Εφθασε Πρωτοχρονιά, και θ’ ακουστούν πάλι οι ίδιες, γνωστές, στερεότυπες ευχές, λες και πρέπει να τηρηθεί κάποιου είδους τυπικό για την συγκεκριμένη γιορτή. Οι ευχές αυτές εκφέρονταν πάντοτε προφορικώς ή γραπτώς, και με τον ίδιο τρόπο εκφέρονται και σήμερα, μόνο που η γραπτή εκδοχή έχει γίνει πλέον ηλεκτρονικού τύπου. Συμπαθούσα πολύ περισσότερο τις παλιές «ευχετήριες κάρτες», με όλα τα χρώματα, σκίτσα ή τοπία, και με όλον τον χρόνο, σκέψη, και προσωπική φροντίδα που αφιέρωνε κανείς για να τις γράψει και να τις στείλει, την ικανοποίηση της αφής και της ψυχής όταν τις κρατούσες στο χέρι σου, που κάποιος σε σκέφτηκε και σού ‘γραψε δυό λέξεις, ακόμη κι αν ήταν δυο λέξεις τυπικές, επαγγελματικές.
Οι ευχές αυτές περιλαμβάνουν συνήθως όλες τις κοινές, γνωστές, διαχρονικές και πανανθρώπινες επιθυμίες: υγεία, αγάπη, χρήματα, επαγγελματική επιτυχία, οικογενειακή ευτυχία, μακροημέρευση, ταξείδια, απολαύσεις, φιλίες, εμπειρίες. Κατανοητά πράγματα, και όσο δεν γίνονται εμμονή ή σκοπός της ζωής, όσο δεν ξεφεύγουν από το μέτρο, υγιή και ακίνδυνα.
Για δες όμως! Τέτοια που είναι τα δικά μας αιτήματα, αυτά δεν ήταν και τα δώρα των Μάγων; Τι πρόσφεραν οι Μάγοι στον νεογέννητο Χριστό; Του πρόσφεραν χρυσάφι, από την περιουσία την μεγάλη που είχαν, και Τον αναγνώρισαν ως Βασιλιά. Του πρόσφεραν λιβάνι και σμύρνα από την φώτιση που τους δόθηκε, και Τον αναγνώρισαν σαν Θεό, και μάλιστα αυτοθυσιαζόμενο Θεό. Του πρόσφεραν δηλαδή όλα τα πράγματα που θα μπορούσαν να Του είχαν ζητήσει. Δηλαδή τι; Θα μπορούσαν να του είχαν ζητήσει χρυσό, σαν να λέμε πλούτη, περιουσία, επιτυχία, φήμη και δόξα. Θα μπορούσαν να του είχαν ζητήσει πίστη. Θα μπορούσαν να Του είχαν ζητήσει σοφία για να καταλάβουν τα απόκρυφα μυστήρια. Τέτοια πράγματα δεν ζητούμε κι εμείς ως απολύτως θεμιτά; Δεν είναι φορές που να χύνουμε δάκρυα στα πόδια Του, εκλιπαρώντας Τον γι’ αυτά;
Και τι μας λέει τώρα εδώ το Ευαγγέλιο; Ότι αυτά τα πράγματα δεν τα ζητάς. Τα δίνεις. Δεν απλώνεις το χέρι ζητιανεύοντας. Λυγίζεις τα γόνατα και τα προσφέρεις με ταπεινότητα και υποταγή. «Τα σα εκ των σων…». Έτσι είναι. Είμαστε σε πλάνη, και βλέπουμε τα πράγματα ανάποδα. Αυτά που ζητάμε, θά ‘πρεπε να τα δίνουμε. Κι αν είναι ένας λόγος θεμιτός να Του τα ζητάμε, είναι για να Του τα δώσουμε. Να πούμε: «Δώσε μου χρήματα, για να μπορώ κι εγώ να δώσω εκεί που χρειάζεσαι». «Δώσε μου πίστη για να μπορώ να Σε προσκυνήσω και να δεχτώ τα δώρα των Μυστηρίων Σου». «Δώσε μου φώτιση για να κρίνω σωστά, για ν’ αποφεύγω τις πλάνες, για να μπορέσω να Σε νοιώσω και να Σ’ αγαπήσω λίγο πιο βαθειά».
Ο χρυσός, η σμύρνα και το λιβάνι, δεν είναι τα δώρα του Θεού, αν κι ο Θεός τα δίνει συγκαταβαίνοντας. Είναι δώρα του ανθρώπου προς τον Θεό. Και τι δίνει πίσω ο Θεός; Ό, τι έδωσε και ο Χριστός στους Μάγους. Ό, τι δεχόμαστε απλόχερα μέσα στην Θεία Λειτουργία, όταν ακούμε εκείνο το: «η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η Αγάπη του Θεού και Πατρός, και η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, είη μετά πάντων υμών», και απαντούμε εμείς στον ιερέα, αντευχόμενοι: «και μετά του πνεύματός σου».
Άραγε καταλαβαίνουμε τι δώρα είναι αυτά; Τι πράγμα είναι να έχεις την Χάρι από το Χριστό; Να έχεις την αγάπη του Θεού και Πλάστη μας, και κατά χάριν Πατέρα μας; Να έχεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργεί μέσα σου; Αυτά είναι ο Παράδεισος, δεν τα χωράει ο νους του ανθρώπου. Και πάλι όμως ο Θεός συγκαταβαίνει με την άπειρη αγάπη Του και μας τα χαρίζει όλα. Και τα μεν, και τα δε.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.