Κύριε Ιησού Χριστέ,
Υιέ του Θεού,
Βοήθησέ με
να Σε αγαπώ πάντοτε,
περισσότερο από τον εαυτό μου
και περισσότερο απ’ όλους τους άλλους
και να μην χορταίνω
να Σε αγαπώ.
πατήρ Ευμένιος
ΣΤΗΝ ΚΑΜΙΝΟ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ να περιγράψει τα της ασθενείας του παθήματα, την υπομονή του την ιώβεια, την καρτερία την απέραντη. Ό πατήρ Ευμένιος ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους, που θεώρησαν την ασθένεια ως το μεγαλύτερο δώρο που υπάρχει, σαν την μεγαλύτερη ευλογία, που μπορούσε να δώσει ο Θεός σε άνθρωπο. Χάρηκε, λέει, πάρα πολύ, όταν έμαθε ότι πάσχει από την χειρότερη και πιο επώδυνη αρρώστια της εποχής του, την λέπρα, να αισθάνεται ότι του ξεσχίζουν το σώμα με μια «σιδεροχτενιά» κι αυτός να έχει το κουράγιο να χαμογελά και να δοξολογεί τον Θεό.
Κάποια ημέρα τον πήγα στο αναρρωτήριο να του κάνουν αλλαγή στο πόδι του, που είχε μια μεγάλη τρύπα και δεν έκλεινε λόγω του σακχάρου. Εκεί διαπιστώσαμε ότι έκανε τρύπα και το άλλο πόδι. Το περιποιήθηκαν οι νοσοκόμες κι αυτό. Όταν γυρίσαμε στο κελί, τον περίμενε άπ’ έξω ο κύριος Κ. με την σύζυγό του, γνωστοί του πατρός Ευμενίου. Τούς έβαλε μέσα και κάθησαν.
Εμένα μου είπε να τηλεφωνήσω κάπου και καθόμουν στο κρεββάτι του και μιλούσα στο τηλέφωνο. Ό Παππούλης πήγαινε πέρα-δώθε, να τους πηγαίνει κεράσματα. Του λέει ο κύριος Κ.: «Γέροντα, πώς πάει το πόδι σας;» και λέει ο Παππούλης δυνατά: «Πολύ καλά, πολύ καλά». Και, περνώντας από το δωμάτιο που ήμουν εγώ, λέει χαμηλόφωνα: «Πρώτα είχαμε το ένα, τώρα έχουμε και τα δυο» και συνεχίζει πάλι δυνατά: «Πολύ καλά, πολύ καλά.»
Ζεματιστά δάκρυα
ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ παιδί του πατρός Ευμενίου από την Σύρο, ο Μιχάλης Χατζηγεωργίου, λέει:
«Τον είχα ρωτήσει κάποτε: “Πάτερ, πάντα είσαι γελαστός, χαρούμενος. Υπήρχαν μέρες, αυτές που λέει ο Άββάς Δωρόθεος στα ασκητικά του, που νοιώθει ο άνθρωπος πλήρη ακηδία, χωρίς τίποτε να τον παρηγορεί;
Και ο Γέροντας, με τα μάτια του να κοιτάζουν στο παρελθόν με δέος, μ΄ένα χαμήλωμα τρόμου: “Ήταν ο καιρός που τα δάκρυά μου έκαιγαν το πρόσωπό μου. Ζεματιστά δάκρυα…. Πονεμένα λόγια. Νόμιζα ότι αναφερόταν στην λέπρα, στη νόσο του Χάνσεν. Δεν τον ερώτησα τίποτε περισσότερο.
Έμαθα πολύ μετά, από το περιβάλλον των συνασθενών του, τον σφοδρό δαιμονικό πόλεμο, που είχε υποστεί, και του προκάλεσε αυτά τα ζεματιστά δάκρυα.» Το τι ακριβώς συνέβη, το αναφέρει ο εξάδελφός του Αντώνιος Σαριδάκης στο βιβλίο του «Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ» (σελ. 56-57).
« Ήταν αρχές του 1960. Ό γέροντας Ευμένιος είχε τελείως αποθεραπευθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά οι πειρασμοί ξαναήλθαν και, μάλιστα, περισσότερο έξαγριωμένοι αυτή την φορά. Βλέποντας ο διάβολος την αγαθή και σωστή πολιτεία του Γέροντα, δεν άντεχε και έκανε παντοίους τρόπους να τον εμποδίσει. Άρχισαν, λοιπόν, να του παρουσιάζονται δαίμονες μεταμορφωμένοι σε διάφορα ζώα, όπως γάτες, σκύλοι, χοίροι, μαΐμούδες, λιοντάρια, τίγρεις κ.α., για να τον τρομοκρατήσουν. Αυτός, όμως, στερεός σαν αδάμας και δυνατός στην πίστη, δεν τους έδιδε σημασία, παρ’ όλο που, πολλές φορές, τον εμπόδιζαν να προσευχηθεί. Εκείνος τους κορόιδευε και τους περιφρονούσε.
Αυτή η κατάσταση κράτησε πολύ καιρό και μέρα νύχτα. Ό Γέροντας, όμως, νέος τότε μοναχός και μη έχοντας ακόμη αποκτήσει την απαιτούμενη διάκριση, νόμισε πως νίκησε τον διάβολο και την παρέα του και ένοιωσε μέσα του μια κούφια ευχαρίστηση. Έτσι, μια μέρα, την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά του Νοσοκομείου Λοιμωδών, ένοιωσε μέσα του μια χαρά και μία ικανοποίηση, που κατάφερε να νικά τους δαίμονες και να τους γελοιοποιεί. Αυτό περίμενε και ο διάβολος. Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν. Τον χτύπησε με μανία στο πρόσωπο και εν συνεχεία αιχμαλώτισε τον νου του και το σώμα του.
Το τι τράβηξε ο πολύπαθος Άγιος Γέροντάς μας από εκείνη την στιγμή δεν περιγράφεται…
Τον πήραμε στην Κρήτη, στο χωριό. Τον πήγαμε σε μοναστήρια, με αγρυπνίες, με νηστείες, με προσευχές και, ύστερα από πολλά δάκρυα και πολύ αγώνα, ο Κύριος απάλλαξε τον Άγιο Γέροντα από αυτή την μεγάλη δοκιμασία. ‘Η χαριστική βολή στον διάβολο δόθηκε από την Παναγία του Κουδουμά. Τον πήγαμε εκεί με συνοδεία πολλών συγγενών και χωριανών. ‘Η Παναγία τον είχε αγκαλιάσει, ως έλεγε και ο ίδιος, και τον τραβούσε προς τον Κουδουμά και η εναντία δύναμη του σατανά τον τραβούσε προς τα πίσω. Βέβαια, δεν μπορούσε παρά να υπερισχύσει η δύναμη της Παναγίας.»
Σιδεροχτενιά που ξεσκίζει και η δροσιά της Παναγίας
«ΕΠΕΙΔΗ ΤΟΝ έβλεπα πάντα γελαστό και χαρούμενο, του ζήτησα να μου μιλήσει για τα δύσκολα χρόνια της αρρώστιας του, πώς την αντιμετώπιζε. Και μου απάντησε:
“Όλη την ημέρα ένοιωθα μια σιδεροχτενιά να χαράζει το πρόσωπό μου. Και το βράδυ, η Παναγία μου έστελνε ένα αεράκι. Ένα δροσερό αεράκι.
Μου το έλεγε, και η απόδειξη του γεγονότος ήταν η χαρά, που ακτινοβολούσε στην ανάμνηση των μαρτυρικών χρόνων του, που η φοβερή ασθένεια, σαν «σιδεροχτενιά», τσουγκράνα δηλαδή, όργωνε το πρόσωπό του. Κι εκείνος, με πίστη απόλυτη και υπομονή, έκανε τον Κανόνα του, εν κλίνη ασθενών κατακείμενος.» [65]
Δίψα και πυρετός
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ του κόρη Μαρία Βαρδίκου, που τον φρόντιζε κιόλας, μας λέει: «Ξαφνικά, άρχισαν και άλλα προβλήματα υγείας. Σάκχαρο που είχε χρόνια και δεν το ήξερε. “Δίψαγα… δίψαγα, ήθελα να φάω ένα καρπούζι, έλεγε. Προβλήματα στα μάτια, στα νεφρά, στα πόδια. Ατέλειωτες επισκέψεις σε γιατρούς, νοσηλείες σε νοσοκομεία. Στα πόδια πληγές που δεν έκλειναν. Στην πατούσα του ενός ποδιού του μια μικρή πληγή βάθαινε όλο και περισσότερο, παρ’ όλη την φροντίδα. Δεν έκλεινε, λόγω του σακχάρου.
Οι γιατροί ήταν απογοητευτικοί. Έλεγαν ότι θα του κόψουν το πόδι. Ό πατέρας Ευμένιος, όμως δεν ήθελε με τίποτε. Προσευχόταν και έγινε καλά. Είδε την Παναγία σε ένα γαλάζιο φως (γι’ αυτό αγαπούσε πολύ το γαλάζιο χρώμα).
Επίσης, είχε χειροτερέψει και η κατάσταση στα μάτια του. Λένε ότι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε χάσει το φως του. Την αρρώστια την αντιμετώπιζε με προσευχή και καρτερία.
Ένα απόγευμα είχε υψηλό πυρετό. Παρ’ όλο που ταλαιπωρείτο, έλεγε: “Ζήτω ο πυρετός, ζήτω ο πυρετός.»
«Κάνει το καρπούζι ζάχαρο, Βαγγέλη;»
Ο ΠΑΤΗΡ Ευάγγελος Παπανικολάου έπεσκέπτετο πολλές φορές τον Γέροντα και, με την ιδιότητά του ως ιατρός, λέει: «Έζησα τα γεγονότα κατά την διάρκεια της νόσου του. Έκανα ειδικότητα στο νοσοκομείο Λοιμωδών (Δυτ. Αττικής). Εκεί ήταν για μένα εύκολο να τον συναντώ, σχεδόν καθημερινά. Ζήσαμε διάφορα περιστατικά, που θα τα αναφέρω, αλλά το σημαντικό για εμένα και το σκάνδαλο, ήταν ο τρόπος, με τον οποίο αντιμετώπιζε την ασθένειά του.
Πήγα ένα πρωινό και τον είδα να κοιμάται, αλλά έναν περίεργο ύπνο, σαν λήθαργο, μύριζε και λίγο οξόνη.
Μου μπήκε η υποψία. Τού λέω: “Γέροντα, να σας κάνω εξετάσεις αίματος. Μου λέει: “Να κάνεις. Πήρα το αίμα πρωί-πρωί, προτού να λειτουργήσει. Το εξετάζουμε, σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη, όλα αυξημένα, αναιμία. Του λέω: “Γέροντα, έχετε ψηλό σάκχαρο. Λέει: “Έχω ζάχαρο, Βαγγέλη. “Ναι, Γέροντα. “Έχω πολύ ζάχαρο;”. “Ναι, Γέροντα”. Αρχίζει να γέλα, όχι να χαμογελά, να γελά! “΄Ωραία, Βαγγέλη, κι άρχισε να με κερνά. “Φάε καρπούζι, Βαγγέλη. Κάνει το καρπούζι ζάχαρο;». “Ναι, Γέροντα. “Όχι, Βαγγέλη, δεν κάνει. “Κάνει Γέροντα. “Φάε Βαγγέλη, δεν κάνει.»
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009