Εις την Τριθέκτην
Προφητείας Ησαϊου το ανάγνωσμα
Ησαϊας ΚΘ. 13 – 23.
Τάδε λέγει Κύριος” εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτού, και εν τοις χείλεσιν αυτών τιμώσί με, η δέ καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού, μάτην δέ σέβονταί με διδάσκοντες εντάλματα ανθρώπων και διδασκαλίας. Δια τούτο ιδού εγώ προσθήσω του μετατεθήναι τον λαόν τούτον και μεταθήσω αυτούς, και απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών κρύψω. Ουαί οι βαθέως βουλήν ποιούντες και ου δια Κυρίου, ουαί οι εν κρυφή βουλήν ποιούντες, και έσται εν σκότει τα έργα αυτών και ερούσι, τίς εώρακεν ημάς? και τίς ημάς γνώσεται ή ά ημείς ποιούμεν? Ουχ ως ο πηλός του κεραμέως λογισθήσεσθε? Μή ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι αυτό, ου σύ με έπλασας? Ή το ποίημα τω ποιήσαντι, ου συνετώς με εποίησας? Ουκέτι μικρόν και μετατεθήσεται ο Λίβανος, ως το όρος το Χέρμελ και το Χέρμελ εις δρυμόν λογισθήσεται? Και ακούσονται εν τη ημέρα εκείνη κωφοί λόγους βιβλίου, και οι εν τω σκότει και οι εν τη ομίχλη οφθαλμοί τυφλών όψονται, και αγαλλιάσονται πτωχοί δια Κύριον εν ευφροσύνη, και οι απηλπισμένοι των ανθρώπων εμπλησθήσονται ευφροσύνης. Εξέλιπεν άνομος, και απώλετο υπερήφανος, και εξωλοθρεύθησαν οι ανομούντες επι κακία” και οι ποιούντες αμαρτείν ανθρώπους εν λόγω, πάντας δέ τούς ελέγχοντας εν πύλαις πρόσκομμα θήσουσιν, ότι επλαγίασαν επ’ αδίκοις δίκαιον. Δδια τούτο τάδε λέγει Κύριος επι τον οίκον Ιακώβ, όν αφώρισεν εξ Αβραάμ” ου νύν αισχυνθήσεται Ιακώβ, ουδέ νύν το πρόσωπον μεταβαλεί Ισραήλ, αλλ’ όταν ίδωσι τα τέκνα αυτών τα έργα μου, δι’ εμέ αγιάσουσιν το όνομά μου, και αγιάσουσιν τον άγιον Ιακώβ και τον Θεόν του Ισραήλ φοβηθήσονται.
Απόδοση.
Ο Κύριος λέει: «Ο λαός αυτός έρχεται κοντά μου μόνο με τα λόγια και με τιμά μόνο με τα χείλη του• η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά από μένα• δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές και διδαχές που επινόησαν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό, εγώ θα συνεχίσω να μετακινώ ετούτο τον λαό• θα τους διώξω από τη χώρα τους, και θα κάνω τη σοφία των σοφών να χαθεί, και τη σύνεση των συνετών να εξαφανιστεί».
Αλίμονο σ’ εκείνους που παίρνουν μυστικές αποφάσεις χωρίς να ρωτούν τον Κύριο• αλίμονο σ’ εκείνους που αποφασίζουν στα κρυφά, που κάνουν τα έργα τους στο σκοτάδι, και λένε: «Ποιος μας βλέπει; Ποιος θα μάθει για μας ή γι’ αυτά που κάνουμε;» Αλλά δεν είσαστε σαν τον πηλό του αγγειοπλάστη; Μπορεί το έργο να πει στον κατασκευαστή του: «Δεν με έπλασες εσύ»; Ή το δημιούργημα στον δημιουργό του: «Δεν με έφτιαξες σωστά»;
Λίγο δεν απομένει ακόμα για να γίνει ο Λίβανος σαν το όρος Χέρμελ, και το Χέρμελ να φαίνεται σαν άγριο δάσος; Εκείνη την ημέρα θα ακούσουν οι κουφοί τα λόγια του βιβλίου, και τα μάτια των τυφλών, αυτών που βρίσκονται στο σκοτάδι και στην καταχνιά, θα δουν• χαρά και αγαλλίαση θα χαρίσει ο Κύριος στους φτωχούς, και όσοι απ’ τους ανθρώπους είναι απελπισμένοι, χαρά μεγάλη θα γεμίσουν. Οι άνομοι θ’ αφανιστούν, θα χαθούν οι υπερήφανοι, και θα εξολοθρευτούν εξαιτίας της κακίας τους όσοι παρανομούν, όσοι με τα λόγια οδηγούν τους ανθρώπους στην αμαρτία, όλοι εκείνοι που στήνουν παγίδες στους δικαστές, ώστε να δικαιώσουν με απάτη τους αδίκους.
Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει τα εξής στους απογόνους του Ιακώβ, σ’ αυτούς που τους ξεχώρισε από τους απογόνους του Αβραάμ: «Δεν πρόκειται πια να καταντροπιαστεί ο Ιακώβ, το πρόσωπο του Ισραήλ δεν πρόκειται να ξανασκυθρωπάσει• αντίθετα, όταν οι απόγονοί τους δουν τα έργα μου, θα με λατρέψουν γι’ αυτό που είμαι, θα δοξολογήσουν τον άγιο του Ιακώβ, τον Θεό του Ισραήλ θα φοβηθούν.
Εν τω Εσπερινώ
Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις ΙΒ. 1 – 7.
ΚΑΙ είπε Κύριος τω Άβραμ, έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γήν, ήν άν σοι δείξω” και ποιήσω σε εις έθνος μέγα, και ευλογήσω σε, και μεγαλυνώ το όνομά σου, και έση ευλογημένος, και ευλογήσω τους ευλογούντάς σε και τους καταρωμένους σε καταράσομαι, και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γής. Και επορεύθη Άβραμ, καθάπερ ελάλησεν αυτώ Κύριος, και ώχετο μετ’ αυτού Λώτ. Άβραμ δέ ήν ετών εβδομηκονταπέντε, ότε εξήλθε εκ Χαρράν. Και έλαβεν Άβραμ Σάραν την γυναίκα αυτού και τον Λώτ υιόν του αδελφού αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτών, όσα εκτήσαντο, και πάσαν ψυχήν, ήν εκτήσαντο εκ Χαρράν, και εξήλθοσαν πορευθήναι εις γήν Χαναάν. Και διώδευσεν Άβραμ την γήν εις το μήκος αυτής έως του τόπου Συχέμ, επι την δρύν την υψηλήν, οι δέ Χαναναίοι τότε κατώκουν την γήν. Και ώφθη Κύριος τω Άβραμ και είπεν αυτώ” τω σπέρματί σου δώσω την γήν ταύτην. και ωκοδόμησεν εκεί Άβραμ θυσιαστήριον Κυρίω τω οφθέντι αυτώ.
Απόδοση.
Ο Κύριος είπε στον Άβραμ: «Φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου κι από το σπίτι του πατέρα σου, κι έλα στη χώρα που θα σου δείξω. Θα σε κάνω γενάρχη μεγάλου λαού, θα σε ευλογήσω, θα δοξάσω το όνομά σου και θα είσαι ευλογημένος.
Θα ευλογήσω αυτούς που σ’ ευλογούν και θα καταραστώ εκείνους που σε καταριούνται. Μέσα από τη γενιά σου θα ’ρθει η ευλογία σε όλες τις φυλές της γης».
Έτσι, ο Άβραμ έφυγε, όπως ακριβώς του είπε ο Κύριος• μαζί του πήγε και ο Λωτ. Ο Άβραμ ήταν εβδομήντα πέντε ετών, όταν έφυγε από τη Χαρράν. Πήρε μαζί του τη Σάρα τη γυναίκα του, και τον Λωτ τον γιο του αδελφού του, όλα τα υπάρχοντά τους και όλους τους υπηρέτες που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν, και έφυγαν για να πάνε στη γη Χαναάν.
Ο Άβραμ διέσχισε κατά μήκος τη χώρα ως την Ψηλή Βαλανιδιά, στην τοποθεσία Συχέμ. Την εποχή εκείνη στη χώρα κατοικούσαν οι Χαναναίοι. Ο Κύριος φανερώθηκε στον Άβραμ και του είπε: «Στον απόγονό σου θα δώσω αυτή τη χώρα». Τότε ο Άβραμ κατασκεύασε εκεί θυσιαστήριο για τον Κύριο που του φανερώθηκε.
Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι ΙΔ. 15 – 26.
Άκακος πιστεύει παντί λόγω, πανούργος δέ έρχεται εις μετάνοιαν. Σσοφός φοβηθείς εξέκλινεν απο κακού, ο δέ άφρων εαυτώ πεποιθώς μίγνυται ανόμω. Οξύθυμος πράσσει μετά αβουλίας, ανήρ δέ φρόνιμος πολλά υποφέρει. Μεριούνται άφρονες κακίαν, οι δέ πανούργοι κρατήσουσιν αισθήσεως. Ολισθήσουσι κακοί έναντι αγαθών, και ασεβείς θεραπεύσουσι θύρας δικαίων. Φίλοι μισήσουσι φίλους πτωχούς, φίλοι δέ πλουσίων πολλοί. Ο ατιμάζων πένητας αμαρτάνει, ελεών δέ πτωχούς μακαριστός. Πλανώμενοι τεκταίνουσι κακά, έλεον δέ και αλήθειαν τεκταίνουσιν αγαθοί. ουκ επίστανται έλεον και πίστιν τέκτονες κακών, ελεημοσύναι δέ και πίστεις παρά τέκτοσιν αγαθοίς. Εν παντί μεριμνώντι ένεστι περισσόν, ο δέ ηδύς και ανάλγητος εν ενδεία έσται. Στέφανος σοφών πλούτος αυτών, η δέ διατριβή αφρόνων κακή. Ρύσεται εκ κακών ψυχήν μάρτυς πιστός, εκκαίει δέ ψεύδη δόλιος. Εν φόβω Κυρίου ελπίς ισχύος, τοις δέ τέκνοις αυτού καταλείπει έρεισμα.
Απόδοση.
Ο αφελής πιστεύει κάθε λόγο• ο συνετός όμως τον ξανασκέφτεται.
Ο σοφός, επειδή φοβάται, απομακρύνεται απ’ το κακό• ο ανόητος όμως, επειδή τον εαυτό του εμπιστεύεται, συναναστρέφεται με το παράνομο.
Ο οξύθυμος ενεργεί απερίσκεπτα• αλλά ο φρόνιμος άνθρωπος πολλά υπομένει.
Οι ανόητοι την κακία θα μοιραστούν• μα οι έξυπνοι θα κατακτήσουνε τη γνώση.
Θα αποτύχουν οι κακοί όταν στρέφονται ενάντια στους καλούς, και οι ασεβείς θα γίνουν υπηρέτες στα σπίτια των δικαίων.
Οι άνθρωποι δεν θέλουν να’ χουν φίλους φτωχούς• αντίθετα, είναι πολλοί οι φίλοι των πλουσίων.
Όποιος φτωχούς περιφρονεί, αμαρτάνει• μα είναι αξιέπαινος όποιος τους φτωχούς σπλαχνίζεται.
Όσοι σε πλάνη βρίσκονται, σχεδιάζουνε πράξεις κακές• αλλά οι καλοί αγάπη και αλήθεια σχεδιάζουν.
Όσοι σχεδιάζουν το κακό δεν ξέρουν από ευσπλαχνία και πιστότητα• όμως ελεημοσύνη και πιστότητα χαρακτηρίζουν όσους σχεδιάζουν το καλό.
Όποιος φροντίζει, έχει περίσσευμα• ο φιλήδονος όμως κι ο σκληρός σε φτώχεια θα βρεθούν.
Για τους σοφούς στεφάνι ειν’ ο πλούτος τους• μα των ανόητων ο τρόπος της ζωής είναι κακός.
Μάρτυρας αξιόπιστος απαλλάσσει τον άνθρωπο από ταλαιπωρίες• ενώ ο ύπουλος βάζει φωτιές με τις ψευτιές του.
Όποιος τον Κύριο σέβεται, έχει ισχυρή ελπίδα κι εξασφαλίζει και στα παιδιά του στήριγμα.
Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη σελ.171-177 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη