Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Εισαγωγή, Κεφ. 1-6) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

Κλήμεντος Επισκόπου Ρώμης.
Περί των Πράξεων, Επιδημιών τε και Κηρυγμάτων του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου επιτομή, εν η και ο αυτού εμπεριείληπται Βίος, προς Ιάκωβον επίσκοπον Ιεροσολύμων.

Πρόκειται για μεταγενέστερη επιτομή των «Επιδημίων κηρυγμάτων του Πέτρου»,22 η οποία φιλοτεχνήθηκε κατά την βυζαντινή περίοδο, σε ένα ενιαίο κείμενο που καταλαμβάνει 179 κεφάλαια. Από τα κεφάλαια αυτά τα 147 φέρονται ότι γράφτηκαν από τον επίσκοπο της Ρώμης Κλήμη με τη μορφή επιστολής προς τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο, στην πραγματικότητα όμως αποτελούν επιτομή των «Επιδημίων κηρυγμάτων του Πέτρου».

Στην μεταγενέστερη αυτή επιτομή, ο συμπιλητής ακολουθώντας κατά πόδας την μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής του Κλήμη, αντιπαρέρχεται τις μακρές ομιλίες και συγκρούσεις του Πέτρου με τον Σίμωνα τον Μάγο κυρίως εκείνες που αναφέρονται στους θεούς των Ελλήνων, και επιμένει κυρίως στα περιστατικά των περιπετειών του Κλήμη και της οιοκογένειάς του, και της διαδοχικής αναγνώρισής τους. Ενώ όμως η πρώτη επιτομή των επιδημίων κηρυγμάτων του Πέτρου σταματά στα περιστατικά που προηγούνται της βαπτίσεως του πατέρα του Κλήμη Φαύστου, στην επιτολή αυτή ο συντάκτης συνεχίζει αναφέρονται τη βάπτιση του Φαύστου, και την τιμητική επιστροφή του στη Ρώμη μαζί με την γυναίκα του Ματθιδία, όπου έζησαν ασκώντας κάθε αρετή μέχρι τα βαθειά γεράματά τους, οπότε αντάλλαξαν τα εγκόσμια με τη βασιλεία του Χριστού. Επίσης αναφέρει, επιγραμματικά πλέον, τη συνέχιση του έργου του Πέτρου, την άφιξή του στη Ρώμη και τη χειροτονία του Κλήμη ως διαδόχου του στο θρόνο της Ρώμης λίγο πριν από το θάνατό του.23

Στη συνέχεια, στα κεφάλαια που ακολουθούν (148-179), περιγράφει το έργο του νέου επισκόπου Ρώμης, τονίζοντας την μεγάλη απήχηση που είχε ανάμεσα και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους και στους Χριστιανούς. Μεταξύ εκείνων που γοητεύθηκαν από τη σειρήνα της γλώσσας του Κλήμη24 ήταν και η γυναίκα κάποιου Σισιννίου, φίλου του βασιλιά Νέρβα, που την έλεγαν Θεοδώρα.

Ο προσηλυτισμός της Θεοδώρας οδήγησε σε νέες περιπέτειες τον Κλήμη, που τελικά εξορίστηκε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Χερσώνα,25 όπου συνέχισε το ιεραποστολικό έργο του με πολύ μεγάλη επιτυχία. Η φήμη όμως της δραστηριότητάς του στη Χερσώνα έφτασε στα αυτιά του βασιλιά, ο οποίος διέταξε να τον ρίξουν στη θάλασσα δέοντάς του μια άγκυρα στον λαιμό του.

Υποσημειώσεις.

22. Ο πλήρης τίτλος του έργου αυτού είναι˙ Κλήμεντος, των του Πέτρου επιδημίων κηρυγμάτων επιτομή εις βιβλία είκοσι. Από τα είκοσι «βιβλία» (Ομιλίες) οι ένδεκα έχουν δημοσιευθεί στον προηγούμενο 2ο τόμο των Αποστολικών Πατέρων και οι υπόλοιπες εννέα δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο.
23. Βλ. κεφ. 147
24. Κεφ. 152
25. Κεφ. 167

Κλήμεντος επισκόπου Ρώμης
Περίληψη των Πράξεων και των δημοσίων Κηρυγμάτων του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, στην οποία περιλαμβάνεται και ο βίος του, Προς τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο.

Ο Κλήμης, στον Ιάκωβο τον κύριο, τον επίσκοπο και επίσκοπο των επισκόπων, ο οποίος κυβερνάει την άγια Εκκλησία των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ και τις Εκκλησίες του Χριστού του Θεού μας που ιδρύθηκαν καλώς παντού με την πρόνοια του Θεού, μαζί με τους πρεσβυτέρους και διακόνους και όλους τους άλλους αδελφούς, είθε να υπάρχει πάντοτε ειρήνη.

1.Σου γνωρίζω, κύριέ μου, ότι εγώ ο Κλήμης, που ήμουν Ρωμαίος πολίτης και είχα μπορέσει να ζήσω την πρώτη ηλικία μου με σωφροσύνη, δέχθηκα κάποιο συλλογισμό, που δεν ξέρω από πού μου ήρθε, ο οποίος μου θύμιζε συχνά τον θάνατο, και έτσι στο εξής ζούσα με πόνους και λύπες. Σκεφτόμουν δηλαδή, άραγε όταν θα πεθάνω δεν θα υπάρχω, και κανένας ποτέ δεν θα υπάρχει που να με θυμάται, διότι ο χρόνος τα παραδίνει όλα στη λησμονιά; Και αφού δεν θα υπάρχω, πώς θα γνωρίζω αυτούς που δεν υπάρχουν, χωρίς να τους γνωρίζω, χωρίς να τους είμαι γνωστός, χωρίς να έχω υπάρξει, χωρίς να υπάρχω; Και πότε άραγε έγινε ο κόσμος και πριν να γίνει τί υπήρχε άραγε; Διότι, εάν υπήρχε πάντοτε, θα υπάρχει και πάντοτε˙ εάν πάλι έγινε, οπωσδήποτε και θα καταστραφεί˙ και μετά την καταστροφή τί θα υπάρχει πάλι, το οποίο μου είναι αδύνατο να το κατανοήσω.

2. Και καθώς τα σκεφτόμουν ασταμάτητα αυτά και τα όμοιά μ’ αυτά, δεν γνωρίζω από πού, είχα ασταμάτητη διαρκώς λύπη, και τόσο μεγάλη, ώστε να γίνω κάτωχρος και να λειώνω˙ και το πιο φοβερό, αν καμμιά φορά σκεφτόμουν να απομακρύνω την έγνοια γι’ αυτά ως άσκοπη, το πάθος μου μου γινόταν πιο δυνατό˙ και στενοχωριόμουν γι’ αυτό, μη γνωρίζοντας ότι έχω συγκάτοικο καλή σκέψη, η οποία μου γινόταν αιτία αθανασίας, όπως έμαθα ύστερα προς το τέλος, και ευχαρίστησα τον ποιητή των όλων Θεό. Διότι από την αρχική σκέψη που με πίεζε, αναγκάστηκα να προχωρήσω στην αναζήτηση των πραγμάτων˙ και εκείνους που από άγνοια παλιότερα κινδύνευα να μακαρίζω, ύστερα δεν έπαυα να τους ελεεινολογώ.

3. Έχοντας λοιπόν από τα παιδικά μου χρόνια τέτοιους λογισμούς, φοιτούσα στις σχολές των φιλοσόφων, για να μάθω από εκεί κάτι βέβαιο. Αλλά και εκεί τίποτε άλλο δεν έβλεπα να μαθαίνω, παρά μόνο ανασκευές και αποδείξεις θεωριών, φιλονεικίες και συλλογιστικά τεχνάσματα, και κυρίως επινοήσεις αποδεικτικών προτάσεων˙ και άλλοτε επικρατούσε, για παράδειγμα, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, και άλλοτε ότι είναι θνητή. Και όταν βέβαια επικρατούσε ο συλλογισμός ότι η ψυχή είναι αθάνατη, χαιρόμουν, όταν όμως, ότι είναι θνητή, στενοχωριόμουν, περισσότερο όμως στενοχωριόμουν, επειδή κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να πείσει τον νου μου. Πλην όμως καταλάβαινα, ότι οι δοξασίες των υποθέσεων αποδεικνύονται από τους υποστηρικτές τους ή ψεύτικες ή αληθινές, και δεν κατανοούνται ως αληθινές από μόνες τους. Γι’ αυτό και ζαλιζόμουν περισσότερο στην πραγματικότητα και αναστέναζα από τα βάθη της ψυχής μου˙ διότι ούτε μπορούσα να αποβάλω το ενδιαφέρον μου γι’ αυτά, αν και πολύ το ήθελα, όπως αξιώθηκα ήδη να γνωρίσω,
ούτε μπορούσα να βρω κάτι το βέβαιο.

Κλήμεντος επισκόπου Ρώμης
Περί των πράξεων, επιδημιών τε και κηρυγμάτων του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου επιτομή, εν η και ο αυτού εμπεριείληπται βίος, Προς Ιάκωβον επίσκοπον Ιεροσολύμων.

Κλήμης, Ιακώβω τω κυρίω και επισκόπω και επισκόπων επισκόπω, τω την Ιερουσαλήμ αγίαν των Χριστιανών Εκκλησίαν διέποντι και τας πανταχή Θεού προνοία ιδρυθείσας καλώς Χριστού του Θεού ημών Εκκλησίας, συν τε πρεσβυτέροις και διακόνοις και τοις λοιποίς άπασιν αδελφοίς, ειρήνη είη πάντοτε.

1.Γνώριμον έστω σοι, κύριέ μου, ότι εγώ Κλήμης, Ρωμαίων πολίτης ων και την πρώτην ηλικίαν δυνηθείς ζήσαι σωφρόνως, λογισμόν τε δεξάμενος, ουκ οίδα πόθεν επεισελθόνα μοι, και περί θανάτου πυκνάς ποιούμενον υπομνήσεις, πόνοις το λοιπόν και αθυμίας συνέζων. Άρα γαρ, ελογιζόμην, ότι θανών ουκ ειμί και ουδείς έσται μου ποτέ μνήμην ποιούμενος, του χρόνου πάντα τη λήθη παραδιδόντος; Άρα δε μη ων, πώς έσομαι τους ουκ όντας ειδώς, ου γινώσκων, ου γινωσκόμενος, ου γεγονώς ου γινόμενος; Και άρά ποτέ γέγονεν ο κόσμος και προ του γενέσθαι τί άρα και ην; Ει γαρ ην αεί, και έσται˙ ει δε γέγονε, και λυθήσεται πάντως και μετά λύσιν άρα τί έσται πάλιν; Ο νυν αδύνατόν μοι νοήσαι.

2. Ταύτά τε και τα τούτοις όμοια, ουκ οίδα πόθεν, απαύστως διενθυμούμενος, άπαυστον είχον αεί την λύπην και τοσούτον, ως ωχριακότα με τήκεσθαι˙ και το δεινότατον, ει ποτέ και απώσασθαι την περί τούτων φροντίδα, ως ματαίαν, ελογισάμην, ακμαιότερόν μοι μάλλον το πάθος εγίνετο, και ηχθόμην επί τούτω, ουκ ειδώς σύνοικον καλήν έχων έννοιαν, αθανασίας αιτίαν μοι γενομένην, ως ύστερον έγνων από του τέλους, και Θεώ τω πάντων ηυχαρίστησα ποιητή. Υπό γαρ της καταρχάς με πιεζούσης εννοίας ηναγκάσθην εις την των πραγμάτων ελθείν ζήτησιν, και ους την αρχήν δι’ άγνοιαν μακαρίζειν εκινδύνευον, ύστερον ταλανίζειν ουκ επαυσάμην.

3. Εκ παιδός ουν εν τοιούτοις ων λογισμοίς, εις τας των φιλοσόφων εφοίτων διατριβάς, ώστε τι βέβαιον εκείθεν μαθείν. Αλλά και ούτως ουδέν έτερον παρ’ αυτοίς το σπουδαζόμενον εώρων, ή δογμάτων ανασκευάς και κατασκευάς, έριδάς τε και συλλογισμών τέχνας, και δη και λημμάτων επινοίας˙ και ποτέ μεν επεκράτει, φέρε λέγειν, ότι αθάνατος η ψυχή, ποτέ δε, ότι θνητή. Και ότε μεν λόγος επικρατών ην, ότι αθάνατος η ψυχή, έχαιρον, ότε δε ότι θνητή, ηνιώμην˙ πλέον δε πάλιν ηθύμουν, ότι ουδ’ οποτέρων τις τον εμόν βεβαιώσαι νουν ηδύνατο. Πλην ενενόουν ότι αι δόξαι των υποθέσεων, παρά τους εκδικούντας, ή ψευδείς ή αληθείς αποφαίνονται, και ουχ ως έχουσιν αυταί εφ’ εαυτών αληθείας καταλαμβάνονται, παρ’ ω και έτι μάλλον εν τοις πράγμασιν ιλιγγιών και από τους της ψυχής βάθους εστέναζον˙ ούτε γαρ οίός τε ην αποβαλέσθαι την περί τούτων φροντίδα, καίτοι γε σφόδρα βουλόμενος, ως ήδη φθάσας εγνώρισα, ούτε βέβαιόν τι καταλαβείν ηδυνάμην.

***

4. Άλλοτε πάλι απορώντας έλεγα στον εαυτό μου˙ Γιατί ματαιοπονώ, αφού το πράγμα είναι φανερό; Διότι, εάν πεθαίνοντας δεν θα υπάρχω, τώρα που υπάρχω δεν ταιριάζει να λυπάμαι. Γι’ αυτό θα κρατήσω την λύπη για τότε που, αφού δεν θα υπάρχω, δεν θα λυπηθώ˙ εάν όμως θα υπάρχω, γιατί να λυπάμαι τώρα; Αμέσως όμως μετά από αυτό, μου ερχόταν άλλος συλλογισμός. Έλεγα δηλαδή, άραγε μήπως εκεί πάθω χειρότερα από αυτά που με λυπούν εδώ, επειδή δεν έζησα με ευσέβεια, και παραδοθώ, σύμφωνα με τα λόγια μερικών φιλοσόφων στον Πυριφλεγέθοντα1 και στον Τάρταρο,2 όπως ο Σίσυφος ή ο Τιτυός ή ο Ιξίωνας˙ ή ο Τάνταλος, και βρεθώ στον άδη να κολάζομαι αιώνια; Από την άλλη μεριά έκανα τη σκέψη και έλεγα˙ αφού το θέμα δεν είναι ξεκαθαρισμένο, είναι πιο ακίνδυνο μάλλον να ζω με ευσέβεια και να συγκρατώ τις ηδονές του σώματος, αν και δεν έχω πληροφορηθεί ακόμα τι τέλος πάντων είναι δίκαιο και αρέσει στον Θεό, ούτε εάν η ψυχή είναι αθάνατη ή θνητή.

5. Επειδή οι συλλογισμοί αυτοί ενοχλούσαν την ψυχή μου, σκέφθηκα να πάω στην Αίγυπτο και να συνάψω φιλία με τους ιεροφάντες και προφήτες, και αφού αναζητήσω και βρω έναν μάγο, να τον πείσω με πολλά χρήματα να κάνει αναπομπή μιας ψυχής, δηλαδή νεκρομαντεία, επειδή τάχα εγώ θέλω να ρωτήσω για κάποιο πράγμα, και η ερώτηση αυτή θα γίνει, για να μάθω εάν η ψυχή είναι αθάνατη. Αυτό βέβαια ότι υπάρχει θα μπορέσω να το μάθω, όχι από την απάντησή του ότι είναι αθάνατη, αλλά από την εμφάνισή της και μόνο. Διότι, όταν την δω με τα ίδια μου τα μάτια, θα αποκτήσω αρκετή γνώση και δεν θα ξανακάνω πια τα αυτιά πιο αξιόπιστα από τα μάτια. Όμως και τη γνώμη μου αυτή την ανακοίνωσε σε κάποιον φιλόσοφο από τους γνωστούς μου, και αυτός με συμβούλεψε ότι αυτό εν θα είναι ωφέλιμο για να το τολμήσω, για δύο λόγους.

Διότι, είπε, ή δεν θα υπακούσει οπωσδήποτε η ψυχή στον μάγο, οπότε, συ που θα έχεις ενεργήσει αντίθετα προς τους νόμους που απαγορεύουν να κάνουμε αυτά, θα ζεις με βαρειά τη συνείδηση, ή, εάν υπακούσει, μαζί με το ότι θα ζεις με βαρειά καρδιά, νομίζω ότι και η ευσέβειά σου δεν θα παρουσιάσει πια βελτίωση, εξαιτίας του ότι αποτόλμησες αυτά τα πράγματα. Διότι λένε ότι το Θείο διάκειται εχθρικά σ’ εκείνους που ενοχλούν τις ψυχές μετά από τον χωρισμό τους από το σώμα τους. Εγώ, ακούοντας αυτά, έγινα πιο διστακτικός για το εγχείρημα, αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ εντελώς την αρχική εκείνη γνώμη.

6. Και για να μη μακρύνω τον λόγον μιλώντας σου γι’ αυτά, ενώ βρισκόμουν σε τέτοιους λογισμούς και τέτοια προβλήματα, όταν την εξουσία των Ρωμαίων κατείχε ο καίσαρας Τιβέριος, ενώ ήδη άρχιζε η άνοιξη, κάποια φήμη διαδιδόταν σιγά – σιγά μέρα με τη μέρα, μη μπορώντας να κρατήσει μυστικό το θέλημα του Θεού˙ ή μάλλον κάθε μέρα γινόταν και πιο πολλή και πιο μεγάλη, λέγοντας ότι στην Ιουδαία κάποιος που εμφανίστηκε κατά την εαρινή ισημερία, κηρύττει τη βασιλεία του αιώνιου Θεού, την οποία πρόκειται να απολαύσει όποιος δείξει σ’ αυτόν άριστη καθ’ όλα συμπεριφορά. Και για να γίνεται πιστευτός ότι αυτά τα διδάσκει όντας γεμάτος από θεότητα, κάνει πολλά θαύματα, τέρατα και σημεία, κάνοντας με μόνο το λόγο του κωφούς να ακούνε, τυφλούς να ξαναβλέπουν, χωλούς να περπατούν, απομακρύνει κάθε αρρώστια και διώχνει κάθε δαιμόνιο. Αλλά και λεπροί που τον ατενίζουν από απόσταση θεραπεύονται, νεκροί που μεταφέρονται για ταφή ανασταίνονται, και δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι σε θέση να το κάνει.

Και όσο περνούσε ο χρόνος αυξανόταν και γινόταν πολύ μεγαλύτερη, μέσω πολλών που έρχονται από εκεί, και γινόταν πιο σίγουρη, δεν λέω πια η φήμη, αλλά η ίδια η πραγματική αλήθεια. Διότι ήδη και οργανωμένες συναντήσεις γίνονταν σε διαφόρους τόπους, για να σκεφτούν και αποφασίσουν για το τι μπορεί να είναι αυτός που εμφανίστηκε, και τι θέλει να πει.

4. Πάλιν γουν απορούμενος έλεγον εμαυτώ˙ Τί ματαιοπονώ, σαφούς όντος του πράγματος; Ότι, ει μεν θανών ουκ ειμί, νυν όντα με λυπείσθαι ου προσήκει. Διο τηρήσω το λυπείσθει τηνικαύτα, ότε ουκ ων ου λυπηθήσομαι˙ ει δε άρα ειμί, τί νυν μοι εκ περισσού πρόσεστι το λυπείσθαι; Και ευθέως μετά τούτο έτερος επεισήει μοι λογισμός; Έλεγον γαρ, μη τί γε άρα του νυν με λυπούντος χείρονα εκεί πείσομαι, μη βεβιωκώς ευσεβώς και παραδοθήσομαι κατ’ ενίων φιλοσόφων λόγους, Πυροφλεγέθοντι και Ταρτάρω,ως Σίσυφος ή Τιτυός ή Ιξίων ή Τάνταλος, και έσομαι εν άδου τον αιώνα κολαζόμενος; Πάλιν δε ανθυπέφερον λέγων, ως αδήλου όντος του πράγματος, ακινδυνότερόν εστί μάλλον ευσεβώς βιώναί με και των του σώματος κρατείν ηδονών, ει και μη ακριβώς, ότι ποτέ εστί δίκαιον και αρέσκον Θεώ, πεπληροφόρημαι, ούτε ει η ψυχή αθάνατος ή θνητή.

5. Τούτων ουν των λογισμών στρεφόντων μου την ψυχήν, εις Αίγυπτον πορεύσομαι, είπον, και τοις των υδάτων ιεροφάνταις και προφήταις φιλιωθήσομαι, και μάγον ζητήσας και ευρών, χρήμασι πείσω πολλοίς, ψυχής αναπομπήν την λεγομένην νεκρομαντίαν εργάσασθαι, εμού δήθεν ως περί πράγματός τινός πυνθάνεσθαι βουλομένου, η δε πάντως ουκ εκ του αποκρίνασθαι ότι αθάνατός εστίν, έστι μοι γνώναι, άλλ’ από του οφθήναι μόνον ότι εστίν. Ιδών γαρ αυτήν αυτοίς όμμασιν, ικανήν έξω πληροφορίαν και ουκέτι πιστότερα οφθαλμών ώτα ποιήσομαι. Όμως φιλοσόφω τινί των συνήθων και ταύτην εκοινούμην την γνώμην, ο δε συνεβούλευέ μοι μη λυσιτελές είναι τούτο τολμήσαι δυοίν ένεκα. Ει τε γαρ έφη, πάντως ουχ υπακούσεται η ψυχή τω μάγω και συ, τοις ταύτα ποιείν απαγορεύουσι νόμοις˙ ως αντιπράξας, δυσσυνειδήτως βιώσεις, ει δε και εισακούσεται, μετά του δυσσυνειδήτως σε βιούν, οίμαι και τα της ευσεβείας μηκέτι σοι προχωρείν, ου ένεκεν τα τοιαύτα ετόλμας. Εχθραίνειν γαρ το Θείον λέγουσιν επί τοις σκύλλουσι τας ψυχάς μετά την από του σώματος
εκείνων διάλυσιν.

Εγώ δε ταύτα ακούσας, οκνηρότερος μεν επί το εγχείρημα εγενόμην, αλλά της προτέρας εννοίας εκείνης παντάπασιν αποστήναι ουκ ηδυνάμην.

6. Και ίνα μη σοι τα τοιαύτα μακρόν αποτείνω λόγον, εν τοσούτοις λογισμοίς και πράγμασιν όντος μου, φήμη τις ηρέμα, Τιβερίου Καίσαρος τα Ρωμαϊκά διέποντος σκήπτρα, έαρος ήδη αρχομένου, ηύξανεν οπόσαι ημέραι και ως αληθώς αγαθή Θεού άγγελος διήει τον κόσμον, το του Θεού σιγή βούλημα στέγειν ου δυναμένη˙ μάλλον δε και πλείων εκάστης ημέρας και μείζων εγίνετο, λέγουσα ως τις ποτέ εν Ιουδαία εξ εαρινής τροπής λαβών την αρχήν. Ιουδαίαν την του αϊδίου ευαγγελίζεται βασιλείαν, ης απολαύειν μέλλει, εάν τις αυτώ αρίστην δια πάντων επιδείξηται πολιτείαν˙ του δε πιστεύεσθαι αυτόν χάριν, ότι θεότητος γέμων ταύτα διδάσκει, πολλά θαυμάσια, τέρατέ τε και σημεία εργάζεται ρήματι μόνω κωφούς ακούειν ποιών, τυφλούς αναβλέπειν, χωλούς περιπατείν, και πάσαν νόσον απελαύνει, και πάντα δαίμονα φυγαδεύει˙ αλλά και λεπροί εκ διαστήματος μόνον ενορώντες αυτώ, ιώμενοι απαλλάσσονται, νεκροί προσφερόμενοι εξεγείρονται, και ουδέν εστίν ο μη δυνατός είη ποιείν.

Και όσω γε μάλλον ο χρόνος προέκοπτε, πολύ μείζων δια πλειόνων των επιδημούντων και βεβαιοτέρα καθίστατο, ουκ έτι φήμη λέγω, άλλ’ αυτή του πράγματος η αλήθεια. Ήδη γαρ ποτέ και συστήματα κατά τόπους εγίνετο, βουλής και σκέψεως ένεκα, το τις αν ο φανείς είη και τι βούλεται λέγειν.

Υποσημειώσεις.

1. Ένας από τους πύρινους ποταμούς του κάτω κόσμου που ενωνόταν με τον Κωκυτό και σχημάτιζαν τον γνωστό Αχέροντα.
2. Η πιο βαθειά περιοχή του κάτω κόσμου, όπου οι θεοί φυλάκιζαν τους αντιπάλους τους.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.