Η χαρά και ο ενθουσιασμός από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912, των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913 και πολλών άλλων επαρχιών του υπόδουλο Ελληνισμού στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, επισκιάστηκαν από ένα ακόμα απρόσμενο και αποτρόπαιο γεγονός που συγκλόνισε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Στις 5 Μαρτίου 1913 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α’. Η αναφορά στο θλιβερό αυτό συμβάν κρίνεται απαραίτητη, καθώς η δολοφονία του Γεωργίου Α’ αφ’ ενός αποτελεί τομή στη νεότερη ελληνική ιστορία, αφ’ ετέρου επηρέασε μεσοπρόθεσμα τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στα εθνικά θέματα που αφορούσαν τους Έλληνες ομογενείς της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
Προικισμένος με έμφυτες αρετές και υψηλό αίσθημα καθήκοντος, ο Γεώργιος Α’ διετέλεσε για πενήντα χρόνια συνταγματικός Βασιλιάς των Ελλήνων (1863-1913), δημιουργώντας και μια μεγάλη δική του οικογένεια, η οποία αποτελείτο από οκτώ παιδιά και είκοσι ένα συνολικά εγγόνια. Στα χρόνια της μακράς και πολυκύμαντης βασιλείας του το ελληνικό κράτος διεύρυνε τα σύνορά του, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό τα Επτάνησα (1864), τη Θεσσαλία (1881), τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (1912), την Ήπειρο και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου (1913).
Στις 29 Οκτωβρίου 1912, τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ο Γεώργιος Α’ εισήλθε στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή. Ο Βασιλιάς παρέμεινε για αρκετούς μήνες στη Θεσσαλονίκη, θέλοντας με την παρουσία του να εδραιώσει την οριστική ενσωμάτωση της πόλης στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, το μεσημέρι της Τρίτης 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος Α’ έκανε τον καθιερωμένο περίπατο, όταν πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής και έπεσε νεκρός από τα χέρια ενός παράφρονα, ο οποίος λεγόταν Αλέξανδρος Σχινάς.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, ελέχθη πως ο Γεώργιος Α’ δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς, προκειμένου να ανέλθει στο θρόνο ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος, είτε λόγω μόρφωσης (είχε πραγματοποιήσει σπουδές στη Γερμανία), είτε λόγω οικογενειακών δεσμών (είχε νυμφευθεί την αδελφή του Κάιζερ, δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για την πανίσχυρη αυτοκρατορία της Γερμανίας.
Ωστόσο, το σενάριο αυτό, το οποίο συντηρήθηκε για δεκαετίες και επικράτησε τελικά στην εθνική συλλογική μνήμη φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται, καθώς η ιστορική έρευνα έχει καταλήξει στο ότι το χέρι του Σχινά δεν το όπλισαν Γερμανοί, αλλά Σέρβοι τρομοκράτες, μέλη της εγκληματικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Μαύρη Χείρ (Black Hand), οι οποίοι ενάμιση χρόνο αργότερα δολοφόνησαν στο Σεράγεβο τον διάδοχο της Αυστρίας και τη σύζυγό του, γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Κατά συνέπεια, ο Γεώργιος Α’ δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη διότι η μακρά παρουσία του εκεί λειτουργούσε ως εμπόδιο στα σχέδια του πανσλαβισμού για επέκταση και κυριαρχία στη μακεδονική μητρόπολη.1
Ο Γεώργιος Α’ σφράγισε με τη βασιλεία του μια εποχή και έναν λαό, ο οποίος στο πρόσωπό του καλλιέργησε τις μεγαλύτερες προσδοκίες για εθνική ολοκλήρωση και αποκατάσταση. Για πολλές δεκαετίες οι αλύτρωτοι Έλληνες των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και του Πόντου γιόρταζαν με λαμπρότητα την ημέρα της ονομαστικής του εορτής στις 23 Απριλίου.
Με αφορμή τις εκδηλώσεις αυτές προς τιμήν του βασιλέως Γεωργίου στη Σμύρνη, τον Απρίλιο του 1911, ο Χρυσόστομος έμελλε να γνωρίσει τις πρώτες διώξεις από τις τουρκικές αρχές μετά την έλευσή του στην ιωνική πρωτεύουσα. Για αρκετούς μήνες ο ιεράρχης αποκλείστηκε τότε από το Διοικητικό Συμβούλιο της πόλης και διατάχθηκε από την υψηλή πύλη η απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους στήθηκαν σε όλη την ελληνική επικράτεια δεκάδες μνημεία και επιτύμβιες στήλες, όπου αναγράφονταν τα ονόματα «των υπέρ της πίστεως και της πατρίδος ηρωϊκώς αγωνισαμένων και ενδόξως πεσόντων». Στα περισσότερα από αυτά δεσπόζει η ανάγλυφη μορφή του Γεωργίου Α’, ο οποίος μνημονεύεται ως «Εθνομάρτυς Βασιλεύς των Ελλήνων».2
Λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του, ο Γεώργιος Α’ είχε εκμυστηρευτεί στα μέλη της βασιλικής οικογένειας την οριστική απόφασή του να παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου. Πρόθεσή του ήταν να υποβάλλει την παραίτηση τον Οκτώβριο του 1913, τότε που θα συμπλήρωνε πενήντα ακριβώς χρόνια από την έλευσή του στην Ελλάδα, ώστε να αναλάμβανε τα βασιλικά καθήκοντα ο Κωνσταντίνος, ο οποίος βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς του ως επικεφαλής του ελληνικού στρατού.3
Ασφαλώς η ιστορία δεν γράφεται με τα εάν. Θα μπορούσε, ωστόσο, να ειπωθεί πώς, εάν ο Γεώργιος Α’ ζούσε λίγα χρόνια ακόμα, ίσως η Ελλάδα να μην είχε βρεθεί σε τέτοια περιδίνηση στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου και να είχαν αποφευχθεί κάποια μοιραία λάθη,4 τα οποία επηρέασαν τη ζωή και το μέλλον των Ελλήνων ομογενών στη Μικρά Ασία.
Υποσημειώσεις.
1. Κώστας Μ. Σταματόπουλος, Περί της βασιλείας στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2015, σσ’. 152, 268-269.
2. Ενδεικτικά βλ. την επιτύμβια στήλη στην πλατεία Γηροκομείου της Άνδρου και το ηρώον στην πλατεία Εθνεγερσίας της Αίγινας.
3. Walter Christmas, Βιογραφία του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α’, Copyright “Atlahtis” New York 1914, σ. 142
4. Dakin, ό. π., σ. 305
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.