Για την ησυχία˙ και ποιά εργασία πρέπει να έχει εκείνος που με ανδρεία παραμένει σ’ αυτή.
Επειδή έχω την προθυμία να πω λίγα λόγια για την τελειότερη από τις αρετές, σας παρακαλώ, ανοίξτε τα αυτιά σας, όσοι με την πρόοδο και την ανάβαση των άλλων αρετών ποθείτε την τελειότητά της και ετοιμάζεσθε να ανεβείτε στο ύψος της, με το να προσηλώσετε δηλαδή το νου σας στην προσοχή αυτών που λέγονται, ώστε, αφού διδαχθείτε από το λόγο μου την εργασία αυτής της αρετής, να φροντίσετε, επειδή επιθυμείτε την αξία και τον πλούτο της, να παρουσιάσετε τους εαυτούς σας άξιους στην υποδοχή και στην εργασία της. θα αρχίσω μάλιστα απ’ αυτή την αρετή, και θα κάνω την αρχή του λόγου, με σύντομο πρόλογο, για τον εραστή της.
Ας γίνει λοιπόν εκείνος που ησυχάζει και κάθεται μόνος στο κελλί του, όπως η πρωτομάρτυς Θέκλα1 διότι αυτή, με το να κάθεται στο παράθυρο και να προσέχει στη διδασκαλία του Παύλου, αφού δηλαδή αποσύρθηκε από τα κοσμικά πράγματα και από τις σωματικές απαιτήσεις (διότι, λέει ο βίος της, δεν απομακρυνόταν αυτή, αλλά σαν αράχνη, αφού προσκολλήθηκε στο παράθυρο, δεν ανασηκωνόταν ούτε για να φάει ούτε για να πιεί, αλλά άκουγε με προσοχή τον Παύλο)˙ και όταν ο ίδιος αναχώρησε, τον ακολουθούσε, επειδή αποφάσισε από μόνη της την φυγή από τον κόσμο˙ και αφού εγκατέλειψε τους γονείς της και τον μνηστήρα και όλα, ζητούσε μόνο εκείνον, και έτρεχε από πίσω του με πόθο˙ και δεν ανεχόταν διόλου να έχει στο νου της κάποιον άλλο εκτός από τον Παύλο. Τόσο πολύ δηλαδή την κυρίευσε ο πόθος της για τον Παύλο, ώστε να πέφτει στον τόπο, όπου ο Παύλος καθόταν και δίδασκε, και να καταφιλά το έδαφος, στο οποίο πατούσαν τα πόδια του. Ας μη νομίσεις ότι έχει ειπωθεί κάποιο απ’ αυτά χωρίς λόγο˙ αλλά, αν δεν βρήκες το λόγο για τον
οποίο έχει ειπωθεί, ζήτησε και θα τον βρεις.
Ας γίνει, αν θέλει, και όπως η πόρνη, κρατώντας και φιλώντας και βρέχοντας με πνευματικό τρόπο με τα δάκρυά του τα πόδια του Κυρίου2 χωρίς να αποβλέπει σε κανέναν άλλο, παρά μόνο σ’ εκείνον που μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες του. Ας γίνει και όπως η δούλα, που τα μάτια της είναι προσηλωμένα στα χέρια της κυρίας της,3 ατενίζοντας και ο ίδιος σταθερά στα χέρια του Κυρίου και Θεού του. Ας γίνει και σαν τη νύφη, ώστε με την ένωσή του με τον νυμφίο Χριστό να κοιμάται μαζί του και να ξυπνά μαζί του στην αιώνια ζωή, ή, μάλλον, να μένει πάντοτε μέσα σ’ αυτόν, και να περιφέρει αυτόν, που μένει μέσα του. Ας γίνει, αν μπορεί, και σαν ένας από τους άρχοντες που παραστέκουν στον επίγειο βασιλιά μέσα στον κοιτώνα του και συνομιλεί φιλικά και μυστικά μαζί του, και ας ζητά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Δεσπότη του.
Ας γίνει εκείνος, που ησυχάζει, όπως οι μαθητές που ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ μαζί με τον Ιησού4 και είδαν την αστραφτερή λάμψη και μεταβολή των ενδυμάτων του και το φως του προσώπου του, οι οποίοι, όταν είδαν τη φωτεινή νεφέλη και άκουσαν την πατρική φωνή να λέει, «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός», έπεσαν έκπληκτοι με το πρόσωπό τους προς τη γη, ώστε και αυτός ο ίδιος να μπορέσει να πει, όπως ο Πέτρος, «Κύριε, είναι καλό να μείνουμε εδώ. Ας κάνουμε τρεις σκηνές, για σένα και για τον Πατέρα σου και για τον Άγιό σου Πνεύμα, για τη μία βασιλεία, για να είναι αιώνια κατοικία, την ψυχή δηλαδή και το σώμα και το νου, με το να τα καταστήσουμε με την κάθαρσή τους καινούργια και να τα οικοδομήσουμε σε ύψος με την ποικιλία των αρετών». Ή ας γίνει όπως εκείνοι που κάθονταν τότε στην Ιερουσαλήμ, στο υπερώο,5 με το να περιμένει δηλαδή και ο ίδιος τη δύναμη από τον ουρανό, ή και με το να δεχθεί, όπως εκείνοι, τον Παράκλητο, που ήρθε, και να νομίζεται αυτός από τους σαρκικούς ανθρώπους ότι είναι μεθυσμένος,6 και να
θεωρείται απ’ αυτούς ότι καυχάται και υπερηφανεύεται περισσότερο από τη φύση του, για το λόγο ότι διατυπώνει καινούργιες απόψεις και ερμηνεύει παλαιά διδάγματα, και λαλεί γλώσσες,7 και ανατρέπει τα επιχειρήματα εκείνων, που αντιστέκονται στη διδασκαλία του Πνεύματος.
Ας γίνει αυτός και όπως ο Μωυσής επάνω στην κορυφή του όρους, με το να ανεβαίνει δηλαδή μόνος και να μπαίνει ο ίδιος μέσα στη νεφέλη και να κρύβεται από τα μάτια των άλλων8˙ αυτός, αν γίνει τέτοιος, δεν θα δει μόνο τα οπίσθια,9 αλλά θα εμφανισθεί συνειδητά μπροστά στο πρόσωπο του Θεού˙ και με το να βλέπει μόνος τον ίδιο τον Θεό, και να βλέπεται από εκείνον, και να ακούει τη φωνή εκείνου, πρώτα θα μυηθεί στα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών και έτσι θα νομοθετήσει στους άλλους˙ πρώτα θα φωτισθεί και τότε θα φωτίσει τους άλλους10 με το φως της γνώσης˙ πρώτα θα ελεηθεί και έπειτα θα ελεήσει. Αυτός ζητά και λαμβάνει, και αφού λάβει, δίνει σ’ εκείνους που ζητούν απ’ αυτόν˙ ελευθερώνεται από τα δεσμά των κακών και ελευθερώνει έπειτα ο ίδιος τους άλλους.
Ας γίνει εκείνος που ησυχάζει με σωστό τρόπο, όπως οι μαθητές που κάθονταν μέσα, με κλειστές τις θύρες, από το φόβο των Ιουδαίων˙ και όταν δει τον Ιησού, ότι μπήκε, ή, μάλλον, ότι είναι παντού και υπάρχει μέσα σ’ αυτόν και δίνει την ειρήνη,11 ας τη ζητήσει και ας τη λάβει, αλλά και όταν δει, ότι αυτός εμφυσά το Άγιο Πνεύμα,12 ας το υποδεχθεί με φόβο και τρόμο. Ας βλέπει όμως με ακρίβεια και ας ψηλαφήσει προσεκτικά με τα πνευματικά χέρια του νου και με τις αισθήσεις της ψυχής, αν εκείνος ο ίδιος είναι ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα.13 Διότι εκείνος δεν θα αγανακτήσει, επειδή εξετάζεται απ’ αυτόν με τόση περιέργεια, αλλά, αφού δεχθεί την αξιέπαινη δειλία του, θα του πει τέτοια περίπου λόγια: «Γιατί είσαι ταραγμένος και γιατί ανεβαίνουν στην καρδιά σου σκέψεις απιστίας;14Ειρήνευσε˙ εγώ είμαι, μη φοβάσαι.15 Δες τη δόξα της θεότητάς μου˙ ψηλάφησε και γνώρισε ότι εγώ ο ίδιος είμαι16 δοκίμασε και δες ότι εκείνος που είναι σκότος, και που φανταστικά και όχι αληθινά μετασχηματίζεται σε φωτεινό άγγελο,17 ούτε
έχει, αλλά και ούτε θα προξενήσει μέσα σου καλοσύνη και γλυκύτητα και χαρά και ελευθερία και γαλήνια κατάσταση και πνευματική αίσθηση και φωτισμό ψυχής, όπως βλέπεις εμένα να είμαι όλα αυτά και να τα ενεργώ μέσα σου».
Όλα αυτά λοιπόν εκείνος, που ησυχάζει, πρέπει όχι μόνο να τα σκέφτεται καθώς λέγονται με λόγια, αλλά και να βλέπει το καθένα απ’ αυτά να πραγματοποιείται καθημερινά στον εαυτό του με έργο. Αν όμως αυτός δεν ζει και δεν κάθεται έτσι μέσα στο κελλί του, τί ωφελεί να φυλακίζει το σώμα του μέσα στους τοίχους; Ο νους είναι άυλος και ασώματος δεν τον κρατούν οι τοίχοι, αλλά το θείο Πνεύμα, και στέκεται στερεωμένος στο κατά φύση και συνομιλεί με τον Θεό. Εκείνος λοιπόν που κάθεται μόνος στο κελλί του, τί άλλο άραγε πρέπει να κάνει, αν δεν γνωρίζει με ακρίβεια αυτά, που είπαμε, και αν δεν τα έχει αυτά πνευματική και συνεχή εργασία; Διότι εκείνος που απομακρύνθηκε από τις εντολές και σταμάτησε να τις εργάζεται σωματικά, αν δεν γνωρίζει να εργάζεται πνευματικά, μένει οπωσδήποτε αργός και από τα δύο. Αν λοιπόν η αργία είναι κακό, τότε αμαρτάνει πραγματικά εκείνος που την ακολουθεί, επειδή αυτός που είναι έμπειρος στην πνευματική εργασία δεν εμποδίζεται παρ’ όλα αυτά στις πράξεις των εντολών του Θεού, που
πραγματοποιούνται με το σώμα, αλλά απεναντίας και βοηθείται πολύ περισσότερο στην εκτέλεσή τους, και τις εργάζεται ευκολότερα˙ εκείνος όμως που δείχνει την τέχνη μόνο μ’ αυτά που γίνονται εξωτερικά, με το να ασχολείται δηλαδή με την άσκηση, αν σταματήσει να τα εργάζεται αυτά, δεν θα μπορεί πια να εργάζεται και στα πνευματικά. Πώς γίνεται αυτό; Διότι τα εργαλεία βέβαια και τα υλικά τα έχει στα χέρια του, επειδή όμως είναι άπειρος από την τέχνη, δεν μπορεί να τα μεταβάλει και να τα αξιοποιήσει σε κάποιο έργο, αλλά απεναντίας η εργασία του αποδεικνύεται αδύναμη και άκαρπη. Για να γνωρίσεις μάλιστα το νόημα αυτών που λέγονται, θα το κάνω για σένα πιο κατανοητό, αντλώντας από άλλα παραδείγματα.
Πόσοι, αν μπορείς να πεις, δεν προθυμοποιήθηκαν να κλάψουν όπως η πόρνη,18 αλλά όμως δεν έλαβαν τη συγχώρηση όπως εκείνη; Πόσοι δεν ανέβηκαν και δεν ανεβαίνουν ως τώρα στο Θαβώριο όρος, αλλά όμως δεν είδαν διόλου τον Κύριο, που μεταμορφώθηκε εκεί,19 όχι διότι οπωσδήποτε δεν ήταν παρών εκεί ο Ιησούς Χριστός, διότι είναι παρών, αλλά διότι δεν ήταν άξιοι να γίνουν θεατές της θεότητάς του; Πόσοι από τους Ιουδαίους δεν μπήκαν στο οίκημα, όπου κάθονταν οι απόστολοι,20 και όμως κανείς απ’ αυτούς δεν έλαβε τον Παράκλητο; Πόσοι δεν ερμηνεύουν τις Γραφές, και όμως αγνόησαν εντελώς εκείνον που μιλά μέσα στις Γραφές; Πόσοι δεν ξεψύχησαν μέσα στα σπήλαια και στα όρη, και όμως δεν έχουν θεωρηθεί πιο άξιοι από τον κόσμο, ώστε να μην είναι ο κόσμος άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους,21 αλλά – θαυμάζω τις βουλές σου, Κύριε! – και αυτοί συγκαταλέχθηκαν μαζί με τον κόσμο;
Πόσοι δεν έζησαν, και δεν ζουν τώρα στην ησυχία, και όμως ούτε το νόημα της ίδιας της λέξης γνωρίζουν, ούτε πολύ περισσότερο το μυστήριο, που υπάρχει μέσα στην ησυχία; Διότι δεν δίνεται η γνώση του Θεού από την εξωτερική ησυχία, όπως κάποιοι εσφαλμένα δέχονται το λόγο, που λέει, «Αφήστε τις βιοτικές μέριμνες και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός»,22 αλλά η ησυχία συμβαίνει κυρίως μέσα σ’ εκείνον, που αγωνίζεται σύμφωνα με τους κανόνες23 και σωστά, επειδή προέρχεται από τη γνώση του Θεού. Διότι, αν ονομάσουμε ανάπαυση από τις βιοτικές μέριμνες την αποχή από τα έργα, και ησυχία την αργία, και προτιμήσουμε αυτά, αντί για την εργασία των εντολών, πώς θα εκπληρώσουμε το νόμο του Χριστού και τη διάταξη των αποστόλων, όταν, από τη μία, ο Χριστός λέει, «Αυτά που θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, και εσείς να κάνετε σ’ αυτούς τα ίδια»,24 και ακόμη λέει, «Αν λοιπόν εγώ ο Κύριος και ο Διδάσκαλος έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και εσείς να πλύνετε τα πόδια ο ένας του άλλου»,25 και ακόμη λέει, «Εκείνος που θέλει να είναι
πρώτος ανάμεσά σας, ας είναι τελευταίος από όλους και δούλος όλων και υπηρέτης όλων»,26 και από την άλλη, ο απόστολος λέει, «Ο αργός άνθρωπος να μην τρώει»,27 και αλλού λέει, «Όλα σας τα υπέδειξα, και πώς πρέπει, με την εργασία σας, να βοηθάτε αυτούς που είναι αδύνατοι»,28 και, «Αυτά τα χέρια υπηρέτησαν εμένα και αυτούς που ήταν μαζί μου».29
Όλοι λοιπόν οι απόστολοι και οι θεοφόροι πατέρες, που προήλθαν απ’ αυτούς, πουθενά δεν προτίμησαν την ησυχία από την ευαρέστηση του Θεού με τα έργα τους, αλλά, με το να δείξουν την πίστη τους με την εκπλήρωση των εντολών, αξιώθηκαν να γνωρίσουν την αγάπη του Θεού και, επειδή αγωνίσθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες, και έλαβαν σαν βραβείο της νίκης, μέσα στην αγάπη, τη γνώση του Θεού, και ποθούν να είναι μαζί με τον Θεό, βρέθηκαν έξω από το στάδιο και από τις ταραχές, που συμβαίνουν στους πολέμους και ακόμη και τώρα, εκείνοι, που αγωνίζονται σύμφωνα με τους κανόνες, βρίσκονται έξω απ’ αυτά, χωρίς να αναμιγνύονται με τα γήινα και τα λυπηρά πράγματα. Όταν μάλιστα αχόρταγα απολαύσουν αυτό το καλό, και βεβαιωθούν ότι «αυτά που υποφέρουμε στην παρούσα ζωή δεν είναι άξια», όπως λέει ο θείος απόστολος, «να συγκριθούν με τη δόξα που πρόκειται να φανερωθεί», και ότι «ο καθένας θα λάβει το μισθό του ανάλογα με τον κόπο του»,31 δεν αρκούνται στα προηγούμενα κατορθώματα, αλλά πάλι προχωρούν από την άνεση και την τρυφή
στους αγώνες, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί από τον Θεολόγο,32 ότι δηλαδή από την ησυχία προχωρούν στο λόγο, επειδή αγαπούν να δοξάζουν όχι τους εαυτούς τους, αν και δοξάζουν και τους εαυτούς τους, αλλά τον Θεό, τον οποίο ποθούν και από τον οποίο εξίσου ποθούνται. Όχι πλέον με το να χτυπούν και να δέχονται χτυπήματα, ούτε συμπλέκονται με τους εχθρούς τους, όπως πριν, αλλά είναι φοβεροί σ’ εκείνους και μόνο με την εμφάνισή τους˙ διότι και μόνο που θα φανούν, φεύγουν οι εχθροί τους, ενώ όσοι τραυματίσθηκαν από εκείνους, αμέσως θεραπεύονται, επιδένονται και επαλείφονται απ’ αυτούς, και διδάσκονται πως πρέπει να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς, με ποια όπλα και με τι λογής τρόπους.
Αν εκείνος που ησυχάζει, και εκείνος που είναι προεστώς33 άλλων, και εκείνος που διδάσκει άλλους, δεν γνωρίζει το καθετί απ’ αυτά, που είπαμε, τότε ούτε ησυχαστής είναι εκείνος που νομίζει ότι ησυχάζει, αλλά κάθεται μέσα σε άγνοια, φυλακισμένος μόνο ως προς το σώμα˙ ούτε προεστώς άλλων είναι εκείνος που νομίζει ότι προΐσταται, αλλά βαδίζοντας σε δρόμο, που δεν γνωρίζει, ή, μάλλον, βαδίζοντας έξω από το δρόμο, θα ρίξει στον γκρεμό της αιώνιας φωτιάς, μαζί με τον ίδιο τον εαυτό του, εκείνους που τον ακολουθούν ούτε διδάσκαλος άλλων είναι εκείνος που νομίζει ότι διδάσκει, αλλά είναι ψεύτης και πλανευτής, διότι δεν έχει μέσα του την αληθινή σοφία, δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Αλλά, γιατί πρέπει να μιλήσουμε και για την εξουσία τους να δένουν και να λύνουν αμαρτίες,34 αυτοί που είναι σε τέτοια κατάσταση, όταν και αυτοί, που έχουν μέσα τους τον Παράκλητο να συγχωρεί τα αμαρτήματα, αισθάνονται φόβο μήπως κάνουν κάτι απ’ αυτά που είναι αντίθετα από τη γνώμη εκείνου που είναι μέσα τους και μιλά δια μέσου
αυτών. Αλλά ποιός παραφρόνησε τόσο πολύ και ποιός έφθασε σε τόσο μεγάλη θρασύτητα, ώστε, πριν δεχθεί τον Παράκλητο, να πει και να κάνει έργα του Πνεύματος, και χωρίς τη γνώμη του Θεού να πράξει τα έργα του Θεού.
Αλίμονο σ’ αυτούς, που αποτολμούν αυτά, κατά τη φοβερή μέρα της κρίσης, κατά την οποία ο αδωροδόκητος και απαραπλάνητος κριτής Κύριος θα καθίσει επάνω σε θρόνο και σε φοβερό δικαστικό βήμα, αποδίδοντας στον καθένα ανάλογα με τα έργα35 και τις σκέψεις και τα λόγια του˙ σ’ αυτόν πρέπει κάθε δοξολογία, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. O von Gebbardr, Passio S. Theclae virginis. Texte u. Untersuch. N. F. VII, 2, Leipzig 1902, σ’. 23
2. Λουκ. 7, 37-38
3. Ψαλμ. 122, 2
4. Ματθ. 17, 1-6
5. Πράξ. 1, 13
6. Πράξ. 2, 13
7. Πρβ. Πράξ. 2,4
8. Έξ. 24, 15-18
9. Έξ. 33, 23
10. Πρβ. Γρηγορίου Θεολόγου: γενέσθαι φως, και φωτίσαι (Λόγος 2, Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής, 71, PG 35, 480B)
11. Ιω. 20, 19
12. Ιω. 20,22
13. Ρωμ. 9, 5
14. Πρβ. Λουκ. 24, 38
15. Πρβ. Λουκ. 24, 36
16. Πρβ. Λουκ. 24, 39
17. Πρβ. Β’ Κορ. 11,14
18. Λουκ. 7, 37-38
19. Ματθ. 17, 1-2
20. Πράξ. 1, 13
21. Εβρ. 11, 38
22. Ψαλμ 45, 11
23. Β’ Τιμ. 2,5
24. Ματθ. 7, 12
25. Ιω. 13,14
26. Μάρκ. 9, 35
27. Β’ Θεσ’. 3, 10
28. Πράξ. 20, 35
29. Πράξ. 20, 34
30. Ρωμ. 8, 18
31. Α’ Κορ. 3, 8
32. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 24, Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Κυπριανόν, 4, PG 35, 1172B.
33. Προεστώς˙ προσηγορία επισκόπου, πρεσβυτέρου ή ηγουμένου.
34. Ματθ. 18, 18
35. Ματθ. 16, 27
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.