Ενθρόνιση του Αγίου Χρυσοστόμου στη Σμύρνη (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Αξιομνημόνευτος δε θα διαμένη δι’ εμέ εις τον πάντα μου χρόνον η ημέρα αύτη, καθ’ ην πατών το τετιμημένον τούτο έδαφος της κάλλει και μεγέθει και ακμή υπερλάμπρου ταύτης Μητροπόλεως».

Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος

Ημέρα χαράς και μνήμης, συγκίνησης και υπερηφάνειας υπήρξε η 10η Μαΐου 1910 για την ιστορική και περιφανέστατη πόλη της Σμύρνης στη Μικρά Ασία. Ημέρα μεγάλου ενθουσιασμού, χρηστών ελπίδων και πολλών προσδοκιών. Ημέρα εκκλησιαστικής λαμπρότητας και μεγαλείου για την πρωτεύουσα της Ιωνίας, την αποστολική και μαρτυρική των Σμυρναίων εκκλησία. Η ενθρόνιση του νέου μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομο έρχεται να προστεθεί ως ένας σημαντικός σταθμός στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή της φημισμένης πόλης, η οποία διατρέχει μια πορεία χιλιάδων χρόνων στη μικρασιατική ακτή με θέα τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου Πελάγους.
Η ιστορία της Σμύρνης έχει τις ρίζες της στην ελληνική μυθολογία. Ιδρυτής της πόλης φέρεται ο Θησέας, ο οποίος έδωσε σε αυτή το όνομα της Αμαζόνας συζύγου του Σμύρνας. Κατά τον Ηρόδοτο, η Σμύρνη κατοικήθηκε από τους Αιολείς της Κϋμης (1150 π. Χ.), ενώ αργότερα ο Στράβων μαρτυρεί πως επρόκειτο για την ομορφότερη πόλη της Μικράς Ασίας («καλλίστη των πασών»),1 η οποία κατακτήθηκε από τους Ίωνες που επικράτησαν τελικά στην εθνική συλλογική μνήμη.
Η αρχαία Σμύρνη είχε χτιστεί στο βορειανατολικό τμήμα του σημερινού σμυρναϊκού κόλπου, θέση στην οποία η αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε σημαντικά ευρήματα που ανάγονται στο 3000 π. Χ. και τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα από την Τροία. Το 630 π. Χ. η πόλη έγινε στόχος των Λυδών, οι οποίοι, αφού την κατέστρεψαν, ανάγκασαν τους κατοίκους που διέφυγαν τη σφαγή να ιδρύσουν οικισμούς πέριξ της παλιάς τους πόλης.
Η Σμύρνη επανιδρύθηκε τον 4ο π. Χ. αιώνα από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του κατά την εκστρατεία εναντίον των Περσών και την απελευθέρωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Η παράδοση αναφέρει πως ο Μακεδόνας Στρατηλάτης ουδέποτε λησμόνησε την ένδοξη αλλά κατεστραμμένη πόλη, γι’ αυτό και κατά τη διέλευσή του από αυτή και υπό την επίδραση ονείρου στο όρος του Πάγου αποφάσισε να την ανοικοδομήσει. Αφού συγκέντρωσε τους απογόνους της παλιάς πόλης, έχτισε τη νέα Σμύρνη λίγο νοτιότερα, τους πρόποδες του Πάγου, θέση την οποία διατήρησε η πόλη καθόλη τη μετέπειτα δισχιλιετή περίοδο. Έκτοτε, η Σμύρνη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ευημερία. Παρά το γεγονός ότι πολλές φορές καταστράφηκε και υποδουλώθηκε σε ξένους λαούς, όπως στου Ρωμαίους (190 π. Χ.) και τους Οθωμανούς (1424 μ. Χ.), η πόλη δεν έχασε την παλιά της λάμψη και δόξα.2
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Σμύρνη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη. Η φημισμένη πόλη της Ανατολής, παρά το γεγονός ότι μετρούσε αρκετούς αιώνες υπό ξένη κυριαρχία, εντούτοις διατηρούσε όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοσμόπολης, όπως τα ενσάρκωσε η υπερχιλιόχρονη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη και η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Τη δεκαετία του 1910 η ελληνική υπεροχή στη Σμύρνη ήταν ξεκάθαρη. Η πόλη αριθμούσε συνολικά 416.494 κατοίκους, εκ των οποίων 243.879 ήταν Έλληνες (59% του πληθυσμού), 96.250 Τούρκοι (23% του πληθυσμού), 16.450 Εβραίοι (4% του πληθυσμού), 7.628 Αρμένιοι (1,8% του πληθυσμού), 415 Βούλγαροι και 51.872 Ευρωπαίοι (12% του πληθυσμού). Κατά συνέπεια, την περίοδο αυτή η πόλη διατηρούσε ένα πολυπολιτισμικό και ευρωπαϊκό προφίλ, το οποίο της επέτρεπε να αναπτύσσεται συνεχώς και να είναι ανοιχτή στις νέες προκλήσεις της Δύσης, διατηρώντας ταυτόχρονα το ανατολίτικο άρωμα στην καθημερινότητα και την πλούσια παράδοσή της. Γι’ αυτό η πολυεθνική, πολύγλωσση και κοσμοπολίτικη Σμύρνη ονομάστηκε «Παρίσι της Ανατολής», «Στέμμα της Ιωνίας», «Λουλούδι της Ανατολής», «Μουσείο της Ιωνίας», «Άστρο της Ανατολής», «Οφθαλμός της Μικράς Ασίας», «Εγκέφαλο της Ανατολής», «Δάσος των Σοφών» και «Άσυλο των Χαρίτων και των Μουσών».
Το μέγεθος και η ακτινοβολία της Σμύρνης γίνονται αντιληπτά και από τη σύγκρισή της με την Αθήνα. Αρχικά, η Σμύρνη αποτέλεσε μετά την έλευση του Όθωνα 1833 πρότυπο πόλης για την επιλογή της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου. Στην κατεύθυνση αυτή, η εφημερίδα του Ναυπλίου Χρόνος έγραφε την εποχή εκείνη: «Πρωτεύουσα της Ελλάδος πρέπει να ώσιν αι Αθήναι, όχι διότι πάσα επαρχία εν Πελοποννήσω έχει το κέντρον αυτής, όχι μόνον διότι η Αττική και σύμπασα η Στερεά Ελλάς δεν δύναται να στερηθή πρωτευούσης, αλλά και διότι, ως γνωστόν, αι Αθήναι έχουσι το μόνον δυνάμενον να συγκριθή προς το της Σμύρνης κλίμα, το ευφορώτατον έδαφος, κάλλιστον προς οικοδομίαν υλικόν, λιμένας και όρμους ευχρηστοτάτους».3
Έπειτα, η Σμύρνη μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε τον διπλάσιο πληθυσμό από εκείνον της Αθήνας, με κοινωνικές και οικονομικές δομές πολύ πιο ανεπτυγμένες από οποιαδήποτε άλλη πόλη του ελληνικού κράτους, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσάς του.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κοινότητα της Σμύρνης αποτέλεσε ένα εξαιρετικό παράδειγμα κοινοτικής οργάνωσης και ζωής, μοναδικό στο πλαίσιο λειτουργίας των εθνοθρησκευτικών ομάδων, αλλά και πρότυπο αστικής διάρθρωσης στον μικρασιατικό χώρο.4 Η ελληνορθόδοξη κοινότητα εκπροσωπείτο από δύο κοινοτικά σώματα, τη Δημογεροντία και την Κεντρική επιτροπή, πρόεδρος και εκτελεστικό όργανο των οποίων ήταν ο εκάστοτε μητροπολίτης Σμύρνης.
Η Δημογεροντία αποτελούσε τον παραδοσιακό θεσμό κοινοτικής εξουσίας που εφαρμόστηκε την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κύριο έργο της ήταν η είσπραξη και απόδοση της φορολογίας στις τουρκικές αρχές, η φροντίδα και επιστασία των ναών και η εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.
Η κεντρική επιτροπή συγκροτήθηκε τον 19ο αιώνα (1877) και αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική και θεσμοθετημένη ρήξη με το παρελθόν. Ο νέος αυτός κοινοτικός θεσμός εισήγαγε μια καινοτομία ιδιαίτερα τολμηρή για τα κοινοτικά δεδομένα της εποχής. Έδωσε τη δυνατότητα να εκλέγονται σε αυτή όχι μόνο Ελληνοθωμανοί, όπως συνέβαινε στη Δημογεροντία, αλλά και Έλληνες υπήκοοι, μέλη προξενικών και διπλωματικών αρχών, ώστε να νομιμοποιείται η ελληνική παρουσία τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και να συντελείται άτυπα μεν, ουσιαστικά και σταδιακά δε, η ελληνοποίηση της κοινότητας. 5
Σε οικονομικό επίπεδο, η Σμύρνη συσσώρευσε για αιώνες τον περισσότερο πλούτο απ’ όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Σε αυτό συνέβαλλε καθοριστικά τόσο η εξαιρετική γεωγραφική θέση της στο κέντρο των μικρασιατικών ακτών, όσο και η λειτουργία του μεγαλύτερου λιμένα της Ανατολικής Μεσογείου. Η πόλη αποτέλεσε το κυριότερο διαμετακομιστικό κέντρο αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων της μικρασιατικής ενδοχώρας και το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Σμύρνη διέθετε ισχυρό τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, αστικές υπηρεσίες, σιδηροδρομικό δίκτυο, ανεπτυγμένη βιομηχανία και θαλάσσιες μεταφορές, στοιχεία που έκαναν την πόλη ιδιαίτερα ελκυστική στα εμπορικά και αναπτυξιακά ευρωπαϊκά δίκτυα της εποχής.
Σε εκκλησιαστικό επίπεδο, η Σμύρνη είχε ανέκαθεν μια ξεχωριστή θέση στη συλλογική μνήμη των απανταχού Χριστιανών. Είναι μία από τις επτά εκκλησίες οι οποίες αναφέρονται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, για τον άγγελο (επίσκοπο) της οποίας ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι, τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. β’. 10). Η μητρόπολη Σμύρνης παρά το γεγονός ότι δεν ανήκε στις γεροντικές μητροπόλεις του οικουμενικού πατριαρχείου, ούτε είχε υψηλή θέση στο ισχύον τότε Συνταγμάτιο της μεγάλης εκκλησίας,6 αποτελούσε τη σπουδαιότερη μητροπολιτική επαρχία του οικουμενικού θρόνου, γεγονός που αποτυπωνόταν πολύ εύστοχα στον τίτλο του εκάστοτε μητροπολίτη Σμύρνης, ως Υπερτίμου και Εξάρχου Ασίας. Η περιώνυμη πόλη, με την πρόοδο και την πολύπλευρη ανάπτυξή της, με ιστορία αιώνων στη δεύτερη τη τάξει Εκκλησία των επτά αστέρων της Αποκαλύψεως και πολυάριθμο ορθόδοξο ελληνικό στοιχείο, καθιστούσε την αρχιερατική περιφέρεια Σμύρνης την πρώτη εκκλησιαστική επαρχία του Πατριαρχείου μετά την Κωνσταντινούπολη.
Επιπλέον, η εκκλησία που παροικεί στη Σμύρνη δοξάστηκε ανά τους αιώνες από νέφος μαρτύρων, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους στην περίφημη πόλη. Πρώτος και επιφανέστερος όλων υπήρξε ο άγιος Ιερομάρτυς Πολύκαρπος, επίσκοπος Σμύρνης, ο οποίος ετελειώθη δια πυρός στη Σμύρν κατά τους διωγμούς του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αντωνίνου εναντίον των Χριστιανών. Λίγο αργότερα, με το ίδιο μαρτύριο, έλαβε τον αμαράντινον της δόξης στέφανον ο άγιος ιερομάρτυς Πιόνιος, Πρεσβύτερος της εν Σμύρνη αγίας Εκκλησίας, την ημέρα μνήμης του οποίου ο ιερομάρτυρας Χρυσόστομος εξελέγη μητροπολίτης Σμύρνης.
Στα νεότερα χρόνια πολλοί ήταν οι Νεομάρτυρες που πότισαν με το αίμα τους τα χώματα της φημισμένης πόλης. Ασφαλώς, αυτό οφείλεται στην πληθυσμιακή υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου, εξαιτίας του οποίου οι Τούρκοι την αποκαλούσαν υβριστικά Γκιαούρ Ιζμίρ, δηλαδή Άπιστη Σμύρνη. Ειδικότερα, στη Σμύρνη τελειώθησαν ο άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο Καραμάνος (+19 Μαρτίου 1657), η μνήμη του τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου, ο άγιος Νεομάρτυς Αθανάσιος ο εξ Ατταλείας (+ 7 Ιανουαρίου 1700), ο άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος (Δήμος) ο εξ Αδριανουπόλεως (+10 Απριλίου 1763), ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Βουρλιώτης (+16 Απριλίου 1772), ο άγιος Νεομάρτυς Αλέξανδρος ο Θεσσαλονικεύς (+ 26 Μαΐου 1794), ο άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης Νάννος ο Θεσσαλονικεύς (+ 29 Μαΐου 1802), ο άγιος οσιομάρτυς Προκόπιος ο εκ Βάρνης (+25 Ιουνίου 1810), ο άγιος οσιομάρτυς Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης (+ 19 Απριλίου 1819) και ο άγιος Νεομάρτυς Στέργιος ή Σέργιος (+1819).7
Ένα ακόμα γεγονός που αναδεικνύει τη Σμύρνη σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και θρησκευτικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού είναι ότι στην πόλη αυτή φιλοτεχνήθηκε το ιστορικό λάβαρο της ιεράς μονής αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Στα τέλη του 16ου αιώνα Έλληνες ομογενείς της Σμύρνης δώρισαν στη σεβάσμια μονή το εν λόγω λάβαρο, το οποίο φέρει αναπαράσταση από την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και το οποίο το 1821 συνδέθηκε με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης στην Αχαΐα.8
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Σμύρνη είχε αναπτυχθεί στις υπώρειες του Πάγου. Η πόλη διακρινόταν στον άνω και κάτω μαχαλά (συνοικία). Στην άνω πόλη, η οποία βρισκόταν στους πρόποδες του Πάγου, υπήρχε η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία, όπου διέμεναν και ελάχιστοι Ρωμηοί. Εκεί υπήρχε το διοικητήριο (Κονάκι), οι φυλακές, οι στρατώνες και η τουρκική αγορά, πέριξ των οποίων διέμειναν τα φτωχότερα στρώματα της πόλης.
Στον κάτω μαχαλά, ο οποίος απλωνόταν στα πεδινά της Σμύρνης μέχρι την προκυμαία, το γνωστό Καί, υπήρχε η συνοικία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ευρωπαίων. Οι Λεβαντίνοι, όπως αποκαλούνταν οι Ευρωπαίοι από τους ξένους, ή Φράγκοι, όπως λέγονταν από τους ντόπιους, αποτελούσαν μια πολυπληθή συνοικία, τον φραγκομαχαλά, ο οποίος ολοκλήρωνε με αρμονία το ανθρώπινο μωσαϊκό στην ανατολίτικη πρωτεύουσα της Ιωνίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή Εντγκάρ Κινέ, «απ’ όλες τις παροικίες της πόλης, η παροικία των ορθοδόξων Ελλήνων διέθετε το μεγαλύτερο μέρος της μόρφωσης και του χρήματος»9
Αυτή την «ευτυχισμένη ωραία Σμύρνη, αυτή την πατρίδα τη μοσχοβολισμένη με τα σοκάκια της, τους μαχαλάδες, τις αλάνες και τα «ντουρσέκια», τις σαράντα τέσσερις ωραίες εκκλησίες της, τα θαυμάσια ιδρύματα, όπως την Ευσέβεια, το Ομήρειον, την περίφημη Ευαγγελική της Σχολή, το Εθνικόν Παρθεναγωγείον, το πανεπιστήμιο, τα Κοινοτικά Σπιτάλια – νοσοκομεία, τις ωραίες αξέχαστες μπυραρίες, τα καλλιμάρμαρα μέγαρα, τα θέατρα και τους κινηματογράφους της, τους ωραίους βερχανέδες (φραγκόσπιτα) με τα ευρωπαϊκά καταστήματα, σαν το Λούβρο, το Ορόσδιμπακ, το Ξενοπούλου και τόσα άλλα περιγράφει φωτορεπόρτερ της εποχής και συνεχίζει:
«Πώς να ξεχάσει κανείς τα καταπράσινα προάστιά της, το Βουντζά, το Μπουρνόβα, τον Κουκλουντζά, το Κορδελιό, την Καραντίνα, το Καρατάσι, το Γκιός – Τεπέ και το Κοκάρ – Γιαλί.
Σαν κύκνοι τα βαποράκια αυλάκωναν τον κόλπο της Σμύρνης και μετέφεραν τους Σμυρνιούς στα εξοχικά τους σπίτια.
Αυτή η Σμύρνη ήταν μια λαγγεμένη Ανατολή και ταυτόχρονα μια ωραία ευρωπαϊκή – ελληνική πόλη».10

Υποσημειώσεις.
1. Στράβων, Γεωγραφικά τόμος 14ος, «Από την Ιωνία στην Κιλικία», εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994, σσ’. 78-80
2. Ό. π. σσ’. 199-200
3. Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Θέματα Νεότερης ελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000, σ. 157
4. Αναγνωστοπούλου, ό. π., σ. 331
5. Ό. π. σ’. 342
6. Βλ. ΕΑ Η (1888) 111-113 & το εν χρήσει Συνταγμάτιον των υπό τον οικουμενικόν θρόνον μητροπολιτών και επισκόπων μετά καταλόγου των ιερών σταυροπηγιακών μονών κα περιληπτικού συνταγματίου των λοιπών πατριαρχικών θρόνων και της αρχιεπισκοπής Κύπρου, εκ του Πατριαρχικού τυπογραφείου, εν Κωνσταντινουπόλει 1896.
7. Πρβλ. Σταύρος Δ. Γριμάνης «Συμβολή στη μικρασιατική αγιολογία: Οι Νεομάρτυρες της Σμύρνης», Δελτίο κέντρου μικρασιατικών σπουδών 17 (2011) 306-312.
8. Το ένδοξον Λάβαρον (Η πρώτη Σημαία), βλ. Χρήστου Γ’. Ευαγγελάτου, αγία Λαύρα, Αθήναι 1971, σσ’. 92-93
9. Εντμόν Μπουασονά, Σμύρνη εικόνα της Ελλάδας, εκδόσεις Μορφές, Αθήνα χ.χ.
10. Μανόλης Μεγαλοκονόμος, η Σμύρνη από το αρχείο ενός φωτορεπόρτερ, εκδοτική Ερμής ΕΠΕ, Αθήνα 1979, σ. 17.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.