«Αυτή θα την φάω εγώ»
«ΜΕΤΑ ΑΠΟ τις Ακολουθίες, πάντοτε η τράπεζα ήταν αβραμιαία. Ο Γέροντας μας ετοίμαζε την τράπεζα. Πολλές φορές ήμουν εγώ, ήταν ο Δεσπότης ο Μόρφου και άλλα παιδιά, και καθόμαστε εκεί, μας έκανε τον καλοκαιρινό του καφέ, τον Νές, όπως τον έλεγε.
Μια φορά τον ρωτήσαμε: “Γέροντα, πώς κάνεις τον Νές; Είναι πολύ ωραίος. “Να, βάζω τέσσερα κουταλάκια ζάχαρη και μισό κουταλάκι Νές για δύο ποτήρια. Πολύ ωραίο, μοναδικό. Κι εκεί μας έβγαζε, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, τα πάντα.
Μάλιστα, μιά φορά θυμάμαι, είχε σπανακόπιτες στην τράπεζα. Ήταν πολύ χαριτωμένος, γελούσε πάρα πολύ. Όταν φάγαμε, έμεινε μία. Του Γέροντα του άρεσαν πολύ, πάρα πολύ, οι σπανακόπιτες. Και έμεινε μία στον δίσκο και έλεγε ο ένας στον άλλον: “Πάρ’ την. Έλεγε ο άλλος: “Πάρ’ την εσύ. Και η σπανακόπιτα έμενε στον δίσκο. Σε μιά στιγμή, όταν αποφάσισαν να την πάρουν, λέει ο Γέροντας: “Αυτή θα την φάω εγώ. Και “χά, χά, χά, γελούσε.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα]
«Γράφει ο Άγγελος, Βαγγέλη»
«ΕΙΧΕ ΑΠΕΡΑΝΤΟ σεβασμό στους Επισκόπους. Εχαίρετο να τους βλέπει, να τους υποδέχεται, όπως και κάθε άνθρωπο άλλωστε. Προσέφερε καφέ, γλυκό, νερό, καρπούζι, πεπόνι. Η χαρά του ήταν να κάθεσαι και να σε υπηρετεί, να πηγαίνει πέρα-δώθε, να φέρνει το ποτήρι, μετά την κανάτα με το νερό, μετά τον καφέ, μετά το πεπόνι, μετά το παξιμάδι, μετά το τυρί και πάλι από την αρχή.
Τον ερώτησα κάποτε: “Γέροντα, γιατί πας κι έρχεσαι;. Μού λέει: “’Εργάζομαι, Βαγγέλη, έργάζομαι. Και πάλι πήγαινε κι ερχόταν. Έστυβε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και έλεγε: “Γράφει ο Άγγελος, Βαγγέλη. Γράφει ο Άγγελος, Βαγγέλη.» [π. Ευάγγελος Παπανικολάου]
«Δεν έχουμε τέτοια συνήθεια εδώ»
«Ο,ΤΙ ΕΙΧΕ το έδινε, χωρίς να κρατάει τίποτε για τον εαυτό του. Αργότερα κατάλαβα, ότι έτσι έκανε πάντα. Του πηγαίναμε ένα ψωμί; Αν ήμαστε τέσσερεις, το μοίραζε στα τέσσερα. Αν ήμαστε εκατόν τέσσερεις, το μοίραζε στα εκατόν τέσσερα.
Κάποτε, του πήγαμε ένα μεγάλο ψωμί για τον κόσμο και φυλάξαμε, κρυφά ένα μικρό, για να φάει κι εκείνος. Όταν έφυγαν όλοι και του το δώσαμε, το πρόσωπό του άλλαξε. Λυπήθηκε πάρα πολύ. “Γιατί το κάνετε αυτό;, είπε ήρεμα. «Δεν έχουμε τέτοια συνήθεια εδώ, εδώ δεν κρατάμε τίποτε.
Ό,τι είχε το έδινε! Γι’ αυτό πάντα, όταν φεύγαμε από τον Γέροντα, δεν είχαμε φάει μόνο ψωμί, μέλι, καρπούζι… Μαζί μ’ αυτά είχαμε πάρει χαρά και χάρι.
Ποτέ, μά ποτέ δεν φύγαμε από τον Γέροντα όπως πήγαμε. Δίναμε ψωμί και παίρναμε Χριστό! Πηγαίναμε φτωχοί και φεύγαμε πλούσιοι. Ποιος μπορούσε να φανταστεί, τι θησαυρό έκλεινε στα σπλάχνα της η φτωχογειτονιά του Αιγάλεω!» [Μ. Μαρία]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009