ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ο πατήρ Ευμένιος ήταν πολύ διακριτικός, γι’ αυτό προσέτρεχαν στο πετραχήλι του πλήθος κόσμου, όλων των ηλικιών, αλλά κυρίως νέοι και παιδιά. Ακόμη και αρχιερείς προσέτρεχαν στον διορατικό πατέρα Ευμένιο.
Η εξομολόγηση στον πατέρα Ευμένιο, πέραν του ότι ήταν ένα εκκλησιαστικό γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, ήταν και μια συνάντηση πνευματικού πατρός μετά του πνευματικού του τέκνου. Όταν πλησίαζες τον Παππούλη να εξομολογηθείς και σου έλεγε εκείνο το «τι έχεις, Κωνσταντίνε μου» ή το «τι θέλεις, Γιώργη μου», τότε, σαν άνθρωπος, αλλοιωνόσουν. Εκείνη η υπερεκβλύζουσα αγάπη σε αλλοίωνε και αισθανόσουν ότι δεν έχεις μπροστά σου έναν πνευματικό, αλλά τον πραγματικό σου Πατέρα, την προσωποποιημένη αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό σ’ αυτόν τον Πατέρα έλεγες τα πάντα, ό,τι σε βάραινε, χωρίς να ντρέπεσαι, και με την απέραντη βεβαιότητα ότι θα σε καταλάβει, θα σε συμπονέσει και θα σε συγχωρέσει. Στιγμές αυτές ανεπανάληπτες στην ζωή του ανθρώπου, οι οποίες δεν περιγράφονται, αλλά βιώνονται. Κοντά στον πατέρα Ευμένιο η εξομολόγηση δεν ήταν ένα «μαρτύριο», αλλά χαρά και αγαλλίασης.
Παραθέτουμε, στην συνέχεια, μαρτυρίες πνευματικών του παιδιών, όπως αυτοί έζησαν και μας εξιστορούν, με τον δικό τους τρόπο, την πνευματική τους σχέση και επικοινωνία με τον Παππούλη μας.
Ο πατήρ Ευμένιος ως πνευματικός
«ΔΕΚΑΟΚΤΑΧΡΟΝΟΣ φοιτητής στην Αθήνα άκουσα για τον ασκητικό και σοφό πατέρα… Τον έγνώρισα και έγινε πνευματικός μου.
Πάντα τον πλησίαζα με απέραντο σεβασμό, αλλά και με συστολή. Χωρίς να έχει μειωθεί ο σεβασμός μου γι’ αυτόν, αισθανόμουν ότι είχα ανάγκη από κάποιον άλλο πνευματικό. Να νοιώθω περισσότερη ελευθερία μαζί του. Να βιώνω στο Μυστήριο της μετανοίας περισσότερο τον Χριστό ως Αγάπη και λιγότερο ως Κριτή. Να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, ως τέκνο στον πατέρα, και να παίρνω από εκείνον κατανόηση και όχι αυστηρούς κανόνες.
Στο Πανεπιστήμιο, ο συμφοιτητής μου και τώρα Καθηγητής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Φίλιας, μου είπε για τον απλό και ενάρετο πατέρα Ευμένιο, στο νοσοκομείο Λοιμωδών. Ενδιαφέρθηκα να τον γνωρίσω κι εγώ τον ταπεινό ιερομόναχο πατέρα Ευμένιο και, μία ημέρα, πήγα κοντά του. Του φίλησα το χέρι. Εκείνη την στιγμή είπα: “Να, ο καινούργιος μου πνευματικός. Σε λίγες μέρες, τον επισκέφθηκα για την πρώτη μου εξομολόγηση.
Ο Γέροντας στεκόταν ορθός μέσα στο φελόνι του και το πετραχήλι μπροστά στην Ωραία Πύλη, μετά τον Εσπερινό και το Απόδειπνο. Περίμενε να με ακούσει. Δεν έκανε ερωτήσεις. Με χαμηλωμένα μάτια, μου έδινε την εντύπωση του παρόντος και απόντος. Ήταν μιά εξαγόρευση. Γονάτισα, μου διάβασε μεγαλόφωνα και εννοώντας την την συγχωρητική ευχή. Ήμουν αληθινά χαρούμενος.
“Βρήκα τον πνευματικό που αναζητούσα, συλλογίστηκα. Γονάτισα και, από αληθινό σεβασμό, τού φίλησα το χέρι. Από τότε, πάμπολλες φορές έσκυψα κάτω από το πετραχήλι του.
Εκείνη την εποχή, ο Γέροντας είχε πολύ κόσμο να τον πολιορκεί. Τελείωνε η Ακολουθία. Του έλεγα: “Θέλω να εξομολογηθώ. Μπορείτε τώρα;. Πρόθυμος, με το χαμόγελο, έπαιρνε θέση πρό της Ώραίας Πύλης.
Πρέπει εδώ να σημειωθούν και τα εξής: Ήταν φυσικό, μετά την πρώτη εξομολόγηση μου, ο πατήρ Ευμένιος να με ερωτήσει για μένα, την καταγωγή μου, το περιβάλλον μου. Να κάνει μια χαρτογράφηση, θα έλεγα, για το ποιόν μου. Ποτέ δεν ερώτησε τίποτε. Δεν θυμάμαι ποτέ από εκείνον μία λέξη, που να την θεωρήσω απλά περίεργη ή αδιάκριτη. Διατηρούσε την εύλαλη σιωπή και το χαμόγελο ήταν ο ισθμός της επικοινωνίας μας. Άκουγε τα αμαρτήματα χωρίς σχολιασμό, αλλά και χωρίς να αλλοιώνεται η έκφραση του προσώπου του, έτσι ώστε να εισπράττω την αποδοκιμασία του. Αυτό με έκανε, να μπορώ να του μιλάω με άνεση. Πιστεύω ότι, και κατά την διάρκεια της εξομολόγησης, προσευχόταν. Όταν, κάποιες στιγμές, σήκωνα το βλέμμα μου να συναντήσει το δικό του, είχε μια χαρμολύπη. Αισθανόμουν έτσι ότι λυπάται για τίς αστοχίες μου.
Στον προηγούμενο πνευματικό μου η εξομολόγηση γινόταν σε παράπλευρο της εκκλησίας δωμάτιο, με τον πνευματικό καθιστό και με το τηλέφωνο δίπλα του, προφανώς για να μπορούν να τον βρίσκουν τα πνευματικά του παιδιά, αφού τον περισσότερο καιρό της ζωής του τον διερχόταν στο εξομολογητήριο. Η εξομολόγηση, έτσι, φαινόταν αποκομμένη από τον λειτουργικό χώρο και ο ιερέας πνευματικός έχανε, κατά την γνώμη μου, από το “ύψος και το ήθος του, ως του έχοντας εξουσία του δεσμείν και λυείν την αμαρτία.
Με τον γέροντα Ευμένιο βίωνα την εξομολόγηση, αμέσως μετά τίς Ιερές Ακολουθίες στον ναό, με εκείνον ορθό προ του Ιερού Βήματος και τίς Δεσποτικές Εικόνες ένθεν και ένθεν, ως λειτουργικό γεγονός, και την εξομολόγησή μου, εξομολόγηση στην Εκκλησία.
Όταν, αργότερα, έγιναν περισσότερα τα πνευματικά του παιδιά και γύρευαν να εξομολογηθούν, τους άφηνε να περιμένουν, σε μικρή απόσταση, στα καθίσματα του ναού. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάποιοι ασθενείς του Ιδρύματος.
Έκανα την εξομολόγηση χαμηλοφώνως και εκείνος, επίσης χαμηλοφώνως, έλεγε τα λιγοστά λόγια του. Στην αρχή, με ξένισε το γεγονός της παρουσίας, έστω και από απόσταση, άλλων, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι η εξομολόγησή μου δεν ήταν ατομικό γεγονός, ατομική δικαίωση, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός. Και έφερα στον νου μου τους πρώτους χριστιανούς, που μεγαλοφώνως έλεγαν τα αμαρτήματά τους στην Εκκλησία.
Ο γέροντας Ευμένιος με τη συνειδητοποίηση αυτή έπαιρνε άλλες διαστάσεις: Πατέρα της Εκκλησίας, Ποιμένα της Εκκλησίας, εις τύπον του Αρχιποιμένος Χριστού. Όχι απλού εξομολογητή. Και όταν έλεγε το “διά της έμής ελαχιστότητος, τόσο βαθιά εννοώντας το, μπορώ να πω ότι, παιδί τότε, που η ψυχή μου- για να θυμηθούμε και τον γέροντα Παΐσιο- δεν είχε πιάσει πουρί, ένοιωθα να ακούω την φωνή του Χριστού: “Αφέονταί σοι αί αμαρτίαι.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
Είναι αλλού
«ΚΑΠΟΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ δεν άκουγα από τον Γέροντα ούτε μια μονολεκτική αντίδραση, ένα επιφώνημα σε κάτι σοβαρό, που κατά την γνώμη μου, εκείνη την στιγμή, του έλεγα, είχα ένα λογισμό ότι ο πατήρ Ευμένιος είναι “αλλού, με την κακή βέβαια έννοια.
Συνέχισα να του μιλάω, χρησιμοποιώντας έναν νεολογισμό της εποχής. Και τότε μίλησε, λέγοντάς μου: “Τι σημαίνει αυτό;. Μού έδωσε έτσι την απάντηση, ότι φαίνεται διακριτικά απών αυτός ο άνθρωπος, ενώ δεν είναι.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
«Να αγαπάμε τον Θεό…»
«ΜΙΑ ΦΟΡΑ, με δυσκολία ήθελα να του εξομολογηθώ μία από τίς πολλές αμαρτίες μου. Περίμενα μάλιστα να με “κανονίσει. Μπροστά του, ο κόμπος των λόγων μου λύθηκε. ‘Η απάντησή του: “Να αγαπάμε τον Θεό και να μη χορταίνουμε να τον αγαπάμε. Θέλησε, προφανώς, να με διδάξει, να αποφεύγω ό,τι μπαίνει εμπόδιο στην αγάπη του Θεού, ό,τι μας χωρίζει από τον Θεό, που είναι η αληθινή πηγή της χαράς.
Μου το συνιστούσε με τόσα γέλια, με τόση χαρά, σαν να μου άνοιγε το βιβλίο της ψυχής του να διαβάσω. Ο πατήρ Ευμένιος με δίδασκε έτσι, ότι για τίς αμαρτίες μας, τίς αστοχίες μας, πρέπει να αγωνιζόμαστε να μην επαναληφθούν, όχι για να είμαστε καλοί άνθρωποι ή καλοί χριστιανοί, αλλά για να μη χάνουμε την χαρά της σχέσης με τον Χριστό. Πρέπει να είμαστε ασκητικοί, όχι γιατί ο Χριστός ζητά να στερηθούμε τίς επίγειες χαρές, αλλά γιατί μόνο έτσι ζούμε και στην ζωή αυτή την μεγαλύτερη χαρά της ένωσης με τον Χριστό. Και γελούσε, γελούσε. Σαν να μου έλεγε: “’Ιδού η απόδειξη. Εγώ με τον μαρτυρικό, στερημένο βίο, με τον «σκόλοπα τη σαρκί μου», έχω την χαρά, την χαρά την πεπληρωμένη.
Περίμενα, όπως προείπα, ο Γέροντας να μου βάλει κάποιον κανόνα. Δεν μου είπε τίποτε. Εγώ, ξέροντας από τον προηγούμενο πνευματικό μου, τον ρώτησα: “Γέροντα, πότε θα κοινωνήσω;. Σκέφθηκε για λίγο και μου λέει: “Τα Χριστούγεννα, που σε λίγες μέρες πλησιάζουν.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
Η «σύγκριση»
«ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ο πατήρ Ευμένιος απουσίαζε στο Άγιον Όρος. Έπρεπε να εξομολογηθώ, για να κοινωνήσω. Πήγα σ’ έναν πνευματικό, σε ναό στο κέντρο των Αθηνών. Σεβάσμιος εξωτερικά ο ιερεύς, με άκουγε. Σε κάποια στιγμή, ενώ εξομολογούμουν μιάν αμαρτία μου, ύψωσε την φωνή του. “Πωπώ, πωπώ. Τι έκανες!… και τα εξής, ως επιτιμητής και δικαστής. Απέναντι μάλιστα σε ένα νέο άνθρωπο, αγωνιζόμενο στην ζούγκλα των Αθηνών.
Όλα έγιναν, για να φέρω στον νου μου τον διδακτόν του Θεού γέροντα Ευμένιο, που ήξερε να ακούει και να θεραπεύει στοργικά τις ελλείψεις μου και, με την εύλαλη σιωπή του, να με διδάσκει. Ό πνευματικός είναι ασφαλώς ιατρός. Αλλά δεν σημαίνει πως κάθε πνευματικός είναι καλός ιατρός. Ό Γέροντας σπούδασε στην άσκηση και την προσευχή και ήταν ένας όντως καλός ιατρός.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
«Τι θέλεις, Γιώργη μου;»
ΚΑΙ Ο ΝΥΝ ιερομόναχος Ευμένιος, από την Λάρνακα, ο οποίος στην κουρά του δεν ζήτησε αυτός το όνομα Ευμένιος, αλλά του το έδωσε ο οικείος Μητροπολίτης, χωρίς να τον ρωτήσει καθόλου, μας έλεγε:
«Το 1984, όταν πήγα φοιτητής στην Αθήνα, ήθελα κάπου να εξομολογούμε και αναπαύθηκα πολύ κοντά στον γέροντα Ευμένιο.
Οι εξομολογήσεις του Γέροντος Ευμενίου είχαν μιά ιδιαιτερότητα. Στεκόταν στην Ωραία Πύλη ή στην δεξιά πόρτα του ‘Ιερού και σου έλεγε “Τι έχεις;. Εμένα με έλεγε Γιώργη τότε. “Τι θέλεις, Γιώργη μου;. Και του έλεγα αυτά που έλεγα. Εν τω μεταξύ, ήταν κάτι πρωτοποριακό, ήταν κάτι πολύ δυνατό, διότι έπρεπε να εξομολογηθείς, ενώ ο Γέροντας ήταν όρθιος μπροστά σου και, παράλληλα, άλλοι δίπλα σου προσκυνούσαν τίς εικόνες. Δεν ήσουν μόνος σου. Στεκόσουν μπροστά στον Γέροντα, έλεγες αυτά που έλεγες και οι άλλοι έκαναν την δουλειά τους. Και ο Γέροντας με ό,τι του έλεγες κοίταζε επάνω, σκεφτόταν, κάτι έβλεπε, γελούσε, κάποτε ήταν πολύ σοβαρός, ανάλογα με αυτά που έβλεπε, με αυτά που άκουγε, με αυτά που τον φώτιζε ο Θεός.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009