Τα Λειτουργικά αναγνώσματα της Παρασκευής της Γ. εβδομάδος των νηστειών.

Εις την Τριθέκτην

Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα
Ησαϊας ΙΓ. 2 – 13.

Τάδε λέγει Κϋριος. Επ’ όρους πεδινού άρατε σημείον, υψώσατε την φωνήν αυτοίς, μή φοβείσθε, παρακαλείτε τη χειρί, ανοίξατε οι άρχοντες. Εγώ συντάσσω και εγώ άγω αυτούς, [ηγιασμένοι εισί, και εγώ άγω αυτούς]. Γίγαντες έρχονται πληρώσαι τον θυμόν μου, χαίροντες άμα και υβρίζοντες. Φωνή εθνών πολλών επι των ορέων, ομοία εθνών πολλών, φωνή βασιλέων και εθνών συνηγμένων. Κύριος σαβαώθ εντέταλται έθνει οπλομάχω έρχεσθαι εκ γής πόρρωθεν απ’ άκρου θεμελίου του ουρανού, Κύριος και οι οπλομάχοι αυτού, του καταφθείραι πάσαν την οικουμένην. Ολολύζετε’ εγγύς γάρ ημέρα Κυρίου, και συντριβή παρά του Θεού ήξει’ δια τούτο πάσα χείρ εκλυθήσεται και πάσα ψυχή ανθρώπου δειλιάσει. Και ταραχθήσονται οι πρέσβεις, και ωδίνες αυτούς έξουσιν, ως γυναικός τικτούσης, και συμφοράσουσιν έτερος προς τον έτερον” και εκστήσονται και το πρόσωπον αυτών ως φλόξ μεταβαλούσιν. Ιδού γάρ ημέρα Κυρίου έρχεται ανίατος θυμού και οργής, θείναι την οικουμένην έρημον, και τους αμαρτωλούς απολέσαι εξ αυτής. Οι γάρ αστέρες του ουρανού και ο Ωρίων και πάς ο κόσμος του ουρανού το φώς ου δώσουσι, και σκοτισθήσεται του ηλίου ανατέλλοντος, και η σελήνη ου δώσει το φώς αυτής. Και εντελούμαι τη οικουμένη όλη κακά, και τοις ασεβέσι τας αμαρτίας αυτών, και απολώ ύβριν ανόμων, και ύβριν υπερηφάνων ταπεινώσω. Και έσονται οι καταλελειμμένοι έντιμοι μάλλον ή το χρυσίον το άπυρον, και ο άνθρωπος μάλλον έντιμος έσται, ή ο λίθος ο εκ Σουφίρ. Ο γάρ ουρανός θυμωθήσεται και η γή σεισθήσεται εκ των θεμελίων σαβαώθ εν τη ημέρα, η άν επέλθη ο θυμός αυτού.

Απόδοση.

Ο Κύριος λέει τα εξής: «Σημαία σηκώστε πάνω στο οροπέδιο, υψώστε τη φωνή σας εναντίον τους, μη φοβάστε, παροτρύνετε με νεύματα ο ένας τον άλλον. Άρχοντες, ανοίξτε! Εγώ, ο Κύριος, τους συγκεντρώνω κι εγώ τους οδηγώ• δικοί μου είναι κι εγώ τους οδηγώ• σαν γίγαντες έρχονται να πραγματώσουν την οργή μου με αλαλαγμούς χαράς μα και με προσβολές».
Αχολογή ακούγεται πάνω στα βουνά, σαν να ’χουν μαζευτεί λαοί πολλοί. Φωνές βασιλιάδων και συναγμένων λαών. Ο Κύριος Σαβαώθ πρόσταξε ένα έθνος πολεμόχαρο να έρθει από χώρα μακρινή, από τα πέρατα του ορίζοντα• έρχεται ο Κύριος και οι πολέμαρχοί του να ερημώσουν την οικουμένη ολόκληρη.
Θρηνήστε γοερά! Πλησιάζει η ημέρα της κρίσεως του Κυρίου, και συμφορά θα έρθει από τον Θεό• γι’ αυτό θα παραλύσουνε όλα τα χέρια και θα λιγοψυχήσει του κάθε ανθρώπου η καρδιά. Κι οι γέροντες ακόμα θα ταραχθούν, και θα τους πιάσουν πόνοι δυνατοί σαν της γυναίκας που γεννάει• θα κλαίνε για τη συμφορά τους ο ένας με τον άλλον, εκστατικοί θα στέκουν και τα πρόσωπά τους θα φλογίζονται.
Δείτε, λοιπόν• η ημέρα της κρίσεως του Κυρίου έρχεται αναπόφευκτη, γεμάτη θυμό και οργή, για να ερημώσει την οικουμένη, και τους αμαρτωλούς να εξαφανίσει απ’ αυτήν. Γιατί τ’ αστέρια τ’ ουρανού και ο Ωρίωνας και όλα όσα τον ουρανό κοσμούνε, το φως τους δεν θα το δώσουνε• θα σκοτεινιάσει ενώ ο ήλιος θ’ ανατέλλει, και η σελήνη το φως της δεν θα το δώσει πια.
«Θα δώσω εντολή», λέει ο Κύριος, «να πέσουν συμφορές πάνω σ’ ολόκληρη την οικουμένη, και πάνω στους ασεβείς να πέσουν οι αμαρτίες τους• και θα εξαφανίσω την αλαζονεία των ανόμων, και την αλαζονεία των υπερήφανων θα ταπεινώσω. Κι αυτοί που θα ’χουν απομείνει θα είναι πιο πολύτιμοι κι από το ακατέργαστο χρυσάφι• οι άνθρωποι θα είναι πιο σπάνιοι κι απ’ τα πετράδια της Σουφίρ».
Ο ουρανός, λοιπόν, θα αναστατωθεί, και θα σειστεί συθέμελα η γη εξαιτίας της μεγάλης οργής του Κυρίου Σαβαώθ την ημέρα που θα ξεσπάσει ο θυμός του.

Εν τω Εσπερινώ

Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις Η. 4 – 21.

Και εκάθισεν η κιβωτός εν μηνί τω εβδόμω, εβδόμη και εικάδι του μηνός, επι τα όρη τα Αραράτ. Το δέ ύδωρ ηλαττονούτο έως του δεκάτου μηνός” και εν τω δεκάτω μηνί, τη πρώτη του μηνός, ώφθησαν αι κεφαλαί των ορέων. Και εγένετο μετά τεσσαράκοντα ημέρας ηνέωξε Νώε την θυρίδα της κιβωτού, ήν εποίησε, και απέστειλε τον κόρακα του ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ. Και εξελθών, ουκ ανέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ απο της γής. Και απέστειλε την περιστεράν οπίσω αυτού ιδείν, ει κεκόπακε το ύδωρ απο της γής. Και ουχ ευρούσα η περιστερά ανάπαυσιν τοις ποσίν αυτής, ανέστρεψε προς αυτόν εις την κιβωτόν, ότι ύδωρ ήν επι πάν το πρόσωπον της γής, και εκτείνας την χείρα έλαβεν αυτήν, και εισήγαγεν αυτήν προς εαυτόν εις την κιβωτόν. Και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν εκ της κιβωτού, και ανέστρεψε προς αυτόν η περιστερά το προς εσπέραν, και είχε φύλλον ελαίας κάρφος εν τω στόματι αυτής, και έγνω Νώε ότι κεκόπακε το ύδωρ απο της γής. Και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας, πάλιν εξαπέστειλε την περιστεράν, και ου προσέθετο του επιστρέψαι προς αυτόν έτι. Και εγένετο εν τω ενί και εξακοσιοστώ έτει εν τη ζωή του Νώε, του πρώτου μηνός, μιά του μηνός, εξέλιπε το ύδωρ απο της γής, και απεκάλυψε Νώε την στέγην της κιβωτού, ήν εποίησε, και είδεν ότι εξέλιπε το ύδωρ από προσώπου της γής. Εν δέ τω δευτέρω μηνί εξηράνθη η γή, εβδόμη και εικάδι του μηνός.
Και είπε Κύριος ο Θεός προς Νώε λέγων” έξελθε εκ της κιβωτού, σύ και η γυνή σου και οι υιοί σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σού, Και πάντα τα θηρία, όσα εστί μετά σού, και πάσα σάρξ απο πετεινών έως κτηνών, και πάν ερπετόν κινούμενον επι της γής εξάγαγε μετά σεαυτού, και αυξάνεσθε και πληθύνεσθε επι της γής. Και εξήλθε Νώε και η γυνή αυτού και οι υιοί αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού. Και πάντα τα θηρία, και πάντα τα κτήνη, και πάν πετεινόν, και πάν ερπετόν κινούμενον επι της γής κατά γένος αυτών, εξήλθοσαν εκ της κιβωτού. Και ωκοδόμησε Νώε θυσιαστήριον τω Κυρίω, και έλαβεν απο πάντων των κτηνών των καθαρών και απο πάντων των πετεινών των καθαρών και ανήνεγκεν εις ολοκάρπωσιν επι το θυσιαστήριον. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας, και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς” ου προσθήτω έτι καταράσασθαι την γήν δια τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επι τα πονηρά εκ νεότητος αυτού, ου προσθήσω ούν έτι πατάξαι πάσαν σάρκα ζώσαν, καθώς εποίησα.

Απόδοση.

Την εικοστή έβδομη μέρα του έβδομου μήνα, η κιβωτός κάθισε πάνω στα όρη Αραράτ. Το νερό εξακολούθησε να ελαττώνεται ως τον δέκατο μήνα, και την πρώτη μέρα του δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.
Ύστερα από σαράντα μέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο της κιβωτού που είχε φτιάξει, και έστειλε τον κόρακα, για να δει αν το νερό είχε υποχωρήσει. Ο κόρακας βγήκε και δεν ξαναγύρισε πίσω• περιπλανιόταν ώσπου να στεγνώσει το νερό στη γη. Έπειτα απ’ αυτόν έστειλε το περιστέρι, για να δει αν είχε υποχωρήσει το νερό στη γη. Το περιστέρι όμως, επειδή το νερό σκέπαζε όλη την επιφάνεια της γης, δεν βρήκε μέρος ν’ ακουμπήσει τα πόδια του και γύρισε πίσω στον Νώε στην κιβωτό. Αυτός άπλωσε το χέρι του, το πήρε και το έφερε κοντά του μέσα στην κιβωτό. Αφού περίμενε άλλες εφτά μέρες, ξανάστειλε το περιστέρι έξω από την κιβωτό• και προς το βράδυ το περιστέρι γύρισε πίσω στον Νώε, έχοντας στο ράμφος ένα κλωναράκι ελιάς. Έτσι, κατάλαβε ο Νώε ότι το νερό στη γη είχε υποχωρήσει. Αφού, λοιπόν, περίμενε άλλες εφτά μέρες, ξανάστειλε το περιστέρι, αλλά αυτό δεν ξαναγύρισε πια σ’ αυτόν.
Όταν ο Νώε ήταν εξακοσίων ενός ετών, την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα το νερό χάθηκε από τη γη. Ο Νώε έβγαλε της στέγη της κιβωτού που είχε φτιάξει, και είδε ότι δεν υπήρχε πια νερό στην επιφάνεια της γης. Την εικοστή έβδομη μέρα του δεύτερου μήνα η γη είχε πια στεγνώσει εντελώς.
Τότε ο Κύριος ο Θεός είπε στον Νώε: «Βγες έξω από την κιβωτό, εσύ και μαζί σου η γυναίκα σου, οι γιοι σου και οι γυναίκες τους. Βγάλε έξω και όλα τα θηρία που είναι μαζί σου και κάθε πλάσμα, από τα πουλιά ως τα ζώα και όλα τα ερπετά που κινούνται πάνω στη γη. Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε πάνω στη γη». Βγήκε, λοιπόν, ο Νώε και μαζί του η γυναίκα του, οι γιοι του και οι γυναίκες τους. Βγήκαν ακόμα από την κιβωτό όλα τα είδη των θηρίων, των ζώων, των πουλιών και των ερπετών της γης. Έπειτα, ο Νώε έφτιαξε το θυσιαστήριο για τον Κύριο• πήρε από όλα τα καθαρά ζώα και από όλα τα καθαρά πουλιά και τα πρόσφερε ως ολοκαύτωμα πάνω στο θυσιαστήριο• ο Κύριος ο Θεός αποδέχτηκε τη θυσία.

Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι Ι. 31 – ΙΑ. 12

Στόμα δικαίου αποστάζει σοφίαν, γλώσσα δέ αδίκου εξολείται. Χείλη ανδρών δικαίων αποστάζει χάριτας, στόμα δέ ασεβών αποστρέφεται.
ΖΥΓΟΙ δόλιοι βδέλυγμα ενώπιον Κυρίου, στάθμιον δέ δίκαιον δεκτόν Αυτώ. Ού εάν εισέλθη ύβρις, εκεί και ατιμία, στόμα δέ ταπεινών μελετά σοφίαν. Αποθανών δίκαιος έλιπε μετάμελον, πρόχειρος δέ γίνεται και επίχαρτος ασεβών απώλεια. Δικαιοσύνη αμώμους ορθοτομεί οδούς, ασέβεια δέ περιπίπτει αδικία. Δικαιοσύνη ανδρών ορθών ρύεται αυτούς, τη δέ απωλεία αυτών αλίσκονται παράνομοι. Τελευτήσαντος ανδρός δικαίου ουκ όλλυται ελπίς, το δέ καύχημα των ασεβών όλλυται. Δίκαιος εκ θήρας εκδύνει, αντ’ αυτού δέ παραδίδοται ο ασεβής. Εν στόματι ασεβών παγίς πολίταις, αίσθησις δέ δικαίων εύοδος. Εν αγαθοίς δικαίων κατώρθωσε πόλις, στόμασι δέ ασεβών κατεσκάφη. Μυκτηρίζει πολίτας ενδεής φρενών, ανήρ δέ φρόνιμος ησυχίαν άγει.

Απόδοση.

Από το στόμα του δικαίου βγαίνουν πάντα λόγια σοφά, η γλώσσα όμως του αδίκου θα καταστραφεί. ΄
Από τα χείλη των δικαίων σταλάζουν χάρες, το στόμα όμως των ασεβών είναι αποκρουστικό.
Τις ζυγαριές που κλέβουν, ο Κύριος τις μισεί, ενώ αποδέχεται το ζύγι το σωστό.
Όπου εισχωρεί η υπερηφάνεια, εκεί κι ο εξευτελισμός, ενώ οι ταπεινόφρονες σκέφτονται συνετά προτού μιλήσουν.
Η ακεραιότητα τους τίμιους οδηγεί, μα όσοι τον νόμο αθετούν, λάφυρο θα ’χουν την αποτυχία.
Τα πλούτη ειν’ ανώφελα τη μέρα της θείας οργής, ενώ η δικαιοσύνη λυτρώνει από τον θάνατο.
Ο δίκαιος όταν πεθαίνει, λύπη αφήνει πίσω του, ενώ ο χαμός των ασεβών αμέσως γίνεται δεκτός και με χαρά.
Η δικαιοσύνη στο σωστό οδηγεί τις πράξεις των ανθρώπων, ενώ η ασέβεια στην αδικία καταλήγει.
Λυτρώνει η δικαιοσύνη τους ανθρώπους που είν’ ευθείς, ενώ οι παράνομοι μες της καταστροφής τους πέφτουν την παγίδα.
Όταν ο δίκαιος πεθάνει, η ελπίδα δεν χάνεται, χάνεται όμως η έπαρση των ασεβών.
Ο δίκαιος ξεφεύγει απ’ τις παγίδες, κι αντί γι’ αυτόν, ο ασεβής τους παραδίνεται.
Παγίδα μες των ασεβών το στόμα για τους συμπολίτες τους, η νόηση όμως των δικαίων ανοίγει δρόμους.
Με των δικαίων την ευημερία προκόβει μια πόλη και στου ασεβή τον όλεθρο ακούγονται κραυγές χαράς.
Με των ειλικρινών τα καλά λόγια δοξάζεται μια πόλη, ενώ με όσα λένε οι ασεβείς απ’ τα θεμέλια θα σκαφτεί.
Όποιος μυαλό δεν έχει, περιγελάει τους συμπολίτες του, ενώ ο φρόνιμος άνθρωπος σωπαίνει.

Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη” σελ.130-137. ΕΚΔΟΣΕΙς” ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Επιμέλεια κειμένων, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *