Πριν ο Χριστός αναληφθή στους Ουρανούς έδωσε εντολή στους Μαθητάς Του μετά την Ανάληψή Του να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα και να παραμείνουν εκεί έως ότου ενδυθούν με δύναμη από τον Ουρανό. Έτσι, λοιπόν, τους έδωσε την επαγγελία ότι θα λάβουν το Άγιον Πνεύμα, για το οποίο μιλούσε κατά την διάρκεια της ζωής Του.
Η επαγγελία αυτή του Χριστού πραγματοποιήθηκε στους Μαθητάς πενήντα ημέρες μετά από το Πάσχα και δέκα ημέρες μετά από την Ανάληψή Του στους ουρανούς. Έτσι, στην Εκκλησία εορτάζουμε την εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία τιμούμε την Αγία Τριάδα και την επομένη ημέρα πανηγυρίζουμε και δοξολογούμε το Άγιον Πνεύμα. Η εορτή, λοιπόν, της Πεντηκοστής είναι εορτή της Αγίας Τριάδος.
Δεν πρόκειται να αναφερθούμε διεξοδικά στο Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιον Πνεύμα, αλλά θα υπογραμμίσουμε μόνον εκείνα τα γεγονότα και εκείνες τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων, που αναφέρονται στον Χριστό. Επομένως, θα τονίσουμε περισσότερο τα χριστολογικά γεγονότα σε αναφορά προς το Άγιον Πνεύμα. Και επειδή δεν νοείται Χριστολογία έξω από την Τριαδολογία, γι’ αυτό θα αναφερθούμε και στο δόγμα περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος.
Στο λεγόμενο από την Εκκλησία «Δωδεκάορτο» συμπεριλήφθηκε και η εορτή της Πεντηκοστής, γιατί είναι η τελευταία εορτή της θείας Οικονομίας. Η ενανθρώπιση του Χριστού απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου και στην έλευση του Παναγίου Πνεύματος στην καρδιά των ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι σκοπός της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής είναι να γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού και να λάβουμε το Άγιον Πνεύμα. Αυτά τα δύο συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους.
Ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί την Πεντηκοστή τελευταία εορτή από πλευράς αναπλάσεως και ανακαινίσεως του ανθρώπου: «Την μεθέορτον πιστοί και τελευταίαν εορτήν εορτάσωμεν φαιδρώς˙ αύτη εστί Πεντηκοστή, επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμία». Έτσι, εάν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή της ενσαρκώσεως του Λόγου και της θείας Οικονομίας, η Πεντηκοστή είναι το τέλος, αφού τότε, δια του Αγίου Πνεύματος, ο άνθρωπος γίνεται μέλος του αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εντάξουμε και την Πεντηκοστή, καθώς επίσης και τα σχετικά με το Άγιον Πνεύμα και τον Χριστό, αφού δεν μπορεί να νοηθή Χριστολογία έξω από την Πνευματολογία, ούτε Πνευματολογία έξω από την Χριστολογία.
α’
Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος έγινε κατά την ημέρα της Κυριακής, αφού κατ’ αυτήν έγιναν τα μεγάλα Δεσποτικά γεγονότα. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, την πρώτη ημέρα, δηλαδή την Κυριακή, άρχισε η δημιουργία της κτίσεως, αφού τότε δημιουργήθηκε το φως, την Κυριακή άρχισε η ανακαίνιση της κτίσεως, με την Ανάσταση του Χριστού, και την Κυριακή έγινε η τελείωση της κτίσεως με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Η δημιουργία της κτίσεως έγινε από τον Πατέρα συνεργούντων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, η ανακαίνιση έγινε από τον Υιό, ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος, και η τελείωση της κτίσεως έγινε από το Άγιον Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού.
Βέβαια, λέγοντας αυτά δίνουμε σημασία στα Πρόσωπα τα οποία πρωτοστάτησαν στην δημιουργία, την ανακαίνιση και την τελείωση της κτίσεως, αλλά τελικά, όπως διδαχθήκαμε και πιστεύουμε, κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού και ποτέ δεν μπορεί να χωρισθή και να απομονωθή ένα Πρόσωπο από τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Η Χριστιανική Πεντηκοστή κατά την οποία εορτάζουμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος συμπίπτει με την Ιουδαϊκή Πεντηκοστή. Δηλαδή, κατά την ημέρα που οι Ιουδαίοι εόρταζαν την Πεντηκοστή κατέβηκε το Άγιον Πνεύμα στους Αποστόλους και τους κατέστησε μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Η Πεντηκοστή είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα εορτή των Ιουδαίων μετά το Πάσχα, και εόρταζαν, κατά την παράδοση, την παραλαβή του νόμου του Θεού από τον Μωυσή στο όρος Σινά. Σαράντα μέρες, δηλαδή, από την πρώτη εορτή του Πάσχα, ο Μωυσής ανέβηκε πάνω στο όρος Σινά και παρέλαβε τον νόμο του Θεού. Παράλληλα, όμως, η Ιουδαϊκή Πεντηκοστή ήταν έκφραση ευχαριστίας των Ιουδαίων για την συγκομιδή των καρπών. Επειδή συνέπιπτε με την περίοδο του θερισμού ονομαζόταν «θερισμού εορτή» και οι Ιουδαίοι προσέφεραν στον Ναό τις απαρχές των καρπών. Η εορτή της Πεντηκοστής, που εορταζόταν από τους Ιουδαίους πολύ λαμπρά, ονομαζόταν εορτή εβδομάδων (βλ. Έξ. λδ’, 22, Λευιτ. κγ’, 15, 16, 17, Αριθ. κη’, 26, 13, Δευτ. ιστ’, 9-10).
Η σύντομη αναφορά στην Ιουδαϊκή Πεντηκοστή δείχνει ότι ήταν τύπος της Πεντηκοστής της Καινής Διαθήκης. Εάν ο Μωυσής παρέλαβε τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, την ημέρα της χριστιανικής Πεντηκοστής οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έτσι βίωσαν τον νόμο της Καινής Διαθήκης, τον νόμο της θείας Χάριτος. Εάν στην Παλαιά Διαθήκη ο άσαρκος Λόγος έδωσε τον νόμο επάνω στο Σινά, στην Καινή Διαθήκη ο Αναστάς σεσαρκωμένος Λόγος έστειλε το Άγιον Πνεύμα τους Μαθητάς, που βρίσκονταν στο υπερώο, και έγιναν μέλη του ενδόξου Σώματός Του. Εάν κατά την Πεντηκοστή της Παλαιάς Διαθήκης προσφέρονταν οι απαρχές των καρπών από την συγκομιδή, κατά την Πεντηκοστή της Καινής Διαθήκης προφέρθηκαν οι απαρχές των λογικών καρπών, από την συγκομιδή που έκανε ο Ίδιος ο Χριστός, δηλαδή προσφέρθηκαν οι Απόστολοι στον Θεό.
Υπάρχει, βέβαια, σαφής διαφορά μεταξύ της αποκαλύψεως του Θεού στο Σινά και της αποκαλύψεως του Θεού στο υπερώο στα Ιεροσόλυμα. Το όρος Σινά «εκαπνίζετο όλον δια το καταβεβηκέναι επ’ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πας ο λαός σφόδρα» (Έξ. ιθ’, 18). Δόθηκε μάλιστα η εντολή να μη πλησιάση κανείς προς το όρος, γιατί θα πεθάνη: «Πας ο αψάμενος του όρους θανάτω τελευτήσει» (Έξ. ιθ’, 12). Δεν έγινε όμως το ίδιο κατά την ημέρα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. Οι Μαθητές γέμισαν από χαρά και μεταμορφώθηκαν και έγιναν από δειλοί, ατρόμητοι, και από άνθρωποι θνητοί, κατά Χάριν θεοί.
Η διαφορά μεταξύ του Σινά και του υπερώου της Ιερουσαλήμ φαίνεται στην διαφορά μεταξύ του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και του νόμου της Καινής Διαθήκης. Τότε δόθηκε ο νόμος σε λίθινες πλάκες, τώρα ο νόμος εγγράφεται στις καρδιές των Αποστόλων. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’, 3). Με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος εκπληρώθηκε η προφητεία του Προφήτου Ιερεμίου, όπως την καταγράφει ο Απόστολος Παύλος: «διδούς νόμους μου εις την διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας αυτών επιγράψω αυτούς, και έσομαι αυτοίς εις Θεόν, και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν» (Εβρ. η’, 10).
β’
Η εορτή της Πεντηκοστής είναι εορτή της Αγίας Τριάδος, αφού με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Και προηγουμένως τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, σκιωδώς, όσο και στην διδασκαλία του Χριστού οι άνθρωποι μάθαιναν το Τριαδικό του Θεού, αλλά απέκτησαν εμπειρική πείρα της τριαδικής υποστάσεώς του κατά την Πεντηκοστή. Έτσι, η Πεντηκοστή είναι εορτή της ορθοδόξου θεολογίας.
Κάνοντας λόγο για ορθόδοξη θεολογία λέμε ότι άλλο είναι ο λόγος περί του Θεού (θεολογία) και άλλο ο λόγος περί της ενσαρκώσεως (οικονομία). Επομένως, την ημέρα της Πεντηκοστής θεολογούμε ορθόδοξα, γιατί μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Σύμφωνα με την ορθόδοξη αποκαλυπτική διδασκαλία ο Πατήρ είναι άναρχος, αναίτιος και αγέννητος, δηλαδή δεν έχει από κανέναν την αιτία της υπάρξεώς Του. Ο Υιός προέρχεται από τον Πατέρα γεννητώς, το δε Άγιον Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα εκπορευτώς. Αυτοί οι όροι αγεννησία, γέννηση και εκπόρευση, μας αποκαλύφθηκαν από τον Χριστό και δεν μπορούμε να τους κατανοήσουμε λογικά, γι’ αυτό και πάλι παραμένουν μυστήριο. Το γεγονός είναι ότι ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή έχουν ιδιαίτερο υποστατικό ιδίωμα, τρόπο υπάρξεως, αλλά έχουν την ίδια ουσία με Αυτόν.
Παρά το ότι ο Πατήρ είναι προβολεύς, ο Υιός γέννημα του Πατρός και το Άγιον Πνεύμα πρόβλημα, δηλαδή εκπόρευμα, εν τούτοις έχουν την ίδια φύση – ουσία και δόξα – ενέργεια. Και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ομοούσια, ομόδοξα, ομοδύναμα, και κανένα δεν είναι μεγαλύτερο από το άλλο. Δηλαδή, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι μικρότερης αξίας από τον Πατέρα. Και όταν κάνουμε λόγο για Πρώτο, Δεύτερο και Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δεν τα αξιολογούμε κατά την αξία, την ανωτερότητα και την δύναμη, αλλά κατά τον τρόπο της υπάρξεώς τους (Μ. Βασίλειος). Τελικά, η λογική του ανθρώπου, αλλά και οι ανθρώπινες έννοιες και λέξεις είναι αδύνατες να διατυπώσουν το μυστήριο του Τριαδικού Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες έζησαν αυτό το μυστήριο, όσο ήταν δυνατόν, κατά την αποκαλυπτική εμπειρία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για τρία φώτα τα οποία τον περιέλαμψαν κατά την αποκάλυψη που είχε. Γράφει: «Ου φθάνω το εν νοήσαι, και τοις τρισί περιλάμπομαι˙ ου φθάνω τα τρία διελείν και εις το εν αναφέρομαι».
Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος μας αποκαλύφθηκε από τον Ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος μιλώντας στους Μαθητάς Του είπε ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται από Αυτόν τον Ίδιο (Ιω. ιε’, 26). Αυτό σημαίνει ότι ο Υιός του Θεού δεν συμμετέχει στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, αλλά συμμετέχει στην πέμψη και αποστολή του στον κόσμο, και αυτή η πέμψη είναι η κατ’ ενέργεια φανέρωση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, όπως εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός, αλλά μπορούμε να πούμε ότι πέμπεται δια και εκ του Υιού, μόνον κατά την ενέργεια και φανέρωσή Του στον κόσμο, και όχι κατά την κατ’ ουσίαν ύπαρξή Του. Άλλο η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος και άλλο η κατ’ ενέργεια φανέρωσή Του.
Ο Πατήρ είναι απροσδεής και γεννά προ πάντων των αιώνων, αϊδίως, ίσον με τον εαυτό Του Θεό, τον Υιό, και ίσον εκπορεύει Θεό, το Άγιον Πνεύμα, χωρίς να χωρισθή η θεότητα με την διαίρεση των Προσώπων, αλλά είναι ενωμένη ασυγχύτως με την απαρίθμηση της Τριάδος. Το ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα, δεν σημαίνει ότι είναι νεώτερα από Αυτόν, αφού δεν παρεμβάλλεται χρόνος μεταξύ της αγεννησίας του Πατρός και της γεννήσεως του Υιού, όπως και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι αΐδια, συνάναρχα, ομοταγή και ομότιμα (Λέων ο σοφός).
γ’
Η δημιουργία και αναδημιουργία του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτή ακριβώς η θεολογική αλήθεια μας οδηγεί στο σημείο να πούμε ότι δεν είναι άλλο το έργο του Χριστού και άλλο το έργο του Αγίου Πνεύματος. Λέγεται αυτό γιατί υπάρχει ενδεχόμενος και σοβαρός κίνδυνος να ομιλούμε για οικονομία του Χριστού, ωσάν να γίνεται ανεξάρτητα από το Άγιον Πνεύμα, και οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ωσαν να γίνεται ανεξάρτητα και αυτόνομα από τον Χριστό.
Ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος με την ευδοκία του Πατρός και την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός συνελήφθη στην κοιλία της Υπεραγίας Θεοτόκου «εκ Πνεύματος Αγίου». Στην συνέχεια ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, και βεβαίως την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε το Άγιον Πνεύμα, γιατί το Άγιον Πνεύμα πέμπεται δια του Υιού. Και Αυτό όταν ήλθε στους Αποστόλους μόρφωσε τον Χριστό στην καρδιά τους, δηλαδή τους κατέστησε μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να μιλούμε για διαφορά του έργου του Υιού και του έργου του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός κατά την διάρκεια της ζωής Του ιάτρευσε και καθάρισε τις καρδιές των Αποστόλων με την διδασκαλία Του, με τις αποκαλύψεις των μυστηρίων Του, με τα θαύματά Του, γι’ αυτό στο τέλος είπε: «Ήδη καθαροί εστέ δια τον λόγον, ον λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε’, 3). Κάποτε άλλοτε έλεγε ότι αν κάποιος Τον αγαπά και τηρήση τον λόγο Του, τότε θα τον αγαπήση και ο Πατέρας Του, οπότε όπως είπε: «προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’, 23).
Το ότι ο Πατήρ και ο Υιός θα κατοικούν μέσα στον καθαρθέντα και αγιασθέντα άνθρωπο δεν σημαίνει ότι θα στερηθούν της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος ή ότι το Άγιον Πνεύμα αποξενώνεται από το έργο του αγιασμού. Γιατί σε άλλο σημείο ο Χριστός υποσχέθηκε στους Μαθητάς ότι θα στείλη το Άγιον Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, το οποίο «παρ’ υμίν μένει, και εν ημίν έσται» (Ιω. ιδ’ 17). Ώστε, ο άνθρωπος που δέχεται την Χάρη του Τριαδικού Θεού γίνεται μέλος του αναστημένου Σώματος του Χριστού, κατοικητήριο του Θεού Πατρός και ναός του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή σκήνωμα του Τριαδικού Θεού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα τροπάριο του ιαμβικού Κανόνος της εορτής της Πεντηκοστής χρησιμοποιεί την φράση «γνώρισμα Πνεύμα Πατρογεννήτου Λόγου», δηλαδή το Άγιον Πνεύμα είναι γνώρισμα του Λόγου του Θεού που γεννήθηκε από τον Πατέρα. Το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται γνώρισμα του Λόγου, επειδή αυτό αποκαλύπτει και φανερώνει τον Λόγο του Θεού, γιατί «χωρίς του Πνεύματος ο Μονογενής Υιός ου νοείται» (άγ. Γρηγόριος Νύσσης). Άλλωστε, ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. ιβ’, 3). Επίσης, το Άγιον Πνεύμα λέγεται γνώρισμα του Λόγου, γιατί Αυτό δίδαξε τους Μαθητάς σύμφωνα με όσα διδάχθηκαν και υπέμνησε ό,τι τους είχε πη ο Χριστός. Γι’ αυτό και έγινε γνώρισμα, δηλαδή δι’ Αυτού φανερώθηκε ότι ο Χριστός είναι αληθής Υιός και Λόγος του Θεού και από την κοινή διδασκαλία αποδείχθηκε το ομοούσιο και το ομόδοξο του Υιού με το Άγιον Πνεύμα (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του δόξασε τον Πατέρα. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής το Άγιον Πνεύμα κατήλθε στους Αποστόλους, και έτσι και αυτό δόξασε τον Υιό (Λέων ο σοφός). Με αυτήν την αφορμή μπορούμε να πούμε ότι ο Πατήρ δόξασε τον Υιό με το να τον αποκαλέση «αγαπητόν Υιόν»˙ ο Υιός δοξάστηκε με όσα έκανε με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος˙ ο Υιός ακόμη δόξασε τον Πατέρα με όλο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους ταυτόχρονα ο Υιός δόξασε το Άγιον Πνεύμα, γιατί Αυτός το φανέρωσε και το αποκάλυψε στους Μαθητά αλλά και το Άγιον Πνεύμα, το οποίο ενεργεί πλούσια μέσα στην Εκκλησία, δοξάζει τον Πατέρα, από τον Οποίο προέρχεται, και δοξάζει και τον Υιό, αφού όσοι το λαμβάνουν γίνονται τέκνα Θεού και μέλη του Σώματος του Χριστού.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι δεν είναι άλλο το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Αγίου Πνεύματος. Η σωτηρία του ανθρώπου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτό ακριβώς το σπουδαίο θέμα, η μεγάλη αυτή θεολογική αλήθεια, θα φανή καλύτερα με όσα θα πούμε στην συνέχεια.
δ’
Πολλά ονόματα έχουν δοθή στο Άγιον Πνεύμα. Ένα από αυτά, που δείχνει και το έργο που επιτελεί στην Εκκλησία, αλλά και στην ζωή των ανθρώπων, είναι και το όνομα «Παράκλητος». Με αυτήν την λέξη ο Ίδιος ο Χριστός χαρακτήρισε το Άγιον Πνεύμα, όταν έλεγε προς τους Μαθητάς Του λίγο προ του Πάθους Του: «εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας» (Ιω. ιδ’, 16-17). Και λίγο πιο κάτω το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται από τον Χριστό, Παράκλητος, που θα διδάξη τους Μαθητάς και θα τους υπενθυμίση όλα όσα τους είπε ο Ίδιος κατά την διάρκεια της ζωής Του. «Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. ιδ’, 25). Έχοντας την βεβαιότητα ότι το Άγιον Πνεύμα είναι Παράκλητος, προσευχόμαστε σε Αυτό: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το πνεύμα της αληθείας».
Ο όρος παράκλητος ερμηνεύεται παρηγορητής. Έτσι, το Άγιον Πνεύμα παρηγορεί τον άνθρωπο που αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας, προσπαθώντας να τηρήση τις εντολές του Χριστού στην ζωή του. Ο αγώνας αυτός είναι σκληρός, γιατί η μάχη είναι εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Γι’ αυτό, το Άγιον Πνεύμα είναι παράκλητος, παρηγορητής. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι το Άγιον Πνεύμα ονομάζεται παράκλητος από το «παρακαλείν» τους ανθρώπους, «τουτέστι παραμυθήσαι». Επειδή δε το «παρακαλείν» τους ανθρώπους είναι ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θεού, γι’ αυτό και με τον όρο αυτό το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται Θεός.
Εκείνο που έχει σημασία στις χριστολογικές μελέτες που κάνουμε εδώ είναι ότι το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται από τον Χριστό Παράκλητος, αλλά ταυτόχρονα λέγεται ότι είναι ο «άλλος Παράκλητος». Είναι ο άλλος Παράκλητος, γιατί και ο Χριστός είναι Παράκλητος που παρηγορεί τους ανθρώπους. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, στην καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς να μην αμαρτάνουν. Στην συνέχεια όμως λέγει ότι και αν αμαρτήσουν δεν πρέπει να απογοητευθούν, γιατί «παράκλητον έχομεν προς τον πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Α’ Ιω. β’, 1-2). Έτσι, ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα είναι οι δύο Παράκλητοι στον κόσμο. Βέβαια, και ο Θεός Πατήρ είναι ο παρακαλών τους ανθρώπους, αφού η παράκληση, η παρηγορία, είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Η φράση «άλλος Παράκλητος» δηλώνει ότι ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα είναι διαφορετικές υποστάσεις, αλλά έχουν κοινή φύση, ουσία και ενέργεια. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ερμηνεύοντας την φράση «άλλον Παράκλητον», λέγει ότι αυτό συνιστά και χαρακτηρίζει την «συνδεσποτεία» και το ομοούσιο των δύο υποστάσεων. Το ότι ο Χριστός λέγει ότι θα αποστείλη «άλλον Παράκλητον», δηλοί ότι και Αυτός είναι Παράκλητος. «Το γαρ άλλος, άλλος οίος εγώ καθίσταται». Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δούμε την ισοτιμία του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος.
ε’
Το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Υιό και τον Πατέρα, γιατί και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία ή φύση, και κοινή ενέργεια ή δόξα. Γι’ αυτό και όπου υπάρχει ο Χριστός υπάρχει και το Πνεύμα, και όπου υπάρχει το Πνεύμα εκεί υπάρχει και ο Χριστός.
Τονίσαμε προηγουμένως ότι δεν χωρίζονται τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε το έργο τους αυτονομείται. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι σε όλους ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, αλλά κατά διαφορετικό τρόπο στον καθένα. Ενεργεί σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αφού είναι δημιουργήματα του Θεού, ως συνεκτικό και προνοητικό και ανακινητικό των φυσικών σπερμάτων. Σε αυτούς που βρίσκονται στην περίοδο του νόμου ενεργεί ως υποδεικτικό της παραβάσεως των εντολών και ως φωτιστικό της επαγγελίας του Χριστού. Σε αυτούς που ζουν κατά Χριστόν ενεργεί ως υιοθετικό, αφού με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος γίνονται υιοί του Θεού. Και στους θεουμένους, σ’ εκείνους δηλαδή που κατέστησαν τους εαυτούς τους αξίους της ενθέου πολιτείας και της ενοικήσεως της θεωτικής του δυνάμεως, ενεργεί ως ποιητικό σοφίας. Έτσι, σε όλους ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, αλλά διαφορετικά στον καθένα, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Με αυτήν την προοπτική αντιλαμβανόμαστε ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε και στην Παλαιά Διαθήκη, στους Προφήτας, αφού με την δύναμη και ενέργειά Του οι Προφήτες έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο και προφήτευαν για τον σεσαρκωμένο Λόγο, τον Χριστό. Ξέρουμε πολύ καλά από την ορθόδοξη θεολογία ότι όλες οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Ασάρκου Λόγου. Επειδή η παρουσία του Λόγου δεν γίνεται ανεξάρτητα από το Άγιον Πνεύμα, γι’ αυτό το Άγιον Πνεύμα φανέρωσε στους Προφήτας τον άσαρκο Λόγο και δι’ Αυτού αποκαλύπτονταν τα μέλλοντα μυστήρια.
Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι το Άγιον Πνεύμα ερχόταν στον νου των Προφητών και προφήτευαν τα μέλλοντα αγαθά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος γέμισε από Άγιον Πνεύμα, ενώ βρισκόταν έξι μηνών έμβρυο στην κοιλία της μητέρας του, και, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, με το Άγιον Πνεύμα δέχεται την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος μέσα στην μήτρα της μητέρας του και θεολογεί περί του Χριστού. Και, βέβαια, όπως έχουμε δη κατά την εορτή της Υπαπαντής, ο Συμεών ο δίκαιος με το Άγιον Πνεύμα αναγνώρισε τον Χριστό.
Επομένως, το Άγιον Πνεύμα ενεργεί και στην Παλαιά Διαθήκη κατά διαφορετικό τρόπο από ό,τι ενεργεί στην Καινή Διαθήκη, μέσα στην Εκκλησία. Γιατί, όπως είπαμε προηγουμένως, στην Παλαιά Διαθήκη, στους Προφήτας υποδείκνυε την παράβαση των εντολών και αποκάλυπτε την έλευση του Χριστού, ενώ στην Καινή Διαθήκη κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού και μέλη του Σώματος του Χριστού, και τους οδηγεί στην θέωση.
στ’
Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και όλο το έργο της θείας Οικονομίας δεν γίνεται ανεξάρτητα από το Άγιον Πνεύμα. Ο Μ. Βασίλειος στο σημείο αυτό είναι πολύ εκφραστικός. Λέγει ότι, όταν επιδημή στον κόσμο ο Χριστός, το Άγιον Πνεύμα προτρέχει, αφού αυτό εξαγγέλλει την έλευσή Του και αποκαλύπτει την παρουσία Του. Με την ένσαρκη παρουσία του Χριστού στον κόσμο και το Πνεύμα το Άγιον είναι αχώριστο. Τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα χαρίσματα των ιαμάτων γίνονται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Οι δαίμονες εξέρχονται από τους ανθρώπους, δια του Πνεύματος του Θεού. Ο διάβολος καταργείται με την συμπαρουσία του Αγίου Πνεύματος. Η απολύτρωση των αμαρτιών γίνεται με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η εξανάσταση των νεκρών γίνεται με την ενέργεια του Πνεύματος.
Εάν το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Προφήτας και δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης υποδεικνύοντας και φανερώνοντας τον Χριστό, πολύ περισσότερο ενεργούσε και στους Αποστόλους και Μαθητάς του Χριστού. Επειδή όμως το Άγιον Πνεύμα ενεργεί ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου και τον κατάλληλο καιρό, γι’ αυτό ενεργούσε σε αυτούς κατά τρεις τρόπους και κατά τρεις καιρούς. Ενεργούσε «αμυδρώς», πριν δοξασθή ο Χριστός στο Πάθος, δηλαδή πριν τα Πάθη και την Σταυρική Του θυσία, «εκτυπώτερον» μετά την Ανάστασή Του, και «τελειότερον» μετά την Ανάληψή Του στους ουρανούς (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Άλλωστε, το Άγιον Πνεύμα είναι «τελειούν, ου τελειούμενον» (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Γι’ αυτό, και τους Αποστόλους που ήταν ατελείς τους τελείωσε και τους ολοκλήρωσε.
Ο άσαρκος Λόγος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, δια του Προφήτου Ιωήλ, είπε: «Και έσται μετά ταύτα και εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται» (Ιωήλ γ’, 1). Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για την έλευση του Αγίου Πνεύματος και την χορήγηση του προφητικού χαρίσματος, που δόθηκε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, η προφητεία αναφέρεται στα γεγονότα που έγιναν την Πεντηκοστή, αφού τότε οι Μαθητές ομιλούσαν προφητεύοντες, δηλαδή κήρυτταν τα μυστήρια του Χριστού τα οποία προφητεύθηκαν από τους Προφήτας. Τότε, δηλαδή, οι Μαθητές με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατάλαβαν ότι όλες οι προφητείες που υπάρχουν στην Παλαιά Διαθήκη αφορούν το Πρόσωπο του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο τελειώθηκαν στην γνώση και την αποκάλυψη.
Με την δύναμη και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος η ανθρώπινη φύση επανέρχεται στην προηγούμενη και αρχαία κατάσταση, αφού αποκτά το προφητικό χάρισμα που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Πραγματικά, βλέποντας την ζωή του Αδάμ στον Παράδεισο, πριν την πτώση, διακρίνουμε ότι διέθετε καθαρό νου και προφήτευσε. Ο Θεός έπλασε την Εύα από την πλευρά του , κατά την ώρα που ο Αδάμ κοιμόταν. Όμως όταν ξύπνησε από τον ύπνο και είδε την Εύα φωτίστηκε, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και ομολόγησε ότι αυτή προήλθε από το δικό μου σώμα: «Τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» (Γέν. β’, 23).
Αυτό σημαίνει ότι όσοι δέχονται το Άγιον Πνεύμα και είναι μέλη της Εκκλησίας όχι μόνον αποκαθίστανται στην προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Αδάμ, αλλά ανέρχονται ακόμη υψηλότερα, αφού ενώνονται με τον Χριστό. Έχοντας κανείς το Άγιον Πνεύμα γίνεται προφήτης, αποκτά προφητικό χάρισμα, όπως το βλέπουμε στην ζωή των αγίων, γνωρίζει τα μυστήρια του Χριστού, βλέπει και βιώνει την βασιλεία του Θεού. Με την δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος το προφητικό χάρισμα γίνεται φυσική κατάσταση στον άνθρωπο. Η νοερά προσευχή είναι ένδειξη αυτού του χαρίσματος και της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
ζ’
Ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε το Άγιον Πνεύμα τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη φαίνεται καθαρά στο θέμα της Εκκλησίας. Μελετώντας αυτό το θέμα μπορούμε να δούμε μερικές ενδιαφέρουσες πλευρές, που δείχνουν την στενή σχέση και σύνδεση της Χριστολογίας με την Πνευματολογία.
Κατά τους αγίους Πατέρας η Εκκλησία υπήρξε και πριν την ενανθρώπηση του Χριστού, αφού η δημιουργία των αγγέλων και του ανθρώπου συνιστά την αρχή της Εκκλησίας. Με την πτώση του Αδάμ έχουμε την πτώση της Εκκλησίας, άλλ’ όμως διασώζεται η Εκκλησία στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ισχύ ακόμη το κράτος του θανάτου, γι’ αυτό, ενώ οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης έφθασαν στην θέωση και γνώρισαν τον άσαρκο Λόγο (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος), εν τούτοις κατίσχυε πάνω τους το κράτος του θανάτου. Έτσι οι δίκαιοι κατέβαιναν στον Άδη.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του, που έγινε εν Πνεύματι Αγίω, ανέλαβε «σάρκα Εκκλησίας» (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος), ανέλαβε, δηλαδή, την καθαρά και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με την θεότητα, στην υπόστασή Του. Με αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία τώρα λαμβάνει Κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Ο Κλήμης Ρώμης θα πη ότι στην αρχή η Εκκλησία ήταν πνευματική και δημιουργήθηκε με την εμφάνιση των αγγέλων, αργότερα όμως με την ενανθρώπηση του Χριστού «εφανερώθη εν τη σαρκί του Χριστού», δηλαδή έγινε σαρκική, Σώμα Χριστού. Επειδή η σάρκωση του Λόγου του Θεού έγινε και με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, και ό,τι γίνεται μέσα στην Εκκλησία γίνεται και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό η Πεντηκοστή συνδέεται με την Εκκλησία.
Ο Χριστός είπε κάποτε στον Απόστολο Πέτρο: «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ’, 18). Αυτό πραγματοποιήθηκε με τον θάνατο του Χριστού πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα κατέβηκε στον Άδη, και το Σώμα Του μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Με αυτόν τον τρόπο νικήθηκε το κράτος του άδου, του θανάτου. Έτσι, λοιπόν, ο θάνατος δεν κυριάρχησε ούτε μπορεί να κυριαρχήση πάνω στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού.
Την ημέρα της Πεντηκοστής ιδρύθηκε η Εκκλησία, από την άποψη ότι οι Απόστολοι έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Έτσι, ενώ προηγουμένως είχαν μια κοινωνία με τον Χριστό, τώρα με την δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού. Η Εκκλησία από πνευματική γίνεται σαρκική. Οι άγιοι, οι θεούμενοι, δεν έχουν σχέση και κοινωνία μόνο με τον άσαρκο Λόγο, αλλά με τον σεσαρκωμένο Λόγο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Η θεολογία ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και οι άγιοι είναι τα μέλη του Σώματος του Χριστού αναπτύσσεται από τον Απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. ιβ’, 1-31). Λέγεται, δηλαδή, ότι η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκευτική οργάνωση, αλλά το Σώμα του Χριστού. Επί πλέον λέγεται ότι οι διαιρέσεις των χαρισμάτων γίνονται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλήξη ο Απόστολος Παύλος: «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους»(Α’ Κορ. ιβ’, 27).
Πρέπει να προστεθή ότι στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων φαίνονται δύο αλήθειες, που δείχνουν την κοινή ενέργεια των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Χριστιανοί είναι μέλη του Σώματος του Χριστού (Α’ Κορ. ιβ’, 27), αλλά ταυτόχρονα είναι και ναοί του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. στ’, 19). Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
η’
Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής δεν δηλώνει ότι προηγουμένως απουσίαζε από την γη και τους ανθρώπους, αλλά ότι, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ενεργεί κατά διαφορετικό τρόπο. Μπορούμε να παρουσιάσουμε δύο σημεία τα οποία ερμηνεύουν την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και την διαφορετική ενέργειά Του.
Το πρώτο σημείο είναι ότι την ημέρα της Πεντηκοστής οι Απόστολοι κατάλαβαν ότι το Άγιον Πνεύμα είναι μια ιδιαίτερη υπόσταση και όχι μια απλή ενέργεια του Θεού. Το Άγιον Πνεύμα, το οποίο στην Παλαιά Διαθήκη φανερωνόταν αμυδρώς ως εμφύσημα, ως ήχος, ως φωνή αύρας, ως έμπνευση των Προφητών, κατά την Πεντηκοστή φανερώνεται «ως κατ’ ιδίαν υπόστασιν υπάρχον». Έτσι, όταν τελείωσαν τα γεγονότα τα οποία φανέρωναν την υπόσταση του Υιού, άρχισαν να τελούνται τα γεγονότα τα οποία φανερώνουν την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Το δεύτερο σημείο με το οποίο μπορεί κανείς να ερμηνεύση τα περί της καθόδου του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής είναι ότι το Άγιον Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητάς μέλη του Σώματος του Χριστού και τους έδωσε την δύναμη να συμμετάσχουν στην νίκη του Χριστού εναντίον το θανάτου.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, ερμηνεύοντας τα περί της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποιεί χωρία από τον όσιο Νικήτα τον Στηθάτο και τον Μ. Βασίλειο, σύμφωνα με τα οποία δεν κατέβηκε δουλικώς, αλλά δεσποτικώς και αυτεξουσίως. Όπως ο Υιός και Λόγος του Θεού με την δική του θέληση, εκουσίως, ενηνθρώπησε, έτσι και το Άγιον Πνεύμα με την δική του θέληση έκανε τους Αποστόλους μέλη του Σώματος του Χριστού. Άλλωστε, η θέληση του Πατρός είναι και θέληση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και αντιστρόφως. Κοινή είναι η ενέργεια και η θέληση του Τριαδικού Θεού.
Το αυτεξούσιο ( η ελευθερία) χρησιμοποιείται διαφορετικά για τον Θεό, τους αγγέλους και τους ανθρώπους. Ο Θεός λέγεται ότι είναι αυτεξούσιος «εξόχως, υπεροχικώς και υπερουσίως, καθ’ ότι υπέρ το αυτεξούσιον εστίν ο Θεός». Ο Θεός δεν μπορεί να συγκριθή με τα ανθρώπινα δεδομένα. Οι άγγελοι έχουν φυσικώς το αυτεξούσιο, αλλά το μεταχειρίζονται ανεμποδίστως, δηλαδή αυτό που θέλουν το πραγματοποιούν αμέσως, γιατί δεν έχουν εμπόδια στην πραγματοποίησή του, αφού δεν τους εμποδίζει το σώμα ούτε κάποια άλλη αντίθετη δύναμη. Οι άνθρωποι είναι αυτεξούσιοι και έχουν ελευθερία, αλλά όμως έχει τραυματισθή το αυτεξούσιό τους και δεν μπορούν εύκολα να πραγματοποιήσουν αυτό το οποίο επιθυμούν. Αυτό οφείλεται στην προσβολή του διαβόλου, στο βάρος του σώματος και στα πάθη στα οποία υποτάχθηκαν εκουσίως. Γι’ αυτό και πρέπει η θέληση και το αυτεξούσιο να ενισχυθούν από τον Θεό. Στην Παλαιά Διαθήκη γράφεται: «ετοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου» (Παρ. η’, 35). Και ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ο Θεός γαρ εστίν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλ. β’, 13).
Αυτό σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα κατήλθε στις καρδιές των Αποστόλων και ενεργεί στους ανθρώπους με την δική του θέληση και όχι δουλικώς. Αλλά οι άνθρωποι πρέπει να ανταποκριθούν στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος με την θέλησή τους, αφού ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερία τους. Όμως η θέληση και το αυτεξούσιο, πρέπει να ενισχυθούν από τον Θεό, γιατί στην κατάσταση της πτώσεως ο άνθρωπος είναι υποδουλωμένος, είναι ένα εξαρτηματικό ον.
Γενικά, όταν κάνουμε λόγο για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, δεν μπρούμε να το εννοούμε ως ενανθρώπηση, αφού μόνον ο Υιός και Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, αλλά ως υποστατική φανέρωσή Του στον κόσμο που μεταμόρφωσε τους Μαθητάς και τους έκανε από θνητούς ανθρώπους, ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού.
θ’
Με το άγιο Βάπτισμα ο άνθρωπος γίνεται μέλος της Εκκλησίας, μέλος του Σώματος του Χριστού. Ακριβώς δε η ημέρα της Πεντηκοστής για τους Αποστόλους υπήρξε βαπτιστήριος ημέρα, γιατί έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Έτσι, ο Χριστός δεν είναι απλώς ο διδάσκαλος, αλλά η κεφαλή τους.
Ο Χριστός είπε στους Μαθητάς Του αμέσως μετά την Ανάστασή Του: «Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πράξ. α’, 5). Όταν κατήλθε το Άγιον Πνεύμα στους Μαθητάς τους βάπτισε, γι’ αυτό ολόκληρος ο οίκος όπου βρίσκονταν, αναμένοντας την επαγγελία του Πατρός, γέμισε από το Άγιον Πνεύμα, που κατέστησε τον οίκο πνευματική Κολυμβήθρα (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο έγινε με μια βίαιη πνοή. Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι» (Πράξ. β’, 2). Η βιαία αυτή πνοή προτυπώθηκε και προαναγγέλθηκε στην Παλαιά Διαθήκη σε πολλές περιπτώσεις. Είναι ο ήχος για τον οποίο η μητέρα του Προφήτου Σαμουήλ είπε: «ότι Κύριος ανέβη εις τους ουρανούς και εβρόντησεν». Αυτόν τον ήχο προανακήρυξε η θεωρία του Προφήτου Ηλία, όταν είδε τον Θεό με την φωνή της λεπτής αύρας. Αυτόν τον ήχο υπέδειξε ο Χριστός, όταν έκραξε: «ει τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω», αφού με τον δυνατό αυτό λόγο εννοούσε το Πνεύμα το Άγιο, που επρόκειτο να λάβουν όσοι πιστεύσουν σε Αυτόν. Επίσης προδηλώνεται με το εμφύσημα του Χριστού στους Μαθητάς μετά την Ανάστασή Του, δίνοντάς τους Άγιον Πνεύμα για να συγχωρούν αμαρτίες.
Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος ως βιαία πνοή έχει σημασία, γιατί δείχνει ότι το Άγιον Πνεύμα νικά τα πάντα, υπερβαίνει τα τείχη του πονηρού, καθαιρεί τις πόλεις και κάθε οχύρωμα του εχθρού. Συγχρόνως ταπεινώνει τους υπερηφάνους, ανυψώνει τους ταπεινούς στην καρδιά, συνδέει τα κακώς λυμένα, διασπά τους συνδέσμους των αμαρτημάτων και διαλύει τα κρατούμενα (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος μπορεί να γίνη ζωντανό μέλος της Εκκλησίας και να νικήση όλες τις δυνάμεις του εχθρού, να υπερβή και αυτόν τον θάνατο.
ι’
Το ότι το έργο του Χριστού δεν είναι διαφορετικό από το έργο του Αγίου Πνεύματος και αντιστρόφως, φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που είναι και ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων, γράφει: «και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου (Πράξ. β’, 3-4).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναλύοντας αυτό το γεγονός, κάνει θεολογικότατες παρατηρήσεις, που πρέπει να σημειώσουμε εδώ, γιατί δείχνουν το ομότιμο και ομόδοξο του Αγίου Πνεύματος με τον Χριστό.
Κατ’ αρχάς, η αισθητή φανέρωση του Αγίου Πνεύματος έγινε με το σχήμα των γλωσσών για να φανή η συμφυΐα με τον Λόγο του Θεού, γιατί τίποτε δεν είναι συγγενέστερο προς τον λόγο από την γλώσσα. Έτσι με αυτό έδειξε ότι το Άγιον Πνεύμα δεν κάνει διαφορετικό έργο από ό,τι έκανε ο Λόγος του Θεού. Συγχρόνως, φανερώνεται αισθητώς με την γλώσσα, για να δείξη ότι ο διδάσκαλος της αληθείας χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.
Οι γλώσσες με τις οποίες φανερώθηκε το Άγιον Πνεύμα ήταν πύρινες. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δείχνει το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό, αφού ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον». Με την εμφάνιση αυτή δείχνει ότι το Άγιον Πνεύμα έχει την ίδια φύση και ενέργεια με τον Πατέρα και τον Υιό. Ακόμη, οι πύρινες γλώσσες δείχνουν και τον διπλό τρόπο ενεργείας του κηρύγματος των Αποστόλων. Το πυρ φωτίζει και φλογίζει. Το ίδιο και η κατά Χριστόν διδασκαλία φωτίζει αυτούς που υπακούουν και κολάζει αυτούς που απειθούν. Βέβαια, αυτό το πυρ με το οποίο έκανε την εμφάνισή του το Άγιον Πνεύμα δεν ήταν κτιστό, αλλά άκτιστο, γι’ αυτό ο ιερός Ευαγγελιστής δεν είπε «γλώσσαι πυρός», αλλά «γλώσσαι ωσεί πυρός».
Οι πύρινες γλώσσες διαμερίσθηκαν στις κεφαλές των Αποστόλων. Και αυτό έχει την δική του σημασία, γιατί θέλει να δείξη ότι μόνο ο Χριστός έχει ολόκληρη την θεία δύναμη και ενέργεια, αφού Αυτός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Η Χάρη που λαμβάνουν οι άγιοι δεν είναι η φύση, αλλά η ενέργεια του Θεού, η οποία δίνει στον κάθε άνθρωπο διάφορα χαρίσματα. Κανείς άλλος δεν έχει ολόκληρη την θεία Χάρη, παρά μόνον ο Χριστός, ο Οποίος έχει κατά σάρκα όλο το πλήρωμα της θείας Χάριτος.
Το ότι κάθισαν οι πύρινες αυτές γλώσσες στις κεφαλές των Αποστόλων φανερώνει την δεσποτική αξία, αλλά και το ενιαίο του θείου Πνεύματος. Δεν πρόκειται για μια κτιστή ενέργεια, αλλά για την άκτιστη ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό και παρουσιάζεται σαν να κάθεται, δείγμα βασιλικής δόξης. Ταυτοχρόνως, ενώ η Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος διαμερίζεται, παραμένει ενιαία. Πραγματικά, το Άγιον Πνεύμα παρευρίσκεται και ενεργεί «αμερίστως μεριζόμενον και ολοσχερώς μετεχόμενον, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνος». Δηλαδή, ενώ όλοι δέχονται την ηλιακή ακτίνα, δέχονται συγχρόνως και την ενέργεια του ηλίου, χωρίς να μερίζεται. Όταν ο άνθρωπος κοινωνή των αχράντων μυστηρίων, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δεν κοινωνεί ενός τμήματος του Δεσποτικού Σώματος, αλλά ολοκλήρου του Σώματος του Χριστού. Κατά την θεία Λειτουργία λέγει ο ιερεύς: «μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος…».
Επομένως, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι ενέργεια και του Λόγου και του Πατρός, είναι ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Η σωτηρία του ανθρώπου είναι μέθεξη των ακτίστων ενεργειών της Αγίας Τριάδος.
ια’
Ο Χριστός, υποσχόμενος στους Μαθητάς Του να αποστείλη το Άγιον Πνεύμα, τους έδωσε σαφή εντολή: «ημείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’, 49). Οι Μαθητές τήρησαν αυτήν την εντολή και παρέμειναν ομοθυμαδόν στο υπερώο της Ιερουσαλήμ με ησυχία και προσευχή, αναμένοντας την έκχυση της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό, ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς επιβεβαιώνει: «και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ’, 53).
Θα πρέπη στο σημείο αυτό να σχολιάσουμε λίγο την φράση «έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους», γιατί είναι αρκετά χαρακτηριστική. Ο Χριστός δεν ομιλεί για το ότι θα λάβουν απλώς το Άγιον Πνεύμα, αλλά ότι θα το ενδυθούν, σαν κάποια πνευματική πανοπλία, για να πολεμήσουν τον εχθρό. Δεν πρόκειται για μια φώτιση της διανοίας, αλλά για μεταμόρφωση ολοκλήρου της υπάρξεώς τους. Δεν θα υπάρχη κανένα σημείο του σώματος και καμμιά ενέργεια της ψυχής που να παραμένη ακάλυπτη από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Είναι γνωστόν ότι με το Άγιο Βάπτισμα, που θεωρείται εισαγωγικό μυστήριο, γιατί δι’ αυτού εισαγόμαστε στην Εκκλησία και γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού, ενδυόμαστε Αυτόν τον Ίδιο τον Χριστό: «όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. γ’, 27). Ταυτόχρονα, όμως, ενδυόμαστε και το Άγιον Πνεύμα, κατά την ρητή υπόσχεση του Χριστού. Άλλωστε, αυτόν τον σκοπό έχουν τα δύο μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χαρίσματος τα οποία συνδέονται μεταξύ τους.
Η ένδυση του Χριστιανού από το Άγιον Πνεύμα δεν είναι εξωτερική και επιφανειακή, αλλά εσωτερική, κατά το παράδειγμα της ενώσεως του σιδήρου με την φωτιά. Ο πεπυρακτωμένος σίδηρος φλογίζεται ολόκληρος και όχι ένα μικρό τμήμα του. Έτσι, όσοι λαμβάνουν το Άγιον Πνεύμα το αισθάνονται να γεμίζη την καρδιά τους, να φωτίζη τους οφθαλμούς, να αγιάζη τις ακοές, να καταστέλλη τους λογισμούς, να πηγάζη τα νοήματα, να χορηγή σοφία, να γεμίζη με Χάρη τα πρόσωπα. Συμβαίνει ό,τι και με τον αρχιδιάκονο και Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ο οποίος στο Συνέδριο πρώτα έδειξε την ευλογία που του χορήγησε το Άγιον Πνεύμα μέσα στην ψυχή, και στην συνέχεια φανέρωσε και την δόξα του προσώπου (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Έτσι, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος αγιάζει, φωτίζει και εκλαμπρύνει ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου.
Στους αναβαθμούς ψάλλουμε και το εξής καταπληκτικό τροπάριο: «Αγίω Πνεύματι, προσπηγάζει πάσα σοφία˙ ένθεν χάρις αποστόλοις, και τοις άθλοις καταστέφονται Μάρτυρες και προφήται ορώσιν». Όλα τα χαρίσματα και οι δωρεές που δίνονται στα μέλη της Εκκλησίας είναι δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Η προφητική όραση, η αποστολική ζωή και το μαρτυρικό τέλος είναι δωρεές και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αυτό σημαίνει ότι η όραση των Προφητών δεν είναι ένα διανοητικό και φανταστικό κατασκεύασμα, η Αποστολική ζωή δεν είναι μια ανθρωποκεντρική ιεραποστολή, το μαρτύριο των αγίων δεν είναι μια ενεργοποίηση της δυνατής θελήσεως, αλλά όλα είναι δωρεές του Παναγίου Πνεύματος.
Μέσα στα χαρίσματα, με τα οποία ενδύεται εκείνος που λαμβάνει την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, είναι η οσιακή ζωή, όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήση στο έπακρο τις εντολές του Θεού και να ζήση την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, η κατά Χριστόν έγγαμη ζωή μέσα στις κοινωνικές συνθήκες, η κατά Χριστόν ποιμαντική διακονία, με τις τόσες φροντίδες κλπ., δηλαδή όλα τα χαρίσματα που δίνει το Άγιον Πνεύμα. Έτσι, το Άγιον Πνεύμα «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας», η οποία Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού.
ιβ’
Οι Απόστολοι μόλις επληρώθηκαν από το Άγιον Πνεύμα γέμισαν από μεγάλη χαρά. Ήταν μια καινούρια εμπειρία γι’ αυτούς. Ενώ προηγουμένως ήταν απλώς καλοί άνθρωποι, τώρα γίνονται μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Δεν αρκούνται στο να προσκυνούν τον Χριστό, αλλά είναι ενωμένοι αναπόσπαστα μαζί Του. Όσοι τους έβλεπαν απορούσαν, και άλλοι με ειρωνεία έλεγαν «ότι γλεύκους μεμεστωμένοι εισί», ότι, δηλαδή, είναι μεθυσμένοι από νέο κρασί. (Πράξ. β’, 13).
Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου ονομάζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας «νηφάλιος μέθη» (άγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης). Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αναφερόμενος σε τέτοιες καταστάσεις, κάνει λόγο για το ότι όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου βυθίζονται «εν βαθεία μέθη». Λέγεται μέθη γιατί πρόκειται για μεγάλη ευφροσύνη και χαρά, και χαρακτηρίζεται «νηφάλιος», γιατί τότε ο άνθρωπος δεν χάνει τις αισθήσεις του, ούτε την λογική του. Όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το Άγιον Πνεύμα παραμένει ελεύθερος, ή μάλλον για να εκφραστούμε καλύτερα, τότε αποκτά την πραγματική ελευθερία, που δεν λειτουργεί ως δυνατότητα επιλογής, όπως λέγει η φιλοσοφική ηθική, αλλά ως φυσικό θέλημα, ως υπέρβαση του θανάτου. Ο Απόστολος Παύλος θα γράψη χαρακτηριστικά: «και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται» (Α’ Κορ. ιδ’, 32). Αυτό σημαίνει ότι δεν υποτάσσεται ο άνθρωπος – προφήτης στο χάρισμα, αλλά το χάρισμα υποτάσσεται στον Προφήτη, δηλαδή δεν καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου, ούτε αναστέλλονται οι διανοητικές και ψυχικές ενέργειές του.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι υπάρχουν τρία είδη μέθης. Πρώτον, εκείνη που γίνεται από τον υλικό οίνο, η οποία είναι πρόξενος πολλών κακών. Δεύτερον, είναι η μέθη που ενεργείται από τα πάθη. Αυτήν την μέθη εννοούσε ο Προφήτης Ησαΐας όταν έλεγε: «ουαί οι μεθύοντες άνευ οίνον» (Ησ’. κη’, 1). Και αλλού ο ίδιος Προφήτης, αναφερόμενος στην Ιερουσαλήμ, έλεγε: «Άκουε, ταπεινωμένη, και μεθύουσα ουκ από οίνου» (Ησ’. να’, 21). Τρίτον, είναι η μέθη που προξενείται από το Άγιον Πνεύμα. Την συναντούμε στην Μητέρα του Προφήτου Σαμουήλ, που προσευχόταν στον Ναό με πολλή διάθεση και η προσευχή της ήταν νοερά, σε τέτοιο βαθμό που το παιδάριο του Ηλί του Ιερέως την θεωρούσε μεθυσμένη και ήθελε να την διώξη από τον Ναό. Και εκείνη απήντησε ότι δεν είναι μεθυσμένη, αλλά χύνει την καρδιά της ενώπιον του Κυρίου (Α’ Βασ’. α’, 14-15).
Αυτήν την τρίτη μέθη υπέστησαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί τότε έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, ανακάλυψαν το χώρο της καρδιάς, γνώρισαν τον Χριστό καλύτερα, έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, αναπτύχθηκε μεγάλη αγάπη και πόθος για τον Χριστό, και αυτό εκφράστηκε, όπως εξηγούν οι Πατέρες, με προσευχή.
ιγ’
Η εορτή της Πεντηκοστής είναι η τελευταία εορτή της θείας Οικονομίας, όπως έχουμε ήδη σημειώσει. Για να σωθή το ανθρώπινο γένος και να επανέλθη στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά και να ανέλθη σε υψηλότερο σημείο, εκεί όπου θα έπρεπε να φθάση ο Αδάμ, αλλά απέτυχε, ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή και αγαπητό. Ο Χριστός φανέρωσε τον Πατέρα Του, αποκάλυψε την ύπαρξή Του, και στην συνέχεια απέστειλε το Άγιον Πνεύμα, το Οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δι’ Αυτού, δηλαδή του Υιού. Και το Άγιον Πνεύμα καθιστά τους ανθρώπους μέλη του Σώματος του Χριστού και τους φωτίζει για να γνωρίζουν τον Χριστό και τον Πατέρα.
Επομένως, η τάξη της θείας οικονομίας και σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους είναι: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, αφού ο Πατήρ αποστέλλει τον Υιό και ο Υιός το Άγιον Πνεύμα. Η τάξη όμως της θεώσεως του ανθρώπου ακολουθεί ακριβώς την αντίστροφη πορεία, δηλαδή από το Πνεύμα ο άνθρωπος ανάγεται στον Υιό και δια του Υιού γνωρίζει τον Πατέρα.
Ο Μ. Βασίλειος, αναλύοντας αυτό το γεγονός και κυρίως το τελευταίο, που διαγράφει την πορεία του ανθρώπου προς την Θεολογία, λέγει ότι όταν λαμβάνουμε τα δώρα που διανέμει το Άγιον Πνεύμα κατ’ αρχάς εντυγχάνουμε στον διανέμοντα, δηλαδή στο Άγιον Πνεύμα, έπειτα εννοούμε τον αποστέλλοντα, δηλαδή τον Υιό, και στην συνέχεια ανάγουμε την ενθύμησή μας στην πηγή και την αιτία των αγαθών, που είναι ο Πατήρ.
Την ίδια διδασκαλία συναντούμε σε πολλούς αγίους της Εκκλησίας. Θα πρέπη να αναφερθή η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι αν ο Χριστός είναι η θύρα, το Άγιον Πνεύμα είναι το κλειδί δια του οποίου ανοίγουμε την θύρα και έτσι φθάνουμε στην οικία του Πατρός.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική υπάρχουν ειδικές προσευχές στο Άγιον Πνεύμα, όπως η προσευχή: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός. Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον, αγαθέ, τας ψυχάς ημών».
Φαίνεται εδώ η τάξη αυτής της Θεογνωσίας. Δια του Αγίου Πνεύματος καθαρίζεται η καρδιά του ανθρώπου, γνωρίζει τον Χριστό και ανάγεται στην συνέχεια στον Πατέρα.
Οπωσδήποτε, όπως λέγαμε και σε άλλα σημεία, κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού, αλλά όμως αυτό δεν σημαίνει ότι καταργούνται τα Πρόσωπα, αφού η θεία Χάρη ενεργεί δια των Προσώπων, επειδή στην ορθόδοξη θεολογία κάνουμε λόγο για ενυπόστατη Χάρη και Ενέργεια. Αυτό το βλέπουμε κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Όλη η ευχή της αναφοράς είναι προσευχή προς τον Πατέρα για να αποστείλη το Άγιον Πνεύμα και να μεταβάλη τον άρτο και οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Πραγματικά, το Άγιον Πνεύμα μεταβάλλει τα δώρα σε Σώμα και Αίμα Χριστού, και εμείς κοινωνούμε των τιμίων δώρων και γινόμαστε κατοικητήρια του Τριαδικού Θεού.
ιδ’
Οι Πατέρες διδάσκουν ότι, ενώ το Άγιον Πνεύμα ενεργεί σε ολόκληρη την κτίση και σε όλους τους ανθρώπους, εν τούτοις κάθε άνθρωπος μετέχει των ενεργειών Του κατ’ αναλογία και μάλιστα ανάλογα με την δεκτικότητά του. Πρέπει κανείς να έχη δεκτικό όργανο για να λάβη τα πολυποίκιλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αναφερόμενος σε αυτό το θέμα, λέγει ότι οι άγιοι αποκτούν διάφορα χαρίσματα όχι από την φυσική τους δύναμη, αλλά από την θεία δύναμη. Δηλαδή, όλα τα χαρίσματα δίνονται από το Άγιον Πνεύμα, αλλά αυτό γίνεται ανάλογα με την δεκτικότητά τους. Το Άγιον Πνεύμα δεν ενεργεί σοφία στους αγίους, χωρίς τον νου που δέχεται σοφία, ούτε γνώση, αν δεν υπάρχη η δύναμη του λογικού, ούτε πίστη, χωρίς την πληροφορία του νου και του λογικού περί των μελλόντων, ούτε χαρίσματα ιαμάτων, χωρίς την φυσική φιλανθρωπία. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι λαμβάνουν το χάρισμα της θεολογίας, το χάρισμα της γνώσεως, το χάρισμα των ιαμάτων, εάν υπάρχη δεκτικό όργανο για την λήψη αυτού του χαρίσματος.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο για τα χαρίσματα της θεολογίας, αλλά και για άλλα χαρίσματα. Λέγονται χαρίσματα γιατί χαρίζονται από τον Θεό, αλλά ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του κάθε ανθρώπου. Ο άγιος Μάξιμος και πάλι επισημαίνει ότι κάθε πιστός δέχεται την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ανάλογα με την πίστη και την κατάσταση της ψυχής του.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης μετά την ερμηνεία του κανόνος κάθε Δεσποτικής εορτής κάνει υπαρξιακές προεκτάσεις, τονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστιανός θα αξιωθή να ζήση αυτό το γεγονός στην προσωπική του ζωή. Συνήθως χρησιμοποιεί μια χαρακτηριστική φράση: «Πώς και κατά τίνα τρόπον». Θεωρώ αυτήν την φράση πολύ σημαντική, γιατί κάνει το κήρυγμα της Εκκλησίας συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο. Λέγεται αυτό γιατί είναι δυνατόν να ομιλούμε για θεολογικά ζητήματα κατά τρόπο θεωρητικό, που δεν αγγίζουν την ψυχή μας. Μια τέτοια αναφορά δεν είναι ορθόδοξη. Γιατί, όταν διαβάζουμε τις ομιλίες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας διαπιστώνουμε ότι αναλύουν τα γεγονότα μέσα από την προοπτική του «πώς και κατά τίνα τρόπον».
Έτσι και στο τέλος των ερμηνευτικών αναλύσεων των κανόνων της Πεντηκοστής, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης παρουσιάζει πως και εμείς μπορούμε να αποκτήσουμε το Άγιον Πνεύμα αισθητώς στην καρδιά μας. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των Αποστόλων, οι οποίοι υπακούοντας στην εντολή του Χριστού επέστρεψα στα Ιεροσόλυμα και παρέμειναν διαρκώς εκεί, έως ότου έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, λέγει ότι αυτός είναι ο τρόπος δια του οποίου μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Θα πρέπη να καταφρονήσουμε όλα τα του κόσμου, και αφού επιστρέψει ο νους μέσα στην καρδιά, σαν σε ιερό, να προσευχόμαστε συνεχώς κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ’. ε’, 17). Θα πρέπη, δηλαδή, να σηκωθούμε υψηλά από τα γήινα, επάνω από κάθε φιληδονία, φιλαργυρία και φιλοδοξία και κάθε άλλο πάθος, και να ευρισκόμαστε συνεχώς στο υπερώο, στον καθαρό νου. Τότε, η καρδιά θα είναι απηλλαγμένη από πάθη και η ψυχή ειρηνική από βλασφήμους, πονηρούς και αισχρούς λογισμούς. Ο Μ. Βασίλειος θα πη ότι είναι αδύνατον να γίνουμε χωρητικοί της θείας Χάριτος, εάν δεν βγάλουμε από την ψυχή μας όλα τα πάθη της κακίας. «Δει τοίνυν εκχυθήναι τα προϋπάρχοντα, ίνα δυνηθή χωρηθήναι τα επαγόμενα».
Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής διδάσκει ότι με το άγιον Βάπτισμα λάβαμε το Άγιον Πνεύμα μέσα στην καρδιά και γίναμε μέλη του Σώματος του Χριστού. Όμως, με τα πάθη καλύψαμε αυτήν την Χάρη, η οποία δεν χάνεται τελείως, αλλά καλύπτεται από αυτά. Πρέπει, όμως, αφ’ ενός μεν να βγάλουμε την στάχτη των παθών, αφ’ ετέρου δε να βάλουμε ως ξύλα την εργασία των εντολών. Αλλά, για να ανάψουν τα ξύλα από την σπίθα της θείας Χάριτος πρέπει να φυσήσουμε δυνατά με την προσευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, ελέησόν με», με την επιστροφή του νοός μας στην καρδιά. Αυτή η προσευχή ονομάζεται «νοερά και αγία προσευχή».
Αναλύοντας την σκέψη του ο άγιος Διάδοχος Φωτικής λέγει ότι όταν αυτή τη προσευχή χρονίζη στην καρδιά όχι μόνο την καθαρίζει από τα πάθη, αλλά αφού βρη τον σπινθήρα της θείας Χάριτος αναπτύσσει ένα ξένο και θαυμαστό πυρ, το οποίο κατακαίει τις προσβολές των πονηρών λογισμών, γλυκαίνει την καρδιά και όλο τον εσωτερικό κόσμο και φωτίζει τον νου. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι εκείνος που συνάγει τον νου του στην καρδιά και τον ανυψώνει στον Θεό υφίσταται την καλή αλλοίωση.
Πραγματικά, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όταν ο άνθρωπος καταστή χωρητικό δοχείο, ανάπτεται μέσα στην καρδιά το πυρ της θείας Χάριτος. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι υπάρχει πραγματική «πύρωσις του Πνεύματος η αναζωπυρούσα καρδίαν». Και μάλιστα ισχυρίζεται ότι αυτό το πυρ που φωτίζει τις ψυχές και καταστρέφει την καλάμη και τα αγκάθια, αυτό ενήργησε στους Αποστόλους που μιλούσαν με πύρινες γλώσσες, αυτό περιέλαμψε τον Απόστολο Παύλο, αυτό θέρμανε τις καρδιές του Κλεόπα και των συν αυτώ, αυτό το πυρ είναι φυγαδευτήριο των δαιμόνων, αλλά και δύναμη αναστάσεως, ενέργεια αθανασίας, φωτισμός των αγίων ψυχών, σύσταση των λογικών δυνάμεων.
Οπότε, η Πεντηκοστή έγινε μια φορά ιστορικά, αλλά επαναλαμβάνεται στην ζωή των αγίων. Όταν οι θεούμενοι φθάνουν σε μια κατάσταση πνευματικής ζωής, τότε μετέχουν της Πεντηκοστής και γίνονται απόστολοι Ιησού Χριστού. Η Πεντηκοστή είναι το κορυφαίο σημείο του δοξαστικού και της θεώσεως. Όσοι ακολουθούν την ίδια πορεία με τους Μαθητάς ανέρχονται σε αυτήν την θεωρία και μετέχουν της Χάριτος και της ενεργείας της Πεντηκοστής.
Δεν υπήρχε σκοπός να αναλυθούν όλα τα σχετικά με το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος και τις ενέργειές Του. Υπάρχουν οπωσδήποτε πολλές και ενδιαφέρουσες πλευρές, αλλά εκείνο που επιδιώχτηκε να φανή είναι ότι η χριστολογία δεν μπορεί να αποδεσμευθή από την πνευματολογία, ούτε η πνευματολογία από την χριστολογία. Υπογραμμίσαμε κυρίως τα χριστολογικά γεγονότα της εορτής της Πεντηκοστής, που συνδέονται στενά με το Άγιον Πνεύμα.
Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής όταν λέγη: «όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται ούτοι εισίν υιοί Θεού» (Ρωμ. η’, 14). Παιδιά του Θεού δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τον Θεό, αλλά όσοι οδηγούνται από το Άγιον Πνεύμα. Η υιοθεσία συνδέεται με την εσωτερική νοερά προσευχή: «εν ω κράζομεν˙ αββά ο πατήρ» (Ρωμ. η’, 15). Το πνεύμα του Θεού που θα υπάρχη στην καρδιά του ανθρώπου «συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η’, 16). Δηλαδή, είναι υιός του Θεού αυτός που έχει μέσα του το Άγιον Πνεύμα, το οποίο συμμαρτυρεί και επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος είναι τέκνο του Θεού. Η ύπαρξη, όμως, του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά επιβεβαιώνεται από την εσωτερική καρδιακή προσευχή που γίνεται με κραυγή.
Αν κάποιος άνθρωπος δεν έχη το Πνεύμα του Θεού μέσα του, δεν ανήκει στον Χριστό, που σημαίνει δεν είναι ζωντανό μέλος του Σώματος του Χριστού. Και αν ακόμη έχη κάποτε βαπτισθή, η Χάρη του βαπτίσματος παραμένει ανενεργός, και ο άνθρωπος είναι νεκρό μέλος της Εκκλησίας. Αυτό λέγεται από τον Απόστολο Παύλο σε ένα σημαντικό και αποκαλυπτικό χωρίο: «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστίν αυτού» (Ρωμ. η’, 9). Δεν ανήκει κανείς στον Χριστό, αν δεν έχη το Άγιον Πνεύμα, με τις προϋποθέσεις που είδαμε προηγουμένως. Αντίθετα, αν κανείς έχη μέσα του το Άγιον Πνεύμα, είναι πραγματικό μέλος του Σώματος του Χριστού αφού δεν ζη «εν σαρκί, αλλά εν πνεύματι» (Ρωμ. η’, 8-9). Και από το χωρίο αυτό φαίνεται πόσο στενά συνδέεται η χριστολογία με την πνευματολογία.
Σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι να λάβουν οι άνθρωποι το Άγιον Πνεύμα και να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, και έτσι να γίνουν κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό και σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος, δια του οποίου γινόμαστε ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού και έχουμε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό.
Η χριστολογία που δεν οδηγεί στην μέθεξη του Παναγίου Πνεύματος, μέσα στο πραγματικό Σώμα του Χριστού, είναι θεωρητική και δεν ωφελεί. Πρέπει να γίνεται ανάλυση των χριστολογικών όρων, ακριβώς για να διασφαλίζεται ο τρόπος της θεραπείας και να υποδεικνύεται ο δρόμος για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Όταν, όμως, δεν οδηγή στην προσωπική μέθεξη του αγιασμού, τότε είναι ανώφελη.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κινήθηκαν και οι προηγούμενες αναλύσεις. Πρέπει να αισθανόμαστε μεγάλη τιμή και ευλογία, επειδή ανήκουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και έχουμε την δυνατότητα να μεθέξουμε του Αγίου Πνεύματος και να γίνουμε επίγειοι προσκυνητές της Αγίας Τριάδος. Αρκεί, βέβαια, να ανταποκριθούμε σε αυτήν την μεγάλη ευλογία.
Οκτώβριος 1994
Από το βιβλίο: Οι Δεσποτικές εορτές. Εισοδικό στο δωδεκάορτο και την ορθόδοξη χριστολογία. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Εκδότης:Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). 2008.
Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.