… Με αφορμή την έναρξη του μεγάλου πολέμου ο Χρυσόστομος εισηγείται στον οικουμενικό πατριάρχη την άρση του μέτρου της κήρυξης της εκκλησίας σε κατάσταση διωγμού και το άνοιγμα των εκκλησιών ώστε «ο λαός του Θεού εισέλθη εις τα σκηνώματα του Κυρίου, και πέση επί των γονάτων και καθοσιωθή εις αδιέλειπτον και ολοκάρδιον προσευχήν, ίνα επίδη ιλέω όμματι ο Κύριος επί την Οικουμένην».1 Το μέτρο αυτό, το οποίο είχε αποδώσει στο παρελθόν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δεν μπόρεσε το 1914 να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων υπέρ των διωκόμενων χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Στις 29 Ιουλίου 1914 το πατριαρχείο, χωρίς να έχει εξασφαλίσει κανένα αντάλλαγμα από την υψηλή πύλη για το μέλλον των θρησκευτικών μειονοτήτων, διέταξε το άνοιγμα των εκκλησιών και των ελληνικών ιδρυμάτων στην οθωμανική επικράτεια.
Την Κυριακή 3 Αυγούστου 1914, την πρώτη δηλαδή Κυριακή μετά το άνοιγμα των εκκλησιών, η οποία συνέπεσε με τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου, ο Χρυσόστομος τέλεσε πανηγυρική θεία λειτουργία στον μητροπολιτικό ναό της αγίας Φωτεινής Σμύρνης. Δύο μήνες μετά την απαγόρευση κάθε δημόσιας ιεροτελεστίας στις επαρχίες του οικουμενικού θρόνου και ενώ το ελληνικό στοιχείο ζούσε σε ένα πέλαγος δοκιμασιών και θλίψεων, ανασφάλειας και τρόμου, ο ιερός ναός της αγίας Φωτεινής κατακλύστηκε από χιλιάδες πιστούς, οι οποίοι είχαν προσέλθει για να συμμετάσχουν στην πρώτη λατρευτική σύναξη μετά την έναρξη των ανθελληνικών διωγμών το καλοκαίρι του 1914.
Στο κήρυγμά του ο άγιος αναφέρθηκε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, όπου περιγράφεται η αδυναμία των μαθητών του Κυρίου να θεραπεύσουν έναν σεληνιαζόμενο νέο. Επαναλαμβάνοντας ο ιεράρχης τα λόγια του Κυρίου «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21), προέτρεψε τους χριστιανούς να οπλιστούν με τα πνευματικά όπλα της προσευχής και την νηστείας στον αγώνα της επιβίωσής τους.
Ωστόσο, η προτροπή του αγίου για μεγαλύτερη περισυλλογή και άσκηση στο κλίμα της νηστείας ενόψει της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ερμηνεύτηκε ως παρακίνηση για ένοπλο αγώνα εκ μέρους των Ελλήνων ομογενών. Ο νομάρχης της Σμύρνης ο οποίος είχε δώσει εντολή να παρακολουθείται κάθε κίνηση του Χρυσοστόμου, όταν ενημερώθηκε για τις σχετικές παραινέσεις στον λόγο του Μητροπολίτη, άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο για την απέλασή του από τη Σμύρνη. Πληροφορούμενος ο Χρυσόστομος τα σχέδια του Βαλή, θυμήθηκε τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «το έτοιμον εις κακίαν, ράδιον εις υπόνοιαν»,2 θέλοντας να δείξει πως ο νομάρχης, ο οποίος ήταν έτοιμος να καταστρέψει τη Σμύρνη, υποπτεύονταν τους χριστιανούς ότι συνωμοτούσαν κατά των τουρκικών αρχών.
Την αμέσως επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε η πρώτη ενέργεια εναντίον του ιεράρχη. Το πρωί της 4ης Αυγούστου 1914, επιστρέφοντας ο κλητήρας της μητροπόλεως Θωμάς Βούλτσος από το γαλλικό ταχυδρομείο, όπου είχε μεταβεί για να παραλάβει την αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, συνελήφθη από άνδρες της μυστικής αστυνομίας και οδηγήθηκε στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό. Εκεί, κρατήθηκε για να εξεταστεί εάν η αλληλογραφία περιείχε ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του μητροπολίτη ή αθηναϊκές εφημερίδες, οι οποίες είχαν μπει στο στόχαστρο των τουρκικών αρχών. Να σημειωθεί πως ο Θωμάς Βούλτσος ήταν ο υπάλληλος του Χρυσοστόμου στην ιερά μητρόπολη Δράμας, στα χέρια του οποίου είχε βρεθεί στις 14 Αυγούστου 1907 η αλληλογραφία του ιεράρχη, γεγονός που επέσπευσε τότε την πρώτη απομάκρυνση του αγίου από τη Μακεδονία.
Όταν ο Χρυσόστομος έμαθε για την περιπέτεια του υπαλλήλου του, απέστειλε στην αστυνομία τον γραμματέα του τουρκικού γραφείου της μητροπόλεως και ζήτησε την άμεση απελευθέρωση του Βούλτσου. Ωστόσο, όταν ο απεσταλμένος του ιεράρχη επέστρεψε άπρακτος, μετέβη στον νομάρχη της Σμύρνης ο ίδιος ο μητροπολίτης και τον παρακάλεσε να δώσει ένα τέλος στην άδικη κράτηση του κλητήρα της μητροπόλεως, λέγοντας πως ήταν απαράδεκτο να συλλαμβάνεται ένας υπάλληλος «εν μέση αγορά» από πρόσωπα που δεν έφεραν κανένα διακριτικό της ιδιότητάς τους και το κυριότερο χωρίς να αποδίδεται σε αυτόν καμία κατηγορία. Ο Ραχμή μπέης απάντησε πως ο κρατούμενος επρόκειτο να παραπεμφθεί στος Στρατοδικείο, καθώς είχαν βρεθεί επάνω του ελληνικά φύλλα εφημερίδων, όπως η «Νέα Ελλάς», η οποία είχε σταλεί από την Αθήνα με αποδέκτη τον μητροπολίτη Σμύρνης. Ο Χρυσόστομος απάντησε τότε πως δεν θα έπρεπε γι’ αυτό να τιμωρηθεί ένας υπάλληλος, εφόσον εκείνος εκτελούσε εντολές των ανωτέρων του, για να λάβει την απάντηση του νομάρχη, πως αρχικά θα
τιμωρείτο παραδειγματικά ο εν λόγω υπάλληλος και έπετια οι ανώτεροί του.3
Την επομένη οι τουρκικές αρχές σχεδίασαν την απέλαση του Χρυσοστόμου από τη Σμύρνη. Στις 5 Αυγούστου 1914 ο νομάρχης κάλεσε επειγόντως τον μητροπολίτη να προσέλθει στο διοικητήριο, προκειμένου να συζητήσουν ένα σημαντικό θέμα. Το σχέδιο προέβλεπε την αιφνιδιαστική σύλληψη του αγίου και την επιβίβασή του σε αμαξοστοιχία που θα τον οδηγούσε στο Ικόνιο ή την Κωνσταντινούπολη. Την τελευταία, ωστόσο, στιγμή και ενώ ο Χρυσόστομος ετοιμαζόταν να μεταβεί στον νομάρχη, το σχέδιο απέλασης διέρρευσε, γεγονός που ματαίωσε τη μετάβαση του μητροπολίτη στο διοικητήριο.4 Έκτοτε, ο ιεράρχης απέφυγε κάθε έξοδο από τη μητρόπολη, με εξαίρεση την επίσκεψή του στις 10 Αυγούστου 1914 στη γενική διοίκηση, με αφορμή την πρώτη μέρα του Βαϊραμίου, όπου έγινε δεκτός με ψυχρότητα και περιφρόνηση.
Στις 11 Αυγούστου 1914 επισκέφθηκε τη μητρόπολη Σμύρνης ο γενικός πρόξενος της Ρωσίας Α. Καλμικώφ. Στη συνάντησή του με τον Χρυσόστομο ο Ρώσος αξιωματούχος μετέφερε διαταγή του Ραχμή σύμφωνα με την οποία ο ιεράρχης θα έπρεπε με την πρώτη ευκαιρία να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Σμύρνη, διαφορετικά θα απομακρυνόταν δια της βίας. Στην περίπτωση όμως που ο μητροπολίτης έφευγε με τη θέλησή του, ο νομάρχης υποσχέθηκε πως θα μεσολαβούσε στην τουρκική κυβέρνηση για τη μετάθεσή του σε καλύτερη επαρχία του οικουμενικού θρόνου και την άμεση εξασφάλιση του σχετικού αυτοκρατορικού βερατίου. Ο Χρυσόστομος απάντησε στον Ρώσο πρόξενο, ότι βρισκόταν στη Σμύρνη ως απεσταλμένος του πατριαρχείου, χωρίς εντολή του οποίου δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει ούτε για μια στιγμή τα καθήκοντά του προς την πόλη και τον πιστό λαό της.
Την ίδια μέρα ο άγιος απέστειλε στο πατριαρχείο επιστολή στην οποία τόνιζε πως δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να διαταχθεί η ανάκλησή του από τη Σμύρνη, αναφέροντας μάλιστα στον Γερμανό Ε’ πως, αν δεν μπορούσε να μεταβάλει τις αποφάσεις της κυβέρνησης και του νομάρχη, θα ήταν προτιμότερο για τον ίδιο να εκδιωχθεί από τη Σμύρνη «δια της βίας και της λόγχης».5
Ο Χρυσόστομος αναδεικνύει και πάλι το γνήσιο και αυθεντικό εκκλησιαστικό φρόνημα. Ενώ βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας εξορίας, καλεί το Φανάρι να μην συναινέσει στην απέλασή του, καθώς θεωρεί την ενέργεια αυτή πλήγμα τόσο για τον ίδιο όσο και για την εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό, ο άγιος προσπαθούσε αφ’ ενός να καλύψει το πατριαρχείο, το οποίο έδειχνε να μην μπορεί να προστατεύσει ένα αθώο μητροπολίτη αφ’ ετέρου να δώσει διδάγματα γενναιότητας στον χειμαζόμενο ελληνορθόδοξο λαό, ο οποίος, βλέποντας την εκδίωξη του πνευματικού του πατέρα, θα αντλούσε δύναμη στον αγώνα της φυσικής και πνευματικής επιβίωσης.
Ταυτόχρονα, στη σκέψη του Χρυσοστόμου ξυπνούσαν μνήμες από τις δύο προηγούμενες απελάσεις, το 1907 από τη Δράμα και το 1909 από την Καβάλα, όταν η εκδίωξή του είχε την «έγκριση» του πατριαρχείου, το οποίο, για να αποφύγει τη βίαιη απομάκρυνση του μητροπολίτη, διέταξε και τις δύο φορές την ανάκλησή του. Αυτή τη φορά όμως ο μαχητικός ιεράρχης προτιμούσε να συλληφθεί και να απαχθεί από τις τουρκικές αρχές, καθώς θεωρούσε πως σε μια εποχή κατά την οποία το γένος βρισκόταν σε τόσο δεινή θέση, η εκούσια ή έστω η κατ’ εντολήν της μεγάλης εκκλησίας αποχώρησή του θα σήμαινε λιποταξία από το ιερό χρέος που είχε αναλάβει έναντι Θεού και ανθρώπων.
Φαίνεται πως η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου 1914) λειτούργησε ανασταλτικά για την υλοποίηση του σχεδίου απέλασης του Χρυσοστόμου. Οι τουρκικές αρχές, οι οποίες ήθελαν να απαλλαγούν το συντομότερο δυνατό από την παρουσία του μητροπολίτη, απέφυγαν τις μέρες που οι Ρωμηοί κατέκλυζαν τον ιερό ναό της αγίας Φωτεινής και τους άλλους ναούς της Σμύρνης να προκαλέσουν με τη σύλληψη και απαγωγή του Χρυσοστόμου.
Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν, η ατμόσφαιρα ανάμεσα στον ιεράρχη και τη γενική διοίκηση παρέμενε τεταμένη. Έτσι, ανήμερα της εορτής της Παναγίας ο Χρυσόστομος απέστειλε εκ νέου επιστολή στον πατριάρχη, με την οποία καλούσε τη σεπτή κορυφή της εκκλησίας να διατρανώσει στη διεθνή κοινότητα τη βούληση του οικουμενικού πατριαρχείου για τα δίκαια του γένους και να καταγγείλει τις βιαιοπραγίες εις βάρος των Χριστιανών.6
Αξιοσημείωτο είναι ότι στην επιστολή του ο άγιος αναφέρεται αποκλειστικά στους διωκόμενους χριστιανούς της Μικράς Ασίας καλώντας τον πατριάρχη να ενεργήσει υπέρ αυτών. Για τον ίδιο, που βρίσκεται ένα βήμα πριν από μια νέα ανάκληση από τον τόπο διακονίας του, δεν αναφέρει απολύτως τίποτα, παρά μόνο υπενθυμίζει και ικετεύει τον Γερμανό Ε’ να μην υποκύψει το πατριαρχείο στις πιέσεις της κυβέρνησης και διατάξει την έστω και για λίγες μέρες απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη.
Την επομένη ο Χρυσόστομος κάλεσε τε σύσκεψη τα κοινοτικά σώματα της πόλης, προκειμένου να εξετάσουν τα δεδομένα που είχε δημιουργήσει η νέα προθεσμία του νομάρχη για την αναχώρησή του από τη Σμύρνη. Στη συνεδρίαση των ελληνικών αρχών αποφασίστηκε πως, εφόσον το πατριαρχείο δεν είχε διατάξει την ανάκλησή του, δεν θα έπρεπε ο μητροπολίτης να εγκαταλείψει τη θέση του, υποκύπτοντας μόνο στην κυβερνητική βία, εξέλιξη όμως για την οποία θα έφερε «το αίσχος και την ευθύνην της πράξεώς του ο νομάρχης».7
Επιπλέον, αποφασίστηκε να σταλούν υπό τύπον διαμαρτυρίας δύο επιστολές, η πρώτη προς τον Βαλή της Σμύρνης και η δεύτερη προς το πατριαρχείο. Στην πρώτη, την οποία υπέγραφε ο Χρυσόστομος, γινόταν αναφορά στην παραβίαση των εθνικών κανονισμών, οι οποίοι όριζαν πως το πατριαρχείο ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο για την ανάκληση ή παύση των μητροπολιτών του οικουμενικού θρόνου. Ο άγιος έγραφε πως δεν αναγνώριζε καμία προθεσμία από την τουρκική διοίκηση, δηλώνοντας κατηγορηματικά πως του ήταν αδύνατον να εγκαταλείψει την πόλη και τα καθήκοντά του.
Στη δεύτερη επιστολή, τα μέλη της Δημογεροντίας και της Κεντρικής επιτροπής, αφού εξέφραζαν την αγάπη και τη στήριξή τους στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου, καλούσαν το Φανάρι να μην υποκύψει «επί μηδενί λόγω» στις πιέσεις της κυβέρνησης και διατάξει τη μετάθεση του νόμιμου και κανονικού ποιμενάρχη τους. Ως λύση στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, οι κοινοτικοί άρχοντες ζήτησαν από τη Μητέρα Εκκλησία να καλέσει άμεσα τον Χρυσόστομο ως συνοδικό ιεράρχη στην Κωνσταντινούπολη.8
Το πρωί της 20ης Αυγούστου 1914 δεκάδες αστυνομικοί περικύκλωσαν τη μητρόπολη και έφραξαν τις κύριες εισόδους, αποκλείοντας την πρόσβαση σε οποιονδήποτε επιθυμούσε να εισέλθει στο μητροπολιτικό μέγαρο. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας προσήλθε στη μητρόπολη ο Αρχιαστυνόμος της Σμύρνης Χατζήμ μπέης, ο οποίος ανακοίνωσε στον Χρυσόστομο ότι την επομένη θα έπρεπε να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη με το πρώτο ατμόπλοιο της γραμμής, για να λάβει από τον ιεράρχη την απάντηση πως ουδέποτε επρόκειτο να εγκαταλείψει οικειοθελώς τη Σμύρνη. Αντ’ αυτού, ζήτησε από τον Αρχιαστυνόμο να αρθεί ο αποκλεισμός της μητρόπολης, καθώς η ενέργεια αυτή είχε ηλεκτρίσει την ατμόσφαιρα στην πόλη. Επίσης, ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος ο Θωμάς Βούλτσος, ο οποίος είχε ήδη καταδικαστεί σε δύο χρόνια φυλάκιση, επειδή είχαν βρεθεί επάνω του φύλλα αθηναϊκών εφημερίδων.9
Την Πέμπτη 21 Αυγούστου 1914, μετά την εκπνοή της προθεσμίας, ο διευθυντής της τουρκικής αστυνομίας στη Σμύρνη επισκέφθηκε εκ νέου τον Χρυσόστομο και τον υποχρέωσε να τον ακολουθήσει για να μεταβούν στο λιμάνι, όπου θα επιβιβαζόταν σε πλοίο που θα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Ο άγιος, αφού χαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια το προσωπικό των γραφείων της μητροπόλεως, εξήλθε από την επισκοπική κατοικία. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν συγκλονιστικό, καθώς πλήθος Χριστιανών είχε κατακλύσει τον αυλόγυρο του μητροπολιτικού μεγάρου για να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο του ποιμενάρχη.
Ωστόσο, προτού αναχωρήσει ο Χρυσόστομος, ζήτησε από τη συνοδεία των Τούρκων αστυνομικών να εισέλθει στον ιερό ναό της αγίας Φωτεινής. Ο επικεφαλής αστυνόμος δεν έφερε αντίρρηση και ο άγιος εισήλθε στον ναό όπου προσευχήθηκε, παρουσία του μητροπολίτη Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου, του επισκόπου Ξανθουπόλεως Αμβροσίου και των διακόνων της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης.
Έπειτα, εξερχόμενος ο μαρτυρικός ιεράρχης από τον ναό, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ακόμα συγκινητικό θέαμα χιλιάδων πιστών οι οποίοι συνωθούνταν για να ασπασθούν το χέρι του και να τον αποχαιρετήσουν. Καθώς όμως η ώρα περνούσε, ο μητροπολίτης απηύθυνε στους «κλαίοντας και ολοφυρομένους χριστιανούς» λίγα παρηγορητικά λόγια, συστήνοντας σε όλους εγκαρτέρηση και υπομονή, ευχόμενος δε για τον ίδιο γρήγορη επάνοδο στον τόπο της διακονίας του.
Ύστερα, ο Χρυσόστομος μπήκε στην κλειστή άμαξα που τον περίμενε έξω από τη μητρόπολη και οδηγήθηκε συνοδεία μυστικών αστυνομικών στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου επιβιβάστηκε στο ιταλικό ατμόπλοιο «Βόσπορος» με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη.10
Υποσημειώσεις.
1. Ό. π., σ. 264
2. Ό. π., σ. 285
3. Ό. π., σς. 279-280, 284
4. Ό. π., σ. 284
5. Ό. π., σ. 286
6. Ό. π., σσ’. 287-291
7. Ό. π., σ. 297
8. Ό. π., σ. 299
9. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 302-303
10. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 301. – Πρβλ. Πατρίς, αριθ. 9425/22.8.1914
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Απομάκρυνση από τη Σμύρνη του Αγίου Χρυσοστόμου (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.