Ο «ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΣ» ΧΡΟΝΙΑ προσπαθούσε να ρίξει τον πολύαθλο πατέρα Ευμένιο, τον ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Αλλά η Χάρις της Παναγίας μας, που του είχε πει, σε ανύποπτο χρόνο: «Μη φοβάσαι, παιδί μου, κι εγώ δεν θα σε αφήσω να χαθείς», τον γλύτωσε από τα δεσμά του.
Η δοκιμασία
«Ό ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ είχε πειραχτεί από τον Σατανά, διότι, σε κάποια στιγμή, βρήκε ευκαιρία ο πειρασμός και τον ενόχλησε και πέρασε μεγάλη δοκιμασία, φοβερή δοκιμασία. Αλλά, με τίς θερμές προσευχές του πατρός Νικοδήμου Καλιγιαννάκη, στην Κρήτη, έγινε καλά και, γι’ αυτόν τον λόγο, ο πατήρ Ευμένιος ένοιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη και σεβασμό για τον πατέρα Νικόδημο, ο οποίος ήταν ένας πολύ πνευματικός άνθρωπος και εκεί γράφτηκε, νομίζω, αδελφός της Μονής Κουδουμά, από εκτίμηση προς τον γέροντα Νικόδημο. Μετά, όταν ο πατήρ Νικόδημος πήγε κι εγκατεστάθει στο Άγιον Όρος, ο πατήρ Ευμένιος, κάθε χρόνο που πήγαινε για προσκύνημα, πήγαινε και τον έβλεπε και προσεύχονταν μαζί. Έκαναν ακολουθίες μαζί, τον αγαπούσε πάρα πολύ και τον βοηθούσε. Τον στήριζε δε και οικονομικά.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα,]
Ο φθόνος των δαιμόνων
«ΟΤΑΝ ΑΝΑΦΕΡΟΤΑΝ στον διάβολο και στους δαίμονες, τα λόγια του και το ύφος του μαρτυρούσαν ότι είχε εμπειρία του φθόνου και του πολέμου τους. Κάποτε, άφηνε τον εαυτό του να εξωτερικεύσει κάποια πείρα, προσέχοντας πάντα, να μη φανερώσει τίς αρετές του, την βαριά δηλαδή πανοπλία του.
Μου έλεγε: “Το 1967 επέρασα από τον λάκκο του Δρύ, στην Κρήτη. Είχα πάει στα αδέλφια της μάνας μου κι έφυγα από ‘κει 9-10 η ώρα την νύχτα. Όταν έφτασα στο λάκκο του Δρύ, με ακολουθούσαν χιλιάδες, εκατομμύρια διάβολοι, εκατομμύρια, και δεν με άφηναν να προχωρήσω μπροστά μου. Τα έβλεπα όλα αυτά. Διάβολοι, χιλιάδες, εκατομμύρια . “Πώς τα βλέπατε, Γέροντα; τον ρώτησα. “Ξέρω ‘γώ πώς τα έβλεπα; Και δεν με άφηναν να προχωρήσω. Έκαμα τον σταυρό μου. Φοβόμουν, αλλά δεν… δεν έφευγαν. Έκανα τον σταυρό μου και έλεγα ό,τι ήξερα, απ’ έξω τα έλεγα, μα αυτοί δεν φεύγανε. Και ήτανε τόσοι πολλοί! Δεν θυμάμαι στην ζωή μου άλλη φορά να δω τόσους πολλούς διαβόλους. “Ά! Βλέπετε κι άλλες φορές, αλλά λιγώτερους; συνέχισα εγώ. “Τότες ήταν το πολύ πλήθος, γιατί έπερνούσα τον λάκκο του Δρύ. Και μετά, που περνούσα από ένα μπουγάζι, που ήτανε ο Άφέντης Χριστός, η Μεταμόρφωση του Χριστού, εκεί… πιο πολλούς ακόμα. Εκεί στο μπουγάζι, στην Μεταμόρφωση του Χριστού, ήτανε ακόμη πιο πολλοί. Πλήθος. Πώς πέρασα, δεν ξέρω κι εγώ. Πώς πέρασα!
Και όταν ανέβηκα απάνω σ’ ένα βουναλάκι, που λέγεται «κακό κεφάλι», μόλις ανέβηκα σ’ εκείνο το χωριό, δεν είδα πιά κανένα. “Σας κυνηγήσανε δηλαδή; ρώτησα με απορία. “Μέχρι εκεί. Από εκεί, μετά, δεν είδα κανένα.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
Οικείος του Θεού
«ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΟΝ πατέρα Ευμένιο με εντυπωσίαζε το ότι δεν πίστευε απλώς στον Θεό, αλλά αγαπούσε τον Θεό. Είχε όντως τον θείο έρωτα, για τον οποίο μιλούν τα ασκητικά κείμενα. Κι έτσι τον έβλεπα, εγώ στα χαμηλά, προσπαθώντας να συλλαβίσω στην πίστη, εκείνος ψηλά στην πνευματική κλίμακα. Και, χωρίς να μού το λέει, το άκουγα από την σιωπή του, αυτό δηλαδή, που ο καθηγητής της ερήμου, Μέγας Αντώνιος, ομολογούσε: “Εγώ οὐκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλά αγαπώ Αυτόν .
Αυτός ήταν ο άγνωστος, τότε, σε πολλούς ιερέας Ευμένιος, ο οικείος του Θεού.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009