Ο ΠΑΤΗΡ ΕΥΜΕΝΙΟΣ έκανε κάποιες μικροσαλότητες. Ήθελε, με τον τρόπο αυτό, να προφυλάξει τον απέραντο θησαυρό, που έκρυβε μέσα του, τον θησαυρό με τον οποίο πλουσιοπάροχα τον είχε προικίσει ο Κύριος. Ό ίδιος έλεγε ότι «Πρέπει η πολιτεία μας να είναι κρυφή». Και πώς να την κρύψεις αν δεν κάνεις κάποιες αποτομίες, κάποιες μικροσαλότητες ή αν δεν παραμελήσεις το ντύσιμό σου;
Πολλές φορές έκανε πώς δεν καταλαβαίνει, πώς δεν ακούει. Άλλοτε σε ρωτούσε και σε ξαναρωτούσε το ίδιο πράγμα. Όχι ότι δεν καταλάβαινε, έκανε πώς δεν καταλάβαινε. Έκανε σαν λίγο τον κουτό, λίγο τον αφελή, για να μην τον επαινούν οι άνθρωποι, ενώ άκουγε τα πάντα και καταλάβαινε τα πάντα. Ό Παππούλης και τους λογισμούς μας άκουγε και τίς σκέψεις μας διάβαζε. Αν κάποιος είχε κάνει κάτι ή έτρεφε άσχημα αισθήματα για έναν άλλο, τότε ο Παππούλης δεν του έδινε το χέρι να πάρει ευχή ή γύριζε αλλού το κεφάλι του. Το είχαμε αισθανθεί αυτό πολλές φορές, να πηγαίνεις να πάρεις ευχή και να τραβάει το χέρι του. Εκείνη την στιγμή σου έκόβοντο τα πόδια. Έλεγες «Τώρα, τι έκανα;» και, αστραπιαία, έκανες μια ανασκόπηση της ζωής σου και, αν αισθανόσουν το λάθος σου, αυτό ήταν. Μετά σου χαμογελούσε, δεν σε ευτέλιζε και φωτιζόταν το πρόσωπό του ολόκληρο από χαρά.
Ήθελε να κρύβει τα χαρίσματά του
«ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ έπαιζε και τον διά Χριστόν σαλόν. Έκανε κάτι τρελλά, το έπαιζε τρελλός.
Μιά φορά, ενώ εγώ, την προηγουμένη ημέρα, ήμουν στον Γέροντα Ευμένιο, κάναμε Ακολουθία, μιλήσαμε και εξομολογήθηκα, την επομένη ήμέρα μου ζήτησε ένας φοιτητής της Ιατρικής να τον πάρω μαζί μου στον Γέροντα. Και, καθ’ όδόν, του έλεγα: “ ‛Ο Γέροντάς μας είναι άγιος άνθρωπος. ‛Ο Γέροντάς μας έχει πολλή αγάπη. Τού έλεγα ότι, πράγματι, κοντά του νοιώθεις σαν παιδί του, ότι σ’ αγαπά και ότι οι προσευχές του σε στηρίζουν. Ότι μας έχει βοηθήσει αφάνταστά. “ Εγώ, πάντως, δεν τον αλλάζω με τίποτε, του έλεγα διάφορα τέτοια.
Όταν φθάσαμε εκεί, ο Γέροντας, φαίνεται, με την χάρι του τα είχε δει και τα είχε ακούσει όλα αυτά. Χτυπήσαμε στο κελί του, δεν απαντούσε. Ξαναχτυπάμε. “Ποιός; ρωτάει αυστηρά. “‛Ο Γιώργης, Γέροντα, του λέω. “Ποιος Γιώργης; ρωτάει. “‛Ο Γιώργης, Γέροντα, από την Κύπρο, του λέω. “ Ποιος Γιώργης από την Κύπρο; λέει. “‛Ο Γιώργης, Γέροντα, που ήμουν χθές, του λέω. “Ποιος ήσουν χθές; λέει. Ανοίγει την πόρτα μ’ ένα αυστηρό ύφος, εγώ έμεινα. Λέω: “Κύριε ελέησον κι αμέσως σκέφθηκα μέσα μου: “ Ά, τον επαίνεσα και δεν του άρεσε. Και αμέσως είπα εσωτερικά: “Θεέ μου, συγχώρα με, αν είναι αυτό. Έκανα αυτό το λάθος και ο Γέροντας το πληροφορήθηκε. Λέω: “ Γέροντα, δεν με κατάλαβες;. Κι αμέσως δεν συγκρατήθηκε κι έσκασε στα γέλια. “Ά, ο Γιώργης μου, α, ο Γιώργης μου, ναι, ναι, ναι. Μόλις εσκέφθηκα εσωτερικά και είπα: “Συγχώρα με, Θεέ μου, που τον επαίνεσα , αμέσως άλλαξε και άρχισε να γελάει. Με πολλή αγάπη μας έβαλε και φάγαμε, μας είπε διάφορα.
Πολλές φορές έκανε σαν τον σαλό, για να μην κάνει εντύπωση στους άλλους. Ήθελε να χαλάει αυτή την εικόνα της χάριτος που είχαν γι’ αυτόν, ήθελε να κρύβει τα χαρίσματά του.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα]
«Μου αρέσει η Ορθοδοξία του Ευμενίου»
«ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΙΕΡΩΜΕΝΟΣ σήμερα, συνοδοιπόρος μου τότε προς τον ταπεινό Γέροντα, μου έλεγε εν τη όδω: “Ξέρεις τι λογισμό έχω κάθε φορά, που πηγαίνουμε προς τον Γέροντα; Ότι δεν στέκει καλά και ότι τα γέλια αυτά δεν είναι ενός αγίου ανθρώπου. Και όμως κάθε φορά, που φεύγω από τον πατέρα Ευμένιο, θέλω να ξαναπάω. Μ’ αρέσει η Ορθοδοξία του Ευμενίου.
Ο άνθρωπος αυτός, φοιτητής της Νομικής τότε, χωρίς σχέσεις με ιερωμένους στα μαθητικά του χρόνια και όνειρα για ιεροσύνη, χωρίς θητεία σε κατηχητικά σχολεία, εκκλησιαστικές οργανώσεις και τα σχετικά, γνώρισε το βάθος και την ουσία της Ορθόδοξής μας παράδοσης στην σιωπή και την γαλήνη του πατρός Ευμενίου.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
Έκανε τον σαλό
«ΕΠΕΙΔΗ Ο ΚΟΣΜΟΣ τον έλεγε Άγιο, ο Γέροντας έκανε και τον σαλό οπότε έλεγαν: “Καλός ο Γέροντας, αλλά το έχει χάσει λίγο το μυαλό του.
Π.χ. κάποια χρονιά, άρχισε να ψάλει το “Χριστός Ανέστη στις 23:35 αντί στις 24:00. Έ! Τι του έσουραν! Και άλλα πολλά τέτοια.» [Σωτηρίου Νικόλαος]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009
