Γεμάτος περηφάνεια και κομπασμό είχε ξεκινήσει ο Κεχαγιάμπεης με τ’ ασκέρι του για το Βαλτέτσι. Ο αρχηγός των Αρβανιτάδων, ξακουστός παλικαράς, έλεγε κείνο το πρωί, πριν καβαλικέψει το μαύρο άλογο του, στις γυναίκες του χαρεμιού του:
— Όπως ο Αλλάχ είναι Αλλάχ, τόσο βέβαιο είναι σας λέω, πως το βράδυ θα έχω στείλει εκατό κεφάλια ραγιάδων στην Τριπολιτσά.
Και ο ίδιος ο Κεχαγιάμπεης, μόλις είδε ανάμεσα στους δυστυχισμένους ραγιάδες που ξύπνησαν πρωί θέλοντας και μη, να τον ξεπροβοδίσουν και να τον ευχηθούν να νικήσει, τον πλούσιο Τριπολιτσιώτη, Παναγιώτη Γιαννακόπουλο, του φώναξε:
— Ε ορέ, κυρ Παναγιωτάκη! Πρα σήμερα θα χωρίσει ορέ, το έρα απ’ το στάρι- σήμερα θα φανεί τίνος θε να το δώσει ο Θεγός. Κι αν τσακίσουμε τη μύτη των Ρωμιών είναι δικό μας• κι αν μας τσακίσουν τη μύτη αυτούνοι είναι δικό σας.
Και βάρεσε τ’ άλογο του με σφιγμένα τα δόντια, ενώ πίσω του οι χανούμισσες και όλο το χαρέμι φώναζε:
— Ισαλα! Ισαλα!
Και τώρα, ύστερα απ’ την καταστροφή; Οι Έλληνες κλωτσούσαν τα άψυχα κουφάρια των Τούρκων, γνώριζαν μερικούς απ’ αυτούς και έλεγαν σαρκάζοντας:
— Να το σκυλί ο σπαχής του χωριού μας! Νά σου, ο αγάς μας! Και δος του κλωτσιές και βλαστήμιες.
Και οι γυναίκες των χαρεμιών έβριζαν όσους γύριζαν στην Τρίπολη και τους φώναζαν:
— Τι άνδρες είσαστε, μωρέ, που δεν μπορέσατε να κάμετε ζάφτι πέντε κλέφτες;
Και ο Κεχαγιάμπεης με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς μιλιά τράβηξε για το κονάκι του. Εκεί αμέσως κάλεσε το Γιαννακόπουλο.
— Ε, ορέ, κυρ Παναγιωτάκη! του είπε. Ορέ βάλαχι, μπίλαχι, μα το θεγό, δικό σας είναι. Το κερδέψατε, ορέ…Είχα πολεμήσει σε τόσα σεφέρια με τους Τσάμηδες, με τους Σουλιώτες, με τους Μόσκοβους, πρα το τουφέκι που είδα στο Βαλτέτσι είναι παλικαρίσιο. Ήτανε, ορέ, με το τέχνη και με το παλικαριά- πρα δεν είδαμε πως εφεύγαμε. Σαρανταεφτά παλικάρια μου χαθήκανε- και είναι σαν λιοντάριες και χώρια το λαβωμένοι. Πάει, ορέ, πάει- δικός σας είναι- ο θεγός σάς τόδωσε…
Και σε λίγο ήρθε ένα περήφανο γράμμα απ’ τον Κολοκοτρώνη που τούγραφε:
«Από μένα, το Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα το Μουσταφά κεχαγιά Βελή: Εστοχάσθεις ότι απερνώντας με ολίγους λουφετσήδες (μισθωτούς) επάνω εις το Μοριά, πως εύκολα ήθελες φοβίσει τα ανδρεία άρματα μας… Εξιπάσθεις, φαίνεται, ότι εις το Αργός βρίσκοντας μερικούς ζευγολάτες και γυναίκες τους εθανάτωσες άδικα… Ήξευρε δε, ότι όχι όσους εθανάτωσες, αλλά και εκατό μερίδια τόσους αν εθανάτωνες, δε μας φοβίζεις- ούτε ολιγοστεύομε. Είμαστε τόσοι πολλοί, ως προς εσάς τους Τούρκους του Μοριά, οπού πενήντα από μας αν σκοτωθούν κι ένας από σας, πάλι, με του Θεού το θέλημα, χωρίς άλλο θα νικήσουμε. Δε σε έφτασαν αυτά τ’ ανόητα κινήματα σου παρά ετόλμησες να στείλεις και προσκυνοχάρτια, δια να έλθουν να προσκυνήσουν οι αφέντες σου, ενώ εμείς εσένα τον ανάξιο, όχι τα χαρτιά σου δε φοβόμαστε, αλλά ούτε τ’ άρματα σου στοχαζόμαστε για άρματα…
Εις εμάς, προσκυνοχάρτια δε χρησιμεύουν, αλλά σ’ εσάς είναι αναγκαία, επειδή έτσι τ’ αποφάσισε ο Θεός και αν θέλεις, έλα στα συγκαλά σου, για να μη χαθείς… Αν φερθείς διαφορετικά, δε θέλεις γλιτώσει απ’ το σπαθί μου…
Ταύτα και καλές αντάμωσες εις τα σαράγια σου μέσα…»
Θοδωράκης Κολοκοτρώνης πρώτο έτος ελευθερίας, Μαΐου 18
Και η λαϊκή μούσα τραγούδησε τη νίκη στο Βαλτέτσι με τους παρακάτω στίχους:
«… Παρασκευή ξημέρωσε να μην είχε ξημερώσει,
που βγήκε (ο Κεχαγιάμπεης) απ’ την Τριπολιτσά να πάει για το
Βαλτέτσι…
Κολοκοτρώνης φώναξε και λέει στα παλικάρια:
— Απάνω τους, μωρέ παιδιά, βαράτε τους μουρτάτες,
γιατ’ έχω εις τα Δολιανά Πλαπούτα και Νικήτα,
μιντάτι να μας έρθουνε για να τους ξεμπερδέψω:
Κι απ’ τα ταμπούρια βγήκανε, τους ρίχτηκαν απάνω
κι όλους μπροστά τους βάλανε, σαν πρόβατα, σαν γίδια-
τους κλείσαν στην Τροπολιτσά, σα βουκολό γελάδια,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, τους έκλεισαν στο Κάστρο».
Από το βιβλίο: “Στα δοξασμένα χρόνια”, των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.