Ὁ τύπος καὶ ἡ οὐσία – Γρηγορη Ξενόπουλου.

Μετὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἑπτανήσων μὲ τὴν Ἑλλάδα (1864), ὁ Kερκυραίος δικαστὴς Δαρέζης ἔθεσε τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἑλλάδας καὶ διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Πελοπόννησο. Ὁ διορισμός του δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Ξενόπουλο νὰ σκιαγραφήσει τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὸ ἦθος τῶν Eπτανήσιων ἀριστοκρατῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ κυρίως πρότυπα, ἐπέμεναν στὴν τήρηση τῶν τύπων, ποὺ δὲν ἀπασχολοῦσαν βέβαια καθόλου τὸ νεοσύστατο ἑλληνικὸ κράτος. Τὸ διήγημα δημοσιεύτηκε τὸ 1944.

Ἐπὶ Ἀγγλικῆς Προστασίας*, ὁ Γερασιμάκης ὁ Δαρέζης, ἀπὸ τοὺς νόμπιλους* τοῦ νησιοῦ του, ἦταν διορισμένος στὴν Κέρκυρα δικαστής. Εἶχαν νὰ λένε γιὰ τὸν ἀκέραιο χαρακτῆρα του, τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ τὴν τυπικότητα. Πάντα ντυμένος στὸ καντίνι* –μιγρέα (ζακέτα), ψηλὸ καπέλο, ἄσπρη γραβάτα καὶ μπαστούνι μὲ χερούλι χρυσό– δὲν ἀνεχόταν τὴν παραμικρὴ παράβαση, τὴν παραμικρὴ παράλειψη, τὴν παραμικρὴ ἀμέλεια στὸ καθετί. Αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους, ἤθελε νὰ κάνει καὶ τὴ ζωή του πρότυπο τιμῆς κι ἀρετῆς.

Ὅταν ἑνώθηκε ἡ Ἐφτάνησο μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Δαρέζης χάρηκε πολύ, γιατ’ ἦταν πατριώτης καὶ ριζοσπάστης* κρυφός. Θεώρησε, ὅμως, χρέος του νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ δικαστής. «Μὲ διόρισε ἡ Ἀγγλία –εἶχε συλλογιστεῖ ὁ μὴ μοῦ ἅπτου* ἄνθρωπος– μὰ μὲ θέλει τάχα κι ἡ Ἑλλάδα; Ἄν μὲ θέλει, ἂς μὲ ματαδιορίσει».

Ἀλλὰ κι ἡ «Ἑλλάδα» τὸν ἤθελε. Εἶχε τόσο καλὲς πληροφορίες! Μὲ τὴ διαφορὰ πώς, ἀντὶ γιὰ δικαστή, προτίμησε νὰ τὸν διορίσει ἔπαρχο σ’ ἕνα μέρος τοῦ Μοριᾶ*.

Ἐπίτηδες, βλέπετε, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἕνωσης –ποὺ ἦταν καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Γεωργίου– γινόταν αὐτὴ ἡ «ἀνταλλαγή»: ἔστελναν διοικητικοὺς ὑπαλλήλους στὴν Ἐφτάνησο Ἐλλαδίτες, καὶ στὴν ἄλλη Ἑλλάδα διαλεχτοὺς Ἑφτανήσιους.

Πρόθυμα δέχτηκε τὴ νέα θέση ὁ Δαρέζης. Τὴ θεώρησε μάλιστα πολὺ τιμητικὴ γι’ αὐτόν. Κι ὁρκίστηκε νὰ βάλει τὰ δυνατά του γιὰ νὰ τὸ δείξει καὶ σὰν ἔπαρχος, ὅπως τὸ ‘χε δείξει καὶ σὰ δικαστής. Ἔπειτα, εἶχε καὶ τὴ φιλοδοξία νὰ κάνει τους Ἐλλαδίτες τῆς ἐπαρχίας του νὰ ἰδοῦν, νὰ γνωρίσουν στὸ πρόσωπό του τὸν «ἑπτανησιακὸ πολιτισμό». Θά ‘ταν τώρα δέκα φορὲς αὐστηρότερος, τυπικότερος, ἀξιοπρεπέστερος, δικαιότερος, ἠθικότερος. Ἔπαρχος! ἔλεγε. Μὰ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε. Ἔπαρχος θὰ πεῖ μικρὸς βασιλιᾶς. Καὶ βασιλικὲς ἀρετὲς ἔπρεπε ν’ ἀναπτύξει τώρα ὁ σιορ-Γερασιμάκης, ἀφοῦ θὰ ‘χε καὶ βασιλικὲς τιμές… Ἔπαρχος, τί διάολο! Σὰ νὰ λέμε Πρεβεδοῦρος* ἐπὶ Βενετοκρατίας. Ἔ, λοιπόν, ὁ Πρεβεδοῦρος ἐπὶ Βενετοκρατίας ἦταν μικρὸς βασιλιᾶς. Φαντάσου, ὅταν ἔφτανε στὸ νησί, τὸν ἔπαιρναν καὶ τὸν πήγαιναν στὸ παλάτι του μὲ μπαλντακίνο (οὐρανία) σὰν ἅγιο εἰκόνισμα! Μὰ μήπως πήγαινε παρακάτω σὲ τιμὲς καὶ δόξες ὁ Ρεζιντέντες* ἐπὶ Ἀγγλικῆς Προστασίας; Καὶ μήπως τώρα, μετὰ τὴν Ἕνωση, ὁ Νομάρχης ὁ Ἐλλαδίτης δὲν ἦταν πρόσωπο ἱερό;

Ἀδιάφορο ἂν τοῦ ἄρεσε αὐτουνοῦ ἡ «ἀφέλεια», κι ἂν ἔβγαινε στὸ δρόμο καὶ λιγάκι σάν-φασόν*. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ πέρα τὸν τιμοῦσαν, σὰ νὰ φοροῦσε χρυσά…

Ἔ, χρυσά ὄχι, ὁ Γερασιμάκης ὁ Δαρέζης δὲ θὰ φοροῦσε ποτέ. Μὰ καὶ ποτὲ δὲ θὰ τοῦ ἔλειπε ἡ μιγρέα κι ἡ ψηλοκαπελαδούρα. Ἄ, μόνο γιακέτα καὶ ψάθινο καπέλο δὲ θὰ ‘βαζε ὁ κύριος Ἔπαρχος. Μὰ οὔτε στὸ βαπόρι οὔτε στὴν ἐξοχή!…

Ἅμα ἔλαβε τὸ διορισμό του, πῆγε στὴ Νομαρχία, παρουσιάστηκε στὸ Νομάρχη καί, μὲ χίλιες τσιριμόνιες*, μ’ ἐπίσημη εὐγλωττία, μὰ καὶ μὲ βαθιὰ συγκίνηση, τὸν παρακάλεσε νὰ διαβιβάσει στὴν Κυβέρνηση τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ μεγάλη τιμή καὶ τὴν ἔνορκη ὑπόσχεσή του, πὼς θὰ φαινόταν ἄξιος. Εἶπε πολλά, πολλά. Ὁ Νομάρχης, ὁ διαλεχτὸς Ἐλλαδίτης, τ’ ἄκουσε μὲ ὑπομονὴ καὶ μ’ ἐλαφρὸ χαμόγελο. Ἔπειτα τοῦ εἶπε σάν-φασόν:

Ἐμ τὸ ξέρουμε, κύριε Δαρέζη, πὼς θὰ κάμετε τὸ χρέος σας.

Καὶ κάτι παραπάνω!, φώναξε ὁ νέος Ἔπαρχος.

Γι’ αὐτὸ πιὰ, τί νὰ σᾶς πῶ; ἔκανε ὁ Νομάρχης, σηκώνοντας τοὺς ὤμους. Εἶναι στὴ διάθεσή σας.

Ἀπογοητεύτηκε λιγάκι ἀπ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα ὁ Δαρέζης, μὰ ἔκρινε καλὸ νὰ μὴ δείξει τίποτα• καὶ ρώτησε ἁπλά:

Τώρα… πότε θὰ φύγω;

Μά, ὑποθέτω… μὲ πρώτη εὐκαιρία.

Πῶς;… Δὲ θὰ ‘ρθεῖ πλοῖο νὰ μὲ πάρει;

Μὲ κόπο ὁ Νομάρχης κράτησε τὰ γέλια του. Κι ἀποκρίθηκε:

Ὄχι, κύριε Δαρέζη, ὄχι. Δὲν εἶναι δυνατό. Τὸ Κράτος μας, βλέπετε, δὲν εἶναι Ἀγγλία, οὔτε Βενετία. Πᾶνε ἐκεῖνα ποὺ ξέρατε. Θὰ φύγετε μὲ τὸ βαπόρι τῆς γραμμῆς, πρώτη θέση, κι ἡ Κυβέρνηση θὰ σᾶς πληρώσει ἁπλῶς τὰ «ὁδοιπορικά»* σας.

Τὸ ἴδιο εἶναι! Δὲν πειράζει! Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε Νομάρχα! Δὲν ἤξερα!

Ἔγινε κατακόκκινος γιὰ τὴν γκάφα του ὁ νέος Ἔπαρχος. Νὰ μὴν τὸ συλλογιστεῖ, πὼς ἡ μικρή, φτωχὴ Ἑλλάδα δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τέτοιες πολυτέλειες! Μπά! καὶ μὲ τὸ βαπόρι τῆς γραμμῆς, πρώτη θέση, τὸ ἴδιο δὲν ἦταν; Ἂμ’ ἀνέβαζε ἕνα σινιάλο στὸ κατάρτι, νάτο! Καί, διάολε, τὸ σινιάλο* δὲν κόστιζε τίποτα: μιὰ παντιερούλα*, ἕνα κομμάτι πανί…

Ἑτοιμάστηκε τέλος πάντων καὶ μπαρκαρίστηκε* στὸ πρῶτο βαπόρι καὶ θὰ ‘φευγε ἀπ’ τὸ νησί του γιὰ τὸ Μοριᾶ.

Σινιάλο, ὅμως, δὲν εἶδε ν’ ἀνεβάσουν πουθενά.

«Ἔ, συλλογίστηκε, δὲν μπορεῖ ἀμέσως ἀμέσως… Ἔχουν τώρα τὴ φασαρία… Ἅμα ξεκινήσουμε…»

Ὡστόσο, γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό, δὲν ἔπαυε νὰ τὸ θυμίζει, κάνοντας τρόπο ν’ ἀκούγεται μὲς στὸ βαπόρι τ’ ὄνομά του κι ὁ τίτλος του. Πότε τὸ ‘λεγε, τὸ φώναζε
ὁ ἴδιος: «ὁ κύριος Γεράσιμος Δαρέζης, Ἔπαρχος…». Πότε προκαλοῦσε μιὰ προσφώνηση ἀπὸ ἄλλον: «Κύριε Ἔπαρχε!…». Κι ὅταν τέλος ἐνόμισε, πὼς ὅλο πιὰ τὸ βαπόρι, ἀπ’ τὴ γέφυρα ὡς τ’ ἀμπάρι, ἔμαθε ποιά προσωπικότητα κουβαλοῦσε στὴν ἕδρα της, ἡσύχασε κάπως καὶ κάθισε σὲ μιὰν ἄκρη.

Ἀλλά τοῦ κάκου. Τὸ βαπόρι εἶχε ξεκινήσει καὶ κανένα σινιάλο δὲν ἀνέβαινε νὰ πληροφορήσει τὶς ἀκτὲς καὶ τὶς θάλασσες, πὼς ταξίδευε μ’ αὐτὸ ἕνας ἄρχοντας. Πολὺ περίεργο πρᾶμα! Μὰ τὸ ξέχασαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;…

Ρώτησε τὸν καμαρότο:

Σινιάλο… γιατί δὲν ἐβάλατε;

Δὲν ξέρω, κύριέ μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ καμαρότος• δὲν εἶναι δική μου δουλειά. Θὰ λάβετε μέρος στὸ πρόγευμα;

Ρώτησε τὸ λοστρόμο:

Παντιερούλα;… πότε θὰ πάει ἡ παντιερούλα;

Μὰ τί; ἀποκρίθηκε ὁ θαλασσινός. Καραντίνα* ἔχουμε;

Ρώτησε κι ἄλλους, τὰ ἴδια.

«Ἄ, μὰ δὲν εἶναι δουλειὰ τούτη δῶ!», συλλογίστηκε μὲ ἀγανάχτηση ὁ κ. Ἔπαρχος.

Καὶ μιὰ καὶ δυό, ἀνεβαίνει στὴ γέφυρα καὶ παρουσιάζεται στὸν καπετάνιο.

Ο θαλασσινὸς αὐτὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ντόμπρους* καὶ τοὺς πιὸ σάν-φασονίστες Ρωμιούς. Ποτέ του δὲ θὰ ‘χε ἰδεῖ τέτοιον στὴ ζωή του ὁ ἄρχοντας Δαρέζης, οὔτε στὸ νησί του, οὔτε στὴν Κέρκυρα. Φαντάσου, νὰ βλέπει μπροστά του ἕνα νόμπιλο, μὲ μιγρέα, μὲ ψηλὸ καπέλο, καὶ νὰ μὴ σηκώνεται κἂν νὰ χαιρετήσει! Νὰ μὴ βγάζει οὔτε τὸ κασκέτο* του καθιστός!

Κύριε πλοίαρχε…

Ὁρίστε!

Εἶμαι ὁ κ. Γεράσιμος Δαρέζης, πρώην δικαστὴς καὶ νῦν ἔπαρχος…

Χαίρω πολύ!

Καὶ ταξιδεύω ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου!

Μάλιστα, χαίρω πολύ. Καὶ τί ἀγαπᾶτε;

Μά… τί ν’ ἀγαπάω; Δὲν ἀκούσατε, τί σᾶς εἶπα: Ταξιδεύω ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου!

Δηλαδή;

Ὡς Ἔπαρχος! Τί ἄλλο θέλετε νὰ σᾶς πῶ;

Δὲν ἐννοῶ… ἐξηγηθεῖτε, σᾶς παρακαλῶ… Ἔχετε κανένα παράπονο;

Βεβαιότατα! Ἔχω τὸ παράπονο, κύριε πλοίαρχε, ὅτι παρελείψατε ἕναν τύπον καὶ μίαν τιμὴν ὀφειλομένην!…

Ὁ καπετάνιος ἄρχισε νὰ βράζει:

Οὐφ!… ἐξηγηθεῖτε λοιπόν!

Ἦταν πιὰ προσταγή. Κι ὁ Γερασιμάκης ὁ Δαρέζης σήκωσε τὸ χέρι του κι ἔδειξε ψηλά:

Δὲν ἀναπετάσατε ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ τὸ σῆμα!

Ἄ!;

Ἐπί τέλους, ὁ καπετάνιος εἶχε καταλάβει. Κι ἀφοῦ κοίταξε πρῶτα καλά-καλὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ μιγρέα, ξαφνικὰ ἔβαλε τὰ γέλια. Μὰ κάτι γέλια!

Ὁ Γερασιμάκης κοκκίνισε σὰ ζεματισμένος ἀστακός.

Γιατί γελᾶτε; Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιολογία σας; Ὡραῖα, κύριε πλοίαρχε, σᾶς συγχαίρω!

Τώρα μόλις, ὁ καπετάνιος σηκώθηκε. Ἄ, μὰ τὸν εἶχαν πιάσει κι αὐτὸν τὰ δαιμόνια. Εἶχε πάψει νὰ γελᾶ.

Κι εἶπε τονίζοντας τὰ λόγια του ἕνα ἕνα:

Ἄμ, ἂν ἦταν νὰ βάζουμε σινιάλο κάθε φορὰ, ποὺ κουβαλοῦμε τραγιὰ σὰν τοῦ λόγου σου –ἔπαρχος, λέει– χαχαχούχα!… Ἄσε μὲ ἥσυχο, χριστιανέ μου!…

Ἡ ἱστορία δὲν ἀναφέρει τὴν ἀπάντηση τοῦ Γερασιμάκη τοῦ Δαρέζη.

Ἐγὼ ὅμως ὑποθέτω, πὼς θὰ ἔκανε ταχτικὴ μεταβολὴ καὶ θὰ κατέβηκε χωρὶς λέξη. Κι αὐτὸ τὸ κρίνω ἀπ’ τὰ κατοπινὰ ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία.

Μὲ τ’ ἄλλο βαπόρι, ὁ Γερασιμάκης ὁ Δαρέζης γύρισε στὸ νησί του, παρουσιάστηκε ἀμέσως στὸν κ. Νομάρχη καὶ τοῦ εἶπε:

Παραιτοῦμαι! Ἐγώ, σὰν Ἑπτανήσιος, δὲν εἶμαι μαθημένος ἔτσι, καὶ μοῦ εἶναι κάπως δύσκολο νὰ μάθω τώρα στὰ γεράματα. Ἂς μάθουν ἀπὸ σᾶς τοὺς Ρωμιοὺς τὰ παιδιά μας!

Ὦ! μὰ γιὰ ἕναν τύπο κάνετ’ ἔτσι σεῖς; φώναξε ὁ κ. Νομάρχης ἅμα ἔμαθε τὴν αἰτία.

Μάλιστα!, ἀποκρίθηκε θαρρετὰ ὁ πρώην δικαστής. Ἐγὼ ἤμουν καὶ εἶμαι τυπικός, γιατί ἔχω τὴν ἰδέα, ὅτι ὁ τύπος μαρτυρεῖ τὴν οὐσία. Ἅμα δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο, δὲν ὑπάρχει οὔτε αὐτή. Ὅταν οἱ καπετάνιοι σας βρίζουν τοὺς ἐπάρχους σας τραγιά, ἐπειδὴ τοὺς θυμίζουν μιὰ στοιχειώδη παράλειψη, θὰ πεῖ, ὅτι κι οἱ ἔπαρχοί σας δὲν κάνουν τὸ χρέος τους ἢ βρίσκουν τὸν μπελά τους, ὅταν τὸ κάνουν. Ἐγὼ οὔτε νὰ μὴν τὸ κάνω θὰ μποροῦσα οὔτε νὰ βρῶ τὸν μπελά μου θὰ ἤθελα. Καὶ παραιτοῦμαι!

Ἡ παραίτησή του ἔγινε δεκτὴ μὲ λύπη• μὰ ὁ Γερασιμάκης ὁ Δαρέζης ἰδιώτεψε* μὲ χαρὰ σ’ ὅλη τὴν ἐπίλοιπη ζωή του.

Από το: Ὁ ποπολάρος καὶ ἄλλα διηγήματα, 2022

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.