Μαρτύριο του αγίου Κλήμη, Πάπα της Ρώμης (Εισαγωγή, Κεφ. 1-12).

Μαρτύριο του αγίου Κλήμη, Πάπα της Ρώμης.

Εισαγωγή.

Το κείμενο αυτό αποτελεί αυτοτελή διασκευή του «βίου του αγίου Κλήμη», ο οποίος περιλαμβάνεται, όπως είδαμε, στα τελευταία κεφάλαια (148 – 179) του προηγούμενου έργου, «Περί Πράξεων, επιδημιών τε και κηρυγμάτων του αγίου και κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου…».

Και στο «Μαρτύριο» αυτό του αγίου Κλήμη περιγράφεται το έργο του, από τη στιγμή που χειροτονήθηκε τρίτος επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης, μέχρι το θάνατό του. Ακολουθώντας και στη γνώση και στους τρόπους το παράδειγμα του Πέτρου, εκτιμήθηκε και από τους Ιουδαίους και από τους Ειδωλολάτρες και από τους Χριστιανούς. Η μεταστροφή όμως της Θεοδώρας, γυναίκας του Σισιννίου, που ήταν φίλος του βασιλιά, τον οδήγησε σε νέες περιπέτειες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να εξορισθεί σε κάποια μικρή πόλη της Χερσώνας, όπου όμως βρήκε δύο χιλιάδες Χριστιανούς καταδικασμένους για πολλά χρόνια, που τον υποδέχθηκα με δάκρυα και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί γι’ αυτούς στον Χριστό να τους αναδείξει άξιους της βασιλείας του.

Ο Κλήμης συγκινημένος τους είπε ότι τον έστειλε εκεί η θεία Πρόνοια για να συμμερισθεί τα παθήματά τους και να τους δώσει κουράγιο. Γρήγορα η φήμη του απλώθηκε στη γύρω περιοχή και από παντού έτρεχαν πλήθη ανθρώπων να τον ακούσουν, να θεραπευθούν και να βαπτισθούν. Το γεγονός όμως αυτό γρήγορα έφτασε στα αυτιά του Τραϊανού, ο οποίος έστειλε αμέσως τον ηγεμόνα Αυφθιδιανό, που διέταξε να δέσουν άγκυρα στον λαιμό του και να τον ρίξουν βαθειά στη θάλασσα, για να μη μπορούν οι Χριστιανοί να τον σέβονται σαν θεό.

Οι πιστοί παρακολουθώντας από την παραλία, προσεύχονταν να τους φανερώσει ο Θεός τα λείψανά του. Και πράγματι καθώς προσεύχονταν, υποχώρησε η θάλασσα σχεδόν τρία μίλια, και μπαίνοντας οι πιστοί βρήκαν ένα μαρμάρινο οικοδόμημα σε σχήμα ναού και μέσα το σώμα του αγίου Κλήμη τοποθετημένο σε μαρμάρινη λάρνακα. Από τότε κάθε χρόνο την ημέρα της αθλήσεώς του υποχωρούσε η θάλασσα επί εφτά ημέρες και πήγαιναν πλήθη να τον προσκυνήσουν.

Τα κείμενα λαμβάνονται από την ΒΕΠ.

***

1.Τρίτος επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης υπήρξε ο Κλήμης, ο οποίος, αφού παρακολούθησε την εμπειρία του αποστόλου Πέτρου, διέπρεψε τόσο πολύ με τους τρόπους του ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να είναι ευάρεστος και στους Ιουδαίους και στους Έλληνες και σε όλους τους χριστιανικούς λαούς. Οι Έλληνες τον αγαπούσαν, επειδή δεν τους αποστρεφόταν, αλλά απολογούμενος αποδείκνυε από τα δικά τους βιβλία και τις τελετές, και που είχαν γεννηθεί και από πού κατάγονταν αυτοί που νομίζονταν και λατρεύονταν από εκείνους ως θεοί, και επίσης περιέγραφε εκείνα που είχαν κάνει, και πώς επίσης κατέληξαν με ολοφάνερες αποδείξεις˙ ακόμη δίδασκε ότι και αυτοί ακόμα οι Έλληνες θα συγχωρηθούν από τον Θεό, εάν φυσικά απομακρυνθούν από τη λατρεία των θεών τους.

2. Από τους Ιουδαίους πάλι κέρδιζε συμπάθεια με τον εξής τρόπο˙ αποδείκνυε ότι οι πατέρες τους ήταν φίλοι του Θεού και παρουσίαζε το νόμο τους άγιο και ιερώτατο, και ότι αυτοί θα έχουν την πρώτη θέση κοντά στον Θεό, εάν φυσικά τηρήσουν τα μυστήρια του δικούς τους νόμου, με το να μην αρνούνται ότι η υπόσχεση που δόθηκε στον Αβραάμ εκπληρώθηκε στον Χριστό˙ διότι ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα κληροδοτήσει στους απογόνους του Αβραάμ όλα τα έθνη˙ και αυτό που είπε ο Δαβίδ, «από τους απογόνους σου θα ανεβάσω διαδόχους στον θρόνο σου»,1 καθώς επίσης και μέσω του προφήτη Ησαΐα, ότι, «η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό και το όνομά του θα είναι Εμμανουήλ».2

3. Από τους Χριστιανούς πάλι αγαπιόταν επειδή τους φτωχούς κάθε τμήματος της πόλεως3 τους είχε γραμμένους με το όνομά τους, και όποιους φώτιζε με τον αγιασμό του βαπτίσματος, δεν τους άφηνε να ζητιανεύουν δημόσια, αλλά με το καθημερινό του κήρυγμα συμβούλευε τους μεσαίους και τους πλούσιους να μην ανέχονται να βλέπουν τους βαπτισμένους φτωχούς να παίρνουν από τους Ιουδαίους ή τους Έλληνες δημόσια τρόφιμα, και να μολύνουν τη ζωή τους, που καθαρίστηκε με την τέλεση του βαπτίσματος, με τις προσφορές των Ελλήνων.

4. Με αυτά και με περισσότερα από αυτά άνθη ανδραγαθίας ευαρεστούσε και τον Θεό και όλους τους λογικούς ανθρώπους. Διότι στους παράλογους είναι αδύνατο να αρέσει αυτό που αποδεικνύεται ευάρεστο στον Θεό. Γι’ αυτό ακριβώς δεν φοβήθηκαν τις βρισιές των ασυλλόγιστων ανθρώπων εκείνοι που είχαν το θάρρος να μη δειλιάζουν σ’ εκείνους που δεν άρεσαν στους περισσότερους. Γι’ αυτό ο μακαριώτατος επίσκοπος του θρόνου της Ρώμης Κλήμης είχε το θάρρος να μη φοβάται τον φίλο του βασιλιά Νέρβα.

5. Επειδή λοιπόν η γυναίκα του Σισιννίου Θεοδώρα με τη διδασκαλία εκείνου επιστράφηκε στον Θεό και είχε περί πολλούς τη λειτουργία, ζηλεύοντάς την ο άνδρας της, αγωνιζόταν να την παγιδεύσει ενώ πήγαινε στην εκκλησία. Την ώρα λοιπόν που εκείνη έμπαινε μέσα, φτάνοντας εκείνος από άλλη είσοδο, άρχισε να περιεργάζεται αυτά που γίνονταν, και όταν από τον άγιο Κλήμη έγινε προσευχή και ο λαός είπε το Αμήν, ο Σισίννιος την ίδια στιγμή έμεινε τυφλός και κουφός, για να μη μπορεί ούτε να βλέπει, ούτε ν’ ακούει. Τότε λοιπόν λέει στους δούλους του˙ Πάρτε με στα χέρια σας και βγάλτε με έξω, διότι τα μάτια μου έγιναν τυφλά και τα αυτιά μου κουφάθηκαν τόσο πολύ, ώστε να μη μπορώ να ακούω καθόλου.

6. Τότε οι υπηρέτες του τριγύριζαν μαζί του όλη την εκκλησία μέσα από τον λαό που προσευχόταν, άνδρες και γυναίκες, και δεν μπορούσαν να βρουν τις πόρτες από τις οποίες μπήκαν. Έτσι, καθώς αυτοί περιφέρονταν περιπλανώμενοι και ξανακάνοντας πάλι τον γύρο, ήρθαν μαζί με τον κύριό τους εκεί όπου η κυρία τους Θεοδώρα προσευχόταν στον Θεό. Αυτή βλέποντας τους υπηρέτες της μαζί με τον κύριό τους να τον περιφέρουν τυφλωμένο, στην αρχή βέβαια απέφυγε να τους δει, νομίζοντας ότι με τα ανοιχτά μάτια του θα την δει, και όταν έστειλε κάποιον από τους υπηρέτες της για να μάθει τί θέλουν άραγε περιφερόμενοι μαζί με τον κύριό τους, είπαν. Ο κύριός μας, θέλοντας να δει αυτό που δεν του επιτρεπόταν και να ακούσει ξένο μυστήριο, τυφλώθηκε και κουφάθηκε και μας διέταξε να τον βγάλουμε από εδώ μ’ οποιονδήποτε τρόπο, αλλά βέβαια δεν μας επετράπηκε να τον βγάλουμε από εδώ.

1.Τρίτον της Ρωμαίων Εκκλησίας προέστη Κλήμης, ος τη επιστήμη του αποστόλου Πέτρου ακολουθήσας, ούτω τοις των τρόπων κόσμοις διέπρεπεν, ώστε και Ιουδαίοις και Έλλησι και πάσι τοις Χριστιανών λαοίς ευαρεστείν˙ ηγάπων μεν αυτόν οι Έλληνες, επειδή ου βδελυττόμενος, αλλά απολογούμενος εκ των παρ’ αυτοίς βιβλίων τε και τελετών απεδείκνυε, που τε γεγέννηνται και πόθεν ώρμηντο οι παρ’ αυτοίς νομιζόμενοι και λατρευόμενοι θεοί, α τε πεπράχασι, πώς τε αύθις κατέληξαν, φανοτάταις αποδείξεσι παρίστη˙ αυτούς τε τους Έλληνας συγχωρήσεως παρά Θεού τυχείν, είπερ της εκείνων λατρείας απόσχοιντο, εδίδασκε.

2. Παρά δε Ιουδαίοις τοιούτω τρόπο χάριν επορίζετο˙ επειδή τους πατέρας αυτών φίλους του Θεού απεδείκνυε, τον τε νόμον αυτών άγιον και ιερώτατον απέφαινε και πρώτον τόπον τούτους παρά τω Θεώ κληρούσθαι, είπερ του ιδίου νόμου τα μυστήρια τηρήσοιεν, εν τω την επαγγελίαν προς Αβραάμ μη αρνείσθαι εις τον Χριστόν πεπληρώσθαι˙ διότι εν τω σπέρματι του Αβραάμ κληροδοτείν ο Θεός καθυπέσχετο πάντα τα έθνη, και όπερ προς Δαβίδ, «εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου». Και αύθις δια Ησαΐου του προφήτου, ότι «η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και κληθήσεται το όνομα αυτού Εμμανουήλ».

3. Παρά δε Χριστιανοίς δια τούτο και μάλλον ηγαπάτο, επειδή τους καθ’ εκάστην ρεγεώνα πένητας κατ’ όνομα είχε γεγραμμένους, και ους τω του βαπτίσματος αγιασμώ εφώτιζεν, ου συνεχώρει δημοσίαν απαίτησιν υπελθείν. Τω δε καθ’ ημέραν κηρύγματι τους τε μετρίους και πλουσίους ενουθέτει του μη ανέχεσθαι τους πεφωτισμένους πένητας παρά Ιουδαίων ή Ελλήνων δημοσία όψα λαμβάνειν, και βίον τη του βαπτίσματος καθιερώσει κεκαθαρμένον χαρίσμασιν Ελλήνων χραίνεσθαι.

4. Τούτοις και τούτων πλείοσιν ανδραγαθίας άνθεσι τω τε Θεώ και πάσιν ανθρώποις εχέφροσιν ευηρέστει. Τοις γαρ αλογίστοις αρέσκειν αδύνατον, όπερ τω Θεώ ευάρεστον αποδείκνυται. Τούτου ουν ένεκεν ουκ εφόβησαν τας ύβρεις των αλογίστων ανθρώπων εκείνοι, οις η γνώμη ετύγχανε τους απαρέσκοντας πλείστοις μη δειλιάν. Ότου χάριν περιήν τω μακαριωτάτω Κλήμεντι τω του θρόνου Ρωμαίων επισκόπω τον φίλον του βασιλέως Νερούα μη φοβείσθαι.

5. Επειδή τοίνυν τη αυτού διδασκαλία η γυνή του Σισιννίου Θεοδώρα, επιστραφείσα προς Θεόν, σπουδαίαν ετέλει την λειτουργίαν, ταύτην ο ανήρ ζηλοτυπήσας, παγιδεύσαι κατηγωνίζετο προς την εκκλησίαν σπεύδουσαν. Και δη εισερχόμενος, εκείνος δι’ ετέρας εισόδου καταφθάσας, ήρξατο πολυπραγμονείν˙ και ηνίκα παρά του αγίου Κλήμεντος ευχή γέγονε, του λαού ειρηκότος το Αμήν, ο Σισίννιος εν τούτω τυφλός τε και κωφός απετελέσθη, του μήτε οράν, μήτε ακούειν δύνασθαι. Τότε ουν λέγει τοις δούλοις αυτού˙ Λάβετέ με εις τας χείρας υμών και εξαγάγετε έξω, ότι οι οφθαλμοί μου τυφλοί γεγόνασι και αι ακοαί μου εις τοσούτον εκωφώθησαν, ότι ουδέν το σύνολον ακούειν δύναμαι.

6. Τότε οι παίδες αυτού περιήγον μετ’ αυτού δι’ όλης της εκκλησίας εν μέσω του ευχομένου λαού, ανδρών τε και γυναικών, και τας θύρας όθεν εισέβησαν καταλαβείν ουκ εδύναντο. Όθεν εν τω περιέρχεσθαι αυτούς πλανηθέντας και πάλιν κυκλεύειν, προς Θεοδώραν την κυρίαν αυτών, ένθα τω Θεώ προσηύχετο, συν τω δεσπότη αυτών παρεγένοντο. Ήτις εωρακυία τους εαυτής παίδας μετά του κυρίου αυτών τυφλωθέντος περιάγοντας, πρώτον μεν εξέκλινε την θέαν αυτών, νομίζουσα ότι περηνεωγμένοις όμμασιν θεάσηται αυτήν. Και πεμψάσης ένα των παίδων αυτής προς το γνώναι τι άρα θέλοιεν μετά του κυρίου αυτών περιερχόμενοι, είπον˙ Ο κύριος ημών θέλων οράν όπερ αυτόν ουκ εξήν και ακούειν αλλοτρίου μυστηρίου, αποτετύφλωται και κωφός απειργάσθη˙ ημίν τε εκέλυσεν, ίνα τούτον εντεύθεν οπωσούν εξαγάγωμεν, και ου συγκεχώρηται ημίν αυτόν εντεύθεν οπωσούν εκφέρειν.

Υποσημειώσεις.

1. Ψαλμ. 131, 11
2. Ησ’. 7, 14
3. Ρεγεώνες ονομάζονται τα δεκατέσσερα τμήματα στα οποία ήταν διηρημένη η Ρώμη.

***

7. Όταν η Θεοδώρα έλαβε αυτή την πληροφορία από τον υπηρέτη, στρώθηκε στην προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό με δάκρυα, να μπορέσει ο άνδρας της να βγει από εκεί. Γυρίζοντας τότε προς τους υπηρέτες που ήταν μαζί του, είπε˙ Φύγετε, και οδηγώντας τον κύριό σας πηγαίνετέ τον στο σπίτι˙ διότι εγώ δεν θα εγκαταλείψω την προσευχή που άρχισα, αλλά θα προσφέρω τη θυσία μου στον Κύριο, και όταν τελεσθούν τα μυστήρια, θα σας προλάβω. Τότε λοιπόν έφυγαν οι υπηρέτες οδηγώντας τον και αφού βγήκαν έξω τον πήγαν στο σπίτι, και ξαναγυρίζοντας στην κυρία τους, της είπαν ότι παραμένει ακόμα τυφλός και κουφός. Και η Θεοδώρα απηύθυνε περισσότερες δεήσεις και έχυνε δάκρυα, ώστε το έλεός του να βοηθήσει τον άνδρα της. Και όταν έγινε η απόλυση, έπεσε η Θεοδώρα στα πόδια του μακάριου Κλήμη λέγοντας, ότι, καθώς ο άνδρας της περιεργαζόταν τα απόρρητα μυστήρια του Δεσπότη Ιησού Χριστού, τυφλώθηκαν και τα δύο του μάτια, και ταυτόχρονα και τα δύο αυτιά του έχασαν την ικανότητα να ακούνε.

8. Τότε ο μακάριος Κλήμης, χύνοντας δάκρυα, άρχισε να προτρέπει όσους ήταν παρόντες να ζητήσουν όλοι μαζί από τον Κύριο να χαρίσει στον άνδρα της και την ακοή και την όραση και με θάρρος ο μακάριος Κλήμης μετά την προσευχή πήγε μαζί με τη γυναίκα στον άνδρα της και τον βρήκε με ανοιχτά τα μάτια, χωρίς όμως να βλέπει τίποτε, ούτε να ακούει το παραμικρό από την ομιλία ή κάποιο ήχο˙ γι’ αυτό και όλοι έβγαζαν ανακατεμένους θρήνους, αλλά ο Σισίννιος δεν άκουε τελείως κανέναν.

9. Τότε λοιπόν ο μακάριος Κλήμης γονατίζοντας στον Θεό είπε˙ Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που έδωσες τα κλειδιά της Βασιλείας των ουρανών στον απόστολό σου και δάσκαλό μου Πέτρο και είπες, «αυτά που θα ανοίξεις, είναι ανοιγμένα, και όποια κλείσεις, είναι κλεισμένα»,1 εσύ πρόσταξε να ανοιχτούν του ανθρώπου αυτού τα αυτιά και τα μάτια˙ διότι συ είπες, «αυτά που θα ζητήσετε πιστεύοντας, θα τα λάβετε»,2 και αυτή η υπόσχεσή σου ισχύει στους αιώνες. Και όταν όλοι απάντησαν, Αμήν, ανοίχτηκαν τα μάτια και τα αυτιά του Σισιννίου. Βλέποντας τότε τον άγιο Κλήμεντα να στέκεται μαζί με τη γυναίκα του έγινε έξω φρενών, σκεπτόμενος τι να σημαίνει αυτό, και υποψιαζόμενος, ότι εμπαίχτηκε από τέχνες αγυρτείας, άρχισε να φωνάζει στους δούλους του˙ Συλλάβετε τον επίσκοπο Κλήμη˙ διότι με το να μπει στη γυναίκα μου, μου προξένησε τη βλάβη με τη μαγική του τέχνη.

10. Εκείνοι όμως τους οποίους πρόσταξε να δέσουν τον Κλήμη και να τον σύρουν, αυτοί δένοντας τους στύλους, που υπήρχαν πεσμένοι, τους τραβούσαν, άλλοτε από μέσα προς τα έξω, και άλλοτε από έξω προς τα μέσα, και το ίδιο νόμιζε και ο Σισίννιος, ότι δηλαδή τον άγιο Κλήμη δεμένο τον έσυραν και τον κρατούσαν, στον οποίο ο άγιος Κλήμης είπε˙ Η σκληρότητα της καρδιάς σου στράφηκε σε πέτρες˙ διότι, επειδή πιστεύεις ότι οι πέτρες είναι θεοί, σου έλαχε να σέρνεις πέτρες.

11. Εκείνος όμως, υπερηφανευόμενος επειδή τάχα ήταν δεμένος έλεγε˙ Εγώ θα δώσω εντολή να σκοτωθείς για παραδειγματισμό όλων των αγυρτών. Τότε ο άγιος Κλήμης, αφού έδωσε ευχή και ευλόγησε τη γυναίκα του, έφυγε, παραγγέλλοντάς την, να μη σταματήσει καθόλου την προσευχή, μέχρι που ο Κύριος θα φανερώσει την επίσκεψή του στον άνδρα της. Ενώ λοιπόν η Θεοδώρα έκλαιε και προσευχόταν, κατά το δειλινό εμφανίστηκε κάποιος άνδρας σεβάσμιος και με άσπρα μαλλιά, και είπε˙ Εξαιτίας σου θα θεραπευθεί ο Σισίννιος˙ για να επαληθεύσει αυτό που είπε ο αδελφός μου Παύλος ο απόστολος «ο άπιστος άνδρας θ’ αγιασθεί εξαιτίας της γυναίκας του».3 Και αφού είπε αυτά εξαφανίστηκε. Έτσι είναι αναμφίβολο και ολοφάνερο, ότι εκεί είχε εμφανιστεί ο μακάριος Απόστολος Πέτρος.

12. Ο Σισίννιος λοιπόν κάλεσε την ίδια ώρα κοντά του τη Θεοδώρα και της είπε˙ Σε παρακαλώ να ικετεύσεις τον Θεό σου να μη οργισθεί εναντίον μου. Διότι πήγα και μπήκα από πίσω σου στην εκκλησία επειδή σε ζήλευα, και επειδή ήθελα να δω αυτά που γίνονται και να ακούσω αυτά που λέγονται, έχασα και την ακοή και την όρασή μου. Τώρα όμως, επειδή η παρουσία του Κλήμη με έκανε να τα ξαναβρώ αυτά, παρακάλεσέ τον να έρθει σε μένα και να με κάνει να γνωρίσω την αλήθεια. Διότι και σε μένα και στους υπηρέτες μου φαινόταν με βεβαιότητα ότι έδεσαν τον Κλήμη μαζί με τους κληρικούς του και τον έσερναν τριγύρω, όμως έγινε φανερό ότι αυτοί έδεναν πέτρες και μικρούς στύλους και τους τραβούσαν μέσα και έξω.

7. Ηνίκα δε τούτο το διήγημα η Θεοδώρα υπεδέξατο παρά του παιδός κατέστρωσεν εαυτήν εις ευχήν και μετά δακρύων παρά του Θεού εδέετο, ίνα ο ανήρ αυτής εκείθεν δυνηθή εξελθείν. Και στραφείσα προς τους παίδας τους συνόντας αυτώ είπεν˙ Απέλθετε και χειραγωγήσαντες τον κύριον υμών απαγάγετε εις τον οίκον˙ εγώ γαρ την ευχήν, ην ηρξάμην, ου μη καταλείπω, αλλά προσφέρω την θυσίαν μου τω Κυρίω και πληρουμένων των μυστηρίων καταφθάνω υμάς. Τότε τοίνυν απήλθον οι παίδες χειραγωγούντες αυτόν και εξερχόμενοι απήγαγον εις τον οίκον και υποστρέψαντες προς την κυρίαν αυτών, τυφλόν απήγγειλαν και κωφόν αυτόν εισέτι διαμείναι. Η δε Θεοδώρα επί πλείον τω Θεώ δεήσεις και δάκρυα εξέχεεν, όπως του ανδρός αυτής το αυτού έλεος αντιλήψηται. Και δη της απολύσεως γεγονυίας προσέπεσε τω μακαρίω Κλήμεντι η Θεοδώρα λέγουσα, τον άνδρα αυτής περιεργαζόμενον τα απόρρητα των μυστηρίων του Δεσπότου Ιησού Χριστού, τυφλώσει περιπεσείν των αμφοτέρων οφθαλμών, των τε εκατέρων ώτων το ακουστικόν παραυτά απολέσαι.

8. Τηνικαύτα ουν ο μακάριος Κλήμης προχέας δάκρυα προτρέπειν ήρξατο τους συμπαρόντας, ίνα ομοθυμαδόν παρά του Κυρίου αιτήσωνται, όπως τω ανδρί αυτής την τε ακοήν χαρίσηται και την όρασιν˙ θαρσαλέως τοίνυν ο μακάριος Κλήμης μετά την ευχήν συνεπορεύθη τη γυναικί προς τον εκείνης άνδρα και εύρεν αυτόν ανεωγμένων των ομμάτων, ουδέν ορώντα, ούτε μεν λόγου το παράπαν, ούτε τινός ήχου ακούοντα˙ ένθα και συμμιγείς ολοφυρμών άπαντες περιήχουν, ου τινός ο Σισίννιος παντάπασιν ουκ ηκροάτο.

9. Τότε ουν κλίνας τα γόνατα προς τον Θεό νέφη ο μακάριος Κλήμης˙ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο τας κλεις της βασιλείας των ουρανών δεδωκώς τω αποστόλω σου, διδασκάλω δε εμώ Πέτρω, και ειπών, «άπερ αν ανοίξης, ηνέωκται, και άπερ κλείσης, κέκλεισται», συ πρόσταξον ίνα διανοιχθώσι τω ανθρώπω τούτω αι ακοαί και οι οφθαλμοί, ότι συ είπας, «άπερ αν αιτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε», και αύτη σου η επαγγελία διαμένεις εις τον αιώνα αιώνων. Και ηνίκα πάντες απεκρίνοντο, Αμήν, διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί Σισιννίου και αι ακοαί. Και ιδών τον άγιον Κλήμεντα συν τη εαυτού ισταμένου γυναικί εξέστη τη διανοία, λογιζόμενος τί άρα είη τούτο και, υπονοών τούτο αυτό γοητικαίς τέχναις εμπεπαίχθαι, ήρξατο κράζειν τοις δούλοις αυτού˙ Κρατήσατε Κλήμεντα τον επίσκοπον˙ δια γαρ του εισελθείν προς την γυναίκά μου, τη μαγική αυτού τέχνη την πήρωσίν μοι επήγαγεν.

10. Εκείνοι δε, οις εκέλευσε τον Κλήμεντα κατασφίγγειν τε και σύρειν, αυτοί τους κειμένους στύλους δεσμούντες είλκον, ποτέ μεν ένδοθεν εις τα έξω, ποτέ δε εκ των έξω εις τα έσω˙ τούτο δε και αυτώ τω Σισιννίω εδόκει, ότι περ τον άγιον Κλήμεντα δεδεμένον είλκόν τε και κατείχον, προς ον ο άγιος Κλήμης έφη˙ Η σκληρότης της καρδίας σου εις λίθους ετράπη˙ επειδή γαρ τους λίθους δοξάζεις είναι θεούς, λίθους σύρειν κεκλήρωσαι.

11. Εκείνος δε, ως δήθεν δεδεμένου κατακαυχώμενος, έλεγεν˙ Εγώ σε ποιώ εις υπόδειγμα πάντων των γοήτων αναιρεθήναι. Τηνικαύτα ο άγιος Κλήμης, δεδωκώς ευχήν και ευλογήσας την εκείνου σύμβιον, απώχετο, τούτο εντειλάμενος αυτή, μη παύσασθαι το παράπαν της προσευχής, μέχρις αν την παρ’ αυτού επίσκεψιν ο Κύριος εις τον άνδρα αυτής καταξιώση αναδείξαι. Κλαιούση τοίνυν και ευχομένη τη Θεοδώρα, προς εσπέραν εφάνη τις ανήρ τη πολιά αιδέσιμος και είπε˙ Δια σε υγιής έσται ο Σισίννιος, όπως πληρωθή όπερ έφη ο αδελφός μου Παύλος ο απόστολος, «αγιασθήσεται ο ανήρ ο άπιστος δια την γυναίκα την πιστήν». Και ταύτα ειπών εκ της όψεως αυτής ανεχώρησεν. Όθεν αναμφίβολον υπάρχει και κατάδηλον τον μακάριον εκείσε Πέτρον τον απόστολον φανήναι.

12. Και δη εξαυτής εκάλεσε προς εαυτόν ο Σισίννιος την Θεοδώραν και λέγει αυτή˙ Δέομαί σου ίνα ικετεύσης τον Θεόν σου, του μη οργισθήναί μοι. Σε γαρ ζηλοτυπήσας, παρεγενόμην και παρεισέβην κατόπιν σου εις την εκκλησίαν. Και δια το θέλειν με οράν τα τελούμενα και ακροατήν είναι των λεγομένων, την τε ακοήν άμα και την όρασιν απώλεσα. Νυνί δε, επειδή του ταύτά με ανακτήσασθαι η του Κλήμεντος απειργάσατο παρουσία, δεήθητι αυτού, όπως έλθη προς με και ποιήση με την αλήθειαν γνώναι. Επεί και εμοί και τοις παισί μου ασφαλώς ενομίζετο τον Κλήμεντα δεσμεύειν συν τοις αυτού κληρικοίς και τούτον περισύρειν˙ άλλ’ ούτοι, λίθους τε και στυλάρια δεσμούντες, έλκειν τε και ανθέλκειν καταφαίνονται.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβλ. Ματθ. 16, 19
2. Ματθ. 21, 22
3. Α’ Κορ. 7, 14

***

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.