Τα 226 κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι του οσίου Μάρκου του Ασκητού.
Εισαγωγή – Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου.
Εκ του τίτλου των Κεφαλαίων καταφαίνεται και ο σκοπός της συγγραφής των. εικάζεται βασίμως, ότι η πλάνη του παπισμού, περί δικαιώσεως εξ έργων, είχε προηγηθή εις τινές περιοχάς και ιδία μεταξύ Μοναχών τινών της Ανατολής. Αι εντολαί του Κυρίου και έργα τινά ασκητικού χαρακτήρος και κοινωνικής φιλαλληλίας, εθεωρούντο ως αυτοσκοπός και ως οδηγούντα εις την σωτηρίαν της ψυχής, χωρίς να λαμβάνεται σοβαρώς υπ’ όψιν ο παράγων της χάριτος, το έλεος του Κυρίου και η καθαρότης της καρδίας, αποβαινούσης ούτω κατοικητήριον και «μονή» της Αγίας Τριάδος, κατά την Ορθόδοξον διδασκαλίαν. Επόμενον ήτο να φρονούν, ότι τα έργα κακθ’ εαυτά δικαιούν τον άνθρωπον και να δίδουν ιδιαιτέραν έμφασιν εις την εξωτερικήν δραστηριότητα, υπό μορφήν έργων ευποιΐας οι λαϊκοί, έργων ασκητικών οι Μοναχοί.
Ο Άγιος Μάρκος μεταφέρει ευθύς αμέσως το όλον πρόβλημα επί Γραφικής βάσεως, δια ν’ αποδείξη ότι˙ «Ει Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε’, 8) και «ου ζώμεν εαυτοίς, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι», (Β’ Κορ. ε’, 15) δήλον ότι δουλεύειν αυτώ έως θανάτου κεχρεωστήκαμεν. Πώς ουν οφειλομένην την υιοθεσίαν λογισόμεθα;» (Κεφ. 20). Και τονίζει˙ «παρά δεσπότου μισθός δούλοις ου κεχρεώστηται».
Συνοψίζων δε το ορθόδοξον φρόνημα, περί της σημασίας των έργων, ο θεοφόρος Πατήρ, εις την ερμηνείαν του ευαγγελικού χωρίου (Ματθ. ις’, 27) λέγει˙ «Όταν ακούσης της Γραφής λεγούσης, ότι αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού, ουκ έργα νοήσεις γεέννης ή Βασιλείας αντάξια, άλλ’ έργα της εις αυτόν απιστίας ή πίστεως ο Χριστός αποδίδωσιν εκάστω˙ ουχ ως συναλλάκτης πραγμάτων, άλλ’ ως Θεός κτίστης και αγοραστής ημών» (Κεφ. 22).
Εν συνεχεία, ο θείος Πατήρ, γενικεύων το όλον θέμα επί της ζωής και του ηθικού θανάτου της ψυχής, αναπτύσσει ασκητικοπνευματικώς όλας τας φάσεις της εν Χριστώ ζωής, αναλύει τα πάθη, τας προς εαυτά σχέσεις των, τας προϋποθέσεις απαλλαγής εξ αυτών, τας ενεργείας της χάριτος, επανέρχεται εις το προσφιλές θέμα του, της λειτουργίας του πνευματικού νόμου, όπου πανταχού της ζωής μας συναντάται δια να καταλήξη εις την υπογράμμισιν της ανάγκης, όπως, προκειμένου να εισέλθωμεν εις τον χώρον της καθαράς φύσεως της ψυχής, όπου κατοικεί η χάρις, απαραίτητον να ελευθερωθώμεν από τας μερίμνας του βίου και τους ακαθάρτους λογισμούς. Η άποψις αυτή συνοψίζεται εις τα Κεφάλαια 224 και 225, τα οποία ολόκληρα σχεδόν εχρησιμοποίησεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εις την «προς εν μοναζούσαις σεμνοτάτην Ξένην» επιστολήν του.
Δια της μεταφοράς, λοιπόν, του θέματος εις το μέγα πρόβλημα της ζωής της ψυχής, αναγκάζει ο Πατήρ τους «οιομένους εξ έργων δικαιούσθαι» να ίδουν την άβυσσον της εσωτερικότητος του ανθρώπου, την εν αυτή κόλασιν, τον Παράδεισον, τους δαίμονας που εμφωλεύουν, την «μονήν» της Αγίας Τριάδος και όλην την πολύπλοκον προβληματολογίαν που δημιουργείται από την μεταμόρφωσιν των παθών και των αρετών, που ενεργεί «ο μετασχηματιζόμενος εις άγγελον φωτός σατανάς».
Ούτω δε, ενώπιον αυτής της τραγωδίας της ανθρωπίνης καρδίας ιστάμενος πας «οιόμενος εξ έργων δικαιούσθαι» δεν είναι δυνατόν ειμή να απαλλαγή από την δαιμονικήν πλάνην, καθ’ ην το πρόβλημα της εν Χριστώ ζωής, της αιωνιότητος, της εν χάριτι αθανασίας, του ατελευτήτου θείου έρωτος, της εισόδου εντός του Θείου γνόφου, της εν Χριστώ ελευθερίας και της μετοχής του ακτίστου φωτός, λύεται δι’ εξωτερικών τινών έργων φιλαλληλίας. Ενώ η εν Αγίω Πνεύματι μακρά πνευματική παράδοσις, εντός της οποίας έζη και «εφιλοσόφει» ο άγιος Μάρκος, είναι πλήρης αγώνων κατά των δαιμόνων, πλήρης δακρύων και στεναγμών, αδιαλείπτων προσευχών, μακρών νηστειών, παρατεταμένων αγρυπνιών, σκληράς πάλης προς τας σκληράς ουσίας των παθών, βαθείας ταπεινώσεως και συντριβής της καρδίας, δια να έλθη αρωγός η Χάρις του Θεού και να εκβάλη τους βεβηλούντας τον ναόν Του δαίμονας.
Κατά βάθος και εν όλη τη εκτάσει του, αυτό είναι μοναδικόν πρόβλημα του ανθρώπου και όλαι αι συγγραφαί των Αγίων Πατέρων και ολόκληρος ο αιδέσιμος βίος των, αυτό το πρόβλημα υπομνηματίζουν και αυτήν την μεθοδολογίαν διδάσκουν. Αδύνατον να απαλλαγή κανείς εκ των τυραννικών παθών και των δαιμονικών ενεργειών, άνευ της διοδεύσεως της «στενής και τεθλιμμένης οδού», την πείραν της οποίας κατέγραψαν, οι μετά πάσης συνεπείας βαδίσαντες Άγιοι Πατέρες. Αδύνατον να διαφύγη κανείς τον πνευματικόν νόμον, όστις προϋποθέτει Θεόν Πατέρα αγαπώντα τα τέκνα του και παιδαγωγούντα καταλλήλως κατά το έλεός του και την δικαιοσύνην του, όπως καταστούν «θείας φύσεως κοινωνοί».
Ο Άγιος Μάρκος, περικλείει το παν εις τας εντολάς του Κυρίου Ιησού. Η εργασία των εντολών αποτελεί τεκμήριον της αγάπης προς τον Θεόν. Δι’ αυτό και λέγει ο Κύριος˙ «Ο αγαπών με, τας εντολάς μου τηρήσει, και αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’, 21). Αλλά όσον και αν φαίνεται, ότι η εργασία των εντολών αποτελεί καρπόν του προσωπικού παράγοντος, εν τούτοις μετέχει της βοηθείας της χάριτος. Παρά τούτο όμως, όσον και αν βοηθήται ο άνθρωπος εις την εκπλήρωσιν των εντολών υπό της χάριτος, δεν δύναται να φθάση εις την αγάπην του Θεού και του πλησίον, χωρίς θλίψεις, συντριβήν της καρδίας, και ταπείνωσιν. Όλα, βεβαίως, είναι χάρις Θεού, άλλ’ απαιτείται και ο μόχθος εν ταπεινώσει του ανθρώπου. Και όπως προσφυώς ελέχθη, «ο Θεός εργάζεται, άλλ’ ο άνθρωπος ιδρώνει».
Συν τούτοις, ο θεοφόρος Πατήρ, διακρίνει τας εντολάς από έργα τινά απαραίτητα, τα οποία ενεργούνται υπό της φύσεως, δηλαδή άνευ της συνεργασίας της χάριτος, τα οποία αποτελούν άρνησιν του εναντίου εις αυτά κακού, επομένως δεν προσθέτουν αγιασμόν εις την ψυχήν. Δια τούτο αποβλέπει, ο «Όσιος, να μας καταστήση ταπεινούς, εργαζομένους το αγαθόν, αλλά και να αποδείξη ότι, «πάσα η έως θανάτου επιτελουμένη αρετή, ουδέν έτερον, ή αμαρτίας εστίν αποχή. Αμαρτίας δε αποχή, φύσεώς εστίν έργον, ου Βασιλείας αντάλλαγμα» (Κεφ. 25). Και αναφέρει ενδεικτικώς τας εξής περιπτώσεις˙ «Ο εγκρατής, απέχει γαστριμαργίας. Ο ακτήμων πλεονεξίας. Ο ήσυχος πολυλογίας. Ο αγνός φιληδονίας. Ο σεμνός πορνείας. Ο αυτάρκης φιλαργυρίας. Ο πράος ταραχής. Ο ταπεινόφρων κενοδοξίας. Ο υποτακτικός φιλονεικίας. Ο ελεγκτικός υποκρίσεως. Ομοίως και ο ευχόμενος, απέχεται ανελπιστίας. Ο πτωχός πολυχρηματίας. Ο ομολογητής αρνήσεως. Ο μάρτυς ειδωλαλατρείας…».
Επομένως όλα είναι χάρις και έλεος Θεού και ματαίως ελπίζουν οι «οιόμενοι εξ έργων δικαιούσθαι». Ό,τι ζητεί από ημάς ο Θεός είναι να τον αγαπήσωμεν «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος και τον πλησίον, ως αιωνίου ευγνώμονες δούλοι, λυτρωθέντες εκ του αιωνίου θανάτου δια του ατιμήτου Αίματός Του. Πρέπει δε να στερεωθέμεν εις την Ορθόδοξον διδασκαλίαν, καθ’ ην «Όσοι του λουτρού της παλιγγενεσίας ηξιώθημεν, τα αγαθά έργα ου δι’ ανταπόδοσιν προσφέρομεν, αλλά δια φυλακήν της δοθείσης ημίν καθαρότητος» (Κεφ. 23) και ανοδικήν κίνησιν προς το «καθ’ ομοίωσιν» και θέωσιν.
Όλαι αι επί μέρους φάσεις της Ορθοδόξου ζωής αποτελούν μίαν αδιάρρηκτον οργανικήν ενότητα εντός της Εκκλησίας. Και αν κάτι διασαλεύσωμεν από την πνευματικήν ζωήν της Εκκλησίας, προκαλείται ανωμαλία, φθάνουσα εις αντιφάσεις και εις πνευματικήν ακόμη σχιζοφρένειαν.
Η πλάνη, αίφνης, των «οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι», δεν ελέγχεται απλώς από τα κείμενα της Ορθοδόξου λατρείας. Αλλά ο εν αυταρκεία ζων εν τοις φυσικοίς έργοις του, περιέρχεται αυτομάτως εις κατάστασιν συγχύσεως, – ίνα μη είπωμεν αντιστάσεως – όταν συμβή να ακούση την κατανυκτικωτάτην Υμνολογίαν της Εκκλησίας με τον τονισμόν της αυτομεμψίας, της συντριβής, της ομολογίας ότι, «γέγονα σπήλαιον ληστών και χείρων δαιμόνων» και «ουκ έστιν εξ έργων σωτηρίας ελπίς».
Κατά βάθος δε και ο πόλεμος κατά του Μοναχισμού, που παρατηρείται μεταξύ των ευσεβών, είναι αποτέλεσμα της ψυχολογίας των «οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι». Διότι όταν τις «οίεται», ότι θα σωθή εκ των έργων του, προς τί η άσκησις, η κακοπάθεια, αι νηστείαι, αι αγρυπνίαι, αι αδιάλειπτοι προσευχαί, η υποταγή, ο κλαυθμός, η συντριβή, τα δάκρυα, το πένθος και οι «αλάλητοι στεναγμοί», που ενεργούνται από τους Μοναχούς;
Ιδού διατί τα 226 Κεφάλαια του θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του Ασκητού, αποτελούν επανευαγγελισμόν της Ορθοδόξου πνευματικής ζωής, αποπνέοντα την ευωδίαν της θείας Χάριτος, η οποία διδάσκει τα τέκνα του Θεού ˙ «όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγεται ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’, 10).
Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι.
1.Η πεπλανημένη πίστις των μη Ορθοδόξων, θα αποδειχθή από τα κατωτέρω, που αποτελούν την ορθήν πίστιν εκείνων, που εγνώρισαν την αλήθειαν.
2. Ο Κύριος, θέλων να δείξη ότι η επιτέλεσις των εντολών αποτελεί οφειλήν, και ότι η υιοθεσία είναι δωρεάν, εκ της θυσίας του, προς τους ανθρώπους, λέγει˙ «όταν πάντα ποιήσητε τα προστεταγμένα υμίν, τότε είπατε, ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, και ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’, 10). Δια τούτο η βασιλεία των ουρανών δεν αποτελεί μισθόν έργων, άλλ’ είναι χάρις του Κυρίου, ετοιμασθείσα δια τους πιστούς δούλους.
3. Ο δούλος δεν απαιτεί ως μισθόν την ελευθερίαν του, αλλά φροντίζει ως οφειλέτης να ευαρεστή τον Κύριόν του, ελπί΄ζων να ελευθερωθή κατά χάριν.
4. Ο Χριστός απέθανε κατά τας Γραφάς υπέρ των αμαρτιών ημών (Α’ Κορ. ιε’, 3) και χαρίζει την ελευθερίαν εις εκείνους οίτινες τον υπηρετούν πιστώς. Διότι λέγει˙ «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ! Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών΄σε καταστήσω˙ είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε’, 21).
5. Δεν είναι ακόμη δούλος πιστός εκείνος που στηρίζεται εις την θεωρητικήν γνώσιν. Άλλ’ εκείνος πιστεύει, όστις υπακούει εις τον δώσαντα τας εντολάς Χριστόν.
6. Εκείνος τιμά τον Κύριον, όστις εκτελεί τας εντολάς. Εάν δε αμαρτήση ή παρακούση, υπομένει τους πειρασμούς, που θα θπαραχωρήση ο Θεός, ως οφειλομένους εις αυτόν τον ίδιον.
7. Εάν είσαι φιλομαθής, να γίνης και φιλόπονος. Διότι η γνώσις της θεωρίας, χωρίς την πράξιν, φυσιοί τον άνθρωπον.
8. Οι πειρασμοί που μας έρχονται απροσδοκήτως, στέλλονται από τον Θεόν, δια να μας διδάξουν, ότι πρέπει να εργαζώμεθα τας εντολάς και μας έλκουν εις μετάνοιαν και μη θέλοντας.
9. Αι διάφοροι θλίψεις που έρχονται εις τους ανθρώπους, προέρχονται από αναλόγους κακίας των. Εάν τας υπομείνωμεν με ευχαριστίαν και προσευχήν, τότε θα ανακαλύψωμεν συρροήν αγαθών που θα ακολουθήσουν.
10. Κάποιοι που επηνέθησαν δια την αρετήν των, εσωτερικώς ηδύνθησαν. Και ενόμισαν την ηδονήν, που τους προεκάλεσεν η κενοδοξίαν των, ως ενέργειαν του αγίου Πνεύματος. Άλλοι πάλιν, που ηλέγχθησαν δια κάποιαν αμαρτίαν, ησθάνθησαν πόνον και τον ιαματικόν αυτόν πόνον εξέλαβον ως ενέργειαν πάθους.
11. Όσοι εξ αφορμής των αγώνων των ταπεινώνουν τους αμελεστέρους, επαιρόμενοι, αυτοί νομίζουν ότι θα δικαιωθώμεν από τα σωματικά έργα. Όσοι πάλιν στηριζόμεθα εις την ψιλήν γνώσιν μας και εξουδενώνομεν τους αγνοούντας, είμεθα πολύ αφρονέστεροι από τους προηγουμένους.
12. Η γνώσις, έστω και αν θεωρητικώς είναι αληθής, εάν δεν συζεύξη και την ανάλογον πράξιν, δεν έχει υπόστασιν. Διότι εις παν πράγμα, το έργον βεβαιώνει την αλήθειαν.
13. Πολλάκις από την αμέλειαν περί τηνπράξιν και αυτή η ψιλή γνώσις υφίσταται σκοτασμόν. Από εκείνους, που τελείως παρημέλησαν τας αναλόγους προς την θεωρητικήν γνώσιν εργασίας, συν τω χρόνω θα σβήσουν και αυταί αι μνήμαι της γνώσεως. (Τούτο αποτελεί πνευματικόν νόμον).
14. Η Γραφή διδάσκει να γνωρίσωμεν τον Θεόν «κατά γνώσιν» (δηλ. εν αισθήσει ψυχής) ακριβώς δια να υπηρετώμεν αυτόν ορθώς δια των έργων.
15. Όταν πραγματικώς εκτελώμεν τας εντολάς, τότε λαμβάνομεν μεν τον ανάλογον μισθόν υπό του Κυρίου (μισθόν πίστεως) ωφελούμεθα δε εις την ψυχήν κατά τον σκοπόν και την προαίρεσίν μας.
16. Όστις θέλει να πράξη τι και δεν δύναται, ως ποιήσας κρίνεται από τον καρδιογνώστην Θεόν. Τούτο νοείται και επί αγαθών και επί κακών.
17. Ο νους χωρίς το σώμα ενεργεί πολλά καλά και κακά. Το σώμα όμως χωρίς τον νουν, κανένα από αυτά δεν δύναται να κάμη. Διότι η ελευθερία της προαιρέσεως προηγείται πάσης πράξεως.
18. Είναι κάποιοι που δεν εκτελούν τας εντολάς και νομίζουν ότι πιστεύουν ορθώς. Είναι και άλλοι, που ποιούν μεν τας εντολάς, αλλά περιμένουν ως οφειλόμενον μισθόν την βασιλείαν του Θεού. Αμφότεροι έχουν παρεκκλίνει από την αλήθειαν.
19. Ουδείς μισθός χρεωστείται από τον Δεσπότην εις τους δούλους του. Ωσαύτως και οι μη καλώς υπηρετούντες δεν απολαμβάνουν την ελευθερίαν.
20. Εάν ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών, κατά τας Γραφάς, και «ου ζώμεν εαυτοίς, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β’ Κορ. ε’, 15), είναι φανερόν, ότι χρεωστούμεν να τον υπηρετώμεν μέχρι θανάτου. Πώς, λοιπόν, να θεωρήσωμεν την υπό Θεού υιοθεσίαν μας ως οφειλομένην;
Συνεχίζεται. …
Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».
Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.