Από τον Μάιο του 1917 ο Σμύρνης Χρυσόστομος βρισκόταν και πάλι εκτός εκκλησιαστικής διακονίας. Έχοντας απομακρυνθεί από την έδρα της επαρχίας του τρία χρόνια νωρίτερα, το πατριαρχείο τον απάλλασσε αυτή τη φορά και από τα καθήκοντά του στην ιερά σύνοδο, γεγονός που τον καθιστούσε εμπερίστατο στο εκκλησιαστικό και εθνικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Να σημειωθεί πως η δυνατότητα μετάβασης του ιεράρχη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τρίγλια, είχε επίσης αποκλειστεί, καθώς από το 1915 όλος ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης είχε οδηγηθεί στην εξορία, στο πλαίσιο των εσωτερικών μετακινήσεων των μειονοτήτων στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Την ίδια περίοδο πολλοί από τους συγγενείς του Χρυσοστόμου είχαν καταφύγει στο Βουκουρέστι και όταν ο πόλεμος επεκτάθηκε προς το Βορρά, μετακινήθηκαν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, την Οδησσό και λίγο αργότερα περιπλανήθηκαν σε άλλες πόλεις στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου.2
Απαλλαγμένος ο μητροπολίτης από κάθε ευθύνη στο διοικητικό σύστημα της εκκλησίας, ασχολήθηκε με το συγγραφικό έργο, καρπός του οποίου ήταν η επιμέλεια και έκδοση δύο βιβλίων στη γαλλική γλώσσα και ενός ακόμα στην ελληνική. Την περίοδο αυτή ο λόγος του αγίου μετεβλήθηκε κατά τον Ψαλμωδό σε «κάλαμο γραμματέως οξυγράφου» (Ψαλμ. μδ’ 2).
Το πρώτο βιβλίο του Χρυσοστόμου στα γαλλικά έφερε τον τίτλο «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η Νέα Τουρκία». Στη μελέτη αυτή, ο ιεράρχης, αφού έκανε μια ιστορική αναδρομή για τη θέση των χριστιανών «υπό την δεσποτείαν των Τούρκων», ανέλυε τη διαχρονική σχέση μεταξύ των δύο λαών. Το κύριος μέρος του έργου αναφερόταν στην πολεμική εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών από την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 μέχρι τις συστηματικές διώξεις και τον πρώτο ξεριζωμό των Ελλήνων Μικρασιατών το 19142.
Το δεύτερο βιβλίο του ιεράρχη, επίσης στα γαλλικά, είχε τίτλο «Οι διωγμοί των χριστιανών. Αυθεντική έκθεσις και στατιστικοί πίνακες υπό του Αρχιεπισκόπου – Μητροπολίτου Σμύρνης Σεβασμιωτάτου Χρυσοστόμου. Τόμος 1ος. Εισαγωγή».3 Στη μελέτη αυτή, ο άγιος περιέγραφε με λεπτομέρειες τους διωγμούς και τα μαρτύρια των χριστιανών τα έτη 1914-1918, παραθέτοντας πίνακες και μακροσκελείς καταλόγους με ονόματα θυμάτων και τόπους διωγμών και καταστροφών.4
Η εν λόγω εργασία φαίνεται πως αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση στην Κωνσταντινούπολη το 1919 του τόμου «Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914- 1918)».5 Στο μνημειώδες αυτό έργο, στο οποίο περιέχονται πολλές από τις μαρτυρίες που διέσωσε ο Χρυσόστομος στη διάρκεια των διωγμών, ο τίτλος ανήκει αναμφισβήτητα στον μητροπολίτη Σμύρνης, ο οποίος από το 1914 περιέγραφε τα εγκλήματα και τις θηριωδίες εναντίον των χριστιανών, προκειμένου να καταγραφούν «εν τη Μαύρη Βίβλω των διωγμών του Γένους μας».6
Ένα ακόμα βιβλίο που ξέρει την υπογραφή του Χρυσοστόμου και το οποίο εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του αγίου στην Κωνσταντινούπολη είχε τίτλο «Ο μύχιός μου πόθος και το ονειροπολούμενον παρ’ εμού Εκκλησιαστικόν Πρόγραμμα…».7
Στο βιβλίο αυτό, ο Χρυσόστομος έγραφε με παρρησία για τα κακώς κείμενα στον χώρο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ιδιαίτερα για τα «καθαρώς εκκλησιαστικής και θρησκευτικής φύσεως ζητήματα και προβλήματα»8 στις επαρχίες του οικουμενικού πατριαρχείου. Οι παρατηρήσεις του αγίου δεν αφορούσαν βεβαίως τη διδασκαλία και την αποστολή της Εκκλησίας, η οποία δεν μεταβάλλει «ουδέ ιώτα εν, ή μίαν κεραίαν εκ των δογμάτων της». Ωστόσο, κατά τον σοφό ιεράρχη, η εκκλησία οφείλει να «συμβαδίζει με την παγκόσμιον ανθρωπίνην κίνησιν, διότι άλλως δεν δύναται ν’ ασκήση επίδρασιν επί της ανθρωπίνης καρδίας και δεν δύναται να επιτελή τον επί της γης υψηλόν προορισμόν της».9
Στόχος του έργου ήταν να διεγείρει τις συνειδήσεις των εκκλησιαστικών ταγών, ώστε η εκκλησία, ως φορέας «της αποκεκαλυμμένης αληθείας του Χριστού», αφ’ ενός να επανέλθει στις αρχές, τις διατάξεις και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, αφ’ ετέρου, διασφαλίζοντας αμετάβλητα το δόγμα, την πίστη και τις παραδόσεις της, να βρίσκεται σε αρμονία με την εξέλιξη της κοινωνίας και τις απαιτήσεις των καιρών.
Το πρώτο ζήτημα που έθιγε ο μητροπολίτης στη μελέτη αυτή ήταν το διοικητικό σύστημα της εκκλησίας. Στην εποχή του Χρυσοστόμου το οικουμενικό πατριαρχείο διοικείτο κατά κανόνα από μια ενδημούσα σύνοδο δώδεκα μητροπολιτών. Ο πατριάρχης συγκροτούσε την ιερά σύνοδο με το να καλεί στο Φανάρι για δύο συνήθως χρόνια δώδεκα εν ενεργεία μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου. Η πρόσκληση αφορούσε αρχικά τους μητροπολίτες που διακονούσαν στις λεγόμενες Γεροντικές Μητροπόλεις, Νικομηδείας, Νικαίας, Χαλκηδόνος, Δέρκων, Ηρακλείας ή Εφέσου, και έπειτα η συμπλήρωση των συνοδικών μελών πραγματοποιείτο κατά το Συνταγμάτιο του Πατριαρχείου και τα πρεσβεία αρχιερωσύνης.
Αξίζει να τονιστεί πως η διετής Συνοδική περίοδος παρατείνετο σε πολλούς ιεράρχες σε τέσσερα, έξι, οκτώ ή και περισσότερα έτη, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις μητροπολιτών οι οποίοι είτε δεν καλούνταν ποτέ ως συνοδικοί ιεράρχες στη διάρκεια μιας πατριαρχίας, είτε απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους, όταν έπεφταν στη δυσμένεια του εκάστοτε πατριάρχη. Επίσης, οι μητροπολίτες που υπηρετούσαν τότε στη σύνοδο του Φαναρίου έπρεπε λόγω των συνθηκών και των δυσκολιών στις μετακινήσεις να διαμένουν μόνιμα στην Πόλη για δύο ή και περισσότερα χρόνια, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τις επαρχίες τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Με αυτόν τον τρόπο διοικήθηκε για αιώνες η πρωτόθρονη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
Η πρακτική όμως αυτή, αν και ήταν αποτέλεσμα δεινών περιστάσεων του Γένους και συμβιβασμού ανάμεσα στο πατριαρχείο και το Οθωμανικό κράτος, παραβίαζε κανόνες τοπικών και οικουμενικών συνόδων, οι οποίοι ορίζουν «ότι η σύνοδος δέον να συνέρχηται παρά τω μητροπολίτη ή των πατριάρχη δις ή άπαξ του έτους και εν ωρισμένω χρόνω», ενώ ο 16ος κανόνας της πρωτοδευτέρας συνόδου διαγορεύει «ότι επίσκοπος απουσιάζων της εμπιστευθείσης αυτώ ποίμνης εν ετέρω τόπω υπέρ το εξάμηνον χρονοτριβών, εαυτόν παντελώς αλλότριον καθιστά της αρχιερωσύνης».10
Ο Χρυσόστομος είχε βιώσει τις συνέπειες αυτού του διοικητικού συστήματος, καθώς στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Ιωακείμ Γ’ δεν εκλήθη ποτέ στη σύνοδο του Φαναρίου. Αντίθετα, ο Γερμανός Ε’ συμπεριέλαβε τον ιεράρχη στα συνοδικά μέλη λίγο μετά την απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη, τον έπαυσε όμως όταν δέχτηκε την έντονη κριτική του.
Ο μητροπολίτης καταγγέλλει αυτό το σύστημα διοίκησης και ζητά την άμεση κατάργησή του, λέγοντας με κατηγορηματικό τρόπο: «αρθήτω και καταλυθήτω το απολυταρχικόν, το τυραννικόν, το βαρβάρων χρόνων βάρβαρον γέννημα, το αντικανονικόν και καινοφανές διοικητικόν της εκκλησίας ημών σύστημα, το σύστημα δηλαδή διαρκώς ενδημούσης και διοικούσης τας αυτονόμους εκκλησίας Συνόδου».11
Ο Χρυσόστομος ανέφερε πως ήταν αντικανονικό και ολέθριο δώδεκα συνολικά μητροπολίτες να συγκροτούν «ενδημούσα» ή «αριστίνδην» Σύνοδο και να ρυθμίζουν επί μονίμου βάσεως τα θέματα της εκκλησίας, να εκλέγουν και να μοιράζουν τους επισκοπικούς θρόνους και επιπλέον να επεμβαίνουν με τις αποφάσεις τους στα εσωτερικά ζητήματα άλλων πατριαρχικών, μητροπολιτικών και επισκοπικών δικαιοδοσιών, καταλύοντας με τον τρόπο αυτό την ανεξαρτησία των κατά τόπους επισκόπων, οι οποίοι θεωρούνται σε κάθε επαρχία η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή.
Στον αντίποδα αυτού του αυθαίρετου, άθεσμου και αλλότριου διοικητικού συστήματος, ο ιεράρχης υπενθύμιζε τη θεμελιώδη αρχή που διέπει τον τρόπο άσκησης της διοίκησης στην Ανατολική ορθόδοξη εκκλησία: «ότι η εκκλησιαστική, νομοθετική και δικαστική και διοικητική εξουσία και ο ανώτερος επί του κλήρου και του λαού δια τα πιστευτέα και πρακτέα έλεγχος και η δικαιοδοσία ανήκει τη όλη Ιεραρχία, συνερχομένη εις τακτικάς και εκτάκτους συνόδους συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας. Και εις τας τοιαύτας συνόδους οφείλουσιν όλα τα διοικητικά της εκκλησίας όργανα να δίδωσι λόγον των πράξεών των».12
Παραθέτοντας μια σειρά από κανόνες αποστολικών, οικουμενικών και τοπικών συνόδων,13 ο άγιος τόνιζε πως η τάξη της αρχαίας εκκλησίας και η παράδοση αιώνων επέβαλλε να συνέρχονται όλοι οι επίσκοποι συνοδικώς δύο φορές κάθε χρόνο, ώστε να επιβεβαιώνονται τα δόγματα της πίστεως, να επιλύονται τα αναφυόμενα προβλήματα και να εξετάζονται τα εκκλησιαστικά πράγματα στη ζωή της εκκλησίας. Στο καίριο αυτό ζήτημα, ο ιεράρχης υπογράμμιζε πως σε περίπτωση που υπήρχε αδυναμία για αυτήν την κατ’ έτος δύο φορές σύγκλιση των επισκόπων, θα έπρεπε οι πρόεδροι των κατά τόπους εκκλησιών να συναθροίζονται με κάθε τρόπο τουλάχιστον μία φορά το χρόνο («άπαξ του ενιαυτού»), «δια να διδάσκωσιν, αλλά και δια να διδάσκωνται τα πρέποντα».14
Το ενδιαφέρον του Χρυσοστόμου για τις επιβεβλημένες ετήσιες συνόδους των επισκόπων ήταν έντονο, καθώς θα έπρεπε κατά τον ιεράρχη να λαμβάνονται σε αυτές υπ’ όψιν οι ανάγκες της εποχής και οι απαιτήσεις των ανθρώπων, ούτως ώστε, γνωρίζοντας η εκκλησία την πρόοδο και τις τάσεις της εποχής σε επιστημονικό, πολιτειακό και κοινωνικό επίπεδο, να εναρμονίζει τα νέα δεδομένα στις αρχές του Ευαγγελίου, τις παραδόσεις και τις διατάξεις της χριστιανικής πίστεως.
Τέλος, η εκκλησία θα έπρεπε να ρυθμίζει συνοδικώς και τα διοικητικά ζητήματα που αφορούσαν την πρακτική ζωή και δράση της έναντι της πολιτείας και των εκάστοτε μορφών του πολιτεύματος του κράτους, μνημονεύοντας τον λόγο του Μεγάλου Φωτίου «τα εκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς».15
Το δεύτερο ζήτημα που έθιγε ο μητροπολίτης Σμύρνης στο μνημειώδες αυτό πόνημά του ήταν η αναμόρφωση πολλών θεμάτων που αφορούσαν τη δημόσια λατρεία των Ορθοδόξων.16
Υποσημειώσεις.
1. Καλαφάτης ό. π., σ’. 20
2. Λοβέρδος ό. π., σ. 172
3. Archeveque Metropolitain de Smyrne Mgr. chrysostome, Les persecutions des chretiens. Exposes authentiques et tamleaux statistiques, Tome ler, introduction, 1919.
4. Λοβέρδος, ό. π., σσ’. 172-173
5. Βλ. Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Εκ του πατριαρχικού τυπογραφείου, Εν Κωνσταντινουπόλει 1919
6. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 209
7. Μητροπολίτου (Σμύρνης Χρυσοστόμου), Ο μύχιός μου πόθος και το ονειροπολούμενον παρ’ εμού εκκλησιαστικόν πρόγραμμα ήτοι τα χρήζοντα επειγούσης διαρρυθμίσεως και σοφής λύσεως σοβαρά θρησκευτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα εν τω κλίματι του οικουμενικού πατριαρχείου και εν απάση τη κατά Ανατολάς Ορθοδόξου εκκλησία εν Κωνσταντινουπόλη 1918. (Το εν λόγω έργο του Χρυσοστόμου εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη ανωνύμως, λόγω της αυστηρής λογοκρισίας που είχε επιβληθεί τότε στις πατριαρχικές εκδόσεις. Ωστόσο, μετά την έκδοσή του, ο Μητροπολίτης υπέγραφε το βιβλίο ιδιόχειρα).
8. Ό. π., σ’. 12
9. Ό. π., σ. 17
10. ΕΑ ΚΕ (1905) 101- 102 & ΕΑ ΜΑ (1921) 394
11. «Ο μύχιός μου πόθος …», ό. π., σ. 19
12. Ό. π., σ. 22
13. Τον λζ’ αποστολικό κανόνα, τον ιθ’ κανόνα της Δ’ οικουμενικής συνόδου, τον η’ Κανόνα της ΣΤ’ οικουμενικής συνόδου, τον στ’ Κανόνα της Ζ’ οικουμενικής συνόδου και τον μ’ κανόνα της εν Λαοδικεία συνόδου, βλ. ό. π., σσ’. 22-25
14. «Ο μύχιός μου πόθος…», ό. π., σ’. 24
15. Ό. π., σ. 26
16. Τα ζητήματα της δημόσιας λατρείας που έχρηζαν διαρρυθμίσεως είχε περιγράψει ο άγιος και το 1914 σε σχετική εγκύκλιο της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης με τίτλο «Περί Εκκλησιαστικής Ευταξίας», βλ. Τίτου Κ. Καράντζαλη μητροπολίτου Λεοντοπόλεως (επιμέλεια) Χρυσοστόμου Σμύρνης ο εθνομάρτυς Χρονικά «Πανταίνου» από 1908-1930, Αλεξάνδρεια 1922, σσ’. 17-23.
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.