Τράπεζα ο πατήρ Ευμένιος! – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορείτου.

Τράπεζα ο πατήρ Ευμένιος!

«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ, ΠΡΟΣ το τέλος της ζωής του, ήταν μία Τράπεζα. Όποιος πήγαινε, έβαζε χρήματα κάτω από τα μαξιλάρια, από τα στρώματα, στα σεντόνια, και όποιος ήθελε έπαιρνε. Έδινε, έδινε, δεχόταν και τα έδινε. Δεν τον ενδιέφερε εάν τον κατέκριναν, που ελάμβανε χρήματα, δεν τον ενδιέφερε να τον επαινούν η να τον κατηγορούν. Όλο γελούσε. Τα αντιλαμβανόταν, όμως, όλα.»

Παιδιά με AIDS

«ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, έξω από το κελί του, ήρθε μια παρέα ανδρών, που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, με σύνδρομο Επίκτητής Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (AIDS). “Καθήστε, παιδιά, τους λέει κι άρχισε να τους δίνει κεράσματα, φαγητά, πορτοκαλάδες. Τι χαρά είχε ν’ ανοίγει πορτοκαλάδες, να βάζει στα ποτήρια και να φουσκώνουν και να χύνονται απ’ έξω! Του λέω: “Γέροντα, να σας πω κάτι;. Μου λέει: “Ξέρω εγώ, ξέρω εγώ. Και δωσ’ του να φέρνει κι άλλα κεράσματα Όταν έφυγαν, τον ερωτώ: “Τι ξέρετε;. “Ξέρω, ξέρω, μου λέει. “Και λέω στον Χριστό: Βοήθα, Χριστέ μου, να μην ξαναγίνουν κι άλλοι. Όσην ώρα πήγαινα κι ερχόμουν, έλεγα: Χριστέ μου, όχι άλλοι, όχι άλλοι.»

Ό γύφτος με τα καρπούζια

«ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ήρθε μπροστά στο κελί ένας γύφτος με ένα Ντάτσουν γεμάτο καρπούζια, μαζί με τα τρία-τέσσερα παιδόπουλά του. Τού λέει: “Παπά, θέλεις καρπούζια;. Ό Γέροντας αναπαυόταν κάτω από το δένδρο, ήταν μεσημέρι προς το απόγευμα. Τού λέει: “Θέλω, θέλω. “Πόσα θέλεις;. “Βγάλε εσύ και θα σου πω. Άρχισε να βγάζει ο άνθρωπος καρπούζια, τα έδινε στα παιδιά του, τα έπαιρνε ο Γέροντας και τα έβαζε στην αποθήκη. Έδινε ο άνθρωπος, έπαιρνε ο Γέροντας, γελούσε, γελούσε, απορούσε και ο γύφτος, αλλά τι να κάνει, πουλούσε. Έχασε το μέτρημα ο άνθρωπος. Λέει ο Γέροντας: “Πάμε να τα μετρήσουμε. Βουνό μέσα στην αποθήκη τα καρπούζια. Που να μετρηθούν!

Του λέει ο Γέροντας: “Πόσο κάνουν;. Τα ζυγιάζει ο γύφτος με το μάτι, λέει τόσα. Του λέει ο Γέροντας: “Καλά. Καθήστε να φάτε κάτι. τους βάζει φαγητό, πέρα-δώθε, χαρά ο άνθρωπος, χαρά τα παιδόπουλα. Πήγαινε ο Γέροντας, τους έφερνε νερό, ψωμί, κρασί, τυροπιτάκια, ό,τι είχε. Χαρά. Όλοι γέλαγαν.

Μαζεύτηκε η ώρα, τού έδωσε τα χρήματα, όσα τού είχε ζητήσει και κάτι παραπάνω, δεν πήρε τα ρέστα. Μπαίνουν μέσα στο αυτοκίνητο ο γύφτος και τα παιδιά του να φύγουν, ξεκινάνε, πάνε πιο πέρα και ο Γέροντας αρχίζει να φωνάζει: “Ελάτε πίσω, ελάτε πίσω. Τι να κάνει ο άνθρωπος; Γυρίζει πίσω. “Τι θέλεις, Παππούλη;. “Πόσα παιδιά έχεις; ερώτησε ο πατήρ Ευμένιος. “Τέσσερα, του άπαντά ο γύφτος. “Κατέβα κάτω από το αυτοκίνητο, πάμε πάλι μέσα στην αποθήκη με τα καρπούζια. Διάλεξε 6 καρπούζια, τα καλύτερα και πάρτα για τα παιδιά σου και για σένα.

Εκοίταζε ο άνθρωπος σαν χαζός. Του λέει, όμως, ο Γέροντας: “Πάρτα να τα φας με τα γυφτόπουλα, μη τα πουλήσεις, τα κερνάω εγώ, και γελούσε.

Του έδωσε πίσω ό,τι είχε αγοράσει απ’ αυτόν. Εκοίταζε ο άνθρωπος, έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Αυτός τον ευλογούσε. Άνοιξε ο γύφτος την πόρτα του αυτοκινήτου, έβγαλε τα γυφτόπουλα. Του φίλησαν κι αυτά το χέρι και ο Γέροντας τα ευλόγησε. Έφυγαν χαρούμενοι και ο Γέροντας γελούσε.

Μου λέει: “Βαγγέλη, μ’ αρέσει γιατί δεν λέμε πολλά, δεν λέμε πολλά, Βαγγέλη, να έρχεσαι.» [π. Ευάγγελος Παπανικολάου]

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.