Από το Γεροντικό
Ο αββάς Δανιήλ διηγούνταν σχετικά με τον αββά Αρσένιο και έλεγε: «Τόσα χρόνια έμεινε μαζί μας ο γέροντας και μόνο ένα καλάθι σιτάρι του δίναμε για τις ανάγκες όλης της χρονιάς˙ και όταν τον επισκεπτόμασταν, τρώγαμε και εμείς από εκείνο».
Έλεγε επίσης: «Ο γέροντας φρούτα δεν έτρωγε. Μόνο μία φορά τον χρόνο, το φθινόπωρο, έλεγε από μόνος του˙ ΄Φέρτε μου΄, και του πηγαίναμε. Και μόνο δοκίμαζε από όλα τα φρούτα, ευχαριστώντας τον Θεό».
Δες με ποιόν τρόπο ο γέροντας νικούσε την ευχαρίστηση με την αποχή και συγχρόνως καταπολεμούσε την κενοδοξία και την υπερηφάνεια με το να τρώει μία φορά.
Πήγε κάποτε ο αββάς Αχιλλάς στον αββά Ησαΐα και τον βρήκε να τρώει, έχοντας βάλει στο πιάτο αλάτι και νερό. Εκείνος, μόλις αντιλήφθηκε τον αββά Αχιλλά να έρχεται, έκρυψε το πιάτο πίσω από τα φοινικόκλαδα που έπλεκε. Αυτό το έκανε κατ’ οικονομίαν, για να μη σκανδαλίσει τον επισκέπτη του, όπως έδειξαν στη συνέχεια τα πράγματα, γιατί δεν υπήρχε στη Σκήτη τέτοια συνήθεια.
Ο αββάς Αχιλλάς, βρίσκοντάς τον να τρώει και να μην έχει τίποτε μπροστά του, τον ρώτησε: «Πες μου, τι έτρωγες;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Συγχώρησέ με, αββά˙ έκοβα φοινικόκλαδα στη ζέστη, και όταν ήρθα να φάω, έβαλα στο στόμα μου ψωμί με αλάτι και δεν κατέβαινε το ψωμί, επειδή είχε ξεραθεί ο φάρυγγάς μου από τη ζέστη. Αναγκάστηκα λοιπόν να βάλω νερό στο αλάτι, για να μπορέσω έτσι να φάω˙ αλλά συγχώρησέ με». Είπε τότε ο αββάς Αχιλλάς: «Ελάτε να δείτε τον Ησαΐα να τρώει ζωμό στη Σκήτη! Αν θέλεις να τρως ζωμό, πήγαινε στην Αίγυπτο».
Έλεγε ο αββάς Βενιαμίν: «Όταν κατεβήκαμε στη Σκήτη μετά τον θερισμό, μας έφεραν από την Αλεξάνδρεια ως προσφορά λάδι σε μικρά δοχεία1 σφραγισμένα με γύψο, από ένα για τον καθένα. Στον θερισμό της επόμενης χρονιάς καθένας από τους αδελφούς έφερε στην εκκλησία το δοχείο του με το λάδι που του περίσσεψε. Πήγα λοιπόν και εγώ το δικό μου, το οποίο δεν το είχα βέβαια ανοίξει, το είχα όμως τρυπήσει με τη βελόνα και είχα φάει από αυτό. Και μέσα μου θεωρούσα ότι είχα κάνει μεγάλο πράγμα. Όταν μαζεύτηκαν όλα τα δοχεία, τα άλλα των αδελφών βρέθηκαν τελείως απείραχτα και σφραγισμένα με τον γύψο, όπως τους δόθηκαν αρχικά, και το δικό μου τρυπημένο. Και ντράπηκα σαν να είχα διαπράξει πορνεία».
Ο αββάς Βενιαμίν, ο ιερές των Κελλίων, μας διηγήθηκε: «Πήγαμε στη Σκήτη σε κάποιον γέροντα, στον οποίο είχαμε πάει και άλλη φορά. Όταν θελήσαμε να ρίξουμε λίγο λάδι στο φαγητό, για να φάμε με τον γέροντα, εκείνος μας είπε˙ ¨Να, εκεί βρίσκεται το μικρό δοχείο λάδι που μου φέρατε πριν από τρία χρόνια˙ όπως το βάλατε, έτσι μένει απείραχτο. Πάρτε από αυτό όσο θέλετε¨. Όταν τον ακούσαμε, θαυμάσαμε την ασκητικότητά του».
Ο ίδιος είπε: «Πήγαμε σε άλλον γέροντα και μας κράτησε για φαγητό. Μας έβαλε λάδι από σπόρους ρεπανιού, και του είπαμε˙ ¨Πάτερ, καλύτερα βάλε μας λίγο καλό λάδι¨. Όταν μας άκουσε, έκανε τον σταυρό του και είπε: ¨Αν υπάρχει λάδι άλλο εκτός από αυτό, εγώ δεν ξέρω¨».
Διηγήθηκαν για τον αββά Διόσκορο ότι το ψωμί του ήταν κριθαρένιο ή από φακή. Κάθε χρόνο έβαζε αρχή μιας άσκησης λέγοντας: «Αυτή τη χρονιά δεν θα συναντήσω κανέναν, ή δεν θα μιλήσω καθόλου, ή δεν θα φάω μαγειρεμένο φαγητό ή φρούτο ή χόρτα». Έτσι έκανε κάθε χρόνο με κάθε ασκητικό έργο. Όταν τελείωνε το ένα άρχιζε το άλλο, και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να μην έχει εμπαθή προσκόλληση σε τίποτε και νίκησε όλα εκείνα, στα οποία έβλεπε τον εαυτό του να υστερεί.
Κάποτε πήγε στον Αββά Ησαΐα κάποιος αδελφός. Ο γέροντας του έπλυνε τα πόδια και έπειτα έριξε μια χούφτα φακή στη χύτρα και άναψε φωτιά. Μόλις πήρε να βράζει, την κατέβασε. Ο αδελφός του είπε: «Αββά, δεν μαγειρεύτηκε ακόμη». Εκείνος του αποκρίθηκε: «Δεν σου φτάνει που είδες φωτιά; Και αυτό είναι μεγάλη παρηγοριά».
Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός έλεγε: «Οι πατέρες της Σκήτης, οι οποίοι έτρωγαν ψωμί και αλάτι, ούτε σε αυτά πίεζαν τον εαυτό τους, δηλαδή ούτε σε αυτά ξεπερνούσαν το μέτρο. Και γι’ αυτό ήταν ισχυροί στο έργο του Θεού».
Ο αββάς Κασσιανός διηγήθηκε ότι ο αββάς Ιωάννης, ηγούμενος μεγάλου κοινοβίου, επισκέφθηκε τον αββά Παΐσιο που ζούσε σαράντα χρόνια στην πιο μακρινή έρημο. Είχε μάλιστα πολλή αγάπη και θάρρος προς αυτόν. Τον ρώτησε λοιπόν: «Τι κατόρθωσες ζώντας τόσον καιρό στην έρημο, όπου σπάνια σε ενοχλεί άνθρωπος;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Από τότε που έγινα μοναχός, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώω». Είπε τότε και ο αββάς Ιωάννης: «Ούτε εμένα να οργίζομαι».
Κάποιος γέροντας καθόταν στο κοινόβιο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και επί τριάντα χρόνια τηρούσε τον εξής κανόνα: κάθε εβδομάδα έτρωγε μία φορά ψωμί και νερό, εργαζόταν αδιάκοπα και ποτέ δεν έβγαινε από την εκκλησία.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν ποτέ τύχαινε να φάει μαζί με τους αδελφούς, έβαζε όρο στον εαυτό του: «Αν υπάρχει κρασί, πιες για χάρη των αδελφών. Και για το ένα ποτήρι κρασί, μία μέρα δεν θα πιείς νερό». Οι αδελφοί λοιπόν του έδιναν, για να τον ευχαριστήσουν, και ο γέροντας το έπαιρνε με χαρά, για να βασανίσει τον εαυτόν του. Ο μαθητής του όμως, που ήξερε τι συμβαίνει, έλεγε σε αυτούς: «Για τον Θεό, μην του δίνετε˙ διαφορετικά, στο κελλί θα βασανίζει τον εαυτό του». Όταν οι αδελφοί έμαθαν αυτό που έκανε ο γέροντας, έπαψαν να του δίνουν κρασί.
Για τον αββά Μάρκο τον αναχωρητή έλεγαν ότι επί εξήντα τρία χρόνια είχε αυτή την ασκητική εργασία: έτρωγε μία φορά την εβδομάδα, ώστε μερικοί να νομίζουν ότι δεν είναι άνθρωπος, και εργαζόταν νύχτα μέρα, δίνοντας στους φτωχούς όσα έβγαζε από την εργασία του. Ποτέ δεν πήρε τίποτε από κανέναν˙ σε εκείνους που του έδιναν, έλεγε: «Δεν έχω ανάγκη να πάρω˙ το εργόχειρό μου τρέφει και εμένα και εκείνους που έρχονται σ’ εμένα για τον Θεό».
Ο μαθητής κάποιου διηγήθηκε για τον γέροντά του: «Είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν πλάγιασε να κοιμηθεί, αλλά στο κάθισμα όπου εργαζόταν, εκεί κοιμόταν καθιστός. Όλα αυτά τα χρόνια έτρωγε κάθε δύο ή τέσσερις ή πέντε μέρες. Καθώς έτρωγε, είχε το ένα χέρι υψωμένο στην προσευχή και με το άλο έτρωγε. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει αυτό, ο γέροντας μου αποκρίθηκε: ¨Εχω μπροστά στα μάτια μου την κρίση του Θεού και δεν μπορώ να την υπομείνω¨. Κάποτε λοιπόν που ο γέροντας βγήκε και με βρήκε να κοιμάμαι στην αυλή, στάθηκε επάνω μου, έκλαψε και έλεγε θρηνώντας˙ ¨΄Αραγε πού να είναι ο λογισμός του και κοιμάται έτσι αμέριμνα;¨».
Άλλος γέροντας καθόταν σε μακρινή έρημο, και κάποιος αδελφός που τον επισκέφθηκε, τον βρήκε άρρωστο. Τον έπλυνε λοιπόν, και από τις προμήθειες που είχε φέρει, του έβρασε λίγο φαγητό και του έβαλε να φάει. Ο γέροντας του είπε: «Στ’ αλήθεια, αδελφέ, ξέχασα ότι οι άνθρωποι έχουν αυτή την ανάπαυση». Του έφερε έπειτα και ένα ποτήρι κρασί. Όταν το είδε ο γέροντας, έκλαψε λέγοντας: «Δεν περίμενα να πιώ κρασί ως τον θάνατό μου».
Έλεγε κάποιος αδελφός: «Γνώρισα έναν γέροντα που καθόταν σε ψηλό βουνό και δεν δεχόταν τίποτε από κανέναν. Είχε λίγο νερό και καλλιεργούσε τα χορταρικά του, και με αυτά τρεφόταν πενήντα χρόνια, χωρίς ποτέ να βγει από τον φράχτη˙ έγινε όμως ονομαστός για τις πολλές θεραπείες που έκανε συνεχώς σε όσους πήγαιναν σε αυτόν. Και έτσι πέθανε ειρηνικά, αφήνοντας στον τόπο εκείνο πέντε μαθητές».
Είπε κάποιος γέροντας: «Είδα γέροντες που έκαναν σε τούτη την έρημο εβδομήντα χρόνια και δεν έτρωγαν τίποτε άλλο, παρά μόνο χόρτα και χουρμάδες».
Διηγούνταν για κάποιον μεγάλο γέροντα που καθόταν στη λαύρα του αββά Πέτρου, ότι έκανε πενήντα χρόνια στη σπηλιά του και ούτε κρασί ήπιε, ούτε ψωμί έφαγε, παρά μόνο πίτυρα, και μάλιστα έτρωγε τρεις φορές την εβδομάδα.
Υποσημείωση.
1. Στο κείμενο: ανά ξέστιν ελαίου. Ο ξέστης ήταν μονάδα μέτρησης υγρών, ίση με 538 κυβικά χιλιοστά του λίτρου.
Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.