Είναι δυνατόν λοιπόν ο νους να θεωρήση σε αυτό το μυστήριο της ενανθρωπήσεως μία απόλυτη αγαθότητα, μία απόλυτη σοφία, μία απόλυτη δικαιοσύνη και μία απόλυτη δύναμι του Θεού, όπως λέει ο θεοφόρος Μάξιμος (Εις το κεφ. μ’ του κατηχητ.) και να μην γεμίση από ανέκφραστη αγαλλίασι; Γιατί η αγαθότητα του Θεού φάνηκε στο ότι δεν περιφρόνησε το οικείο πλάσμα που συντρίφθηκε από τον διάβολο, αλλά αφού το σπλαχνίσθηκε, το αναδημιούργησε˙ η σοφία του στο ότι επενόησε τον τρόπο της αναδημιουργίας και της ιατρείας η δικαιοσύνη στο ότι δεν πραγματοποίησε τυραννικά την σωτηρία του ανθρώπου που διακατέχεται θεληματικά από την αμαρτία και τον διάβολο˙ και η δύναμι στο ότι δεν αμέλησε να ολοκληρώση αυτή την αναδημιουργία και σωτηρία των ανθρώπων. Τί λέω; Πώς να μην χαρή ο νους, όταν στοχασθή πως αυτό το μυστήριο είναι ο σκοπός για τον οποίο έγιναν όλα τα δημιουργήματα και είχαν ορισθή προαιώνια και δημιουργήθηκαν εν καιρώ, νοητά και αισθητά μαζί, ενώ αυτό δεν έγινε για κανένα σκοπό, ούτε ωρίσθηκε προαιώνια, ούτε έγινε εν
καιρώ; Γιατί ο θεοφόρος Μάξιμος στην εξακοστή λύσι των αποριών μεγαληγορεί πολύ θεολογικά ως εξής: «Αυτό είναι το μέγα και απόκρυφο μυστήριο˙ αυτό είναι ο μακάριος σκοπός για τον οποίο συστάθηκαν τα πάντα˙ τον οποίον ορίζοντας είπαμε ότι είναι ο προεπινοημένος θείος σκοπός της αρχής των όντων, εξ αιτίας του οποίου έγιναν τα πάντα, αυτός όμως εξ αιτίας κανενός.1 Προς αυτό τον σκοπό αποβλέποντας ο Θεός δημιούργησε τις αιτίες των όντων˙ αυτό κυρίως είναι το τέλος της προνοίας και των προνοουμένων, κατά το οποίο είναι δυνατόν να γίνη η συγκεφαλαίωσι στον Θεό των δημιουργημάτων του. Αυτό είναι το φανερό μυστήριο που περιγράφει όλους τους αιώνες και την υπεράπειρη και απείρως προϋπάρχουσα από τους αιώνες μεγάλη βουλή του Θεού, της οποίας έγινε άγγελος ο ίδιος ο κατ’ ουσίαν Λόγος του Θεού, με το να γίνη άνθρωπος; Και αν είναι πρέπον να το πούμε, αφού κατέστησε φανερό τον ενδότατο πυθμένα της πατρικής αγάπης, έδειξε με τον εαυτό του τον σκοπό για τον οποίο τα δημιουργήματα έλαβαν σοφά την αρχή προς την ύπαρξι».
Οι άγγελοι γνώρισαν την πολυποίκιλη σοφία του Θεού από την ενανθρώπησι.
Και ακόμη πώς είναι δυνατόν να μην χαρή ο νους και να μην ευφρανθή με ανέκφραστη και δοξασμένη χαρά, κατά τον κορυφαίο, όταν συλλογισθή ότι σε αυτό το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως γνώρισαν την πολυποίκιλη σοφία του Θεού μέσω της Εκκλησίας ακόμη και οι ασώματοι άγγελοι, την οποία πριν δεν γνώριζαν. Και αυτό το δηλώνει ο απόστολος Παύλος λέγοντας: «Για να γίνη γνωστή τώρα στις αρχές και στις εξουσίες στα επουράνια, μέσω της Εκκλησίας η πολυποίκιλη σοφία του Θεού» (Εφεσ’. 3, 10)˙ το οποίο ερμηνεύοντας ο φωστήρας Γρηγόριος Νύσσης, έτσι μεγαληγορεί: «Γιατί πραγματικά δια μέσου της Εκκλησίας γίνεται γνωστή στις υπερκόσμιες δυνάμεις η ποικίλη σοφία του Θεού, η οποία έκανε τα μεγάλα θαύματα από τα αντίθετα˙ γιατί πώς έγινε ζωή από τον θάνατο; Δικαιοσύνη από την αμαρτία; Ευλογία από την κατάρα; Δόξα από την ατιμία; Και δύναμι από την αδυναμία; Γιατί οι υπερκόσμιες δυνάμεις, γνώριζαν μόνον πριν από τους χρόνους της ενανθρωπήσεως την απλή και μονοειδή σοφία του Θεού, που πραγματοποιούσε κατάλληλα τα θαύματα στην
φύσ και σε αυτούς που έβλεπαν δεν υπήρχε ποικιλία, με το να έχουν τη θεία φύσι με την δύναμι κι όλη η κτίσι να γίνεται με την εξουσία… όμως αυτό το ποικίλο είδος της σοφίας που συνίσταται από την διαπλοκή των αντιθέτων, τώρα το διδάχθηκαν σαφώς μέσω της Εκκλησίας. Πώς δηλαδή ο Λόγος γίνεται σάρκα˙ πώς η ζωή αναμιγνύεται με τον θάνατο˙ πώς με την δική Του πληγή θεραπεύει την δική μας˙ πώς με την αδυναμία του σταυρού κατανικά την δύναμι του αντικειμένου» (Ομιλ. η’ στο Άσμα Ασμ.).
Στο μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας μαθαίνει ο νους ότι οι στερήσεις του Χριστού έγιναν έξεις δικές μας και μία ασυνήθιστη ιατρική.
Και για να μιλήσω με συντομία, ο νους στο μυστήριο της θείας οικονομίας μαθαίνει ότι οι στερήσεις του Χριστού έγιναν σε μας έξεις, όπως θεολογεί ο θείος Μάξιμος. Δηλαδή η σάρκωσι του Λόγου έγινε δική μας θέωσι˙ η κένωσι εκείνου έγινε πλήρωσί μας ενώ η συγκατάβασί του, έγινε εξύψωσι˙ το πάθος έγινε απάθεια˙ και ο θάνατός του έγινε δική μας ζωή˙ και όταν το μάθη αυτό ο νους χαίρεται και αγάλλεται. Αλλά περισσότερο στο μυστήριο αυτό της θείας οικονομίας ο νους μαθαίνει μία θαυμαστή και ασυνήθιστη ιατρική επιστήμη˙ γιατί βλέπει ότι σε αυτή δεν γιατρεύονται τα αντίθετα μέσω των αντιθέτων, όπως ορίζουν οι νόμοι των ιατρών και των φυσικών, αλλά μάλλον ιατρεύονται τα όμοια μέσω των ομοίων˙ δηλαδή βλέπει ότι με την πτωχεία του Θεού Λόγου γιατρεύθηκε η δική μας φτώχεια, με το πάθος του τα δικά μας πάθη, με τον θάνατό του ο δικός μας θάνατος και με τη δική μας φθορά, θεραπεύθηκε η δική μας φθορά.
Ο Υιός του Θεού με την ενσάρκωσί του και τον θάνατό του, βγήκε έξω από τον εαυτό του.
ΣΤ’ Τέλος, είναι ποτέ δυνατόν να μην ευφρανθή και να μην αγαλλιάση ο νους, όταν στοχασθή ότι ο απαθής και αθάνατος Λόγος, εκείνη η ενυπόστατη ιδέα και υπέρτατη νόησι εκείνου που προ των αιώνων τον γέννησε, τον πρώτου Νου, καταδέχθηκε όχι μόνο να προσλάβη την σάρκα, αλλά και να κοπιάση και να πεινάση και να διψάση και να υβρισθή και να υποφέρη και τέλος πάντων να πεθάνη με σταυρικό θάνατο για την δική μας αγάπη; «Ο Θεός όμως αποδεικνύει την αγάπη του σε μας με το ότι, ενώ εμείς ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας» (Ρωμ. 5, 8).2 Εγώ νομίζω ότι βεβαιώτατα ο νους όχι μόνο πρόκειται να χαρή, αλλά και να χύση γλυκύτατα δάκρυα από την πολλή χαρά˙ επειδή ο τόσο αγαπητός Υιός του Θεού, λόγω της υπερβολικής αγάπης του για τον άνθρωπο και μάλιστα τον αμαρτωλό, βγήκε έξω από τον εαυτό του (για να πω κάτι τολμηρό), αν και έμεινε ανεκφοίτητος (ακοινώνητος) με τον εαυτό του και έτσι υπέφερε και πέθανε και τάφηκε και πάλι μέσω της αναστάσεως επανήλθε στον εαυτό του. Και αυτά δεν είναι δικά μου λόγια,
αλλά του φωστήρα Γρηγορίου Νύσσης (Τόμ. γ’ Λόγ. α’ εις τον Πάσχα) από τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού προσλαμβάνοντας, ψάλλει μεγαλόφωνα κατά το μεγάλο Σάββατο: «Αυτή είναι η μέρα της καταπαύσεως, κατά την οποία σταμάτησε από όλα τα έργα του ο μονογενής Υιός του Θεού και μέσω της οικονομίας του θανάτου με την σάρκα σαββάτισε και επανήλθε πάλι σε αυτό το οποίο ήταν μέσω της αναστάσεως».
Υποσημειώσεις.
1. Ας σημειωθή εδώ, ότι αυτό νοείται κατά το προηγούμενο θέλημα του Θεού και όχι κατά το επόμενο. Γιατί ως προς αυτό έγινε το μυστήριο της ενσαρκώσεως και για την δική μας αναδημιουργία και σωτηρία. Το γεγονός όμως ότι η ενανθρώπισι ήταν ευδοκία και προηγούμενο θέλημα του Θεού και για αυτήν δημιουργήθηκαν όλα τα όντα, αισθητά και νοητά, το παραθέτει και ο Γρηγόριος Θεσσαλονίκης (Λόγ. εις τα Θεοφάνεια). Και εγώ σημείωσα αρκετά για αυτό σε αυτόν τον λόγο στον πρώτο τόμο από τα τρία συγγράμματα των απάντων του ίδιου Πατέρα, τα οποία στάλθηκαν για να τυπωθούν. Πλην όμως, αυτό το ρητό του αγίου Μαξίμου (το οποίο βρήκα αργότερα), επισφραγίζει και αποδεικνύει όλα όσα είπα εκεί.
Σημειώνω εδώ και το εξής, ως άξιο ειδήσεως και ποθητό από τους φιλολόγους. Ότι το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας αποκαλύφθηκε στους προπάτορες αμέσως μετά την παράβασι της εντολής του Θεού, μέσω εκείνων των λόγων που είπε ο Θεός στον όφι, δηλαδή στον διάβολο: «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σε σένα και στην γυναίκα και ανάμεσα στο σπέρμα σου και το σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψη το κεφάλι και εσύ θα του πληγώσης την πτέρνα». (Γέν. 3, 15). Σπέρμα της γυναίκας ονομάζεται ο Χριστός, καθώς δεν γεννήθηκε από σπέρμα ανδρός και ο οποίος σύντριψε το κεφάλι, δηλαδή είτε τον θάνατο είτε την αμαρτία είτε την δύναμι του διαβόλου, καθώς έτσι εννόησαν το ρητό ο Αυγουστίνος, ο Αμβρόσιος και άλλοι πολλοί Πατέρες. Γι’ αυτό και ο Αδάμ μολονότι ήταν λυπημένος, γιατί νόμιζε, σύμφωνα με την απειλή που τους προείπε ο Θεός ότι «την ίδια μέρα που θα φάτε από αυτό οπωσδήποτε θα πεθάνετε» (Γέν. 2, 17). Πρόκειται να πεθάνουν αμέσως ο Αδάμ λοιπόν που ήταν λυπημένος γι’ αυτό μόλις όμως άκουσε τον παραπάνω λόγο που είπε ο Θεός προς τον
όφι, τον κατάλαβε και χάρηκε, έχοντας λάβει καλές ελπίδες ότι δεν θα πεθάνη αμέσως, αλλά θα ζήση και θα τεκνοποιήση και ότι κάποτε θα ελευθερωθή μέσω του σπέρματος της γυναίκας του από την τυραννία του όφι. Για αυτό εξ αιτίας της υπερβολικής του χαράς, μετά την παράβασι, ωνόμασε έπειτα την γυναίκα του Εύα, που θα πη ζωή, για αυτούς τους δύο λόγους: α) Γιατί από αυτήν επρόκειτο να γεννηθούν όλοι οι άνθρωποι και β) γιατί από αυτήν μέσω της Θεοτόκου επρόκειτο να να γεννηθή η αληθινή ζωή, ο Χριστός, που επρόκειτο να ζωοποιήση όλους τους νεκρούς: «Και ωνόμασε την γυναίκα του Εύα (που σημαίνει ζωή), γιατί αυτή έγινε μητέρα όλης της ανθρωπότητος» (Γέν. 3, 20). Γιατί αν ο Αδάμ δεν καταλάβαινε αυτά ή μάλλον, αν δεν του είχαν αποκαλυφθή από τον Θεό, πώς ήταν δυνατόν να ονομάση την γυναίκα του ζωή; Περισσότερο ταίριαζε να την ονομάση θάνατο, αφού έγινε πρόξενος θανάτου˙ όμως μετά από αυτά τα λόγια προς τον όφι, ο Θεός ανακοίνωσε την απόφασι του θανάτου κατά του Αδάμ λέγοντας: «Γη είσαι και στην γη θα αποχωρήσης»,
ωστόσο αυτή την απόφασι την έδωσε σε μορφή επαγγελίας και συμφωνίας ότι δηλαδή θα την ανατρέψη, αυτός που θα γεννηθή από το σπέρμα της γυναίκας, αυτός που επρόκειτο να καταργήση τον θάνατο και να χαρίση την ζωή, για τον οποίο προφήτευσε και ο Ιώβ λέγοντας: «Είθε να τον καταρασθή αυτός που καταριέται την ημέρα εκείνη. Να την καταρασθή αυτός που με τις κατάρες του πρόκειται να καθυποτάξη και να υποδουλώση το μέγα κήτος της θαλάσσης, επειδή έχει ακαταμάχητη δύναμι» (Ιώβ 3, 8). Και πάλι: «Δεν φοβάσαι λοιπόν και εμένα, αφού από εμένα έχει ετοιμασθή και έχει δημιουργηθή αυτό; (Ιώβ 41,2).
2. Για αυτό ο σοφός Φώτιος ρητόρευσε αντάξια της αγάπης του Θεού και της δικής του σοφίας, ερμηνεύοντας εκείνον τον αποστολικό λόγο: «Αλλά καυχιόμαστε και για τις θλίψεις» (Ρωμ. 5, 3). Γιατί λέει: «Γιατί καυχιόμαστε στις θλίψεις, διότι αγαπάμε σφόδρα τον Θεό˙ διότι κάθε εραστής χαίρεται και καυχιέται όταν πάσχη για ό,τι αγαπά˙ αλλά από πού εκχύνεται εκείνος ο θείος έρωτας και αγκαλιάζει όλη την καρδιά; Από το Πανάγιο Πνεύμα που δόθηκε σε μας. Επομένως όλο προέρχεται από την θεία χάρι˙ αλλά και οφείλουμε να τον υπεραγαπάμε˙ και ακόμη και αν είναι απαραίτητο κάτι να πάθουμε, δεν πρέπει να παραιτούμαστε από τον έρωτα προς αυτόν˙ γιατί; Διότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και πότε; Τότε που ήμασταν εχθροί και πολέμιοι. Είδες υπερβολή; Είδες πόσο μεγάλο είναι το χρέος; Πρόσθεσε σε αυτό και το ακόμη σπουδαιότερο˙ όχι μόνο μας αγάπησε υπερβολικά, αλλά και γνώρισε την ατίμωσι για χάρι μας κα ραπίσθηκε και σταυρώθηκε και καταλογίσθηκε ανάμεσα στους νεκρούς και με όλα αυτά φανέρωσε τον έρωτά του για μας.
Ώ, έρωτα που κατέπληξες τους αγγέλους! Που ανύψωσες τους ανθρώπους στους ουρανούς! Που κατάργησες την τυραννία των δαιμόνων! Ποιός δεν αγαπά έναν τέτοιο εραστή; Μάλλον, ποιός θα πράξη κάτι αντάξιο αυτού του τόσο μεγάλου έρωτα, ακόμη και αν έστω και λίγο αποτίση χρέος; Διότι και αν πεθάνη μυριάδες φορές, δεν θα έχη προσφέρει τίποτα σπουδαίο. Επειδή ο κάθε ένας μας πάσχει υπέρ του ευεργέτη και υπέρ του εραστή και όχι υπέρ εχθρών και πολεμίων, όπως έπαθε εκείνος. Για αυτό κάθε φορά που πάσχομε, οφείλουμε να χαιρώμαστε και να καυχιώμαστε ότι έστω και αυτό το ασήμαντο για έναν τόσο μεγάλο εραστή, αξιωθήκαμε και εμείς να υποφέρουμε» (Από το Οικουμένιο εις την ερμ. της προς Ρωμ.).
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.