι που αυτά να μην χορηγηθούν σ’ αυτόν πλούσια και σε τόσο βαθμό, όσο δηλαδή τον βλέπει να αυξάνει κάθε μέρα προς αυτόν την υπηρεσία του. Για τις ευεργεσίες μάλιστα και τις δωρεές του Θεού, που κάνει στους δούλους του, δεν υπάρχει σ’ εμάς δυνατότητα ούτε να τις μετρήσουμε ούτε να τις αντιληφθούμε˙ και άλλες τις δίνει σ’ αυτούς, άλλες πάλι θα τις δώσει.
Αλλά όμως απ’ αυτά που εδώ δίνει ο φιλεύσπλαχνος Θεός σ’ εκείνους που τον αγαπούν, πρέπει κάποια λίγα να πω στην αγάπη σας, άλλα απ’ αυτά παίρνοντάς τα; Από τις θείες Γραφές και άλλα από την ίδια την πείρα μου. Επειδή δηλαδή οι άνθρωποι δείχνουν όλη τη φροντίδα και τη μέριμνά τους γι’ αυτά τα τρία, εννοώ για τον πλούτο, για την τιμή και για τη δόξα, και για την ελευθερία και τη χαρά και την απόλαυση που προέρχονται απ’ αυτά τα τρία, πρώτα ο Δεσπότης μας και Θεός χαρίζει πλούσια αυτά σ’ εκείνους που τα πέταξαν όλα και σήκωσαν τον σταυρό,2 και που χωρίς επιστροφή βαδίζουν στα βήματά του˙ διότι ο ίδιος δίνει αντί για φθαρτό πλούτο ολόκληρο τον εαυτό του. Γνωρίζεις το νόημα του λόγου; Άκουσες το φοβερό θαύμα; Διότι όπως οι πλούσιοι, που ζουν στον κόσμο, ξοδεύουν τον πλούτο τους σε όποιες ανάγκες και επιθυμίες και απολαύσεις θέλουν, έτσι και ο καλός μας Δεσπότης προσφέρει τον εαυτό του στους γνήσιους δούλους του και εκπληρώνει κάθε πόθο και κάθε επιθυμία τους, όπως αυτοί θέλουν και για το σκοπό που θέλουν˙ και τους γεμίζει άφθονα από κάθε καλό και τους δίνει πλούσια και αδιάκοπα την άφθαρτη και αιώνια απόλαυση.
Και πρώτα βέβαια γεμίζουν από ανέκφραστη χαρά, διότι απέκτησαν μέσα τους όχι τον κόσμο, ούτε τα πράγματα που είναι μέσα στον κόσμο, αλλά τον Δημιουργό των όλων και Κύριο και Δεσπότη. Έπειτα ντύνονται το φως, τον ίδιο δηλαδή τον Χριστό3 και Θεό, ολόκληρο, σε ολόκληρο το σώμα τους˙ και βλέπουν τους εαυτούς τους στολισμένους με ανέκφραστη δόξα και αστραφτερή θεία στολή, και σκεπάζουν τα μάτια τους, επειδή δεν αντέχουν να βλέπουν την ακατανόητη και αβάσταχτη λάμψη της στολής τους, ώστε να ζητούν αυτοί τόπο να κρυφτούν, για να μπουν εκεί και να αποθέσουν το μεγάλο βάρος της δόξας.4 Έπειτα ο ίδιος ο Δεσπότης γίνεται γι’ αυτούς αιώνια και αθάνατη τροφή και πόση˙ σε άλλους βέβαια εμφανίζεται σαν φωτόμορφος μαστός, που μπαίνει μέσα στο στόμα το νου τους και τους προσφέρει τη δυνατότητα να θηλάζουν, όσοι ακόμη είναι νήπιοι ως προς τον Χριστό5 και δεν είναι ακόμη ικανοί να πάρουν στερεά τροφή, για τους οποίους και γίνεται συγχρόνως τροφή και πόση, προξενώντας σ’ αυτούς τόσο μεγάλη τη γλυκύτητα, ώστε να μη θέλουν, ή, καλύτερα, και να μην μπορούν να απομακρυνθούν διόλου απ’ αυτόν˙ σε άλλους όμως που απογαλακτίσθηκαν προσφέρεται, όπως ένας φιλόστοργος πατέρας, παιδαγωγώντας και εκπαιδεύοντάς τους.
Όπως λοιπόν ο φιλόστοργος πατέρας κάνει βέβαια του γιους του ομοτράπεζους, όταν όμως τους δει να δείχνουν αμέλεια στα μαθήματά τους και να ρεμβάζουν σε κάποια ανώφελα πράγματα, τους απομακρύνει από το τραπέζι του και δίνει εντολή στους δούλους του να μην τους δώσουν τροφή, για να τους παιδαγωγήσει να μην είναι καταφρονητές και αμελείς, έτσι και ο καλός μας Δεσπότης και Θεός φέρεται στους δούλους του και στους από φιλανθρωπία και χάρη υιούς του˙ διότι προσφέρει σ’ αυτούς τον εαυτό του, που είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο6 και απ’ αυτόν και μαζί μ’ αυτόν τρέφονται αιώνια, ώστε να χορτάσουν, και προσαρμόζονται με την μετοχή αυτή στην αιώνια ζωή, με το να αγιάζονται και στην ψυχή και στο σώμα. Όταν όμως αμελήσουν τις εντολές και θελήσουν με το αυτεξούσιό τους να φερθούν ράθυμα και καταφρονητικά και να ασχοληθούν σε κάποιο από τα πράγματα του κόσμου, με το να εκτραπούν δηλαδή σε πράγματα ανώφελα και ανάρμοστα προς τη θεοσέβεια, τότε ο τροφός όλου του κόσμου τους στερεί από τον εαυτό του. Αλλά, όταν συναισθανθούν το καλό που στερήθηκαν, αφού επιστρέψουν αμέσως και τον αναζητήσουν ως συνήθως και δεν τον βρουν, τότε στηθοκοπιούνται, κλαίνε και θρηνούν τους εαυτούς τους, και προκαλούν τον εαυτό τους κάθε κακοπάθεια, και ποθούν κάθε θλίψη και κάθε πειρασμό και εξευτελισμό, ώστε ο φιλάνθρωπος πατέρας τους να δει τις θλίψεις τους και την εθελούσια ταλαιπωρία τους και να τους λυπηθεί, και να επιστρέψει και να τους προσφέρει πάλι τον εαυτό του, αυτό που και γίνεται. Και τότε αποκαθίστανται με περισσότερη παρρησία στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα, και στην ίδια απόλαυση των αγαθών, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε,7 και δείχνουν στον πατέρα τους περισσότερη ευλάβεια από πρώτα και τον τρέμουν ως Δεσπότη, για να μην πέσουν και πάλι από απροσεξία στα ίδια κακά και πεταχτούν μακριά από τον πανάγαθο Πατέρα.
Και αυτά βέβαια κάνουν και πράττουν εκείνοι που μετανοούν με κόπο και κατορθώνουν τα αγαθά που αναφέραμε. Όσοι όμως δεν θα δείξουν προθυμία στους κόπους και στις θλίψεις και στις δυσκολίες της μετάνοιας, αλλά θα στρέψουν τους εαυτούς του στη ραθυμία και στις ανέσεις, σαν ανάξιοι και νόθοι γιοί, ή, καλύτερα, να πούμε, σαν καταφρονητές και άνθρωποι που προτίμησαν περισσότερο τις ηδονές του σώματος από τα αιώνια αγαθά και από τον ίδιο τον Θεό τους, αυτοί δεν αξιώνονται πια γι’ αυτή την απόλαυση, ούτε βέβαια και γι’ αυτούς το ένδυμα της δόξας του Θεού, αλλά και στερούν τους εαυτούς τους δίκαια από τον πλούτο της καλοσύνης του Θεού και γίνονται όμοιοι με αδέσποτα σκυλιά. Διότι όπως τα αδέσποτα σκυλιά περιφέρονται στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης, για να πάρουν κάπου ένα κόκκαλο ή ένα πεταμένο κομμάτι από παλιό δέρμα, ή και να γλείψουν την κοπριά ή το αίμα από τα ζώα που σφάχτηκαν˙ αν μάλιστα αυτά βρουν και ένα ψοφίμι, το τρώνε αχόρταγα και δεν απομακρύνονται προηγουμένως από το πτώμα, αλλά απεναντίας ορμούν και διώχνουν και τα άλλα σκυλιά, ωσότου να φανούν όχι μόνο τα εντόσθιά τους, αλλά και τα ίδια τα κόκκαλά του γυμνά από τα νεύρα˙ τον ίδιο δηλαδή κάνουν και αυτοί, γυρίζουν στις θύρες των πλουσίων και των φτωχών, ζητιανεύοντας, για να καρπωθούν από κάπου χρυσά ή ασημένια ή χάλκινα νομίσματα, που τους προσφέρονται, επειδή έχασαν τον αληθινό και άφθαρτο πλούτο˙ και όταν επιτύχουν το σκοπό τους, συμπεριφέρονται για λίγο έτσι, σαν να είναι δηλαδή χορτάτοι και σαν να μην έχουν καμία ανάγκη˙ όταν όμως εξαιτίας της ανελπιστίας τους κυριεύσει η πείνα της απληστίας, τότε αφήνουν και πάλι τους εαυτούς τους στην προηγούμενη ζητιανιά, και γίνονται ελεεινοί για τα παρόντα πράγματα, έστω και αν αποκτήσουν όλο τον πλούτο του κόσμου, και ακόμη πιο ελεεινοί για τα μέλλοντα, διότι απαρνήθηκαν με τη θέλησή τους την αιώνια ζωή.
Ο Θεός δηλαδή φανέρωσε σ’ αυτούς τον πλούτο της χάρης του, για να είναι αυτοί αναπολόγητοι˙ αλλά και τους αξίωσε να γευθούν την επουράνια δωρεά και τους έχει κάνει μέτοχους του Αγίου Πνεύματος8, σύμφωνα μ’ αυτά που και ο θείος Παύλος διακήρυξε˙ αυτοί όμως δεν τον δόξασαν ως Θεό, ούτε τον αγάπησαν, ούτε σεβάστηκαν την απεραντοσύνη της αγαθότητάς του, ούτε τον ευχαρίστησαν, αλλά απεναντίας παραδόθηκαν στις μάταιες σκέψεις τους και σκοτίσθηκε η ασύνετη καρδιά τους˙ διότι, αν και ισχυρίζονταν ότι είναι σοφοί, κατάντησαν ανόητοι9. Δεν κάνουν όμως έτσι όλοι εκείνοι που φοβούνται τον Κύριο˙ αλλά, όσοι ως αφοσιωμένοι δούλοι και ως γνήσιοι γιοί θα υπομείνουν με χαρά τις παιδαγωγίες του Πατέρα και Δεσπότη τους, λέγοντας, «Θα υπομείνω την παιδαγωγία του Κυρίου, διότι αμάρτησαν σ’ αυτόν»,10 και αλλιώς, «Δεν είναι αντάξια τα παρόντα παθήματα, όταν συγκριθούν με τη δόξα, που αποκαλύπτεται σ’ εμάς»,11 και έτσι θα μείνουν σταθεροί, όπως είπαμε, στην καθημερινή παιδαγωγία και στη συνεχή μετάνοια, χωρίς να την εγκαταλείπουν ή να στενοχωρούνται μ’ αυτή, με το να παιδαγωγούνται δηλαδή με τον τρόπο που προηγουμένως αναφέραμε, αυτοί μένουν πάντοτε στον πατρικό οίκο, ντυμένοι με λαμπρές στολές, τρώγοντας μαζί με τον Πατέρα τους και βλέποντας τη δόξα του και τον πλούτο, που πρόκειται να κληρονομήσουν. Όταν όμως ανατραφούν καλά και εκπαιδευθούν και φθάσουν στο μέτρο του αναστήματος του τέλειου άνδρα, τότε και ο πανάγαθος Πατέρας δίνεις στα χέρια τους όλα τα υπάρχοντά του.
Αλλά όμως, ας πούμε προηγουμένως, ποιό είναι το μέτρο του πνευματικού αναστήματος και το ύψος της τελειότητας του Χριστού,12 και ας μιλήσουμε κατόπι γι’ αυτά που υπάρχουν στον Πατέρα, και πώς τα δίνει στα χέρια εκείνων που πιστεύουν σ’ αυτόν. Πρόσεχε λοιπόν με σύνεση τη σημασία αυτών που θα ειπωθούν σ’ εσένα.
Μέτρο του αναστήματος της τελειότητας του Χριστού είναι αυτά, αν τα στοχάζεσαι με πνευματικό τρόπο. Και για να μιλήσω για την αρχή αυτού του αναστήματος, αρχίζοντας από κάτω, λέω˙ πόδια του είναι η πίστη και η άγια ταπείνωση, που είναι βάση στερεή και ακλόνητη˙ σκέλη και αστράγαλοι, κνήμες και γόνατα και μηροί, είναι η ακτημοσύνη, η γυμνότητα, η ξενιτεία, η συνειδητή υποταγή για χάρη του Χριστού, η υπακοή και η ολοπρόθυμη δουλεία. Μέλη και μόρια, που πρέπει να καλύπτονται, είναι η αδιάκοπη νοερή προσευχή, η γλυκύτητα που προξενείται από τη χύση των δακρύων, η χαρά της καρδιάς και η ανείπωτη παρηγοριά της. Νεφρά και μέση είναι η στάση και η καρτερία στις προσευχές και στις συνάξεις, και η πύρωση του επιθυμητικού, που προξενείται από εκεί, για τη θέαση και τη συνύπαρξή μας με τον Θεό, όπως ο θείος Δαβίδ αναφέρει, μιλώντας έτσι: «Πύρωσε τα νεφρά και την καρδιά μου».13 Αλλά και ο Παύλος λέει: «Σταθείτε, λοιπόν, αφού ζώσετε τη μέση σας με την αλήθεια».14 Αλλά και ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους αποστόλους, λέει: «Γι’ αυτό, αφού ζώσετε σαν τη μέση το νου σας, μένοντας εντελώς άγρυπνοι, να ελπίσετε στη χάρη, που θα σας δοθεί, σαν σε υπάκουα τέκνα, όταν φανερωθεί ο Ιησούς Χριστός».15 Χάρη ονομάζει τη δωρεά του παναγίου Πνεύματος, η οποία μας κάνει συμμέτοχους και συγκοινωνούς του Θεού.
Η κοιλιά και το στομάχι και τα όργανα των σπλάχνων είναι το ευρύχωρο και νοερό εργαστήριο της ψυχής, μέσα στο οποίο θα φαντασθείς στη μέση σαν καρδιά το λογιστικό, και μέσα στο λογιστικό το επιθυμητικό και το θυμικό˙ σ’ αυτά, σαν πλευρά και σάρκες και νεύρα και πάχη, είναι η πραότητα, η απλότητα, η ανεξικακία, η συμπόνια και η ευλάβεια, που τα συγκρατούν και τα συνδέουν, τα περιβάλλουν και τα συγκαλύπτουν, και δεν τα αφήνουν να αποβλέπουν στα ορατά πράγματα ή να επιθυμούν κάτι από εκείνα που υπάρχουν στα ορατά πράγματα, αλλά και δεν επιτρέπουν να μνησικακούν ή να φθονούν ή να ζηλεύουν ή να οργίζονται ή να βλέπονται ποτέ αυτά από τους ανθρώπους. Διότι, αν η εμπαθής ορμή τους δεν εκδηλωθεί διόλου προς τα έξω, αυτά παραμένουν καλυμμένα˙ αν όμως είναι μέσα μόνα τους και φυλάγονται με ασφάλεια απ’ αυτά που έχουμε πει, τότε το λογιστικό, από τη μία, διακρίνει και διαχωρίζει το χειρότερο από το καλύτερο, και δείχνει στο επιθυμητικό με ποια πρέπει να σχετίζεται και ποια πρέπει να αγαπά και ποια είναι ανάγκη να αποστρέφεται και να μισεί˙ το θυμικό, από την άλλη, είναι παρόν ανάμεσά τους, όπως ένας αφοσιωμένος υπηρέτης, που υπηρετεί τους σκοπούς τους και συμπράττει στα θελήματά τους, με το να διεγείρει σε επίθεση και σε απόκρουση την απόφαση των αγαθών ή των πονηρών ανδρών, που θέλουν να πραγματοποιήσουν το ένα ή το άλλο απ’ αυτά.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Έξ. 1, 14
2. Πρβ. Ματθ. 16, 24
3. Πρβ. Γαλ. 3, 27
4. Πρβ. Β’ Κορ. 4, 17
5. Πρβ. Α’ Κορ. 3, 1-2
6. Ιω. 6, 33
7. Α’ Κορ. 2, 9
8. Πρβ. Εβρ. 6, 4
9. Ρωμ. 1, 21-22
10. Μιχ. 7, 9
11. Ρωμ. 8, 18
12. Εφ. 4, 13
13. Ψαλ. 25, 2
14. Εφ. 6, 14
15. Α’ Πέτρ. 1, 13

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός τέταρτος (Α’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.