Εξορία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Κωνσταντινούπολη από τον Αύγουστο του 1914 – Αθανασίου Μπιλιανού.

Η απέλαση του Χρυσοστόμου από τη Σμύρνη δημιούργησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών. Ο ιεράρχης απομακρύνθηκε από την έδρα της επαρχίας του, καθώς η παρουσία του στην ιωνική πρωτεύουσα εμπόδιζε την ολοκλήρωση του σχεδίου για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών στη μικρασιατική γη.

Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ για τις τουρκικές αρχές ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εκπρόσωπο και υπερασπιστή των Ελλήνων της Ιωνίας, για το εθνικό κέντρο, την Αθήνα, ο μητροπολίτης Σμύρνης ήταν ένας Οθωμανός πολίτης. Ευρισκόμενη η Ελλάδα στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου με την Τουρκία, απέφυγε να εμπλακεί στο θέμα της απέλασης του Χρυσοστόμου προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν ήταν «Έλλην υπήκοος».1

Η στάση αυτή του ελλαδικού κράτους απέναντι στους ομογενείς της Μικράς Ασίας δημιούργησε αναρίθμητα προβλήματα τόσο στους ίδιους τους Έλληνοθωμανούς υπηκόους όσο και στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Για πολλά χρόνια οι ελληνικοί πληθυσμοί από τη μια πλευρά του Αιγαίου διώκονταν επειδή ήταν Έλληνες Χριστιανοί και από την άλλη πλευρά είτε δεν είχαν την υποστήριξη της Ελλάδας είτε δεν γίνονταν δεκτοί στη μητέρα πατρίδα επειδή ήταν Οθωμανοί υπήκοοι.

Η έλευση του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη συμπίπτει με τη δεύτερη και πιο σκληρή περίοδο των διωγμών εναντίον των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβριο του 1914 η Τουρκία μπήκε και επίσημα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρά των κεντρικών δυνάμεων, γεγονός που άφηνε ακόμα πιο εκτεθειμένους τους χριστιανικούς πληθυσμούς απέναντι στις διαθέσεις των ηγετών του νεοτουρκικού κομιτάτου.

Αυτή τη φορά όμως οι θιασώτες της νέας Τουρκίας εμπνεύσθηκαν έναν πρωτοφανή αλλά συγκεκαλυμμένο τρόπο εξόντωσης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, τα τάγματα εργασίας. Τα διαβόητα εργατικά τάγματα, γνωστά και ως αμελέ ταμπουρού οργανώθηκαν κατά κύριο λόγο στη Μικρά Ασία και αποτέλεσαν μια από τις σύγχρονες και πιο απάνθρωπες μεθόδους εθνοκάθαρσης. Μετά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο της Τουρκίας σε αυτόν, η Υψηλή Πύλη διέταξε γενική επιστράτευση. Οι άνδρες ηλικίας 20-45 ετών θα έπρεπε μετά την έκδοση των σχετικών προκηρύξεων να παρουσιαστούν εντός πέντε ημερών στα κατά τόπους στρατολογικά γραφεία έχοντας εφοδιαστεί με τρόφιμα τριών ημερών.2

Να σημειωθεί ότι μέχρι την επανάσταση των Νεότουρκων, η κατάταξη στις δυνάμεις του οθωμανικού στρατού αφορούσε αποκλειστικά τους μουσουλμάνους πολίτες. Μέχρι τότε οι χριστιανοί είχαν εξασφαλίσει την απαλλαγή τους από τη στρατιωτική θητεία καταβάλλοντας επί σειρά ετών έναν ετήσιο φόρο, εξαγοράζοντας με αυτόν τον τρόπο τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις έναντι του τουρκικού κράτους. Ωστόσο, μετά την επαναφορά του συντάγματος (1908), η στράτευση επεκτάθηκε σε όλους τους οθωμανικούς πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος και περιελάμβανε τις ηλικίες 21-28 ετών. Το σχέδιο όμως εξόντωσης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, το οποίο είχε εκπονηθεί η αξιοποίησή τους στην κατασκευή και διάνοιξη δρόμων, οχυρωματικών και άλλων καταναγκαστικών έργων, καθώς και η εργασία τους σε λατομεία και ορυχεία στα βάθη της Ανατολίας.

Από τον Αύγουστο του 1914 άρχισαν να οδηγούνται στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας οι Έλληνες ομογενείς. Η μεταφορά και εγκατάστασή τους στους τόπους εργασίας θύμιζε παλαιότερες εποχές σκληρής δουλείας και βαρβαρότητας. Ως αιχμάλωτοι, αναγκάζονταν να διανύουν πεζοί αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων δίχως επαρκή τροφή και πρόσβαση σε πόσιμο νερό, επιπλέον, χωρίς τον απαραίτητο ρουχισμό που απαιτούσαν οι κλιματολογικές συνθήκες των αφιλόξενων περιοχών της μικρασιατικής ενδοχώρας. Εξαντλημένοι από τις πολυήμερες οδοιπορίες, υποχρεώνονταν να εκτελούν επίπονες εργασίες στην οδοιπορία και τα ορυχεία, μέχρι τα κτήματα και τους αγρούς για τη συγκομιδή της σοδειάς, καθώς οι Τούρκοι αγρότες είχαν εκλείψει λόγω της στράτευσής τους. Οι Έλληνες καλούνταν επίσης να εκτελούν εργασίες που δημιουργούσαν οι ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων, όπως να ανοίγουν δρόμους και σήραγγες, να χτίζουν γέφυρες και να κατασκευάζουν νέες γραμμές στο απαρχαιωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επόμενο ήταν να εμφανισθούν πολλές μεταδοτικές ασθένειες, όπως ο εξανθηματικός τύφος και η ασιατική χολέρα, οι οποίες άρχισαν να αποδεκατίζουν τον άρεννα ελληνικό πληθυσμό. Αναρίθμητες ψυχές Ελλήνων χάθηκαν στα εργατικά τάγματα του λευκού θανάτου, ενώ την ίδια τύχη είχαν και όσοι, μη μπορώντας να αντέξουν τις κακουχίες, επιχειρούσαν να διαφύγουν. Οι Έλληνες φυγάδες που συλλαμβάνονταν υποβάλλονταν σε εξευτελιστικούς βασανισμούς και έπειτα εκτελούνταν είτε δια τυφεκισμού είτε δια απαγχονισμού.4

Περιγράφοντας την κακοπραγία των χριστιανών στα τάγματα εργασίας ο Χρυσόστομος ανέφερε πως η πρακτική αυτή ήταν πιο οδυνηρή και από τη δουλεία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και την καταδίκη των δούλων στη Ρώμη. Οι Αιγύπτιοι, έγραφε ο μητροπολίτης, πράγματι καταδυνάστευαν τους Εβραίους και τους υποχρέωναν να κατασκευάζουν πλίνθους και να οικοδομούν πόλεις, όπως η Ραμεσσή και η Ώρ, έργα όμως τα οποία ήταν κοινωφελή και χρήσιμα. Πολύ αργότερα οι Ρωμαίοι, πρόσθεσε ο ιεράρχης, οδηγούσαν στα καταναγκαστικά έργα τους αιχμαλώτους και τους φυγάδες δούλους. Στα περίχωρα όμως της Σμύρνης και το εσωτερικό της Ανατολίας οι χριστιανοί ρίχνονταν στα λατομεία και αναγκάζονταν να σπάνε πέτρες μόνο και μόνο επειδή ήταν χριστιανοί («Το μόνον έγκλημά των είνε ότι είνε χριστιανοί και όχι μουσουλμάνοι»),5 γεγονός που καταδεικνύει ότι οι διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας αντιμετωπίζονταν από τον μητροπολίτη Σμύρνης και τους Έλληνες ομογενείς ως πολεμική εναντίον της πίστεώς τους.

Από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τα τέλη του ίδιου έτους, ο Χρυσόστομος παρέμεινε αδρανής στην Κωνσταντινούπολη. Στο διάστημα αυτό και καθόλη τη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του, τη διοίκηση της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης ανέλαβε ο επίσκοπος Ξανθουπόλεως Αμβρόσιος Πλειανθίδης. Από την Πόλη ο άγιος παρακολουθούσε τα γεγονότα του πολέμου και τα δεινά των Ελλήνων Μικρασιατών, επισκεπτόμενος κατά διαστήματα την ιδιαίτερη πατρίδα του Τρίγλια της Προποντίδας.

Υποσημειώσεις.

1. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, «Απέλασις του μητροπολίτου Σμύρνης», αριθμός 6.410/23.8.1914, σ. 2
2. Πολίτη, ό. π., σ. 157
3. ΕΑ ΛΒ (1912) 201-203, 209-210, 357-359, 377-378
4. ΕΑ ΛΗ (1918) 133-135, 155-157
5. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 287

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.