Διάφορα παραδείγματα από την διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Εκτός από τις πέντε Διδαχές στην έκδοσι Αποστολιά του 1897, στο τέλος υπάρχει ένα ωραίο τμήμα διδαχής με χαριτωμένα διδακτικά παραδείγματα που φέρουν τον ανωτέρω τίτλο.

Πιστεύω πως θα ήταν τμήματα ενταγμένα σε Διδαχές, που παρέμειναν πολύ εύκολα στην μνήμη και καταγράφηκαν. Επειδή είναι ξεχωριστό τμήμα μετά τις Διδαχές στην έκδοσι Αποστολιά τόσον ο Καντιώτης, όσο και ημείς τα τοποθετούμε μετά τις Διδαχές που δημοσίευσαν ο Δυοβουνώτης και ο Παπακυριακού.

Ένας πραγματευτής, ονομαζόμενος παραλογιστής, επραγματεύετο σαράντα – πενήντα χρόνους. Ποτέ καμμίαν φοράν προκοπήν δεν έλαβεν. Ύστερον ευρίσκει εις τον δρόμον ένα τορβά. Τον ανοίγει, ευρίσκει μέσα φλωρία κάλπικα, μαργαριτάρια κάλπικα, ψεύτικα, και μέσα εις την μέσην του τουρβά ευρίσκει ένα διαμάντι. Παίρνει τον τορβά με τα άσπρα και πηγαίνει εις τον σαράφην, να ιδή αν είνε καλά. Κοιτάζοντάς τα του είπεν ότι είνε κάλπικα και μόνον το διαμάντι είνε καλόν. Ο πραγματευτής δεν το επίστευσε, μόνον τα παίρνει και φεύγει και πηγαίνει εις άλλον σαράφην, και του λέγει και αυτός πως αυτά τα άσπρα είνε όλα ψεύτικα και κάλπικα, μόνον το διαμάντι είνε πολύτιμον πράγμα. Ελυπήθη ο πραγματευτής και παίρνει το διαμάντι εις το χέρι του και τον τορβά με τα άσπρα και πηγαίνει.

Εις τον δρόμον οπού επήγαινε απήντησε ένα τυφλόν και λέγει: Θέλω το διαμάντι να ιδώ τι δύναμιν έχει. Και ώ του θαύματος! Άμα το έγγιξεν εις τα μάτια του τυφλού, παρευθύς ήνοιξαν και είδεν ο τυφλός. Τότε εχάρη ο πραγματευτής. Πηγαίνει παρέκει εις ένα τόπον και απήντησεν ένα βουβόν και κωφόν, και άμα τον έγγιξε, ευθύς ωμίλησε και ήκουσεν. Απήντησεν ένα κρατημένον, και άμα τον έγγιξε, ιατρεύθη. Το εγγίζει εις ένα πτωχόν, και γίνεται πλούσιος˙ το εγγίζει εις ένα γέροντα, και γίνεται νέος, παλληκάρι˙ το έγγιξε εις ένα νεκρόν, ευθύς ανεστήθη. Βλέποντας ο πραγματευτής τοιαύτα θαυμάσια, άναψεν η καρδία του από την χαράν κα παίρνει τον τορβά με τα άσπρα και πηγαίνεικαι τα ρίπτει μέσα εις την θάλασσαν, και εκράτησεν μόνον το διαμάντι, και επήγεν εις το σπίτι του.

Ήλθε καιρός να αποθάνη ο πραγματευτής, και κράζει όλους τους ιδικούς του και τους λέγει: Εγώ, παιδιά μου, έχω σαράντα – πενήντα χρόνους οπού εμπορευόμουν εις τον κόσμον˙ ποτέ καμμίαν προκοπήν δεν έκαμα. Ύστερα ευρήκα ένα τορβά, οπού είχε μέσα φλωρία κάλπικα, γρόσια κάλπικα, μαργαριτάρια κάλπικα, και μέσα εις την μέσην του τορβά ευρήκα ένα διαμάντι, και έχει τοιαύτην ενέργειαν, οπού και νεκρούς ανασταίνει, και πτωχούς πλουτίζει, και τυφλών τα όμματα ανοίγει, και κωφούς κάμνει και ακούουν, και κάθε ασθένειαν την ιατρεύει. Όμως τώρα γρήγορα θα σας αφήσω την υγείαν και μέλλω ν’ αποθάνω, και δεν έχω να σας αφήσω άλλην κληρονομίαν παρά τούτο το διαμάντι.

Μα πρέπει και η ευγενία σας να εύρετε τόπο να το αποθέσετε, να είνε επιτήδειος καθώς πρέπει, διότι δεν στέκει εις ό,τι τόπον και αν τύχη.

Ήλθε καιρός και απέθανε ο πραγματευτής, απέμεινε το διαμάντι εις τους ιδικούς του. Εκοίταξαν και αυτοί να εύρουν τόπον να το εναποθηκεύσωσι, καθώς τους παρήγγειλε ο πραγματευτής. Ευρίσκουν λοιπόν ένα μάρμαρον τρίγωνον, ισόπλευρον το βάνουν επάνω εις το μάρμαρον το διαμάντι, μα δεν εστάθη˙ ελυπήθησαν, πως δεν εύρον τόπον να το απιθώσωσι. Πάλιν βάνουν ένα πανί άσπρο εις το μάρμαρον δια μαλάκωμα, το απιθώνουν, δεν στέκει το διαμάντι˙ πάλιν ελυπήθησαν. Ύστερα ματαστρώνουν ένα άλλο πανί επάνω στο άλλο, απιθώνουν το διαμάντι, και τότε ευθύς εστάθη το διαμάντι. Τότε εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεόν.

Τώρα πρέπει να ίδωμεν, πρώτον, ποίος είνε ο πραγματευτής˙ δεύτερον, τι είνε ο τορβάς˙ τρίτον, τι είνε τα γρόσια˙ τέταρτον, τι είνε τα φλωρία˙ πέμπτον, τι είνε τα μαργαριτάρια˙ έκτον, τι είνε το διαμάντι˙ έβδομον, ποίοι είνε οι σαράφηδες˙όγδοον, ποίοι είνε οι συγγενείς του πραγματευτού˙ ένατον, τι είνε το μάρμαρον˙ δέκατον, τι δηλοί το ένα πανί˙ ενδέκατον, τι δηλοί το δεύτερον πανί. Αυτά είνε τα ένδεκα ζητήματα, τα οποία θα εξηγήσωμεν.

Πρώτον, πραγματευτής, παραλογιστής, μπεκρής, ακαμάτης, τεμπέλης είμαι εγώ. Επραγματευόμην σαράντα – πενήντα χρόνους˙ Εις τι επραγματευόμουν; Έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα – πενήντα χρόνους. Με αξίωσε ο Θεός και ευρήκα ένα τορβά. Τί είνε ο τορβάς; Είνε το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον. Το ανοίγω και βρίσκω μέσα φλωρία κάλπικα. Τι είναι τα φλωρία; Είνε οι Εβραίοι, οπού λέγουν πως πιστεύουν, μα είνε κάλπικη η πίστις των, του διαβόλου. Ευρίσκω μέσα γρόσια κάλπικα. Τί δηλούν τα γρόσια; Είνε οι ασεβείς, οπού λέγουν πως πιστεύουν, μα είνε κάλπικη η πίστις των, του διαβόλου. Ευρίσκω μέσα μαργαριτάρια ψεύτικα. Τί δηλούν τα μαργαριτάρια; Είνε οι αιρετικοί, οπού λέγουν πως πιστεύουν εις την Αγίαν Τριάδα, μα είνε ψεύτικη, του διαβόλου και αυτών. Τί είνε το διαμάντι; Είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός. Ποίοι είνε οι σαράφηδες; Είνε οι προφήται, οπού επροκήρυξαν τον Υιόν και Λόγον του προανάρχου και παντοδυνάμου Πατρός. Ποίοι είνε οι συγγενείς του πραγματευτού;

Είνε οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί, τα τέκνα και αι θυγατέρες του Χριστού μας. Τί είνε το μάρμαρον το τρίγωνον και ισόπλευρον; Είνε ένας άνθρωπος, οπού λέγει πως πιστεύει εις την Αγίαν Τριάδα˙ μα δεν φθάνει εκείνη η πίστις για να σωθή, δεν στέκει το διαμάντι. Τί άλλο χρειάζεται; Χρειάζεται το πρώτον πανί˙ μα δεν στέκει το διαμάντι, ήτοι ο Χριστός. Ένας άνθρωπος, οπού λέγει πως πιστεύει εις την Αγίαν Τριάδα, έχει το πρώτον πανί, την αγάπην προς τον Θεόν, οπού να έχη ο άνθρωπος, μα δεν σώνεται, αλλά χρειάζεται και το δεύτερον πανί και τότε στέκει. Τί δηλοί το δεύτερον πανί; Είνε ένας άνθρωπος, οπού πιστεύει εις την Αγίαν Τριάδα και έχει αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του, ήγουν το δεύτερον πανί˙ και τότε στέκει το διαμάντι, ήτοι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός.

Ένας άνθρωπος, οπού έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει όλα τα καλά και αμαρτίαν δεν ημπορεί ποτέ του να κάμη. Και όταν δεν έχη το διαμάντι εις την καρδίαν του, την αγάπην, ήτοι τον Χριστόν, έχει τον διάβολον. Και όποιος έχει τον διάβολον, έχει όλα τα κακά, και όλας τας αμαρτίας τας κάμνει. Λοιπόν, αδελφοί μου, εγώ μέλλω να σας αφήσω υγείαν και να πηγαίνω, και δεν ηξεύρω άλλην φοράν αν με αξιώση ο Θεός να σας απολαύσω εδώ σωματικώς ή όχι. Άλλο δεν έχω να σας αφήσω παρηγορίαν, σκέπην, φυλακτόν, παρά αυτό το διαμάντι. Μόνον να του έχετε στρώμα δια να στέκη. Αυτό το διαμάντι έχει όλα τα καλά των χριστιανών, ψυχικά και σωματικά και καλότυχος εκείνος οπού ηξιώθη να το έχη εις την καρδίαν του, διότι έχει ένα πολύτιμον θησαυρόν.

Ένας ασκητής παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση πολλά μυστήρια. Και βγαίνοντας από το κελλί του να υπάγη εις μίαν χώραν, εις τον δρόμον οπού επήγαινεν, σμίγει με έναν άγγελον, μα δεν τον εγνώρισεν ο ασκητής˙ ενόμισε πως ήτο άνθρωπος. Εις τον δρόμον απαντούν ένα άλογο ψόφιο, οπού εβρώμα˙ έπιασε ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, απαντούν ένα βόδι ψόφιο όπου εβρώμα˙ πάλιν πιάνει ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Πηγαίνουν παρέκει, απαντούν ένα σκύλον ψόφιον˙ πιάνει ο ασκητής την μύτην του, ο άγγελος τίποτε. Κοντά οπού ήθελον να φθάσουν εις την χώραν, ευρίσκουν μίαν κόρην πολύ ωραίαν, με στολίδια και φορέματα πολύτιμα. Τότε ο άγγελος έπιασε την μύτην του. Βλέποντας ο ασκητής του λέγει: Τί είσαι συ, άγγελος, άνθρωπος ή διάβολος; Απαντήσαμε το ψόφιο άλογο οπού εβρωμούσε, δεν έπιασες τη μύτη˙ ομοίως και το βόδι και τον σκύλον, και δεν είδα να πιάσης την μύτη σου˙ και τώρα, οπού απαντήσαμε τέτοιαν ωραίαν κόρην έπιασες την μύτη σου;

Τότε φανερώνεται ο άγγελος και του λέγει πως κανένα πράγμα δεν βρωμά του Θεού περισσότερον ωσάν την υπερηφάνειαν. Και λέγοντας τον λόγον έγινεν άφαντος ο άγγελος. Ευθύς εγύρισεν ο ασκητής εις το κελλίον του και έκλαιε δια τας αμαρτίας του παρακαλών τον Θεόν να τον φυλάττη από τας παγίδας του διαβόλου και να μη τον ρίψη εις υπερηφάνειαν και κολασθή.

Ένας άνθρωπος εξωμολογείτο δεκαπέντε χρόνους εις ένα πνευματικόν˙και πηγαίνοντας πάλιν να εξομολογηθή, τον εύρε οπού επόρνευε με μίαν γυναίκα. Και λέγει: Αχ! Αλλοίμονον εις εμένα έχω τόσους χρόνους οπού εξομολογούμαι, και τώρα θα κολασθώ˙ όσα και αν μου εσυγχώρησεν, είνε όλα ασυγχώρητα. Λέγων αυτόν τον λόγον ευθύς έφυγεν. Εις την οδόν εδίψασε. Πηγαίνει παρέκει και ευρίσκει ένα νερόν, οπού έτρεχε τόσον καθαρόν, ώστε λέγει: Εάν εδώ τούτο το νερόν έχη τόσην καθαρότητα, αμή εκεί εις την βρύσην οπού τρέχει, πόσην διαφοράν θα έχη; Έσκυψε και έπιε. Πηγαίνοντας έφθασεν εις την βρύσην και βλέπει το νερόν οπού έβγαινεν από το στόμα ενός σκύλου! Αναστέναξε και λέγει: Αλλοίμονο εις εμένα˙ εμαγαρίστηκα. Τότε άγγελος Κυρίου του λέγει: Διατί πρώτον που έπιες το νερόν δεν εμαγαρίσθης, και τώρα οπού είδες οπού βγαίνει από του σκύλου το στόμα το εμίσησες; Μήπως δεν είνε του Θεού οπού έκαμε τον ουρανόν, την γην και τα πάντα; Εάν ο σκύλος είνε ακάθαρτος, μη λυπήσαι, το νερόν δεν είνε ιδικόν του.

Ομοίως και ο πνευματικός οπού σε εξωμολογούσε˙ η συγχώρησις οπού σου έκαμνε μήπως ήτο ιδική του; Εκείνη είνε του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή και εκείνος έχει τον χαρακτήρα της ιερωσύνης, είνε ανώτερος και από βασιλείς και Αγγέλους. Μα αν επόρνευε, τι σε μέλει; Εκείνος παρουσιάζει το στόμα του σκύλου, και μη λυπάσαι˙ όσα και αν σου εσυγχώρησε, είνε όλα συγχωρημένα˙ μόνον πήγαινε και βάλε του μετάνοιαν και παρακάλεσέ τον να σε συγχωρήση, και εκείνον ο Θεός έχει να τον εξετάση. Και έγινεν άφαντος ο άγγελος.

Επήγεν οπίσω ο άνθρωπος εις τον πνευματικόν και του διηγείται τα πάντα και του έβαλε μετάνοιαν καθώς του είπεν ο άγγελος. Ακούοντας ο πνευματικός ταύτην την διήγησιν έκλαυσε, εμετενόησε και εσώθη. Ημείς πρέπει να κατηγορώμεν τον εαυτόν μας και σωζόμεθα.

Ένας άρχοντας πλούσιος εθησαύριζε κατά πολλά˙ ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθή μήτε ελεημοσύνη να κάμη. Είχεν ένα υιόν έως δέκα χρονών. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος. Του έλεγον οι ιδικοί του να εξομολογηθή, να κάμη δια την ψυχήν του τίποτε˙ αυτός τους έλεγεν: Ας είνε καλά το παιδί μου˙ εκείνο έχει να κάμη δια την ψυχήν μου. Όλος με τον διάβολον ήτο, και η γνώμη του δεν άλλαζεν.

Εις τον τόπον εκείνον ήτο ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένεια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει εις το σπίτι του πλουσίου. Κτυπά εις την πόρταν˙ βγαίνουν και τον ερωτούν τι γυρεύει. Απεκρίθη πως είνε ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ, λέγει, εις την χώραν σας˙ έμαθα πως είνε ο άρχοντας της χώρας άρρωστος και ήλθα να τον ιδώ και εγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον επαράστεκαν. Τους λέγει: Πώς είνε ο άρρωστος; Απεκρίθη ο άρρωστος και του λέγει: Αχαμνά είμαι, αφέντη. Λέγει ο ιατρός: Τί σου λέγουν οι ιατροί της χώρας σας; Λέγει ο άρρωστος: Με λέγουν πως είμαι αχαμνά δια τον θάνατον. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός ιατρός: Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις. Μα ανίσως και ευρίσκετο ένα ιατρικόν οπού γνωρίζω, δεν απέθνησκες. Του λέγει: Τί ιατρικόν είνε εκείνο οπού χρειάζεται να εύρωμεν; Καμώνεται πως δεν ηξεύρει και ερωτά: Έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνον ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός:

Να μη λυπάσαι˙ το ιατρικόν σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πως δεν αποθνήσκεις. Γυρεύει να του δώσουν ένα φλετζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει και καμώνεται πως και κάτι άλλο ιατρικόν βάνει μέσα και λέγει: Τώρα το ιατρικόν είνε έτοιμον, μόνον χρειάζεται να έλθη το παιδί σου εδώ, να του σπάσω το δάκτυλόν του το μικρόν με το βελόνι, να στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πίης και ευθύς να γίνης καλά. Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς και του λέγουν: Έλα, παιδί μου, οπού ήλθεν ένας ιατρός να κάμη τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξη, όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο ιατρός του λέγει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρόν δάκτυλον μ’ ένα βελόνι, να στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα όπου έχω κάτι ιατρικόν, να δώσω να το πίη ο πατέρας σου, να γίνη ευθύς καλά. Λέγει το παιδί: Ετρελλάθηκα ή επαλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάκτυλόν μου; Λέγει ο ιατρός: Εις σε, παιδί μου, κρέμαται η να ζήση ή ν’ αποθάνη. Δεν βλέπεις πόσα εσύναξε να σου αφήση; Λέγει το παιδί:

Ζήση δεν ζήση, εγώ δεν χαλώ το χέρι μου. Και έφυγε.

Λέγει ο ιατρός του άρχοντος: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκαμα τούτο, δια να σου δείξω πως από το παιδί σου μη ελπίζης τίποτε δια την ψυχήν σου να σου κάμη. Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέγει, εκόλασα την ψυχήν μου δια το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το εβάσταξε η καρδιά του να δώση τρεις σταλαγματιές αίμα δια την ζωήν μου; Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα δευτέρια του, τας ομολογίας του και τα ξεσχίζει. Εμοίρασεν όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχον, και εκέρδισεν τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Τώρα όσοι έχετε παιδιά, μη ελπίζετε και λέγετε, πώς είνε καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίση δια την ψυχήν μου. Ό,τι κάμνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο ευρίσκει εις την άλλην ζωήν.

Ήτο ένας έλληνας μίαν φοράν και λέγει: Εγώ θέλω να γίνω Εβραίος. Είνε τρεις νόμοι˙ νόμος ο φυσικός είνε των Εβραίων, ο σαρκικός των Τούρκων και ο πνευματικός των Χριστιανών. Λέγει ο έλληνας: Ας πιάσω τον φυσικόν νόμον. Τον διαβάζει και λέγει: Όποιος σου πάρη το φόρεμά σου, πάρε του και συ τον ιδικόν του˙ όποιος σε αδικήση δέκα γρόσια, πάρε του και συ άλλα δέκα˙ όποιος σου σκοτώση τον αδελφόν σου, σκότωσε και συ. Λέγει ο έλληνας: Εγώ πηγαίνω εις ένα δρόμον˙ έρχεται ένας να μου πάρη το επανωφόριον˙ εγώ θέλω να του πάρω το ιδικόν του κατά τον νόμον εκείνον˙ εκείνος δεν με αφήνει˙ πρέπει ή να τον φονεύσω ή να με φονεύση. Λέγει ο έλληνας: Δεν είνε καλός ο νόμος των Εβραίων.

Τώρα θέλω να γίνω Τούρκος. Πιάνει τον σαρκικόν, τον διαβάζει και λέγει ότι να εντροπιάζη τόσας γυναίκας και πολλά άλλα αισχρά. Λέγει ο έλληνας: Δεν μ’ αρέσει και αυτός ο νόμος, είνε γουρουνήσιος.

Πάλιν λέγει: Από Τούρκος θέλω να γίνω Χριστιανός. Πιάνει τον πνευματικόν νόμον, τον διαβάζει και ευρίσκει οπού του λέγει: Όποιος σου πάρη το ένα φόρεμα, να του δώσης και το άλλο˙ και όποιος σου πάρη δέκα γρόσια, να του δώσης άλλα δέκα˙ και όποιος σου δώση ένα ράπισμα από το δεξιόν, να γυρίσης και το αριστερόν να σου δώση και άλλο. Τότε λέγει ο έλληνας: Να μάθω την δοκιμήν. Εγώ θέλω να πηγαίνω εις ένα δρόμον˙ έρχεται ένας να μου πάρη το ένα φόρεμα˙ εγώ κατά νόμον πρέπει να του είπω: Στάσου, αδελφέ, να σου δώσω και το άλλο. Έρχεται να μου πάρη δέκα γρόσια˙ εγώ να του είπω: Στάσου, αδελφέ, να σου δώσω και άλλα δέκα. Έρχεται να μου δώση ένα μπάτσο˙ εγώ να γυρίσω και από το άλλο μέρος να μου δώση και άλλον. Εμένα μου φαίνεται πως, όσον και αν είναι κακός άνθρωπος και άγριος, εγώ με το ήμερον, σαν του ομιλήσω ταπεινά και γλυκά λόγια, εκείνος θα παρακινηθή να μου το δώση οπίσω το πράγμα μου ή και να μη με φονεύση. Διότι εγώ ωσάν του αντισταθώ, ή θα με φονεύση ή θα τον φονεύσω.

Λοιπόν τούτος ο νόμος, ο πνευματικός, είνε καλός, και θα γίνω Χριστιανός.

Χωρίς την πέτραν, το τσακουμάκι και την ύσκαν φωτιά δεν πιάνει˙ καθώς δεν ημπορούν να λείψουν τα τρία ομού, έτσι και η αγία Τριάς τρία είνε και ένα. Ή καθώς το νερόν είνε ένα, το χαλάζι και το χιόνι, τρία μιας φύσεως και τα τρία. Η ψυχή είνε μία˙ ένα πρόσωπον γεννά τον λόγον˙ είνε η πνοή, είνε της ψυχής και όχι του σώματος. Η μεν ψυχή είνε εις τύπον του Πατρός, ο δε λόγος της ψυχής είνε εις τύπον του Υιού και Λόγου του Θεού, η δε πνοή της ψυχής εις τύπον του Παναγίου Πνεύματος. Η ψυχή γεννά τον λόγον με τον νουν, και δεύτερον τον γεννούν τον λόγον τα χείλη. Καθώς ο λόγος γεννάται από την ψυχήν πρώτον και δεν φανερώνεται, και δεύτερον με τα χείλη γίνεται φανερός, ούτως ο Υιός και Λόγος του Θεού εγεννήθη προ των αιώνων από τον Θεόν και Πατέρα˙ αλλά δεν εφανερώνετο εις τους ανθρώπους, αμή εις τον κόλπον του Πατρός. Έτι και δεύτερον εγεννήθη εκ των χειλέων των προφητών και εκ της πανάγνου Μαρίας της Αειπαρθένου, και τότε έγινε φανερός εις όλον τον κόσμον.

Δευτέρα γέννησις λέγεται εκ της σαρκός οπού εφανερώθη. Και όταν ήτο εις τον Σταυρόν, έπασχεν η ανθρωπότης, η ύλη της σαρκός, η δε Θεότης έμεινεν απαθής. Και καθώς, όταν ο ήλιος φωτίζη το δένδρον και ο δενδροκόπτης κόπτοντας με το τσεκούριον, το μεν δένδρον πάσχει κοπτόμενον, αι δε ακτίνες του ηλίου, οπού είνε επάνω, εις το δένδρον, άκοπτες και αβλαβείς μένουν, ούτω και η Θεότης του Χριστού μας˙ αν και εις τον καιρόν του πάθους ήτο ηνωμένη με την σάρκα και δεν εχωρίσθη από αυτήν, καθώς και ο ήλιος από το δένδρον, και δεν έπαθεν, ούτω και η ανθρωπότης έπαθεν ως το δένδρον, η δε Θεότης έμεινεν αβλαβής ως ο ήλιος:

Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.

Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.