161. Εκείνος που αγωνίζεται κατά του θελήματός του δια προσευχής και υποταγής, είναι αθλητής ευμέθοδος. Διότι δια της εξωτερικής αποχής του θελήματός του, αποδεικνύει φανερά την νοητήν πάλην που διεξάγει κατ’ αυτού.
162. Όστις δεν εναρμονίζει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, υποσκελίζεται εις τας προσπαθείας του υπό των δαιμόνων και καθίσταται δούλος των.
163. Όταν ίδης δύο κακούς ανθρώπους, έχοντας μεταξύ των αγάπην, γνώριζε, ότι ο ένας συνεργεί εις το κακόν θέλημα του άλλου.
164. Ο υψηλόφρων και ο κενόδοξος μεταξύ των συμφωνούν ευχαρίστως. Ο μεν υψηλόφρων επαινεί τον κενόδοξον, επειδή ταπεινούνται ενώπιόν του δουλικώς. Ο δε κενόδοξος μεγαλύνει τον υψηλόφρονα, επειδή συνεχώς τον επαινεί.
165. Ο αγαπών τον Θεόν ακροατής των ανωτέρω ατόπων, αντλεί ωφέλειαν και εκ των δύο τύπων. Όταν επαινήται δια τας αρετάς του, γίνεται προθυμότερος. Όταν πάλιν ελέγχεται δια τας κακίας του, οδηγείται εις μετάνοιαν. Οφείλομεν, κατά την αναλογίαν της πνευματικής προόδου, να παρουσιάζωμεν και τας πράξεις και τον ανάλογον βίον. Και κατά την πνευματικότητά μας, πρέπει να είναι και η ποιότης των προς Κύριον προσευχών μας.
166. Είναι ορθότατον και λίαν ωφέλιμον να μη περισπάται κανείς εις βιωτικάς μερίμνας και να μη προσεύχεται δι’ εκάστην ανάγκην, αλλά να θεμελιώνεται εν πίστει εις τον λόγον του Κυρίου? «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». (Ματθ. ς’, 33). Εάν δε έχωμεν υπερβολικήν φροντίδα δι’ εκάστην ανάγκην μας, τότε οφείλομεν να προσευχώμεθα υπέρ εκάστης ανάγκης. Διότι εκείνος που φροντίζει δια κάτι ή πράττει χωρίς προσευχήν, δεν επιτυγχάνει εις τας προσπαθείας του. Και αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος του Κυρίου? «ου δύνασθε χωρίς εμού ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’, 5).
167. Εκείνος που καταφρονεί την ανωτέρω εντολήν του Κυρίου, αφεύκτως θα προσκρούση εις διαδοχικάς και πλέον ατόπους παρακοάς της ευαγγελικής διδασκαλίας και, ωσάν δεσμώτης, θα περιπίπτη πότε εις την μίαν και πότε εις την άλλην παρακοήν.
168. Εκείνος που υπομένει με ευχαριστίαν τας ερχομένας θλίψεις, αποβλέπων εις τα μέλλοντα αγαθά δι’ ελπίδος, ούτε γνώσιν της αληθείας. Ούτω δε διακείμενος, ευκόλως θα απαλλαγή οργής και λύπης, έναντι εκείνων, που αποτελούν τα όργανα της θείας αγάπης και προκαλούν φαινομενικώς τους πειρασμούς.
169. Όστις οικειοθελώς πάσχει δια κακουχιών και ταπεινώσεων χάριν της αληθείας του Θεού, πορεύεται όντως την οδόν των Αποστόλων, αίρων τον σταυρόν και υπομένων την άλυσον ως δέσμιος (Πραξ. κη’, 20). Όστις, όμως, χωρίς κακοπάθειαν και ονειδισμούς, προσπαθεί να βιώση εντός της καρδίας του εν νήψει, πλανάται εις τον νουν του και «εμπίπτει εις πειρασμούς και παγίδας του διαβόλου» (Α’ Τιμ. γ’, 7).
170. Ουδείς δύναται να νικήση πολεμών τους κακούς λογισμούς του, χωρίς να πολεμά συγχρόνως και τας αιτίας των λογισμών, όπως και αντιστρόφως, δεν δύναται να νικήση τας αιτίας χωρίς να πολεμά και τους λογισμούς. Διότι όταν πολεμώμεν να διώξωμεν το ένα, μετ’ ολίγον δια του άλλου παγιδευόμεθα εις αμφότερα.
171. Εκείνος που φιλονικεί με τους ανθρώπους, δια ν’ αποφύγη ενδεχομένην κακοπάθειαν και ονειδισμούς, αυτός ή ενταύθα κακοπαθεί περισσότερον δια πειρασμών, παραχωρουμένων υπό του Θεού, ή εις τον μέλλοντα αιώνα κολάζεται άνευ οίκτου.
172. Όστις θέλει να αποφύγη οδυνηρούς πειρασμούς, οφείλει να εναρμονίζη με το θέλημα του Θεού την ζωήν του, δια της προσευχής. Αφ’ ενός μεν να έχη την νοεράν αίσθησιν της αναθέσεως της ελπίδος του εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε να καταφρονή, κατά δύναμιν, τας φροντίδας δια τα αισθητά πράγματα.
173. Όταν ο διάβολος εύρη τον άνθρωπον ασχολούμενον σε σωματικά πράγματα, πέραν των στοιχειωδών αναγκών, πρώτον αρπάζει από τον νουν του ανθρώπου, ωσάν λάφυρα, την πνευματικήν γνώσιν. Κατόπιν του αποκόπτει την αίσθησιν της ελπίδος και της προσευχής προς τον Θεόν, ωσάν κεφαλήν.
174. Όταν λάβης το δώρον της καθαράς προσευχής, πρόσεξε να μη δεχθής, κατά τον καιρόν αυτής, λογισμούς περί της γνώσεως των όντων ή θεολογικάς εννοίας, που αναδίδονται υπό του διαβόλου, δια να μη χάσης το μείζον, την προσευχήν. Διότι είναι πολύ προτιμόετερον να κατατοξεύης τον διάβολον με τα βέλη της προσευχής, που ευρίσκεται ωχυρωμένος εις την καρδίαν, από το να συνομιλής με αυτόν, υποβάλλοντα διαφόρους λογισμούς, δια των οποίων μηχανάται να μας αποσπάση της κατ’ αυτού δεήσεώς μας.
175. Η απασχόλησις του νου με γνωσιολογικά ζητήματα ωφελεί τον άνθρωπον κατά τον καιρόν που η ψυχή τελεί υπό την επήρειαν πειρασμών ή ακηδίας. Όταν όμως η ψυχή προσεύχεται, οι γνωσιολογικοί λογισμοί βλάπτουν, ως κατωτέρα κίνησις της ψυχής εν σχέσει προς την προσευχήν.
176. Εάν έχης διδακτικόν αξίωμα από τον Θεόν και οι υπό σου διδασκόμενοι ανθίστανται εις τα διδασκόμενα, να θλίβεσαι κατά διάνοιαν, όχι όμως και να ταράττεσαι φανερά. Διότι θλιβόμενος δεν θα συγκατακριθής με τους παρακούοντας. Εάν όμως ταράττεσαι θα υποστής την ιδίαν με αυτούς τιμωρίαν.
177. Όταν διδάσκης, μη αποκρύψης ό,τι ωφελεί τους παρόντας. Και εκείνα μεν, που δεν προσκρούουν εις τα πάθη των, να αναλύης με σαφήνειαν. Εκείνα δε, που τους θίγουν αμέσως, να αναπτύσσης κατά τρόπον αλληγορικόν και αινιγματώδη.
178. Μη υποδείξης κανένα σφάλμα κατά πρόσωπον, εκείνου που δεν είναι υποτακτικός σου. Διότι αυτό δεν αποτελεί συμβουλήν, αλλά προϋποθέτει εξουσιαστικόν δικαίωμα.
Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».
Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.