Η θεωρία του θείου φωτός και του κάλλους είναι γλυκύτερη από την θεωρία των άλλων προσόντων του Θεού – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Γιατί όπως από όλα τα αισθητά και ορατά, το φως είναι το πιο γλυκό και το πιο ποθητό, γιατί όπως λέει ο Εκκλησιαστής, «Γλυκό είναι το φως και ευχάριστο στα μάτια να βλέπουν τον ήλιο» (Εκκλ. 11,7) και όπως το κάλλος των σωμάτων, εμψύχων και αψύχων έλκει περισσότερο από τα άλλα την καρδιά μας στην αγάπη του, διότι λέει ο Σειράχ: «Ο οφθαλμός επιθυμεί να βλέπη χαριτωμένες μόρφές και με σωματικό κάλλος» (Σοφ. Σειρ. 40, 22)˙ έτσι και η θεωρία, τόσο η ονομαζόμενη κατά παραδοχή, όσο και η κατ’ επιβολή1 εκείνου του θείου φωτός και του θεϊκού κάλλους είναι η γλυκύτερη και η πιο ποθητή από όλα τα άλλα προσόντα και τις τελειότητες του Θεού και πληγώνει και διαπερνά την καρδιά των εραστών με τόξα και βέλη και δριμύτατα κέντρα του πόθου προς τον Θεό και του παντοκρατορικού έρωτα και της θείας αγάπης. Και η αφορμή για αυτό είναι, ότι όπως το αισθητό φως του ηλίου παρέχοντας διαύγεια και λαμπρότητα στους σωματικούς οφθαλμούς, τους δίνει δύναμι να διακρίνουν μέσω αυτού όλα τα ορατά κτίσματα του αισθητού κόσμου˙ έτσι και
το νοητό φως του υπερουσίου ηλίου, χαρίζοντας στους ψυχικούς οφθαλμούς λάμψι και διαύγεια, τους δίνει δύναμι να διακρίνουν μέσω αυτού κα ινα θεωρούν όλες τις άλλες τελειότητες του Θεού και όλα τα μακάρια θεάματα στον νοερό κόσμο και μυστήρια του μέλλοντα αιώνα.2

Ό,τι είναι ο ήλιος για τα αισθητά, είναι ο Θεός για τα νοητά˙ μαρτυρίες για το θείο φως και κάλλος.

Γι’ αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε πολύ ωραία και μεγαλοφυώς, δανειζόμενος από τον Πλάτωνα (όπως ο ίδιος το λέει και αυτό στον β’ λόγο περί θεολογίας): «Αυτό που είναι ο ήλιος για τα αισθητά, είναι ο Θεός για τα νοητά˙ γιατί ο πρώτος φωτίζει τον ορατό κόσμο και ο δεύτερος τον αόρατο˙ και ο ένας κάνει τις σωματικές όψεις όμοιες με τον ήλιο, και ο δεύτερος τις νοερές φύσεις όμοιες με τον Θεό˙ και όπως ακριβώς αυτός χαρίζει την δύναμι της οράσεως σε αυτά που βλέπουν και σε αυτά που είναι ορατά την δύναμι του φαίνεσθαι, από όσα βλέπονται, αυτός είναι το καλλίτερο˙ έτσι και ο Θεός δημιουργώντας στους νοήμονες την ικανότητα της νοήσεως και σε αυτούς που αντιλαμβάνονται την ικανότητα της αντιλήψεως, αυτός είναι το ύψιστο καλό για τους νοήμονες και σ’ αυτό αναφέρεται κάθε επιθυμία και πάνω από αυτόν τίποτε δεν αναφέρεται» (Λόγ. εις τον μέγα Αθανάσιο).3 Και το ίδιο θέλει να φανερώση και εκείνος ο ψαλμός: «Και στον ήλιο έθεσε το σκήνωμά του» (Ψαλμ. 18, 6)˙ δηλαδή ο Θεός έθεσε στον ήλιο την εικόνα και ομοίωσι
της θεότητός του. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θείους δασκάλους ωνόμασαν εύστοχα τον ήλιο ιερογλυφικό του Θεού. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη ΄μου, η πιο πρόσφορη και αβίαστη ερμηνεία αυτού του ρητού, αν και άλλοι το ερμήνευσαν αλλιώς.

Θέλεις να βεβαιωθής ότι η θεωρία του θείου φωτός και του θεϊκού κάλλους είναι η πιο γλυκειά και η πιο επιθυμητή από όλες τις άλλες τελειότητες του Θεού; Άκουσέ το αυτό από εκείνους τους ιερούς θεολόγους που το δοκίμασαν έτσι ώστε, ακόμη και αν δεν λαβωθής από την θεία αγάπη και τον έρωτα από κάποιον άλλον, να λαβωθής τουλάχιστον από τα ερωτικά και στα αλήθεια ενθουσιαστικά λόγια αυτών. Ο μέγας Βασίλειος έτσι γράφει για το θείο φως και το κάλλος τα εξής: «Ποίον τώρα είναι θαυμαστώτερο από το θείο κάλλος; Ποία σκέψις είναι χαριέστερη από την μεγαλοπρέπεια του Θεού; Και ποιός πόθος ψυχής είναι τόσο καυστικός και αφόρητος, όσο ο πόθος που έρχεται από τον Θεό στην ψυχή εκείνη, η οποία έχει καθαρισθή από κάθε κακία και λέγει με αληθινή συγκίνησι˙ «Είμαι πληγωμένη εγώ από αγάπη»; (Άσμα 2, 5). Ανέκφραστες εντελώς και ανερμήνευτες είναι οι αστραπές του θείου κάλλους. Δεν μπορεί να τις παρουσιάση ο λόγος, δεν μπορεί να τις δεχθή η ακοή.

Κι αν αναφέρης τις ακτίνες του αυγερινού και αν αναφέρης την λαμπρότητα της σελήνης και το φως του ηλίου, όλα είναι ανάξια, για ν’ απεικονίσης τη δόξα του Θεού, υστερούν δε, συγκρινόμενα προς το αληθινό φως, περισσότερο από όσο η βαθειά και σκυθρωπή ασέληνη νύκτα υστερεί της λαμπράς μεσημβρίας.

Αυτό το κάλλος της δόξας του Θεού είναι αόρατο στους σαρκικούς οφθαλμούς, είναι όμως κατανοητό μόνο από την ψυχή και το πνεύμα. Άφησε μέσα στους αγίους, που φώτισε, το κεντρί του αφόρητου πόθου» (όροι κατά πλάτ. β’). Και πάλι ο ίδιος ερμηνεύοντας τα λόγια του κθ’ ψαλμού: «Κύριε εν τω θελήματί σου παρέσχου τω κάλλει μου δύναμιν», έτσι λέει: «Το κάλλος της θείας και μακαρίας φύσεως είναι κάλλος αληθινό και λατρευτό και θεατό μόνο στον καθαρό νου. Και όποιος ενατένισε τις λάμψεις και τις χάριτές του, μεταλαμβάνει κάτι από αυτό, όπως ακριβώς από κάποια βαφή αναχρωματίζεται στην οικεία όψι κάποια ποικιλόχρωμη λαμπρότητα. Γι’ αυτό και στον Μωυσή, που μετέλαβε εκείνο το κάλλος κατά την ομιλία του με τον Θεό, δοξάσθηκε το πρόσωπό του».

Και ο αδελφός του ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, συμφωνώντας με τον αδελφό του λέγει τα εξής: «Ποιός μπορεί να μείνη χωρίς να ερωτευθή τέτοιος κάλλος, φθάνει μονάχα να έχη μάτια που μπορούν αν ατενίσουν την ωραιότητα εκείνου που είναι πολλή βέβαια η ομορφιά που βλέπουμε και απειροπλάσια εκείνη που φανταζόμαστε;» (Ομιλ. α’ στο Άσμα τομ. Α’). Και πάλι: «Όποιο λόγο έχει η μικρή σταγόνα από τις αβύσσους και η μικρή σπίθα από τις μεγάλες ακτίνες του ήλιου, έτσι διάκεινται και όλα όσα θαυμάζονται από τους ανθρώπους ως καλά, απέναντι σε εκείνο το κάλλος, το οποίο θεωρείται ως πρώτο αγαθό και το επέκεινα κάθε αγαθού» (Κεφ. α’ περί παρθενίας).

Και ο αγιώτατος Κάλλιστος έτσι λέει: Είναι αδύνατο, όταν ο νους ανεβή στο υπέρα νουν Ένα, να μη γίνη εραστής Του. Γιατί συναντά κάλλος άρρητο και ακατανόητο που πηγάζει από Αυτό, όπως από παντοκρατορική ρίζα. Οπότε ο νους, από τις θείες ελλάμψεις, μοιάζει με δίχτυ που κινδυνεύει να σχισθή από το βάρος των πολλών ψαριών που έπιασε, και εκπλήσσεται θεωρώντας το υπέρ νουν κάλλος και μεθά σαν από κρασί και σαν τρελλός εξίσταται και κυριαραχείται από θαυμασμό που ξεπερνά κάθε σκέψι, μην μπορώντας να βλέπη κατάματα το υπέρκαλλο θέαμα του εξαίσιου κάλλους. Γι’ αυτό και δένεται με τα δεσμά της αγάπης και φλέγεται από την δίψα» (Κεφ. κδ’ σελ. 1122, Φιλοκαλία).

Αλλά και τα ερωτικά και ενθουσιαστικά λόγια του μακαρίου Αυγουστίνου σχετικά με το θείο φως και το κάλλος σε ποιά άραγε καρδιά δεν ανάβουν τον ένθεο έρωτα; Γιατί αυτός λέει τα εξής ωραία σχετικά με το θείο φως:

«Ώ φως αληθινό! Φως θαυμαστό, φως πολυύμνητο, που φωτίζεις τους οφθαλμούς των Αγγέλων! Να που βλέπω και σε ευχαριστώ. Να που βλέπω το φως του ουρανού˙ από πάνω μου φωτίζει τους οφθαλμούς της διανοίας μου˙ τί είναι αυτό που αισθάνομαι; Ακτίνα από το φως του προσώπου σου και ευφραίνει όλη μου την ύπαρξι˙ αύξησέ το αυτό, σε παρακαλώ, χορηγέ του φωτός αύξησε, σε παρακαλώ, το φως που λάμπει μέσα μου˙ πλάτυνέ το σε παρακαλώ, πλάτυνέ το˙ τί είναι αυτό το πυρ που καίει την καρδιά μου; Τί είναι αυτό που ακτινοβολεί στην καρδιά μου; Τί είναι αυτό που αισθάνομαι; Ώ, φως που καίει αιώνια και δεν σβήνει, άναψε μέσα μου! Ώ φως που πάντοτε λάμπει και δεν σβήνει, φώτισέ με!

Έπρεπε να ανάψω από σένα. Άγιο πυρ, πώς φλέγεις με γλυκύτητα! Πώς λάμπεις απόρρητα! Πώς επιθυμητά πυρπολείς! Αλλοίμονο σε εκείνους που δεν ανάβουν από σένα! Αλλοίμονο σε εκείνους που δεν φωτίζονται από σένα! Ώ, φως αληθινό που φωτίζει όλο τον κόσμο, που το φως Του τον κόσμο γεμίζει. Αλλοίμονο στους τυφλούς οφθαλμούς που δεν σε βλέπουν! Ήλιε, που τον ουρανό και την γη φωτίζεις! Αλλοίμονο στους ομιχλώδεις οφθαλμούς που δεν μπορούν να σε δουν… Γιατί οι οφθαλμοί που συνήθισαν στο σκοτάδι αδυνατούν να δουν τις ακτίνες της απόλυτης αλήθειάς σου˙ και ούτε γνωρίζουν να σκεφθούν κάτι για το φως, αυτοί που η κατοικία τους είναι στο σκοτάδι˙ σκοτάδι βλέπουν, σκοτάδι αγαπούν, με το σκοτάδι συζούν˙ από σκοτάδι σε σκοτάδι πορευόμενοι, δεν γνωρίζουν που πέφτουν. Άθλιοι αυτοί που δεν γνωρίζουν πόσο ζημιώνονται˙ ακόμη πιο άθλιοι αυτοί που αν και γνωρίζουν, πέφτουν με τους οφθαλμούς ανοικτούς» (ευχ. Ερωτ. λε’).

Και για το θείο κάλλος λέει τα εξής:

«Αυτός είναι ο Θεός μας και δεν μπορεί να συγκριθή άλλος με αυτόν˙ αυτόν ζητώ, όταν τον Θεό μου ζητώ˙ αυτό αγαπώ, όταν τον Θεό μου αγαπώ. αργά σε αγάπησα, κάλλος αρχαιότατο και νεώτερο μαζί. Αργά σε αγάπησα και ήσουν μέσα μου, ενώ εγώ ήμουν έξω και εκεί σε ζητούσα και σε αυτές τις από σένα δημιουργημένες γνώσεις ωρμούσα ο ανείδεος. Μαζί με εμένα ήσουν και δεν ήμουν μαζί σου… με φώτισες… φως, και σε είδα και σε αγάπησα˙ γιατί κανείς δεν σε αγαπά παρά μόνο αυτός που σε έχει δει˙ κανείς δεν σε βλέπει παρά μόνο όποιος σε αγαπά. Αργά σε αγάπησα, κάλλος τόσο αρχαίο˙ αργά σε αγάπησα! Αλλοίμονο σε εκείνα τα χρόνια που δεν σε αγαπούσα»4 (Ευχ. Ερωτικ. Λβ’). Αλλά η μαρτυρία αυτών των τεσσάρων σχετικά με αυτό είναι αρκετή.

Υποσημειώσεις.

1. Εάν και η κατά παραδοχή ονομαζομένη θεωρία, διαφέρει τόσο πολύ από την κατ’ επιβολή, όσο διαφέρει ο ουρανός από την γη και η ψυχή από το σώμα, κατά τον άγιο Κάλλιστο τον Ξανθόπουλο (Κεφ. ξη’). Γιατί η πρώτη γεννιέται παθητικά και ετεροκίνητα και άμεσα από τον ίδιο τον Θεό στους καθαρμένους, μέσω του καρδιακού φωτισμού και της θείας ελλάμψεως ενώ η δεύτερη γεννιέται ενεργητικά, αυτοκίνητα και μέσω της αναλογίας στην κτίσι εξωτερικά. Παρόλα αυτά και η κατ’ επιβολή θεωρία του θείου φωτός και κάλλους προξενεί μεγάλη χαρά και σε αυτούς που δεν έχουν την κατά παραδοχή θεωρία.
2. Η φυσική αιτία για την οποία και οι οφθαλμοί έλκονται από το αισθητό φως και ο νους από το νοητό, είναι η ομοιότητα και η συγγένεια την οποία έχουν και τα δύο προς τα αντικείμενά τους γιατί οι οφθαλμοί επειδή έχουν δημιουργηθή από φωτεινά μέρη και για αυτό αγαπούν το όμοιο με αυτά φως και ο νους, επειδή κτίσθηκε από τον Θεό ως νοερό φως, φυσικά αγαπά και τον νοητό φως, επειδή η ομοιότητα προκαλεί φιλότητα. Ωστόσο ο νους, επειδή υπέπεσε στο σκοτάδι και στο παρά φύσι, χρειάζεται δύναμι και χάρι για να θεωρήση το υπερφυσικό φως του Θεού˙ και είναι αξιοθαύμαστα εκείνα τα οποία λέει για την θεωρία των καθαρμένων ο μέγας Γρηγόριος της Θεσσαλονίκης: «Και το ποιο σπουδαίο είναι, πως ο σκοπός εκείνων των μακαριώτατων δεν στρέφεται προς αυτά, αλλά όπως ακριβώς, αν κάποιος κοιτάξη προς την ακτίνα του ηλίου, αισθάνεται και τα αιωρούμενα στον αέρα άτομα, έστω και αν δεν είναι αυτός ο σκοπός του˙ έτσι και εκείνοι έρχονται καθαρά σε επαφή με τις θείες ακτίνες, στις οποίες υπάρχει φύσει η αποκάλυψις των πάντων, όχι μόνο
των όντων και των γενομένων αλλά και εκείνων που πρόκειται να συμβούν, και λαμβάνουν γνώσι αυτών παρεπιμπτόντως κατά την αναλογία της καθαρότητος» (Λόγ. προς την Ξένη).
3. Γι’ αυτό και ο θεοφόρος Μάξιμος είπε: «Όπως ακριβώς δεν υπάρχει οφθαλμός που να αντιλαμβάνεται χωρίς το ηλιακό φως, έτσι και χωρίς πνευματικό φως ο ανθρώπινος νους δε θα μπορέση ποτέ να δεχθή την πνευματική θεωρία (κεφ. ιζ’ της ς’ εκατοντ. Των θεολογικ.)
4. Για χάρι αυτού και ο κορυφαίος από τους αποστόλους ο Πέτρος, όταν πάνω στο όρος Θαβώρ φωτίσθηκε στον νου και την αίσθησι από τις φαεινές ακτίνες του θειοτάτου φωτός και πληγώθηκε στην καρδιά από εκείνο το γλυκύτατο θέαμα του εξαισίου και παγκάλου κάλλους της θεότητος του μεταμορφωμένου Ιησού, δεν ήθελε πλέον να απομακρυνθή από αυτήν την τόσο ευφρόσυνο θεωρία˙ και σαν να ήταν εκτός εαυτού έλεγε ενθουσιασμένος και ξαφνιασμένος «Καλό είναι να μείνουμε εδώ. Εάν θέλης να στήσουμε εδώ τρεις σκηνές, μία για Σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία» (Ματθ. 17, 4). Το οποίο παραφράζοντας και ερμηνεύοντάς το εκείνος ο μεγάλος θεολόγος και ρήτορας μαζί Μακάριος Φιλαδελφείας, ο ονομαζόμενος φερώνυμα και Χρυσοκέφαλος, στον λόγο στην Μεταμόρφωσι λέει τα εξής: «Τί είναι ωραιότερο από την συμβίωσι με τον Χριστό; Τί είναι πιο ποθητό από την θεϊκή του δόξα; Τίποτε δεν είναι πιο γλυκό από το φως εκείνο, από το οποίο φωτίζεται όλη η ταξιαρχία των αγγέλων και των ανθρώπων˙ τίποτε δεν είναι πιο θελκτικό από εκείνη τη ζωή,
στην οποία όλοι ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε. Τίποτε δεν είναι πιο γλυκό από την αιώνια καλλονή, ούτε πιο τερπνό από την ατέλειωτη ευφροσύνη˙ τίποτε δεν είναι πιο ποθητό από την παντοτινή χαρά˙ τίποτε δεν είναι πιο ποθητό από την υπέρτατη ευπρέπεια και την απέραντη μακαριότητα, την οποία δεν υπάρχει ούτε λόγος ικανός να την ερμηνεύση, ούτε διάνοια να την ενθυμάται ή να θελήση να απεικονίση το υπέροχο της υπεροχής της. Γιατί πώς θα λεχθή το ανέκφραστο κάλλος; Και πώς θα μετρηθή το απερίγραπτο και η ακατάληπτη αγαλλίασι και σε αυτές τις διάνοιες; Αυτό είναι η κορυφή κάθε ελπίδος και το εντρύφημα κάθε επιθυμίας και το τέλος και η αρχή της ευλογίας του Θεού και όλης της επαγγελίας και των υπεράνω των αισθήσεων και της γνώσεως πεπιστευμένων αγαθών. Αυτό είναι η απόλαυσι της χριστοειδούς μακαριότητος η ολοκλήρωσις της ορατής θεοφάνειας του Δεσπότη στις πάναγνες θεωρίες. Αυτό είναι η εκπλήρωσι της νοητής του φωτοδοσίας με φωτεινές λάμψεις. Η επιβολή των υπέρλαμπρων ακτίνων˙ η μετουσία της υπέρλαμπρης
λαμπρότητος… εκείνης λοιπόν της πανένδοξης λήξης επειδή αξιώθηκε να γίνη θεωρός ο Πέτρος δεν ήθελε να την αποχωρισθή ούτε για λίγο˙ γιατί είδε την απόλαυσι του μέλλοντος αιώνος και έβγαλε τα πάντα ξαφνικά από την ψυχή του, από την ηδονή και τη χαρά που εισήλθε μέσα του από εκείνο το θέαμα».

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.