Οι καρποί της Ιεράς ψαλμωδίας.

Του αγίου Διαδόχου

Όταν η ψυχή απολαμβάνει άφθονα τους φυσικούς της καρπούς, ψάλλει με κάπως πιο δυνατή φωνή και προτιμά να προσεύχεται με το στόμα. Όταν όμως δέχεται την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, ψάλλει με κάθε άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται μόνο1 μέσα στην καρδιά. Στην πρώτη κατάσταση ακολουθεί και κάποια φαντασμένη χαρά, ενώ στην άλλη πνευματικά δάκρυα και στη συνέχεια κάποια χαρά που αγαπά την ησυχία. Γιατί με τη μέτρια φωνή η μνήμη του Θεού παραμένει θερμή και έτσι κάνει την καρδιά να παρουσιάζει κάποια νοήματα που καταπραΰνουν και προκαλούν δάκρυα. Τότε πραγματικά μπορεί κανείς να δει τον σπόρο της προσευχής να σπέρνεται με δάκρυα στη γη της καρδιάς αλλά και με χαρά, λόγω της ελπίδας του θερισμού.2 Όταν όμως μας πιέζει βαριά δυσθυμία, πρέπει να ψάλλουμε με λίγο πιο δυνατή φωνή, ανακρούοντας τις χορδές της ψυχής με τη χαρά της ελπίδας, ώσπου να διαλυθεί εκείνο το βαρύ σύννεφο από τους ανέμους της μελωδίας.

Του αββά Κασσιανού.

Όλα τα κοινόβια της Ανατολής, και μάλιστα της Αιγύπτου, έχουν τον ακόλουθο κανόνα για τις προσευχές και τις ψαλμωδίες. Την ώρα της ακολουθίας συγκεντρώνονται οι αδελφοί και, όταν τελειώσει η ψαλμωδία, δεν σπεύδουν αμέσως να γονατίσουν, αλλά πριν κάμψουν τα γόνατά τους στέκονται λίγο με τα χέρια υψωμένα και προσεύχονται. Έπειτα πέφτουν κάτω, προσεύχονται πάλι λίγο γονατιστοί και όλοι μαζί σηκώνονται. Στη συνέχεια υψώνουν πάλι τα χέρια και κάνοντάς το αυτό για πιο πολλή ώρα και με περισσότερη ένταση ολοκληρώνουν τις προσευχές τους. Κανένας δεν γονατίζει ούτε σηκώνεται από τη γονυκλισία, πριν γονατίσει πρώτος ή σηκωθεί πρώτος αυτός που διευθύνει την προσευχή.

Όπως λοιπόν είπαμε, όταν συγκεντρώνονται για να τελέσουν τις ακολουθίες που προαναφέραμε, τόση ησυχία κάνουν όλοι, ώστε νομίζεις ότι δεν είναι παρών κανένας στην τόσο πολυάριθμη σύναξη των αδελφών. Αυτό όμως συμβαίνει προπαντός την ώρα των προσευχών, οπότε ούτε φτύνει κανείς ούτε βήχει, ούτε φαίνεται κάποιος να βαριέται ή να χασμουριέται από νύστα, ούτε βγαίνει από κανέναν ηχηρός στεναγμός. Γιατί, όπως λένε, αυτός που κάνει τις προσευχές με χαύνη διάθεση και με δυνατή φωνή, αμαρτάνει διπλά: πρώτα επειδή προσεύχεται με ραθυμία, και έπειτα επειδή με την ανάγωγη φωνή ενοχλεί την ακοή του άλλου3 και διασκορπίζει τον νου του. άλλωστε και οι δαίμονες επιτίθενται τότε, οι οποίοι, όταν μας δουν ότι στεκόμαστε να προσευχηθούμε, φορτώνουν την ψυχή με άπρεπους λογισμούς και ακηδία. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι αδελφοί αυτοί φροντίζουν να λένε τους ψαλμούς χωρίς θόρυβο και ταραχή, και να χαίρονται όχι με τους πολλούς στίχους, αλλά με την κατανόηση του νοήματος, ακολουθώντας τον λόγο του αποστόλου:

«Θα ψάλλω με το πνεύμα μου, θα ψάλλω και με τον νου».4 Θεωρούν δηλαδή πιο ωφέλιμο να ψάλλουν δέκα στίχους κατανοώντας τους, παρά όλο τον ψαλμό με σκορπισμένο νου.

Όταν τελειώσουν οι ψαλμοί και η ακολουθία, όπως είπαμε πιο επάνω, κανείς από τους αδελφούς δεν τολμά να σταθεί έστω και λίγο και να μιλήσει με άλλον, αλλά καθένας πηγαίνει στο κελλί του και ασχολείται με το εργόχειρό του, τηρώντας την εντολή του αποστόλου.5

Στις ακολουθίες της τρίτης, της έκτης και της ενάτης ώρας, όποιος δεν προλάβει να πάει πριν τελειώσει ο πρώτος ψαλμός, δεν τολμά πλέον να μπει στην εκκλησία ή να πάει μαζί με αυτούς που ψάλλουν, αλλά στέκεται μπροστά στην είσοδο και περιμένει την έξοδο των αδελφών. Και καθώς βγαίνουν οι αδελφοί, βάζει μετάνοια ως το έδαφος και ζητά συγχώρηση για τη ραθυμία του. Στις νυχτερινές όμως ακολουθίες δίνουν συγχώρηση στους καθυστερημένους μέχρι τον δεύτερο ψαλμό.

Από το Γεροντικό.

Ο αββάς Μακάριος ο μέγας, με το που απέλυε η εκκλησία, έλεγε στους αδελφούς: «Φεύγετε, αδελφοί». Του είπε κάποιος από τους γέροντες: «Πάτερ, πού να πάμε πιο μακριά από αυτή την έρημο;» Εκείνος, βάζοντας το δάκτυλο στο στόμα του, απάντησε: «Από αυτό να φεύγετε». Έπειτα πήγαινε στο κελλί του, έκλεινε την πόρτα και καθόταν.

Έλεγαν στον αββά Σισώη από τη Θηβαΐδα ότι, μόλις απέλυε η εκκλησία, αμέσως ξεκινούσε για το κελλί του, βαδίζοντας βιαστικά σαν κυνηγημένος. Μερικοί που τον έβλεπαν να το κάνει αυτό, έλεγαν: «Αυτός έχει δαίμονα». Εκείνος όμως έκανε το έργο του Θεού και δεν έδινε σημασία σε αυτούς που μιλούσαν εναντίον του.

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σιλουανό:

Υποσημειώσεις.

1. Στο κείμενο: εν όλη. Διόρθωση: εν μόνη (Λόγος ασκητικός, παράγραφο ογ’, φιλοκαλία Α’, σ’. 257).
2. Πρβ. Ψαλμ. 125, 5.
3. Στο κείμενο: άλλ’ ου. Διόρθωση: άλλου.
4. Α’. Κορ. 14,15
5. Πρβ. Πράξ. 20, 35˙ Β’. Θεσσ’. 3,12.
6.
7. Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
8.
9. Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
10.
11. Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
12.
13. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Ευεργετινός
Λόγοι και διδασκαλίες αγίων πατέρων

Τόμος Β’

Υπόθεση ΙΑ’
Του αγίου Διαδόχου
Όταν η ψυχή απολαμβάνει άφθονα τους φυσικούς της καρπούς, ψάλλει με κάπως πιο δυνατή φωνή και προτιμά να προσεύχεται με το στόμα. Όταν όμως δέχεται την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, ψάλλει με κάθε άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται μόνο1 μέσα στην καρδιά. Στην πρώτη κατάσταση ακολουθεί και κάποια φαντασμένη χαρά, ενώ στην άλλη πνευματικά δάκρυα και στη συνέχεια κάποια χαρά που αγαπά την ησυχία. Γιατί με τη μέτρια φωνή η μνήμη του Θεού παραμένει θερμή και έτσι κάνει την καρδιά να παρουσιάζει κάποια νοήματα που καταπραΰνουν και προκαλούν δάκρυα. Τότε πραγματικά μπορεί κανείς να δει τον σπόρο της προσευχής να σπέρνεται με δάκρυα στη γη της καρδιάς αλλά και με χαρά, λόγω της ελπίδας του θερισμού.2 Όταν όμως μας πιέζει βαριά δυσθυμία, πρέπει να ψάλλουμε με λίγο πιο δυνατή φωνή, ανακρούοντας τις χορδές της ψυχής με τη χαρά της ελπίδας, ώσπου να διαλυθεί εκείνο το βαρύ σύννεφο από τους ανέμους της μελωδίας.
Του αββά Κασσιανού.
Όλα τα κοινόβια της Ανατολής, και μάλιστα της Αιγύπτου, έχουν τον ακόλουθο κανόνα για τις προσευχές και τις ψαλμωδίες. Την ώρα της ακολουθίας συγκεντρώνονται οι αδελφοί και, όταν τελειώσει η ψαλμωδία, δεν σπεύδουν αμέσως να γονατίσουν, αλλά πριν κάμψουν τα γόνατά τους στέκονται λίγο με τα χέρια υψωμένα και προσεύχονται. Έπειτα πέφτουν κάτω, προσεύχονται πάλι λίγο γονατιστοί και όλοι μαζί σηκώνονται. Στη συνέχεια υψώνουν πάλι τα χέρια και κάνοντάς το αυτό για πιο πολλή ώρα και με περισσότερη ένταση ολοκληρώνουν τις προσευχές τους. Κανένας δεν γονατίζει ούτε σηκώνεται από τη γονυκλισία, πριν γονατίσει πρώτος ή σηκωθεί πρώτος αυτός που διευθύνει την προσευχή.
Όπως λοιπόν είπαμε, όταν συγκεντρώνονται για να τελέσουν τις ακολουθίες που προαναφέραμε, τόση ησυχία κάνουν όλοι, ώστε νομίζεις ότι δεν είναι παρών κανένας στην τόσο πολυάριθμη σύναξη των αδελφών. Αυτό όμως συμβαίνει προπαντός την ώρα των προσευχών, οπότε ούτε φτύνει κανείς ούτε βήχει, ούτε φαίνεται κάποιος να βαριέται ή να χασμουριέται από νύστα, ούτε βγαίνει από κανέναν ηχηρός στεναγμός. Γιατί, όπως λένε, αυτός που κάνει τις προσευχές με χαύνη διάθεση και με δυνατή φωνή, αμαρτάνει διπλά: πρώτα επειδή προσεύχεται με ραθυμία, και έπειτα επειδή με την ανάγωγη φωνή ενοχλεί την ακοή του άλλου3 και διασκορπίζει τον νου του. άλλωστε και οι δαίμονες επιτίθενται τότε, οι οποίοι, όταν μας δουν ότι στεκόμαστε να προσευχηθούμε, φορτώνουν την ψυχή με άπρεπους λογισμούς και ακηδία. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι αδελφοί αυτοί φροντίζουν να λένε τους ψαλμούς χωρίς θόρυβο και ταραχή, και να χαίρονται όχι με τους πολλούς στίχους, αλλά με την κατανόηση του νοήματος, ακολουθώντας τον λόγο του αποστόλου: «Θα ψάλλω με το πνεύμα μου, θα ψάλλω και με τον νου».4 Θεωρούν δηλαδή πιο ωφέλιμο να ψάλλουν δέκα στίχους κατανοώντας τους, παρά όλο τον ψαλμό με σκορπισμένο νου.
Όταν τελειώσουν οι ψαλμοί και η ακολουθία, όπως είπαμε πιο επάνω, κανείς από τους αδελφούς δεν τολμά να σταθεί έστω και λίγο και να μιλήσει με άλλον, αλλά καθένας πηγαίνει στο κελλί του και ασχολείται με το εργόχειρό του, τηρώντας την εντολή του αποστόλου.5
Στις ακολουθίες της τρίτης, της έκτης και της ενάτης ώρας, όποιος δεν προλάβει να πάει πριν τελειώσει ο πρώτος ψαλμός, δεν τολμά πλέον να μπει στην εκκλησία ή να πάει μαζί με αυτούς που ψάλλουν, αλλά στέκεται μπροστά στην είσοδο και περιμένει την έξοδο των αδελφών. Και καθώς βγαίνουν οι αδελφοί, βάζει μετάνοια ως το έδαφος και ζητά συγχώρηση για τη ραθυμία του. Στις νυχτερινές όμως ακολουθίες δίνουν συγχώρηση στους καθυστερημένους μέχρι τον δεύτερο ψαλμό.
Από το Γεροντικό.
Ο αββάς Μακάριος ο μέγας, με το που απέλυε η εκκλησία, έλεγε στους αδελφούς: «Φεύγετε, αδελφοί». Του είπε κάποιος από τους γέροντες: «Πάτερ, πού να πάμε πιο μακριά από αυτή την έρημο;» Εκείνος, βάζοντας το δάκτυλο στο στόμα του, απάντησε: «Από αυτό να φεύγετε». Έπειτα πήγαινε στο κελλί του, έκλεινε την πόρτα και καθόταν.

Έλεγαν στον αββά Σισώη από τη Θηβαΐδα ότι, μόλις απέλυε η εκκλησία, αμέσως ξεκινούσε για το κελλί του, βαδίζοντας βιαστικά σαν κυνηγημένος. Μερικοί που τον έβλεπαν να το κάνει αυτό, έλεγαν: «Αυτός έχει δαίμονα». Εκείνος όμως έκανε το έργο του Θεού και δεν έδινε σημασία σε αυτούς που μιλούσαν εναντίον του.

Υποσημειώσεις.

1. Στο κείμενο: εν όλη. Διόρθωση: εν μόνη (Λόγος ασκητικός, παράγραφο ογ’, φιλοκαλία Α’, σ’. 257).
2. Πρβ. Ψαλμ. 125, 5.
3. Στο κείμενο: άλλ’ ου. Διόρθωση: άλλου.
4. Α’. Κορ. 14,15
5. Πρβ. Πράξ. 20, 35˙ Β’. Θεσσ’. 3,12.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.