Ο Θεός δημιουργώντας τα όντα ¨εγένετο έξω εαυτού¨.
Σε αυτόν λοιπόν, τους λόγους της κτίσεως να εντρυφάς, αγαπητέ, αν αγαπάς να χαροποιής τον νου σου και να ευχαριστής την καρδιά σου με την μελέτη και την θεωρία τους και του μεν νοητού κόσμου τους λόγους, δηλαδή τους λόγους των εννέα ταγμάτων των αγγέλων, να τους μαθαίνης από εκείνον που αγαπά τους αγγέλους και άγγελο στο νου Διονύσιο, από εκείνο το πετεινό του ουρανού (όπως τον ονομάζει ο θείος Χρυσόστομος) και από τους σχολιαστές του Διονυσίου˙ του δε αισθητού κόσμου τους λόγους να τους μαθαίνης από τους θείους Πατέρες, τους ερμηνευτές της εξαημέρου και κυρίως από τον μεγάλο Βασίλειο, που διετράνωσε την φύσι των όντων˙ γιατί ο άγιος Ισαάκ λέει: «Η θεωρία των υιών του μυστηρίου της πίστεως είναι συνυφασμένη με την πίστι και ερευνάται στο λιβάδι των Γραφών» (Επιστολή δ’ σελ. 567).1 Αλλά και εκείνο το γλαφυρό και υψηλό νόημα και ο λόγος που αναφέρει ο μέγας φωστήρας Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στην καινή Κυριακή, ποιά χαρά άραγε δεν δίνει στον νου και στην καρδιά;
Γιατί ο ίδιος ο Θεολόγος λέει εκεί, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο στις έξι μέρες, από την πολλή επιθυμία και αγάπη που είχε για να τον δημιουργήση, ήταν σαν να βγήκε έξω από τον εαυτό του˙ και την εβδόμη μέρα, όταν σταμάτησε, ήρθε πάλι στον εαυτό του. Και αυτό αποδεικνύεται από τους λόγους του μεγάλου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη (κεφ. δ’ περί θείων ονομάτων), που λέει: «Πρέπει να τολμήσουμε να πούμε και αυτό για χάρι της αλήθειας, ότι και αυτός ο αίτιος όλων, από τον καλό και αγαθό έρωτα των πάντων και από την υπερβολική ερωτική αγαθότητα, έρχεται εκτός εαυτού κατά την πρόνοιά του προς όλα τα όντα, και κατά κάποιον τρόπο θέλγεται από την αγαθότητα και την αγάπησι και τον έρωτα˙ και από τον χώρο της υπερβάσεως των πάντων και μολονότι βρίσκεται υπεράνω των πάντων κατέρχεται στον χώρο των πάντων, κατά την υπερούσια εκστατική δύναμί του, χωρίς να φεύγη από τον εαυτό του»˙ αλλά σχετικά με αυτό, τόσα ας λεχθούν.
Τόπος των πνευματικών ηδονών είναι οι λόγοι της ενσάρκου οικονομίας, η οποία είναι ανώτερη από την δημιουργία όλων των κτισμάτων και γιατί.
Και στους λόγους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου, ποιό θαυμασμό; Και ποιά έκπληξι δεν δέχεται ο νους; Και κατά συνέπεια, ποιά ηδονή και ποιά χαρά δεν βρίσκει ανάλογη προς τον παρόμοιο θαυμασμό και την έκπληξι; Και είναι δυνατόν ποτέ να στοχασθή ο νους, πώς ο αιώνια υπάρχων, από τον αιώνια υπάρχοντα υπεράνω αιτίας και λόγου και πώς ο μονογενής και αγαπητός και ομοούσιος Υιός, ο υπάρχων στους κόλπους του Πατρός, πώς εκείνος ο προαιώνιος Λόγος, δια του οποίου έγιναν τα πάντα και ο εκ Θεού αληθινού, αληθινός Θεός, στα έσχατα χρόνια καταδέχθηκε να γίνη άνθρωπος, να φανερωθή πάνω στην γη και να συναναστραφή με τους ανθρώπους και να μην μείνη έκθαμβος και πασιχαρής σε αυτή την θεωρία και τον στοχασμό; Και μάλιστα όταν στοχασθή ότι όλο αυτό έγινε για την δική του αγάπη και όλων μαζί των ανθρώπων; «Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του τον μονογενή»2 (Ιωάν. 3, 16). Είναι δυνατόν να στοχασθή πως αυτή η ένσαρκη οικονομία του Θεού Λόγου και η συγκατάβασι υπερβαίνει τη δημιουργία όλων των
αγγέλων, όλων των ανθρώπων και των φυτών, όλων των ζώων και των στοιχείων και γενικά όλου του αισθητού και νοητού κόσμου και να μην βγη από τον εαυτό του από την ηδονή και την χαρά; Και ότι αυτό είναι η αλήθεια το βεβαιώνει το βασίλειο των λόγων: «Μεγίστη απόδειξι της δυνάμεως είναι το να δυνηθή ο Θεός να πάρη την ανθρώπινη φύσι˙ γιατί δεν παρουσιάζουν τόσο την δύναμι του Θεού Λόγου η σύστασι του ουρανού και της γης, της θαλλάσης και του αέρα και η γένεσι των μεγίστων στοιχείων και ό,τι νοείται υπερκόσμιο και καταχθόνιο, όσο η σχετική με την ενανθρώπισι οικονομία και η συγκατάβασι προς την ταπεινότητα και την αδυναμία της ανθρωπότητος» (Ερμην. Εις τον μδ’ ψαλμ. Το ίδιο λέει και στο κεφ. ν’ των περί του αγίου Πνεύματος).
Και ο αδελφός του μεγάλου Βασιλείου, ο θείος Γρηγόριος Νύσσης προσθέτει και την αιτία για την οποία η ένσαρκη οικονομία είναι ανώτερη από την δημιουργία όλων των κτισμάτων, επειδή εκείνη είναι φυσική, ενώ αυτή υπεράνω της φύσεως γιατί έτσι λέει επί λέξει: «Γιατί το να επεξεργασθούμε το μέγα και υψηλό της θείας δυνάμεως είναι σύμφωνο κάπως με την φύσι και συνακόλουθο και δεν θα ξένιζε την ακοή… η κάθοδος. Όμως προς την ταπεινότητα είναι πλεόνασμα της δυνάμεως που δεν εμποδίζεται από τα παρά φύσι. Γιατί όπως είναι γνώρισμα της ουσίας της φωτιάς να ανεβαίνη προς τα πάνω, και δεν θα ήταν άξιο θαυμασμού για την φλόγα να οδηγήται προς τα φυσικά ενεργούμενο˙ αν όμως έβλεπε κανείς τη φλόγα να ρέη προς τα κάτω, όμοια με τα σταθερά σώματα, αυτό τότε θα το θεωρούσε θαύμα, το πώς η φωτιά παραμένει, αφού είναι πυρ˙ και με αυτόν τον τρόπο κινήσεως παραβαίνει την φύσι με το να στρέφεται δηλαδή προς τα κάτω˙ έτσι και η θεία και υπερέχουσα δύναμι, δεν την φανερώνουν τόσο ούτε το μέγεθος του ουρανού και η αυγή των αστεριών και η διακόσμησι του σύμπαντος και η διηνεκής οικονομία των όντων, όσο η συγκατάβασι προς το ασθενές της δικής μας φύσεως.3 Πώς το υψηλό φαίνεται ταπεινό, και ωστόσο δεν μειώνεται το μεγαλείο του! Πώς η θεότητα συμπλεκόμενη με την ανθρώπινη φύσι, και αυτό γίνεται και εκείνο υπάρχει!». Την ίδια αιτία θέλοντας να φανερώση και ο θεολόγος Γρηγόριος, μεγαληγορεί στον λόγο εις τα Θεοφάνεια: «Ποιός είναι ο πλούτος της αγαθότητας; Ποιό το μυστήριο αυτό σχετικά με μένα; Έλαβα την θεία εικόνα και δεν την διαφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου για να διατηρήση την εικόνα και για να κάνη την σάρκα αθάνατη. Και δεύτερη συνάφεια πολύ περισσότερο παράξενη από την πρώτη˙ διότι τότε έδωσε το καλλίτερο, ενώ τώρα παίρνει το χειρότερο. Και αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστό στον Θεό, αυτό είναι υψηλότερο για όσους μπορούν να κρίνουν». Με αυτούς τους λόγους λοιπόν δείχνει ανώτερη την ενσάρκωσι του Θεού Λόγου από την πρώτη δημιουργία των ανθρώπων˙ και σε αυτό αρμόζει και το ρητό του αββά Ισαάκ:
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη χάρι, όταν μετά τις αμαρτίες μας μας ανέστησε, παρά εκείνη που όταν δεν υπήρχαμε μας ωδήγησε στην δημιουργία» (Λόγ. ξ’ σελ. 395). Και ο μακάριος Φιλαδελφείας, ο επονομαζόμενος Χρυσοκέφαλος, λέει: «Από την δημιουργία όλου του κόσμου από τον Θεό και από το ότι ωδήγησε τα πάντα εκ του μη όντος στο είναι, πολύ σπουδαιότερη είναι η ενσάρκωσί του και τα πάθη του για μας και το ότι υπέμεινε τον σταυρό˙ γιατί εκείνα είναι μεν ανεκφράστου δυνάμέως και φιλανθρωπίας, αυτό όμως πολύ περισσότερο» (Λόγ. εις την Ανάστασι του Χριστού).
Υποσημειώσεις.
1. Σημείωσε όμως ότι ο θείος Ισαάκ αυτό είπε, ότι η θεωρία των υιών του μυστηρίου ερευνάται μαζί με την πίστι στο λιβάδι των Γραφών, για να μας φανερώση ότι, αν κάποιος εξετάζοντας τους νοητούς λόγους που υπάρχουν στην κτίσι, βρίσκη κάποια κτίσματα που του φαίνονται πως είναι αντίθετα στον ορθό λόγο, ή άτοπα ή ανωφελή ή άχρηστα, δεν πρέπει να διαβάλλη για αυτό την πρόνοια του Θεού και την δημιουργία, ότι τάχα δεν τα δημιούργησε καλώς αυτά, αλλά να τα αποδίδη στην πίστι˙ να πιστεύη δηλαδή, ότι όλα τα κτίσματα είναι καλά και χρήσιμα και ωφέλιμα, όπως μαρτυρεί η θεία Γραφή: «Και είδε ο Θεός όλα όσα εποίησε ότι ήταν πάρα πολύ καλά» (Γέν. 1, 31)˙ αυτός όμως δεν τα κατανοεί λόγω της αδυναμίας του νου. Επειδή η δημιουργία και η Γραφή δεν είναι ασύμφωνα, κάθε άλλο! Αλλά συμφωνούν και συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε η κτίσις είναι εξήγησι της Γραφής και η Γραφή της κτίσεως διότι και τα δύο έχουν ένα και το αυτό αίτιο, τον Θεό, ο οποίος έκανε την κτίσι και κήρυξε την Γραφή˙ και ο Θεός, όπως είναι αληθινός στα έργα του, έτσι είναι αληθινός και στα λόγια του και το αντίθετο˙ και όποιος πη το αντίθετο πέφτει σε μεγάλη αντίφασι˙ διότι υποθέτει ότι ο ίδιος ταυτόχρονα αληθεύει και ψεύδεται. Έτσι ο θείος Ισαάκ προχωρώντας παρακάτω ερμηνεύει ο ίδιος τον εαυτό του λέγοντας: «Και οι λόγοι που δεν γίνονται κατανοητοί μέσω της γνώσεως γίνονται δεκτοί από εμάς μέσω της πίστεως». Αλλά και ο θεολόγος Γρηγόριος το ίδιο μας διδάσκει, παραδίδοντας σε μας την εξής συμβουλή σχετικά με τους λόγους της κτίσεως, στον β’ λόγο περί θεολογίας»: «Ας μας οδηγή πλέον η πίστι και όχι ο λόγος και αν ακόμη έμαθες το ασθενές στους εγγυτέρους και γνώρισες με τον λόγο την γνώσι των υπεράνω των λόγων, για να μην είσαι εντελώς επίγειος ή περίγειος αγνοώντας και την ίδια την άγνοια». Και στον λόγο στο Πάσχα ο ίδιος θεολόγος λέει, ότι υπάρχει και όριο στην κατανόησι και άλλα τα αντιλαμβάνεται ο νους και άλλα όχι: «Από τις κινήσεις και τα δόγματα του νου άλλα ανοίγουν καλώς και άλλα κλείνουν από την θεωρία˙ επειδή κάποιο όριο και στην αντίληψι».
Οι ανόητοι όμως φιλόσοφοι της εποχής μας, αγνοώντας αυτό, παρεκτράπηκαν από την ευσεβή πίστι. Γιατί καυχόμενοι ότι με την οξύνοιά τους κατανοούν όλους τους λόγους της κτίσεως και δεν θέλουν να ομολογήσουν ότι υπάρχουν και πολλά στην κτίσι ανώτερα από την αντίληψί τους και μάλλον περισσότερα, όπως λέει ο Σειράχ: «Τα περισσότερα από τα έργα του είναι απόκρυφα» (Σοφ. Σειρ. 16, 21) και πάλι: «Πολλά είναι ακόμη άγνωστα και μεγαλύτερα από αυτά. Γιατί από τα έργα του λίγα έχουμε δει» (Σοφ. Σειρ. 43, 32). Και ο Σολομών που γνώρισε τους λόγους των κτισμάτων περισσότερο από όλους, λέει: «Παρατήρησα ότι, όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και όλα τα έργα του Θεού, όσα γίνονται κάτω από τον ήλιο, δεν θα μπορέση να τα ερμηνεύση ο άνθρωπος, όσο και αν κοπιάση˙ ακόμη και όσα ο σοφός θα ισχυρισθή ότι γνώρισε, δεν θα μπορέση να τα βρη και να τους δώση λύσι» (Εκκλ. 8, 17). Μη θέλοντας λοιπόν να τα ομολογήσουν αυτά οι σύγχρονοι σοφοί, είτε διαβάλλουν την θεία πρόνοια ως άσοφη και κακή είτε κλίνουν τελείως προς την αθεΐα. Γι’ αυτό πρέπει να αιχμαλωτίζουν την σκέψι τους στην υπακοή του Χριστού και να γκρεμίζουν επιχειρήματα και κάθε τι που υψώνεται με υπερηφάνεια κατά της γνώσεως του Θεού, όπως λέει ο Παύλος.
Και σημειώνουμε και αυτό επιπλέον ως απαραίτητο: Όσοι είναι ατελείς και εμπαθείς και δεν έφθασαν ακόμη στην τελειότητα και στην απάθεια, δεν πρέπει να μελετούν και αν ασχολούνται με τους αφηρημένους και αΰλους λόγους των όντων, όπως είναι τα μεταφυσικά και τα μαθηματικά˙ και να προσέχουν να μην ασχολούνται με τους λόγους της φύσεως των σωμάτων και μάλιστα με τα μόρια των ζώων και των ανθρώπων˙ γιατί όντας γεμάτοι πάθη, προτού ο νους τους να θεωρήση γυμνούς και αΰλους και πνευματικούς τους λόγους που είναι κρυμμένοι στα αισθητά σχήματα και τα κάλλη των φυσικών σωμάτων, προλαβαίνει το πάθος και η παράλογη φαντασία και σχηματίζει στην ψυχή τους λόγους της φύσεως εμπαθώς. Και έτσι αντί ο νους τους να συλλέξη γνώσι και λόγους πνευματικούς από την φυσική θεωρία, συλλέγει μόνο σχήματα και πάθη και εμπαθή είδωλα˙ και αντί να ανέβουν μέσω της κτίσεως στα νοητά και άφθαρτα κάλλη του Δημιουργού και εκείνα να θαυμάζουν και να αγαπούν και σε εκείνα να εντρυφούν, αυτοί απομένουν θαυμάζοντας και να εντρυφώντας στα φθαρτά κάλλη της κτίσεως και σύμφωνα με αυτό σχεδόν λατρεύουν την κτίσι και όχι τον κτίστη˙ και αυτό το έπαθαν με ελεεινό τρόπο πολλοί φυσικοί, παλαιοί και νεώτεροι και το παθαίνουν καθημερινά.
Έτσι αποφασίζει ο θεοφόρος Μάξιμος λέγοντας: «Είναι σωστό να μην ασχολούμαστε με την φυσική θεωρία πριν την τέλεια έξι για να μην συγκεντρώσουμε πάθη χωρίς να το καταλάβουμε, ζητούμε λόγους πνευματικούς από τα βλεπόμενα κτίσματα˙ γιατί στους ατελείς τα εξωτερικά σχήματα των ορατών έχουν μεγαλύτερη ισχύ πάνω στην αίσθησι, από ό,τι έχουν πάνω στην ψυχή οι λόγοι των κτισμάτων, οι κρυμμένοι στα σχήματαφ» (Κεφ. πε’ της δ’ εκατοντ. Των θεολογικ.). Αλλά και την εποχή της επαναστάσεως των πειρασμών πρέπει να απομακρυνώμαστε από την φυσική θεωρία και να συγκεντρώνουμε τον νου μας στην καρδιά (όπως είπαμε στο κεφάλαιο για την διαφύλαξι της καρδιάς), δηλαδή να συγκεντρωνώμαστε στον εαυτό μας και μέσω του εαυτού μας να τρέχουμε στον Θεό μέσω της νοεράς προσευχής και της επικλήσεως του ονόματός του, για να νικήσουμε έτσι τον εχθρό που μας πολεμά, όπως λέει και αυτό πάλι ο θείος Μάξιμος (Εις το κεφ. πβ’ της ανωτέρω εκατοντάδος).
2. Γι’ αυτό ο μακάριος Αυγουστίνος είπε: «Ο Θεός λόγω της αγάπης έρχεται στους ανθρώπους και γίνεται άνθρωπος ο αόρατος Θεός. Μέσω της αγάπης έγινε όμοιος με τους δούλους του και λόγω της αγάπης πληγώνεται για τις ανομίες μας» (Εγχειρίδ. Κεφ. κα’). Και πάλι: «Ο Θεός από την αγάπη του έστειλε τον Υιό του για να εξαγοράση τους δούλους, έστειλε και το άγιο Πνεύμα για να υιοθετήση τους δούλους και τον μεν Υιό τον έδωσε σαν τιμή της εξαγοράς μας, ενώ το Άγιο Πνεύμα σαν προνόμιο της αγάπης μας και τον εαυτό του τον φυλάει σαν κληρονομιά της υιοθεσίας μας. Ο Θεός για τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος, για να είναι ο ίδιος και πλάστης και λυτρωτής και για να γεννιούνται οι άνθρωποι από τον Θεό. Γεννήθηκε πρώτα ο Θεός από τους ανθρώπους και για να αγαπιέται ο Θεός από τον άνθρωπο με περισσότερη ομοιότητα, φάνηκε ο Θεός σαν ομοίωμα του ανθρώπου. Και επί πλέον ο Θεός έλαβε σώμα και ψυχή για να μακαρισθή η ψυχή και το σώμα του ανθρώπου˙ η ψυχή με την θεότητά του και το σώμα με την ενανθρώπησί του» (Κεφ. κς’). Και στο
θεολογικό του σοφού Κορέσσιου, ο ίδιος θείος Αυγουστίνος λέει πάλι, ότι είναι μεγαλύτερη η ένωσι που έλαβε η ανθρωπότητα με την θεότητα, από την ένωσι που έχει ο Υιός με τον Πατέρα˙ δηλαδή ως προς αυτό, ότι εκεί μεν ο Υιός αν και κατά την ουσία και την φύσι είναι ενωμένος με τον Πατέρα σαν ομοφυής με αυτόν και ομοούσιος, κατά την υπόστασι, όμως και το πρόσωπο δεν ενώνεται με τον Πατέρα, αλλά διαχωρίζεται από αυτόν ως ετεροϋπόστατος. Εδώ όμως, στην ένσαρκη οικονομία, αυτό το οποίο δεν κοινώνησε με τον Πατέρα, το κοινώνησε με την ανθρωπότητα. Γιατί αυτός, αν και είναι διαιρεμένος κατά την φύσι της θεότητας από την φύσι της ανθρωπότητος, κατά την υπόστασι όμως και το πρόσωπο είναι ενωμένος με αυτή, καθώς στην δική του υπόστασι στήριξε την ανθρωπότητα και έγινε μία υπόστασι σύνθετη και από τις δύο φύσεις, και της θεότητος και της ανθρωπότητος.
3. Σημείωσε όμως ότι αυτή η συγκατάβασι του Θεού Λόγου δεν προξένησε σε αυτόν καμμία ύφεσι και μείωσι, αλλά αντίθετα προσθήκη και δόξα και μεγαλείο, όπως λέει ο μέγας Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στον λόγο για την Γέννησι του Χριστού˙ επειδή δηλαδή ο Θεός είναι φύσει ανώτατος και ύψιστος όλων και δεν χρειάζεται να ανέβη σε ανώτερο ύψος και σε μεγαλύτερη δόξα με κανένα άλλο τρόπο δεν θα μπορούσε να δοξασθή και να υψωθή, παρά από κάτω, δηλαδή από το να κατέλθη και να ταπεινωθή μαζί με τα δημιουργήματά του˙ γιατί η δόξα αυτού που βρίσκεται στα υψηλά είναι η συγκατάβασι προς τα ταπεινά, για να δείξη και σε αυτά, τα οποία φθάρηκαν από τον πόθο του μεγαλείου και της δόξας, ως οδό της αρίστης εξυψώσεως και της αληθινής δόξας, την ταπείνωσι. Γι’ αυτό η ενσάρκωσι του Θεού Λόγου, τα βρεφικά του σπάργανα, η εναπόθεσί του στην φάτνη, ο ταπεινότατος νιπτήρας των ποδιών των μαθητών του, ο ατιμωτικός θάνατος στον σταυρό, η απόθεσί του στον τάφο, η κάθοδος στον Άδη και γενικά όλα τα ταπεινά έργα και πάθη
τα οποία ενήργησε και υπέμεινε πάνω στην γη, είναι τόσο ένδοξα και υψηλά, όσο δεν είναι υψηλός και ένδοξος ο ουρανός και οι υπερκόσμιες Δυνάμεις που βρίσκονται στον ουρανό.
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
