Το 1912 αποτελεί έτος σταθμό στη νεότερη πολιτική και στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας, καθώς έμελλε να μείνει στη συλλογική μνήμη ως η χρόνια εκπλήρωσης των μεγαλύτερων πόθων και διεκδικήσεων του Έθνους μετά την επανάσταση του 1821. Η Μεγάλη Ιδέα, ο κύριος μοχλός χάραξης της πολιτικής και ιδεολογικής πορείας του ελληνικού κράτους από τη δεκαετία του 1840 και μετά, επρόκειτο στα τέλη του 1912 να γνωρίσει τη μεγαλύτερη έκφραση και δυναμική της.
Τον Οκτώβριο του 1912 η Ελλάδα εισέρχεται στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Επρόκειτο για μια σύρραξη ανάμεσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και τα συνασπισμένα κυρίαρχα τότε βαλκανικά κράτη της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Σε διάστημα λίγων μηνών ο ελληνικός στρατός, υπό την ηγεσία του Αρχιστράτηγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τις οδηγίες του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, κατήγαγε σπουδαίες νίκες στις μάχες του Σαρανταπόρου, των Γιαννιτσών και του Μπιζανίου, απελευθερώνοντας διαδοχικά την Κοζάνη, τα Γιαννιτσά, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο και τους αγίους Σαράντα. Ταυτόχρονα, ο ελληνικός στόλος, υπό τις διαταγές του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, κυβερνήτη του θωρηκτού «Αβέρωφ», απελευθέρωσε τα περισσότερα από τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία, Λήμνος, Άγιος Ευστράτιος, Θάσος, Σαμοθράκη, Ψαρά, Οινούσες και η χερσόνησος το αγίου Όρους απελευθερώθηκαν ύστερα από αιώνες τουρκικής κυριαρχίας και ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος.1
Ουδέποτε στη νεότερη ιστορία ο Ελληνισμός γνώρισε τέτοια αρραγή ενότητα και επιτυχία, όπως συνέβη στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη, αξίζει η αναφορά στις στρατιωτικές επιτυχίες της Βουλγαρίας, η οποία, αφού κατέλαβε τις Σαράντα εκκλησίες, πολιόρκησε την Αδριανούπολη και κατευθύνθηκε προς τα νοτιοανατολικά, όπου ανακόπηκε από τον τουρκικό στρατό στη γραμμή της Τσατάλτζας, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η Σερβία κατέλαβε τα Σκόπια και το Μοναστήρι και ύστερα, βοηθούμενη από το Μαυροβούνιο, κινήθηκε δυτικά και κατέλαβε το Δυρράχιο.2
Τα κατακλυσμιαία αυτά γεγονότα στη Βαλκανική χερσόνησο χαροποιούν τους απανταχού Έλληνες και δημιουργούν νέα δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή. Το ελληνικό κράτος επεκτείνει τα σύνορά του και ενσωματώνει στον εθνικό κορμό πολλές περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού, δημιουργώντας αισθήματα απερίγραπτης εθνικής υπερηφάνειας και μεγαλείου.
Ταυτόχρονα, η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση, με την απελευθέρωση μεγάλων τμημάτων της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, δημιουργεί υψηλές προσδοκίες στους ομογενείς που ζούσαν στη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Κρήτη και την Κύπρο. Οι πληθυσμοί που δεν είχαν ενσωματωθεί στο νεοσύστατο κράτος μετά την Ελληνική επανάσταση, προσδοκούσαν διακαώς την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό και την ένωσή τους με την Μητέρα Ελλάδα. Η προσάρτηση όλων των αλύτρωτων επαρχιών στο ελληνικό κράτος θα αποτελέσει έκτοτε τον στόχο για την υλοποίηση και ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας.
Ειδικότερα όμως η Σμύρνη, πρωτεύουσα το Μικρασιατικού Ελληνισμού, δεν θα μπορούσε να μην εργάζεται για την εθνική αποκατάσταση των απανταχού Ελλήνων ομογενών και ιδιαίτερα εκείνων που τελούσαν υπό τον τουρκικό ζυγό.
Στην ιστορική αυτή συγκυρία ο μητροπολίτης Σμύρνης είναι παρών. Στις 11 Οκτωβρίου 1912, λίγες μέρες μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, αποστέλλει γράμμα στον προσωπικό του φίλο Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος βρίσκεται με τον ελληνικό στρατό στη Μακεδονία.3 Το κείμενο της επιστολής ξεκινά με τα δύο «βασιλικά» τροπάρια, τα οποία ψάλλονται την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, το Απολυτίκιον «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» και το Κοντάκιον της εορτής «Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ εκουσίως…»
Ο Χρυσόστομος εκφράζει τη χαρά του για το κατόρθωμα «της χριστιανικής βαλκανικής ομοσπονδίας» και προβλέπει πως οι καρποί του αγώνα αυτού «θα είνε ζωηφόροι και αγλαώτατοι». Επιπλέον, θέλοντας να συμβάλει στην πανεθνική προσπάθεια για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, αποστέλλει διακόσια χρυσά φράγκα για την άμυνα και τετρακόσια χρυσά φράγκα για την πριγκίπισσα Αλίκη, σύζυγο του Πρίγκιπα της Ελλάδας Ανδρέα, και την πριγκίπισσα Σοφία, σύζυγο του Πρίγκιπα διαδόχου Κωνσταντίνου, «δια τα υπέρ των τραυματιών φιλάνθρωπα έργα των».
Το γράμμα του Χρυσοστόμου στον Ίωνα Δραγούμη έκλεινε με τα εξής λόγια: «Σας γλυκοφιλώ δε και τας πληγάς όσας επί του πεδίου των μαχών οι αδελφοί μας δέχονται δια να κλείσωσι τας πληγάς των δούλων αδελφών των. Ευλογώ όλους. Έρρωσθε».
Την ίδια περίοδο ο μητροπολίτης Σμύρνης ενθάρρυνε τη συγκρότηση και αποστολή μυστικών στρατιωτικών ταγμάτων από την πόλη και την επαρχία Σμύρνης, στα οποία οι Έλληνες ομογενείς έσπευδαν με προθυμία να καταταγούν για να λάβουν μέρος στον απελευθερωτικό πόλεμο των βαλκανικών κρατών κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.4
Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος έληξε στις 17 Μαΐου 1913 με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου. Η Ελλάδα έβγαινε πολλαπλά κερδισμένη, καθώς μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχε πετύχει να διπλασιάσει την επικράτεια και τον πληθυσμό της. Από την άλλη πλευρά, η ηττημένη Τουρκία, έχοντας χάσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά εδάφη στα Βαλκάνια, επρόκειτο να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στους γηγενείς μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της, και δη τους Ελληνορθοδόξους, οι οποίοι έκτοτε υποχρεώθηκαν να ζουν σε ένα δυσμενές και αφιλόξενο περιβάλλον.
Έτσι, το 1912, ενώ αποτελεί την απαρχή για την εθνική ολοκλήρωση του νεοελληνικού κράτους, ταυτόχρονα προκαλεί μείζονα προβλήματα στους Έλληνες ομογενείς της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι οποίοι πολύ σύντομα θα βιώσουν τις συνέπειες συρρίκνωσης του οθωμανικού κράτους, δεχόμενοι ανελέητες σφαγές, διώξεις και εκτοπίσεις.
Η ζωή και το έργο του Χρυσοστόμου συνδιαμορφώνονται από τα γεγονότα της εποχής σε πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο στην Ελλάδα και την Τουρκία. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά, η τύχη του Μικρασιατικού Ελληνισμού είναι αρνητικά προδιαγεγραμμένη, γεγονός που οδηγεί τον κύριο εκπρόσωπο και υπερασπιστή του Μητροπολίτη Σμύρνης στο να αναπροσαρμόσει την πολιτεία του, με στόχο τη διάσωση του ελληνορθόδοξου στοιχείου στις πατρογονικές του εστίες.
Υποσημειώσεις.
1. Νικόλαος Οικονόμου, «Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος», ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΔ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1977, σσ’. 289-326.
2. Ό. π., σσ’. 327-330
3. Κιτρομηλίδης, ό. π., σσ’. 495-498
4. Πολίτη, ό. π., σ. 116
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.