Εδώ ο νους, βλέποντας την δημιουργία της κτίσεως, η οποία ορίζεται από τους θεολόγους, ότι είναι η παραγωγή του όλου από το μηδέν στο είναι, της ουσίας δηλαδή και της δυνάμεως και της ενεργείας, χαίρεται γι’ αυτό και δοξάζει τον Θεό, ονομάζοντάς τον Δημιουργό˙ βλέποντας την συνοχή των κτισμάτων, η οποία είναι συντήρησι των ουσιών αυτών και των δυνάμεων, ονομάζει τον Θεό συνοχέα˙ βλέποντας την συνδρομή των κτισμάτων, η οποία είναι συντήρησι και συνέργεια αυτών των ουσιωδών ενεργειών,1 ονομάζει τον Θεό ενεργό και συνεργό˙ και από τα αυτά τα δύο μαζί είδη της προνοίας,2 παρακινείται να ονομάζη τον Θεό προνοητή των πάντων και να λέη εκείνο το ρητό του Αποστόλου: «Μέσα σε αυτόν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχουμε» (Πράξ. 17, 28)˙ αλλά μάλλον παρακινείται πιο ωραία να λέη εκείνο το ρητό του ιδίου Αποστόλου: «Από αυτόν και μέσω αυτού και σε αυτόν είναι τα πάντα» (Ρωμ. 11, 36), όπου με το «από αυτόν» δηλώνεται η δημιουργία των όντων˙ και το «δια μέσου αυτού», η συνοχή˙ και με το «σε αυτόν», η συνδρομή των όντων, δηλαδή η αρχή και το μέσον και το τέλος των όντων. Και ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας αυτό το ρητό λέει: «Από αυτόν προέρχεται η αιτία του είναι στα όντα… μέσω αυτού σε όλα η διανομή και η ύπαρξις γι’ αυτό και σε αυτόν στρέφονται τα σύμπαντα, με ασυγκράτητο πόθο και ανέκφραστη στοργή, αποβλέποντας προς τον αρχηγό και χορηγό της ζωής» (Κεφ. ε’ περί του αγίου Πνεύματος).
Τα θαύματα της δημιουργίας γίνονται ύλη των ονομάτων του Θεού˙ καταφατική θεολογία λέγεται η θεωρία των λόγων της κτίσεως.
Για να το πούμε απλά, ο νους θεωρώντας την σοφία και την τέχνη που υπάρχει στην κτίσι, χαίρεται˙ και χαίροντας, δοξάζει˙ και δοξάζοντας, ονομάζει εξ αιτίας αυτής τον Θεό σοφό και τεχνίτη˙ παρόμοια και από την δύναμι τον ονομάζει δυνατό˙ από την αγαθότητα, αγαθό˙ και καθ’ εξής˙ διότι τα θαύματα που φαίνονται στην κτίσι είναι ύλη των θείων ονομάτων, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης που λέει: «Τα θαύματα που φαίνονται στο σύμπαν δίνουν την ύλη των θεολογικών ονομάτων, με τα οποία και κατανομάζουμε αυτόν σοφό, δυνατό, αγαθό, άγιο, μακάριο και αιώνιο και κριτή και σωτήρα και τα παρόμοια˙ αυτά ακριβώς όλα δείχνουν μικρή μόνο ποιότητα του θείου μύρου, την οποία, την συγκέντρωσε όλη η κτίσι στον εαυτό της μέσω των θεωρουμένων θαυμάτων της, σαν να στράγγισε στον εαυτό του κάποιος σκεύος αρωμάτων» (Τόμ. α’ λόγ. α’ στο Άσμα), όπου ερμηνεύει το: «Μύρον εκκενωθέν το όνομά σου». Γι’ αυτό και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ονομάζει καταφατική (ή θετική) θεολογία, την θεωρία των πνευματικών λόγων στην κτίσι, δια μέσου της οποίας από κάτω ανεβαίνοντας προς τα άνω (Κεφ. γ’ περί μυστικής θεολογ.), δηλαδή από τα αιτιατά ανεβαίνουμε στο αίτιο3 και μέσω των κτισμάτων, σαν μέσα από καθρέπτες, βλέπουμε τον κτίστη και τον υμνούμε και τον ονομάζουμε˙ διότι κατά τον θεοφόρο Μάξιμο «ο Θεός ονομάζεται παν και είναι θεοπρεπώς ως αίτιος όλων, (κατά την καταφατική θεολογία δηλαδή), και όχι των πάντων υπερουσίως (κατά την αποφατική θεολογία). Και ο θείος Διονύσιος συμφωνώντας λέει: «Ο Θεός και από όλα τα όντα υμνείται κατά την αναλογία των πάντων, των οποίων είναι αίτιος και είναι πάλι η θειοτάτη γνώσι του Θεού, είναι αυτή που γνωρίζεται μέσω της αγνωσίας κατά την ένωσι υπέρ νου» (Περί θείων ονομάτων κεφ’ ζ’)˙ και πάλι: «Ο Θεός σε όλα είναι το παν και σε κανένα τίποτε˙ και από όλα σε όλα γνωρίζεται και από κανένα σε τίποτε» (αυτόθι).
Υποσημειώσεις.
1. Γι’ αυτό οι Σοδομίτες τιμωρήθηκαν με τύφλωσι και δεν έβλεπαν τους δύο αγγέλους όταν εισήλθαν στα Σόδομα και οι Ιουδαίοι δεν έβλεπαν τον Κύριο όταν πέρασε ανάμεσά τους, επειδή ο Θεός αφαίρεσε από την ενέργεια των ματιών την δική τους συνέργεια και βοήθεια. Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ, δεν είπε ότι είναι αυτός που έκανε τους αγγέλους του πνεύματα, ούτε αυτός που θεμελίωσε τη γη, χρησιμοποιώντας στα λόγια του παρελθοντικό χρόνο, αλλά είπε: «Εσύ που κάνεις τους αγγέλους σου πνεύματα και θεμελιώνεις τη γη πάνω στις βάσεις της» (Ψαλμ. 103, 6) σε χρόνο ενεστώτα. Γιατί; Για να φανερώση ότι τους αγγέλους που δημιουργήθηκαν μία φορά, συνέχεια και αιώνια τους δημιουργεί ο Θεός και την γη που θεμελιώθηκε μία φορά πάντοτε την θεμελιώνει μέχρι τώρα. Πώς; Με την πρόνοια και την συνοχή και την συνδρομή του. Και ο θεολόγος Γρηγόριος έτσι ερμηνεύει αυτά τα ρητά: «Το ότι κάνει τους αγγέλους του σαν πνεύματα και θεμελιώνει την γη πάνω στις βάσεις της, δηλώνει την οικονομία και την συντήρησι αυτών τα οποία δημιούργησε. Γιατί αυτά μια φορά δημιουργήθηκαν και στερεώθηκαν˙ και στερεώνει την βροντή και κτίζει τον άνεμο, των οποίων ο λόγος των οποίων ο λόγος μία φορά τέθηκε, αλλά η ενέργειά τους είναι συνεχής» (Λόγ. β’ περί Υιού). Και αυτό είναι εκείνο, το οποίο είπε ο Κύριος: «Ο Πατέρας μου εργάζεται πάντοτε και εγώ επίσης εργάζομαι» (Ιωάν. 5, 17).
2. Η πρόνοια, αν θεωρηθή γενικά, περιλαμβάνει και τον προορισμό, κατευθύνοντας όλα τα όντα, είτε προς τέλος πρόσκαιρο και φυσικό, είτε προς τέλος αιώνιο και υπερφυσικό˙ έτσι η πρόνοια του Θεού είναι άναρχη, κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (Επιστολή προς Τίτο). Εφ’ όσον λοιπόν είναι άναρχη, εκτείνεται και στην δημιουργία˙ γιατί κατά τον θείο Μάξιμο, τα πάντα είχαν ανάγκη προνοίας και προεννοήσεως ώστε να γεννηθούν. Και επί πλέον να δημιουργηθούν κατά τον δέοντα χρόνο, κατά τον Γρηγόριο Θεσσαλονίκης. «Διότι είδε ο Κύριος και εννόησε τα πάντα άχρονα πριν την δημιουργία τους και το κάθε ένα έγινε σύμφωνα με την θεληματική του άχρονη έννοια (η οποία είναι εικόνα και παράδειγμα και προορισμός), κατά τον προκαθορισμένο χρόνο», όπως λέει ο θεσπέσιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (περί Τριάδος, κεφ. ια’ τόμ. ε’). Έτσι και αυτή η θεία πρόνοια είναι και ατελεύτητη, πάλι κατά τον ίδιο θείο Διονύσιο (αυτόθι): «Για τους αθανάτους αγγέλους και εμάς που θα αποθανατισθούμε και για τα αγαθά που έγιναν για μας, όπως ερμηνεύει ο Μάξιμος ο μέγας σχολιαστής».
3. Ο τρόπος με τον οποίο ανεβαίνουμε στο αίτιο από τα αιτιατά είναι ο εξής: Για παράδειγμα, όταν κάποιος εραστής θέλει να ελκύση κάποια ερωμένη στον έρωτά του και να ενωθή μαζί της, της στέλνει κάποια ελκυστικά μέσα και για προξενιό κάποια δώρα, που ονομάζονται έδνα, ώστε δια μέσου αυτών να την ελκύση και εκείνη να ανταποδώση την αγάπη του εραστή της και να ποθήση την ένωσι μαζί του˙ με τον ίδιο τρόπο και ο Δημιουργός του παντός, επειδή είναι από την φύσι του και καθ’ αυτό Λόγος, για αυτό και με λόγους πνευματικούς δημιούργησε όλα τα όντα, αισθητά και νοητά. Γιατί ο θεολόγος Ιωάννης λέει: «Όλα έγιναν μέσω αυτού (του Λόγου δηλαδή) και χωρίς αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει (Ιωάν. 1,3) και ο θεολόγος Γρηγόριος: «Γιατί τί υπάρχει που να μην συστήθηκε με τον λόγο» (Λόγ. β’ περί Υιού) και τελευταίο δημιούργησε τον νου λογικό, δηλαδή χάρισε σε αυτόν μία φυσική δύναμι, κατάλληλη να ερευνά και να προχωρά σε αυτούς τους πνευματικούς λόγους, τους οποίους έθεσε ο Δημιουργός Λόγος στα όντα και έτσι μέσω αυτών, σαν μέσω κάποιων ελκυστικών δώρων, να έλκεται στον απαθή έρωτα του Δημιουργού και έτσι να ενώνεται με αυτόν αμέσως και να μακαρίζεται. Έτσι αφ’ ενός ο Δημιουργός και προαιώνιος Λόγος και αφ’ ετέρου ο λογικός νους, είναι δύο άκρα˙ και οι πνευματικοί λόγοι των όντων βρίσκονται στην μέση από αυτά τα δύο άκρα και προξενούν την ένωσι αυτών των δύο. Και όσο ο λογικός νους είναι ασθενής και ατελής, έχει ανάγκη τους πνευματικούς λόγους της κτίσεως, ώστε αφού δυναμώση μέσω αυτών και τελειωθή, να ανεβή στην υπέρλογη ένωσι του δημιουργού Λόγου˙ όταν δε αυτός ενωθή με εκείνον μέσω της ονομαζομένης από τον μεγάλο Διονύσιο υπέρ νου ενώσεως, όταν δηλαδή τα δύο άκρα ενωθούν, ο λογικός νους με τον Δημιουργό Λόγο, τότε τα μέσα απρακτούν και οι φυσικοί λόγοι των όντων, όσον αφορά αυτόν, λογίζονται περιττοί. Για αυτό ο θεοφόρος Μάξιμος είπε: «Τα αισθητά και τα νοητά είναι μέσα Θεού και ανθρώπων, των οποίων ο ανθρώπινος νους γίνεται υπεράνω, και προχωρά προς τον Θεό» (Κεφ. δ’ της ε’ εκατοντ. Των θεολογικ.). Επειδή όμως ο λογικός νους αδυνατεί να μείνη για πάντα στην ένωσι με τον Δημιουργό εξ αιτίας της εντάσεως και της ενιαίας ανατάσεως (γιατί κουράζεται και αυτός και κοπιάζει ως δημιούργημα και ως ενωμένο με υλικό σώμα), παρά την θέλησί του κατεβαίνει από εκεί˙ και κατεβαίνοντας βρίσκει πάλι ως μέσα τους λόγους των όντων και μέσω αυτών που είναι πολλοί και άφθονοι, και διασκεδάζοντας παρηγορείται και αναπαύεται.
Ώστε, για να καταλήξουμε σε γενικό συμπέρασμα, οι λόγοι των όντων, τόσο κατά την ανάβασι του λογικού νου προς τον Δημιουργό, όσο και κατά την κατάβασι του νου από την ένωσι με εκείνον, είναι μέσα με διπλό τρόπο˙ αλλά κατά την ανάβασι υπηρετούν τον νου ως τροφή, ενδυνάμωσι και τελειότητα˙ και κατά την κατάβασι, τον υπηρετούν μέσω της αναψυχής του νου και την ανάπαυσί του από την νοερά υπερέκτασι προς το απόκρυφο ένα. Και το ότι ο Δημιουργός Λόγος είναι εραστής του λογικού νου και μέσω των λόγων που βρίσκονται στα κτίσματα, σαν μέσα από κάποια παράθυρα μπαίνει στον θεωρητικό και καθαρό νου και τον προσκαλεί στον δικό του ένθεο έρωτα, το παρασταίνει η νύφη του Άσματος, μιλώντας ερωτικά για τον νοητό νυμφίο της ως εξής: «Να ο αγαπημένος μου, στέκεται πίσω από τον τοίχο μας, σκύβει μέσα από τα παράθυρα, κοιτάζει μέσα από τις κιγκλίδες (κάγκελα)». (Άσμα 2,9). Όπου με τον τοίχο εννοεί την κτιστή μας φύσι πίσω από την οποία στάθηκε ο άκτιστος και Δημιουργός όλων Θεός Λόγος και παράθυρα της κτιστής φύσεως είναι οι μετοχές του ακτίστου, μέσω των οποίων μπαίνει σε αυτήν, όπως ερμηνεύουν ο Νύσσης, ο Μάξιμος και ο Νείλος.
Και διαφορετικά: επειδή κάθε τι όμοιο στην φύσι αγαπά το όμοιό του, σύμφωνα με εκείνο το γνωστό αξίωμα: «Ομοιότης, φιλότης», για αυτό ο αρχέτυπος (πρωτότυπος) και Δημιουργός Λόγος, αφού δημιούργησε τον λογικό νου καθ’ ομοίωσι, και τοποθέτησε λόγους στα κτίσματα, που να έχουν κάποια ομοιότητα προς αυτόν και προς τον λογικό νου, ώστε ο λογικός νους μέσω των ομοίων λόγων να ανεβαίνη στον όμοιό του πρωτότυπο Λόγο. Και αυτό είναι που οι φίλοι του νυμφίου υπόσχονται να δείξουν στην νύφη του Άσματος λέγοντας: «Θα σου κάνουμε κοσμήματα χρυσά με στίγματα αργυρά, την ώρα που ο βασιλιάς είναι στο ανάκλιντρό του» (Άσμα 1, 12), όπου με τα ομοιώματα χρυσού, δηλαδή του Θεού, εννοούνται οι φηλαυγείς λόγοι των όντων που έχουν ομοιότητα με τον Κτίστη, όπως ερμηνεύουν ο Νύσσης, ο Μάξιμος και ο Νείλος. Όταν λοιπόν ο νους ανεβαίνη μέσω των κτισμάτων στον Κτίστη, βλέποντας τους λόγους των κτισμάτων να έχουν ομοιότητα με τον Κτίστη, μεταχειρίζονται την καταφατική και θετική θεολογία, ονομάζοντας τον Θεό καταφατικά και θετικά σοφά, αγαθό, τεχνίτη, φως, ήλιο, αέρα, πυρ και όλα τα όντα, ως αίτιο αυτών. Όταν όμως ανέβει στον Κτίστη με το Πνεύμα και υπερφυσικά και αντιληφθή ότι είναι ανόμοιος όλων των κτισμάτων και υπερέχει ασύγκριτα από αυτά, τότε μεταχειρίζεται την αποφατική και υπεροχική θεολογία, ονομάζοντας τον Θεό αποφατικά και υπεροχικά υπέρσοφο και υπεράγαθο και όχι ήλιο, φως, πυρ ή αέρα, ή κάποιο άλλο από τα όντα, ως υπερούσιο και ακατάληπτο. Βλέπε σχετικά με αυτά τον Θεοφάνη Νικαίας στους πέντε λόγους που συνέγραψε κατά των Ακινδυνιαστών.
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
