(Οι ποιητές µάς διασώζουν την αλήθεια του προσώπου µας. Στην εποχή της εικονικής πραγµατικότητάς µας καθαρίζουν την όραση από τις τρέχουσες επιχωµατώσεις και µάς κάνουν αισθητό το αίτηµα για πραγµατικότητα βίου εορταστική και πένθιµη συνάµα.)
«Εάν το Πάσχα είναι η λαµπροτάτη του Χριστιανισµού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η συγκινητικωτάτη» γράφει στην Εφηµερίδα της 25ης Δεκεµβρίου του 1887 ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης. Για τον πεζογράφο Παπαδιαµάντη διόλου τυχαία ο Μαλακάσης δήλωνε ότι είναι ο καλύτερος ποιητής που γνώρισε. Αλλά ο Παπαδιαµάντης έγραφε και ποιήµατα. Ένα από αυτά αναφέρεται στον ναό της Γεννήσεως, τόσο απαράµιλλα εικονιζόµενο στο διήγηµα «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892):
Με χρόνους µέ καιρούς και ήµισυ καιρού,
κάποιος αµαθής, αµαρτωλός χυδαίος,
καµµία γυναίκα του λαού πτωχή
σ ἐνθυµεῖται κι έρχεται να σου φερ
όχι χρυσόν, αλλά ολίγο λιβάνι,
ένα κερί, κι ολίγο λάδι στην µποτίλια
σ ἐσὲ που είσαι όλων ο δοτήρ.
Αν ο Παπαδιαµάντης (αλλά και ο Μωραϊτίδης) πηγάζουν από την υµνογραφία της εκκλησιαστικής λατρευτικής εµπειρίας και της βαθύρριζης απήχησής της στο συλλογικό σώµα, όµως και οι δυό διαπιστώνουν ότι η νεοελληνική συνθήκη διαµορφώνεται µέσα στα όρια του νεωτερικού κόσµου, αποµακρυνόµενη από τον πυρήνα της Γιορτής, ως αναφοράς νοήµατος. Πάντως στην πεζογραφία µας, και µάλιστα στη διηγηµατογραφία, οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες έχουν διαµορφώσει ολόκληρο ξεχωριστό είδος, µέ εξαιρετικά επιτεύγµατα. Δειγµατοληπτικά υπενθυµίζουµε εκτός από εκείνα των δυό παραπάνω συγγραφέων το «Θείον όραµα» του Ανδρέα Καρκαβίτσα (Λόγια της πλώρης, 1899), τα «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» της Πηνελόπης Δέλτα (Παραµύθια και άλλα, 1915), «Τα Χριστούγεννα του Αµερικανου» του Αντώνη Τραυλαντώνη (1922), τον «Ξένο των Χριστουγέννων» του Στέφανου Δάφνη (1927).
Η δίψα για διάρκεια
Στην ποιητική επικράτεια οι χριστουγεννιάτικες αναφορές είναι εξίσου πλούσιες, αλλά ίσως και περισσότερο πολυσήµαντες. Στον καθρέφτη του ποιητικού αποτελέσµατος, δηλαδή στα εκάστοτε µέσα στην ποιητική µας παράδοση µορφικά επιτεύγµατα, τα πράγµατα δεν µένουν µόνο στην αναπόληση η στη νοσταλγία της παιδικής καθαρότητας κατά την πρόσληψη της γιορταστικής ατµόσφαιρας. Αλλά, µέσω της µεταµορφωτικής διαδικασίας, που επιτυγχάνεται µέ την αληθινή ποίηση, αναιρείται η χρονική απόσταση, και ο χρόνος λειτουργεί ως ενότητα βιώµατος. Επιπλέον χαρτογραφείται η δίψα για διάρκεια, κι ας γίνεται τούτο πολλές φορές δια της αντιστροφής: µέ άλλα λόγια, µέσα από την αποκάλυψη της α-λογίας του ιστορικού χρόνου και των – συχνά – αιµατηρών η απάνθρωπων δεδοµένων.
Ο Κωστής Παλαµάς στο αυτοβιογραφικό «Τα χρόνια µου και τα χαρτιά µου» εντάσσει δυό κείµενα µέ αντίστοιχα χριστουγεννιάτικα περιστατικά. Είναι ο περίφηµος «Ταβάς» (1924) και το «Ο Λαµαρτίνος» (1922). Ωστόσο στην ποίησή του αλλού λάµπει το νόηµα της γιορτής:
Μέσα µου λάµπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορµί µου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός.
Ω! µέσα µου γεννιέται ένας Θεός.
Και αλλού το νόηµα αναδεικνύεται δια των υλικών της απόλυτης απελπισίας ή των ανθρώπινων αντιφάσεων:
Είδωλα, δαίµονες, ξωθιές, φαντάσµατα, στοιχειά,
της νύχτας µέσα µου ο λαός κυλιέται και κουνιέται,
και µέσα στη χιλιόδιπλη καρδιά µου µιά σπηλιά,
κι ένας Χριστός γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)
Στα εορταστικά σχολικά αναγνώσµατα – και εκ τούτου διόλου περιφρονητέα – παραπέµπουν οι στίχοι του επιπόλαια υποτιµηµένου Γεωργίου Δροσίνη («Νύχτα χριστουγεννιάτικη», 1935):
Την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη, / ποιός δεν το ξέρει;
Των µάγων κάθε χρόνο τα µεσάνυχτα / λάµπει τ ἀστέρι.
Κι όποιος το βρει µέσ στ ἄλλα αστέρια ανάµεσα / και δεν το χάσει
σε µία άλλη Βηθλεέµ ακολουθώντας το / µπορεί να φτάσει.
Παρόµοια και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης µέ τα ποιήµατα «Χριστός»(1894) και «Χριστουγεννιάτικος» (1934) µιλάει για την παραµυθητική σηµασία των Χριστουγέννων:
Κι όσο κι αν µατώνεις, ω ψυχή, στο γύρισµα άγιων ηµερών
µόνο αυτό σου µένει
στις θύελλες µέσα της ζωής και στα παιχνίδια των καιρών
σκληρά παραδοµένη.
Η βαθύτερη φλέβα
Ξανακερδίζουµε στις µέρες µας τον λόγο αυτών των ποιητών και νοούµε τις φωνές τους σαν κλαδιά ενός πλούσιου δέντρου – του σώµατος της έµµετρης ποιητικής µας ιδιοπροσωπίας. Διαβάζοντας και µελετώντας τις κατακτήσεις τους, βρίσκουµε ρυθµούς που µπορούν να συγκραθούν µέ τους ήχους του παρόντος για τη δηµιουργία νέων διόδων, στον αγώνα για µίαν έκφραση σύγχρονη αλλά µέ βάθος.
Υπάρχει και µία άλλη, θαλερή, φλέβα στην ποίησή µας όσον αφορά τις µεγάλες εκκλησιαστικές εορτές. Πρόκειται για τους ποιητές εκείνους οι οποίοι άσχετα από το αν ανήκουν στο ρεύµα του µοντερνισµού η στην «παραδοσιακή» τεχνοτροπία – εκφράζουν µία µυστική βιωµατική σχέση µέ το πρόσωπο του Χριστού, γενόµενοι αντηχεία µιάς ολόκληρης συλλογικής ιδιοσυγκρασίας, καθώς διατυπώνουν ένα πλατύ (και παραθεωρηµένο στη σύγχρονη µαζική πραγµατικότητα) ανθρωπολογικό αίτηµα.
Εξέχουσα θέση µεταξύ τους κατέχει ο Άγγελος Σικελιανός µέ το ποίηµα «Η Γέννηση» (1919;) από το Πάσχα των Ελλήνων. Μέσα σε µία καυτή σαν χιόνι λυρική αύρα οι στίχοι του περιγράφουν την πορεία της Θεοτόκου προς το Σπήλαιο:
Απ ὅλα Εκείνη λόγιαζε τα πλάσµατα πως σ Ἕνα
ποτάµια οι πόνοι ετρέχανε κι αστέρευτοι κρουνοί,
κι αν ήτανε τα σπλάγχνα της ν ἀνοίξουν µατωµένα
πως µατωµένοι θ ἄνοιγαν µαζί τους κι οι ουρανοί.
Νεωτερικές εκφράσεις
Ο ελληνικός µοντερνισµός και οι υψηλές – αξεπέραστες ως σήµερα, εν πολλοίς – κατακτήσεις του, συχνά διαβάζονται µονότροπα η παραναγιγνώσκονται. Έτσι, οι κατευθύνσεις του ταυτίζονται άστοχα µέ το χαµηλόφωνο και την αποτύπωση της κενότητας του µοντέρνου καθηµερινού βίου. Βεβαίως «οι κρίκοι στην αλυσίδα του ιερού» φαίνονται στη νεωτερικότητα να έχουν σπάσει. Ωστόσο είναι µέσα σε αυτές τις συνθήκες όπου η έκφραση της δίψας για αγνότητα και για πλήρωµα νοήµατος, ρητή η διατυπούµενη ως αίτηµα, αποτελεί µία κορυφαία µοντερνιστική αναζήτηση. Στα καθ ἡµᾶς, στεκόµαστε στον T. K. Παπατσώνη, πρωτοπόρο νεωτερικό, και θρησκευτικό, ποιητή, που µέ τα τρία του ποιήµατα για τη γέννηση του Χριστού («Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία», 1914, «Κατά την Γέννησιν του Κυρίου», 1915, «Τα Χριστούγεννα των δακρύων», 1962) µάς έδωσε βαθιά κατανυκτικούς στίχους:
Δεν περιµένω την οσµή καµιάς σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που Θεέ µου, θα µέ ράνεις,
και θα φανώ Ποιµενικόν θαύµα, θα φανώ φάσµα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσµα.
Συγκεκριµένη πνευµατική στάση και οπτική συγκεφαλαιωτική της εκκλησιαστικότητας στην υπαρκτική περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου καταθέτει η ουσιώδης Ζωή Καρέλλη µέ το ποίηµα «Παραµονή της Γέννησης» (Πορεία, 1940):
Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης, «σκήνωσον εν εµοί»,
ενώ εφιαλτικός σκηνοποιός ο Μίλτος Σαχτούρης στους όχι λίγους «χριστουγεννιάτικους» στίχους του («Χριστούγεννα», 1948, «Ο νεκρός στις γιορτές», 1986, «Τα λυπηµένα Χριστούγεννα», 1990), ενστικτώδης και δια της οµοιοπαθητικής µεθόδου, µεταµορφωτής ενός µηδενιστικού παρόντος, συνδέει αγχωτικά τη Γέννηση µέ τα γεγονότα του Εµφυλιου:
Σηµαία / ακόµη / τα δόκανα στηµένα στους δρόµους /
τα µαγικά σύρµατα / τα σταυρωτά / και τα σπίρτα καµένα /
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του µικρού Χριστού /
το αίµα το αίµα το αίµα.
(«Χριστούγεννα 1948»)
Ωστόσο το πλέον «χριστολογικό» ποίηµα για τα Χριστούγεννά µας το έχει, κατά τη γνώµη µου, χαρίσει ο Τάσος Λειβαδίτης στην ενότητα ποιηµάτων του «Ο αδελφός Ιησούς». Έχει τίτλο «Η Γέννηση» (1983):
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και µπήκα. Μου δειξε πάνω στο κοµοδίνο ένα µικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες – µού λέει – γεννήθηκε
η ευσπλαγχνία». Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα χαµε να πούµε τίποτα ωραιότερο απ αὐτό.
Οι ποιητές µας διασώζουν την αλήθεια του προσώπου µας. Στην εποχή της εικονικής πραγµατικότητάς µάς καθαρίζουν την όραση από τις τρέχουσες επιχωµατώσεις και µάς κάνουν αισθητό το αίτηµα για πραγµατικότητα βίου εορταστική και πένθιµη συνάµα. Αφού, κατά το λόγιον εκείνο, «βίος ανεόρταστος, µακρά οδός απανδόκευτος». Ή για να θυµηθούµε τον Ελύτη:
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος /
να ν ἤµερος να ναι άκακος /
λίγο φαΐ, λίγο κρασί /
Χριστούγεννα κι Ανάσταση.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/12/2005