«…αντιχριστιανικοί διωγμοί κατά αθώων και αόπλων πληθυσμών, ων το μόνον έγκλημα ήτο ότι ήσαν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι».
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
Όπως ελέχθη, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη χρονική συγκυρία του ελληνικού έθνους μετά την Επανάσταση του 1821. Ο Ελληνισμός, σε συνθήκες σπάνιας και προτοφανούς ενότητας και ομοψυχίας, κατόρθωσε να απελευθερώσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μακεδονία και την Ήπειρο και να τα ενσωματώσει στο ελληνικό κράτος μαζί με τους συμπαγείς πληθυσμούς Ελλήνων ομογενών που κατοικούσαν εκεί. Σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών η Ελλάδα διπλασίασε την επικράτεια και τον πληθυσμό της, γεγονός που συνέβαλε στο να καταστεί η χώρα ηγέτιδα δύναμη στην ευρύτερη περιοχή.
Η πρώτη όμως και άμεση συνέπεια των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων ήταν η τύχη των τουρκομουσουλμανικών πληθυσμών που κατοικούσαν μέχρι τότε στα Βαλκάνια. Υπολογίζεται πως από το 1913 και μετά εκατοντάδες χιλιάδες Μουσουλμάνοι μετακινήθηκαν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κρήτη και τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και κατέφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική πλευρά δέχεται πως εκατόν είκοσι περίπου χιλιάδες Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες οι οποίες προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος, ενώ οι τουρκικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό στις τετρακόσιες χιλιάδες, υπολογισμός που συμπεριλαμβάνει, πιθανότατα, το σύνολο των προσφύγων που μετακινήθηκαν από τα βαλκανικά κράτη στην Τουρκία μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913).1 Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τον όγκο και το μέγεθος των μουσουλμανικών αυτών προσφυγικών ροών από τα Βαλκάνια, γεγονός είναι πως η Τουρκία κλήθηκε τότε να αντιμετωπίσει ένα μείζον προσφυγικό ζήτημα στα εδάφη της.
Την περίοδο αυτή η οθωμανική αυτοκρατορία διέρχεται μια φάση έντονης εσωστρέφειας και ριζικού μετασχηματισμού. Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 αποδείχθηκε ο πιο ασφαλής δρόμος για την έξαρση του τουρκικού εθνικισμού και την οθωμανοποίηση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Αναμφίβολα, οι μετακινήσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών λόγω της εδαφικής συρρίκνωσης της Τουρκίας αποτέλεσαν το πρόσχημα και την καλύτερη αφορμή για να ξεκινήσει ένα κίνημα ανθελληνικών διωγμών στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το πρώτο μέτρο εναντίον των Ελλήνων ομογενών ήταν η απόφαση του νεοτουρκικού κομιτάτου να οδηγεί τα κύματα των Μουσουλμάνων προσφύγων σε περιοχές όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε αρχικά στη Θράκη.2 Από τα τέλη του 1913 χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στα ανατολικά επαρχιακά διαμερίσματα της Θράκης, οδηγώντας τους ελληνικούς πληθυσμούς στον εκπατρισμό και την εξαθλίωση. Σε λίγους μήνες είχε συντελεστεί η ερήμωση της Ανατολικής Θράκης από το ελληνορθόδοξο στοιχείο, ενώ η μαζική εγκατάσταση Τούρκων προσφύγων επέβαλε την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα της περιοχής.3
Την ίδια περίοδο άρχισαν να φτάνουν και στα παράλια της Μικράς Ασίας μουσουλμάνοι από τη Μακεδονία. Στη Σμύρνη εγκαταστάθηκαν κυρίως Τουρκοκρητικοί, πολλοί εκ των οποίων είχαν έρθει στην πόλη είτε μετά την ανακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας σε αυτόνομο κράτος το 1898, είτε μετά τη μονομερή κήρυξη της ένωσης της μεγαλονήσου με την Ελλάδα το 1908. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οργή των εκτοπισμένων τουρκομουσουλμανικών πληθυσμών από τα Βαλκάνια, σε συνδυασμό με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στη νέα τους πατρίδα, δημιούργησαν πολύ γρήγορα μια εκρηκτική κατάσταση σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Ο Χρυσόστομος είχε έγκαιρα προβλέψει την έξαρση του τουρκικού εθνικισμού εις βάρος των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών μειονοτήτων. Απευθυνόμενος ο ιεράρχης το 1910 στον γενικό πρόξενο της Ελλάδος στη Σμύρνη Αρμάνδο Ποττέν είχε γράψει πως ήταν επιτακτική ανάγκη «επί ποινή ζωής ή θανάτου» η δημιουργία ενός πολιτιστικού συλλόγου, κατά τα πρότυπα λειτουργίας της επιτροπής Ενώσεως και Προόδου, που θα ενεργούσε υπέρ του ελληνορθόδοξου στοιχείου στην οθωμανική επικράτεια. Ωστόσο, η ιδέα αυτή του μητροπολίτη δεν βρήκε ανταπόκριση από το εθνικό κέντρο. Τις παραμονές των βίαιων ανθελληνικών διωγμών στην Τουρκία ο Χρυσόστομος έγραφε με απογοήτευση πως «ελλείψη αφυπνιστικών και προφητών εμπνευσμένων και οργανώσεως συστηματικής το ελληνικόν εν Τουρκία ευρίσκεται εν ανυπαρξία, και ληθάργω και ναρκώσει ή τουλάχιστον εν απορία του πρακτέου».4
Η Ελλάδα υποστήριζε πως ουδέποτε επεδίωξε τον εκπατρισμό των μουσουλμάνων από τις νέες ελληνικές κτήσεις στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς επρόκειτο για αγροτικούς κυρίως πληθυσμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν σε ένα καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας να παραμείνουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους στις Νέες Χώρες του διευρυμένου τότε ελλαδικού κράτους. Η Τουρκία, αντίθετα, κατηγορούσε την Ελλάδα πως εξωθούσε τους εν λόγω πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, δημιουργώντας πολλά προβλήματα σε αυτούς και τη χώρα υποδοχής.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τις εκατέρωθεν διακηρύξεις και κατηγορίες, γεγονός είναι πως οι εν λόγω μουσουλμανικοί πληθυσμοί καλούνταν είτε να παραμείνουν σε ένα σχετικά αφιλόξενο περιβάλλον, δεδομένου ότι ο τόπος τους είχε πλέον ενσωματωθεί στο αντίπαλο κράτος, την Ελλάδα, είτε να μεταναστεύσουν στη μητέρα πατρίδα τους, την Τουρκία.
Με αφορμή το μεταναστευτικό κύμα από τα Βαλκάνια, η τουρκική κυβέρνηση εγκαινιάζει ένα πρωτοφανές στη νεότερη ιστορία σχέδιο μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ιθύνων νους και εκτελεστικό όργανο του αποτρόπαιου αυτού σχεδίου υπήρξε ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς, ο οποίος από τα τέλη του 1913 είχε αναλάβει τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας, με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την εκπαίδευση του οθωμανικού στρατού.
Μετά την ήττα στους Βαλκανικούς πολέμους και την απώλεια σημαντικών εδαφών στη Μακεδονία και τη Θράκη, η υψηλή πύλη ανέθεσε στον φανατικό ανθέλληνα Λίμαν φον Σάντερς την εκπόνηση σχεδίου για την προστασία των μικρασιατικών ακτών. Η Τουρκία είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για την ασφάλεια των περιοχών αυτών, στις οποίες υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο, καθώς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), η Ελλάδα αποκτούσε πλήρη κυριαρχία στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Για τον λόγο αυτό, η Τουρκία δεν αποδεχόταν τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του Αρχιπελάγους και συγχρόνως δεν απέκλειε το ενδεχόμενο επίθεσης της Ελλάδας και κατάληψης των παραλίων ακτών της Ιωνίας.
Ύστερα από ενδελεχή και επιτόπια έρευνα κατά μήκος των εδαφών δυτικά της Μικράς Ασίας, ο Γερμανός στρατηγός Σάντερς υπέβαλε στον ισυχρό άνδρα το νεοτουρκικού καθεστώτος και υπουργό Στρατιωτικών Εμβέρ πασά απόρρητη έκθεση, στην οποία υποδείκνυε με ποιο τρόπο η υψηλή πύλη θα προστάτευε τα μικρασιατικά παράλια σε περίπτωση επίθεσης της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, ο Σάντερς πρότεινε την ενίσχυση του τουρκικού στόλου με την προμήθεια νέων πολεμικών πλοίων, με στόχο αρχικά την εδραίωση της ναυτικής υπεροχής της Τουρκίας στο Αιγαίο και έπειτα την αιφνιδιαστική κατάληψη της Μυτιλήνης, της Χίου και της Σάμου, νησιών τα οποία απείχαν λίγα μίλια από τις μικρασιατικές ακτές. Σε περίπτωση που ο στόχος της ισχυροποίησης του ναυτικού οθωμανικού στόλου δεν πραγματοποιείτο, ο Σάντερς πρότεινε την άμεση και βίαιη εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από τα δυτικά παράλια της Τουρκίας και την προώθησή τους στη μικρασιατική ενδοχώρα.
Το σχέδιο του Σάντερς προς την υψηλή πύλη συνοδεύτηκε από την ακόλουθη δήλωση: «Εάν παραδεχθώμεν ως δυνατήν την υπό της Ελλάδος απόβασιν αγημάτων εις τας Κυδωνίας, Νέαν Έφεσον και Σμύρνην, η κατάληψις ολοκλήρου της Δυτικής Μικράς Ασίας θα είνε ευχερής και ταχεία. Ένεκα τούτου είνε ανάγκη όλα τα μικρασιατικά παράλια να κατοικούνται μόνον από πυκνούς τουρκικούς συνοικισμούς, ώστε εις στιγμήν ανάγκης ν’ αποτελέσωσι σοβαρά εμπόδια εις την προέλασιν του ελληνικού στρατού, η δε Ελλάς να μην είνε εις θέσιν να παρουσιάση δικαιώματα εθνολογικά»5
Είναι βέβαιο πως η δράση του Γερμανού στρατηγού στην Τουρκία ήταν γνωστή στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους της Ελλάδας. Ωστόσο, κανείς δεν γνώριζε τι ακριβώς εισηγείτο ο ίδιος στην τουρκική κυβέρνηση μέσα από την απόρρητη έκθεσή του. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος προσπάθησε με κάθε τρόπο και μέσο να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης Σάντερς, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Πληροφορούμενος ο Μητροπολίτης Σμύρνης την αγωνία των ελληνικών αρχών για τα σχέδια του Σάντερς, ανέλαβε το δύσκολο, παράτολμο και εξαιρετικά παρακινδυνευμένο έργο της ανεύρεσης του εν λόγω απόρρητου εγγράφου, στο οποίο αποτυπώνονταν τα επερχόμενα δεινά του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Με τη συνδρομή του εκδότη της Αμάλθειας Σωκράτη Σολομωνίδη, ο Χρυσόστομος συγκέντρωσε από πλούσιους Έλληνες της Σμύρνης ένα μεγάλο για την εποχή χρηματικό ποσό, με το οποίο εξαγόρασε ένα έμπιστο πρόσωπο από το οικογενειακό περιβάλλον του Εμβέρ πασά. Το πρόσωπο αυτό ανέλαβε να προσκομίσει το πρωτότυπο έγγραφο της έκθεσης Σάντερς σε Έλληνα ομογενή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος θα είχε τη δυνατότητα να το φωτογραφίσει.
Πράγματι, η επικίνδυνη αυτή αποστολή έλαβε αίσιο τέλος και το φωτογραφηθέν απόρρητο έγγραφο του Λίμαν φον Σάντερς παραδόθηκε στον ίδιο τον Βενιζέλο από τον Σωκράτη Σολομωνίδη, ο οποίος ταξίδεψε από τη Σμύρνη στην Αθήνα για τον σκοπό αυτό. Αμέσως μετά την παραλαβή της πολύτιμης αυτής έκθεσης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέσπευσε την αγορά δύο αμερικανικών πολεμικών πλοίων, τα οποία μετονομάστηκαν «Λήμνος» και «Κιλκίς», ενισχύοντας σημαντικά τον ελληνικό στόλο και διασφαλίζοντας την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η τουρκική κυβέρνηση, η οποία δεν περίμενε μια τέτοια διπλωματική και στρατιωτική κίνηση της Ελλάδας στο Αιγαίο, διέταξε την χωρίς αναβολή υλοποίηση του δεύτερου σκέλους της πρότασης Σάντερς, που δεν ήταν άλλο από την εξόντωση των Ελλήνων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.6
Υποσημειώσεις.
1. Για περισσότερα βλ. Γιάννης Γ. Μουρέλος, «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων: Η πρώτη απόπειρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα Συμπόσιο, Ίδρυμα μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ’. 175-190.
2. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία και η Ανατολική Θράκη παρέμεινε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
3. ΕΑ ΛΔ (1914) 9-11, 34-37, 46-47, 83-86, 107-110, 112-114, 131-132, 143-145, 151-152, 156-159, 162-164, 166-174, 176-178.
4. Έφη Αλλαμανή – Κρίστα Παναγιωτοπούλου, «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας σε διωγμό» ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ’, «εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1978, σ’. 99
5. Πολίτη, ό. π., σ. 136
6. Δημήτριος Βάρδας, «Μία άγνωστος εθνική υπηρεσία του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου», Αιολικός κήρυξ, αριθ. φύλ. 124/5.2.1956, σ. 4
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.