Και ενώ ο ελληνικός κόσμος βρισκόταν στο απόγειο της εθνικής υπερηφάνειας και χαράς, ένα γεγονός έμελλε να βυθίσει σε θλίψη την εκκλησία και το γένος. Το δυσάρεστο αυτό γεγονός ήταν η εκδημία του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, ο γεραρός πρωθιεράρχης απεβίωσε στις 13 Νοεμβρίου 1912 στην Κωνσταντινούπολη,1 ανήμερα της εορτής του προκατόχου του και μεγάλου πατέρα της εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο μεγαλόφρονας πρωθιεράρχης της ορθοδοξίας έχει συγκαταριθμηθεί στις κορυφαίες εκείνες μορφές που ελάμπρυναν τον πατριαρχικό θρόνο στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία. Χαρισματική και εκρηκτική προσωπικότητα, ο Ιωακείμ Γ’ (κατά κόσμον Χρήστος Δεβετζής) γεννήθηκε το 1834 στο Βαφεοχώρι της Κωνσταντινούπολης. Αφού έλαβε την εγκύκλια μόρφωση στη γενέτειρά του, συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη. Μετά από σύντομη θητεία στο αξίωμα του μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου διετέλεσε μητροπολίτης Βάρνης (1864 – 1874), μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1878 – 1884) και 1901 – 1912), αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη από την πλούσια δράση και προσφορά του.2
Λέγεται πως ο Ιωακείμ Γ’ προσβλήθηκε από πνευμονία, όταν μετά τις πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία έβγαινε στο παράθυρο του πατριαρχείου και οραματιζόταν την απελευθέρωση της Πόλης από τον οθωμανικό ζυγό. Ταυτόχρονα, αγωνιούσε για την έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων των άλλων συμμαχικών κρατών, καθώς οι Βούλγαροι, κινούμενοι προς τα νοτιοανατολικά, είχαν προσεγγίσει σε απόσταση αναπνοής την Κωνσταντινούπολη. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, είπε σε αυτούς που βρίσκονταν κοντά του:
-«Σεις θα είσθε οι διάδοχοί μου. ακολουθήσατε την πολιτικήν οδόν την οποίαν διεχάραξα. Κρατήσατε υψηλά την σημαίαν της εκκλησίας και του έθνους μας και υπερασπισθήτε τα δίκαια ημών, τα οποία είνε σεβαστά και παρ’ αυτοίς τοις ξένοις και μη φοβείσθε!»3
Σε μια εποχή ραγδαίων και ιστορικών αλλαγών, ο αοίδιμος πατριάρχης επέδειξε σύνεση και νηφαλιότητα. Προσηλωμένος εκ πεποιθήσεως στον οικουμενικό ρόλο του πατριαρχείου ως εθναρχικού κέντρου του εξωελλαδικού Ελληνισμού, χάριν του οποίου στερήθηκε τον θρόνο το 1884, αντιλαμβανόμενος στη δεύτερη πατριαρχεί του ότι ο ακραίος εθνικισμός έθετε σε κίνδυνο την άσκηση της πανορθόδοξης πολιτικής του Φαναρίου στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στράφηκε με διπλωματική ικανότητα στο εθνικό κέντρο, την Αθήνα, υποστηρίζοντας τους αγώνες του Ελληνισμού στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία ενάντια στον βουλγαρικό και τον τουρκικό εθνικισμό αντίστοιχα.
Απόδειξη για τη στροφή του Ιωακείμ Γ’ προς την Αθήνα υπήρξε η απόφασή του να ακολουθήσει την πολιτική που είχε εγκαινιάσει ο προκάτοχός του Κωνσταντίνος Ε’, αποστέλλοντας στη Μακεδονία νέους, δυναμικούς και φωτισμένους ιεράρχες, οι οποίοι διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής και εθνικής πολιτικής του πατριαρχείου τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Παράλληλα, διατήρησε την τακτική των ήπιων τόνων και της αποφυγής των συγκρούσεων με τις τουρκικές αρχές, γεγονός που τον έφερε σε αντιπαράθεση με τη νέα γενιά ιεραρχών που ο ίδιος είχε αναδείξει και οι οποίοι τον πίεζαν για μια πιο δυναμική στάση απέναντι στην Υψηλή Πύλη, όταν αυτή στρεφόταν κατά του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Εκπρόσωπος της νέας γενιάς ιεραρχών και μαχητικός υπερασπιστής των δικαίων του υπόδουλο Ελληνισμού στάθηκε ο από Δράμας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
Ο Ιωακείμ Γ’, αν και γνώριζε ότι ο Χρυσόστομος είχε εργασθεί το 1901 για τη μη επανεκλογή του, εκτιμώντας τις γνώσεις, την ευρύτητα του πνεύματος και τα χαρίσματά του, δέχτηκε να συνεργαστεί μαζί του από τη θέση του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, την οποία κατείχε μέχρι τότε ο άγιος.
Το 1902, όταν ο κίνδυνος του πανσλαβισμού με όχημα τη Βουλγαρική Εξαρχία ήταν ορατός στη Μακεδονία, ο αείμνηστος Πατριάρχης γνωρίζοντας τον ορμητικό χαρακτήρα και τη δυναμική προσωπικότητα του Χρυσοστόμου, εισηγήθηκε την εκλογή του στη Μητρόπολη Δράμας και κατόπιν τέλεσε ο ίδιος, συμπαραστατούμενος από τα μέλη της ιεράς Συνόδου, την εις επίσκοπον χειροτονία του στο Φανάρι.
Από την πλευρά του ο Χρυσόστομος ουδέποτε λησμόνησε ότι όφειλε την αρχιερωσύνη κατ’ άνθρωπον στον αοίδιμο Ιωακείμ Γ’. Στην πορεία, ωστόσο, οι σχέσεις των δύο ανδρών δοκιμάστηκαν. Ο μητροπολίτης αρνείτο να συμμορφωθεί με τις συστάσεις του πατριαρχείου και να ακολουθήσει τη διπλωματική οδό των χαμηλών τόνων στη διεκδίκηση των δικαίων του χειμαζόμενου Ελληνισμού στη Μακεδονία. Παρ’ όλα αυτά, το 1910 οι σχέσεις των δύο κορυφαίων ιεραρχών γνώρισαν κάποια ύφεση με αφορμή την πλήρωση του μητροπολιτικού θρόνου της Σμύρνης. Όταν η ελληνική κοινότητα της πόλης τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της υποψηφιότητας του μητροπολίτη Δράμας, ο Ιωακείμ Γ’, αναγνωρίζοντας και πάλι τις ικανότητες του Χρυσοστόμου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συστάσεις της Αθήνας, υποστήριξε ολόθυμα την εκλογή του στη μητρόπολη της ιωνικής πρωτεύουσας.
Αναμφίβολα, ο θάνατος του Ιωακείμ Γ’ σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής τόσο στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή της μεγάλης εκκλησίας όσο και στα εσωτερικά ζητήματα του οικουμενικού πατριαρχείου. Ως προς το δεύτερο, είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο αείμνηστος πρωθιεράρχης συνέβαλε αποφασιστικά στην προσέγγιση των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στους κόλπους της φαναριώτικης ιεραρχίας, ιωακειμικών – αντιιωκειμικών, πρώτος καρπός της οποίας υπήρξε η πανηγυρική εκλογή του Χρυσοστόμου στην ιερά Μητρόπολη Σμύρνης.
Στις 18 Νοεμβρίου 1912 στον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι τελέστηκε η κηδεία του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Σε αυτήν προεξήρχε ο πρώτος τη τάξει των Συνοδικών αρχιερέων, μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, πλαισιούμενος από δεκάδες ιεράρχες του πατριαρχείου και εκπροσώπους των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων ομολογιών.4
Την ίδια μέρα ο Χρυσόστομος τέλεσε στη Σμύρνη αρχιερατικό μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αοίδιμου πατριάρχη, στο οποίο συμμετείχαν οι επίσκοποι Καμπανίας Φώτιος Μαρινάκης και Τράλλεων Χρυσόστομος Χατζησταύρου, ιερείς, διάκονοι και πλήθος λαού. Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας και του μνημοσύνου, ο μητροπολίτης Σμύρνης μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για τον κοιμηθέντα οικουμενικό πατριάρχη.5
Στον εμπνευσμένο του λόγο ο άγιος, αφήνοντας κατά μέρος τις διαφωνίες που είχαν σε προσωπικό και εκκλησιαστικό επίπεδο, εξήρε τα χαρίσματα και την πολυετή προσφορά του Ιωακείμ Γ’, ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στο μεγάλο κενό που δημιουργούσε η εκδημία του σε μια τόσο κρίσιμη εποχή για την εκκλησία και το γένος.
Ο Χρυσόστομος ευχήθηκε να αναδείξει ο Κύριος έναν άξιο διάδοχο πατριάρχη ο οποίος θα οδηγούσε τον λαό του Θεού «εις την νέαν Ιερουσαλήμ». Ο άγιος παρομοίασε τον κοιμηθέντα πρωθιεράρχη με τον προφήτη Μωυσή και τον διάδοχό του με τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος θα επωμίζετο την ευθύνη να οδηγήσει το γένος «εις την επηγγελμένην τοις πατράσιν ημών γην», εννοώντας την Κωνσταντινούπολη. Ο ιεράρχης, χωρίς να την κατονομάζει, σκιαγράφησε με μεγάλη επιδεξιότητα την Πόλη των αναμνήσεων και των θρύλων, την Πόλη των πόθων και των προσδοκιών κάθε ρωμαίικης ψυχής στον ελεύθερο και υπόδουλο τότε Ελληνισμό.
Αναμφίβολα, οι νίκες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία είχαν προκαλέσει ένα παραλήρημα ενθουσιασμού σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Διερμηνεύοντας τα συναισθήματα αυτά, ο μητροπολίτης Σμύρνης οραματίζεται «να ανοικοδομήσωμεν και να εγκαινίσωμεν το ιερώτατον θυσιαστήριον του Ναού του Σολομώντος», κάνοντας ευθεία αναφορά στον περίλαμπρο και μεγαλειώδη Ναό της Αγίας Σοφίας, την εκκλησία σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με σκοπό να ακούγονταν και πάλι σε αυτήν τα λόγια του ιδρυτή της αυτοκράτορα Ιουστινιανού «Νενίκηκά σε, Σολομών».
Υποσημειώσεις.
1. ΕΑ ΛΒ (1912) 433-438
2. ΕΑ ΛΒ (1912) 450
3. Αμάλθεια, αριθμ. 15037(10357)/18(1). 11. 1912
4. ΕΑ ΛΒ (1912) 438 – 444
5. «Λόγος επιμνημόσυνος, εκφωνηθείς εν τω Μητροπολιτικώ ναώ της Σμύρνης τη 18η Νοεμβρίου 1912 Κυριακή, τελουμένου μνημοσύνου δια τον κατά την 13ην Νοεμβρίου κοιμηθέντα εν Κυρίω και κηδευθέντα κατά την 18ην Νοεμβρίου εν τοις Πατριαρχείοις οικουμενικόν πατριάρχην Ιωακείμ Γ’», βλ. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 319-321. – Πρβλ. ιερός Πολύκαρπος, έτος Β’, Εν Σμύρνη τη 24 Νοεμβρίου 1912, αριθμ. 86, σσ’. 1378-1382.
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
