41. Είναι νεκρός ο κόσμος και οι άνθρωποι του κόσμου προς τους αγίους˙ γι’ αυτό και ούτε βλέποντας βλέπουν τα καλά τους έργα, ούτε ακούγοντας θα μπορέσουν διόλου να αντιληφθούν τα θεία λόγια τους, που λέγονται με Άγιο Πνεύμα. Αλλά ούτε οι πνευματικοί μπορούν να δουν τα πονηρά έργα των κοσμικών και πονηρών ανθρώπων, ή να χωρέσουν μέσα τους τα εμπαθή λόγια τους, αλλά, βλέποντας και αυτοί εκείνα που υπάρχουν στον κόσμο, δεν βλέπουν, και ακούγοντας τα έργα των κοσμικών, είναι σαν να μην ακούν με τα αυτιά τους˙ και έτσι δεν δημιουργείται σ’ αυτούς καμία κοινωνία προς τα έργα των κοσμικών, ούτε στους κοσμικούς προς τα έργα των πνευματικών.
42. Όπως ο διαχωρισμός ανάμεσα στο φως και στο σκότος είναι ολοφάνερος, και η ανάμιξή τους αδύνατη, διότι λέει, «ποιά επικοινωνία μπορεί να έχει το φως με το σκότος, ή τί κοινό μπορεί να έχει ο πιστός με τον άπιστο;»,1 έτσι και σ’ εκείνους που έχουν Άγιο Πνεύμα είναι τόσο μεγάλη η απόσταση και ο χωρισμός ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εκείνους που δεν έχουν Άγιο Πνεύμα. Διότι οι πρώτοι έχουν την πατρίδα τους στον ουρανό,2 επειδή έγιναν πια από άνθρωποι άγγελοι, ενώ οι δεύτεροι κάθονται ακόμη στο προγονικό σκότος και στη σκιά του θανάτου, με το να είναι προσηλωμένοι στη γη και στα πράγματα που είναι στη γη˙ και οι πρώτοι βέβαια φωτίζονται από το νοητό και ανέσπερο φως, οι δεύτεροι όμως μόνο από το αισθητό˙ και οι πρώτοι βέβαια βλέπουν τους εαυτούς τους και τους πλησίον τους, οι δεύτεροι όμως, ενώ βλέπουν και τους εαυτούς τους και τους πλησίον τους να πεθαίνουν, λησμονούν ότι είναι άνθρωποι και ότι σαν άνθρωποι, που είναι, πεθαίνουν, και επειδή λησμονούν, δεν πιστεύουν σ’ αυτά που λέγονται για την κρίση,
ούτε ότι θα γίνει στον καθένα ανάσταση και ανταπόδοση για τις πράξεις του βίου του.
43. Αν βέβαια έχεις Άγιο Πνεύμα, από τις ενέργειές του, που γίνονται μέσα σου, θα γνωρίσεις ασφαλώς αυτά που λέει για το Άγιο Πνεύμα ο απόστολος˙ διότι λέει: «Όπου υπάρχει το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί υπάρχει ελευθερία»,3 και ότι «το σώμα βέβαια είναι νεκρό για την αμαρτία, το Πνεύμα όμως είναι ζωή για τη δικαιοσύνη»,4 και ότι «οι άνθρωποι του Χριστού σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες».5 Διότι όσοι βαπτίσθηκαν με Άγιο Πνεύμα, αυτοί έχουν ντυθεί ολόκληρο τον Χριστό,6 και είναι τέκνα του φωτός, και βαδίζουν σε ανέσπερο φως˙ και ενώ βλέπουν τον κόσμο, δεν τον βλέπουν, και ενώ ακούν τα πράγματα του κόσμου, δεν τα ακούν. Διότι όπως έχει γραφεί για τους σαρκικούς ανθρώπους ότι, ενώ βλέπουν, δεν βλέπουν, και ενώ ακούν για θεία πράγματα, δεν καταλαβαίνουν,7 ούτε μπορούν να δεχθούν τα λόγια του Πνεύματος, διότι γι’ αυτούς είναι μωρία,8 έτσι λοιπόν θα σκεφθείς και γι’ αυτούς που έχουν μέσα τους Άγιο Πνεύμα˙ αυτοί δηλαδή έχον σώμα, αλλά δεν είναι στην εξουσία της σάρκας, διότι λέει:
«Εσείς δεν είστε στην εξουσία της σάρκας, αλλά του πνεύματος, αν βέβαια κατοικεί μέσα σ’ εσάς Πνεύμα Θεού».9˙ αυτοί δηλαδή είναι νεκροί για τον κόσμο και ο κόσμος είναι νεκρός γι’ αυτούς, διότι λέει: «Για μένα έχει σταυρωθεί ο κόσμος, και εγώ έχω σταυρωθεί για τον κόσμο».10
44. Εκείνος, που γνώρισε ότι ενεργούνται μέσα του αυτά τα σημεία και θαύματα είναι πραγματικά θεοφόρος και θαυματουργός, με το να έχει ένοικο τον Θεό, δηλαδή το ίδιο το πανάγιο Πνεύμα, που λέει και που ενεργεί μέσα σ’ αυτόν εκείνα, που έχουν ειπωθεί από τον Παύλο. Εκείνος όμως που δεν έχει ακόμη γνωρίσει αυτά μέσα στον εαυτό του, ας μην απατάται˙ αυτός είναι ακόμη σάρκα και αίμα, με το να σκεπάζεται δηλαδή από τη σκοτεινιά των επιθυμιών της σάρκας˙ άλλωστε η σάρκα και το αίμα δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού,11 η οποία είναι το Άγιο Πνεύμα.
45. Από το θείο βάπτισμα λαμβάνουμε βέβαια την άφεση των αμαρτημάτων, και ελευθερωνόμαστε από την παλαιά κατάρα, και αγιαζόμαστε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αλλά την τέλεια χάρη, σύμφωνα με το λόγο, «θα κατοικήσω και θα περπατήσω μέσα τους»,12 δεν την λαμβάνουμε τότε˙ διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων, που έχουν βέβαιη πίστη και τη δείχνουν από τα έργα τους.13 Διότι, αν μετά το βάπτισμά μας παρασυρθούμε σε πονηρές και αισχρές πράξεις, αποβάλλουμε εντελώς και τον ίδιο τον αγιασμό, αλλά με τη μετάνοια και την εξομολόγηση και τα δάκρυα λαμβάνουμε ανάλογα πρώτα την άφεση των αμαρτημάτων και κατόπι τον αγιασμό μαζί με την ουράνια χάρη.
46. Από τη μετάνοια βέβαια γίνεται η κάθαρση του μολυσμού των αισχρών πράξεων, και μετά την κάθαρση γίνεται η μετοχή του Αγίου Πνεύματος˙ αλλά όμως δεν γίνεται αυτή χωρίς λόγο, αλλά ανάλογα με την πίστη και τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων, που μετανοούν με όλη τους την ψυχή˙ και όχι μόνο μ’ αυτό, αλλά και μετά την τέλεια άφεση των αμαρτιών από τον πνευματικό πατέρα και ανάδοχο. Γι’ αυτό είναι καλό κάθε μέρα να μετανοούμε σύμφωνα με την εντολή που παραγγέλλει να μετανοούμε˙ διότι ο λόγος, «Μετανοείτε, διότι έχει φθάσει η βασιλεία των ουρανών»,14 υποδηλώνει απεριόριστη εργασία.
47. Η χάρη του παναγίου Πνεύματος στις ψυχές που νυμφεύονται με τον Χριστό δίνεται σαν αρραβώνας15˙ και όπως, χωρίς τον αρραβώνα, η γυναίκα δεν είναι ασφαλής, ότι πρόκειται να γίνει κάποτε με βεβαιότητα η ένωσή της με τον άνδρα, έτσι ούτε η ψυχή λαμβάνει ποτέ βεβαιωμένη την πληροφορία για το ότι θα είναι στους αιώνες μαζί με τον Δεσπότη της και Θεό, ούτε ότι θα ενωθεί μυστικά και ανέκφραστα μ’ αυτόν και θα απολαύσει την απλησίαστη ωραιότητά του, αν δεν λάβει τον αρραβώνα της χάρης του και δεν τον αποκτήσει συνειδητά μέσα της.
48. Όπως τα γραπτά συμφωνητικά, αν δεν έχουν τις υπογραφές των αξιόπιστων μαρτύρων, δεν είναι βεβαιωμένος ο αρραβώνας, έτσι ούτε η έλλαμψη της χάρης εξασφαλίζεται πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών. Διότι εκείνο που είναι στα συμφωνητικά οι μάρτυρες, αυτό είναι στον πνευματικό αρραβώνα η εργασία των εντολών και οι αρετές˙ διότι μ’ αυτές, καθένας απ’ αυτούς, που πρόκειται να σωθεί, λαμβάνει τέλεια την κατοχή του πνευματικού αρραβώνα.
49. Πρώτα γράφονται κατά κάποιο τρόπο με την εργασία των εντολών τα συμφωνητικά, έπειτα σφραγίζονται και υπογράφονται από τις αρετές˙ και τότε ο νυμφίος Χριστός δίνει στην νύφη ψυχή το δακτυλίδι, δηλαδή τον αρραβώνα του Πνεύματος.
50. Όπως η νύφη λαμβάνει από το νυμφίο, πριν από το γάμο, όνο τον αρραβώνα, αλλά την προίκα, που συμφωνήθηκε να δοθεί, και τις δωρεές, που είναι υποσχεμένες με την προίκα, περιμένει να λάβει μετά από το γάμο, έτσι και η νύφη των πιστών Εκκλησία, αλλά και η ψυχή του καθενός από μας, πρώτα λαμβάνει από τον νυμφίο Χριστό μόνο τον αρραβώνα του Πνεύματος, αλλά τα αιώνια αγαθά και τη βασιλεία των ουρανών περιμένει να λάβει μετά την αποδημία από εδώ, με το να βεβαιώνεται με τον αρραβώνα ότι αυτά που συμφωνήθηκαν μ’ αυτή θα είναι αδιάψευστα.
51. Όπως, καθώς αργοπορεί ο νυμφίος σε αποδημία, ή ασχολείται σε κάποιες άλλες υποθέσεις, και αναβάλλει να κάνει ως τότε το γάμο, αν η νύφη οργισθεί και καταφρονήσει την αγάπη εκείνου, και ή διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνα, αμέσως χάνει τις ελπίδες, που έχει προς τον νυμφίο, έτσι συμβαίνει να γίνεται και στην ψυχή˙ διότι, αν πει κάποιος απ’ αυτούς, που αγωνίζονται, «Έως πότε πρέπει να κακοπαθώ;», και αδιαφορήσει για τους ασκητικούς κόπους, και διαγράψει και σχίσει κατά κάποιο τρόπο, με την αμέλεια των εντολών και την εγκατάλειψη της αδιάκοπης μετάνοιας, τα συμφωνητικά, αμέσως χάνει εντελώς και τον αρραβώνα και την ελπίδα στον Θεό.
52. Όπως η νύφη, αν στρέψει την αγάπη του νυμφίου, που συνδέθηκε μαζί της, σε άλλον, και κοιμηθεί μ’ αυτόν, φανερά ή κρυφά, όχι μόνο δεν θα ελπίσει να λάβει τίποτε απ’ αυτά, που είναι υποσχεμένα σ’ αυτή από τον νυμφίο, αλλά απεναντίας θα περιμένει να λάβει άξια και τιμωρία και κατηγορία, που ορίζεται από τον νόμο, έτσι συμβαίνει λοιπόν να γίνεται και σ’ εμάς. Αν δηλαδή μεταφέρει κάποιος την αγάπη του νυμφίου Χριστού, φανερά ή κρυφά, στην επιθυμία κάποιου άλλου πράγματος, και η καρδιά του κυριευθεί σ’ αυτό, θα είναι μισητή και σιχαμερή στον νυμφίο, και ανάξια για την ένωση μαζί του˙ διότι έχει πει: «Εγώ εκείνους που με αγαπούν αγαπώ».16
53. Ο αρραβώνας, γι’ αυτούς που τον έχουν αποκτήσει, γίνεται ανέκφραστος, επειδή γίνεται αντιληπτός με τρόπο ακατανόητο, κρατείται με τρόπο ακράτητο, βλέπεται με τρόπο αόρατο, ζει και μιλά και κινείται και κινεί εκείνον, που τον έχει αποκτήσει, εξαφανίζεται από το κιβώτιο στο οποίο περιέχεται κλεισμένος, αλλά και πάλι ανέλπιστα βρίσκεται μέσα του, ώστε να κάνει εκείνον, που τον έχει αποκτήσει, να νομίζει ότι ούτε η παρουσία του είναι βέβαιη, ούτε η απομάκρυνσή του ανεπίστροφη˙ και έτσι εκείνος, που τον έχει αποκτήσει, ενώ δεν τον έχει, είναι σαν να τον έχει, και ενώ τον έχει, είναι σαν να μην τον έχει.
54. Όπως όταν κάποιος στέκεται τη νύχτα μέσα στην κατοικία του και είναι κλεισμένες οι θύρες από παντού, αν ανοίξει ένα παράθυρο και τον φωτίσει ξαφνικά δυνατή αστραπή, επειδή εκείνος δεν αντέχει με τα μάτια του τη λάμψη της, αμέσως τα προστατεύει, με το να κλείνει τα βλέφαρα, και μαζεύεται, έτσι λοιπόν και η ψυχή, με το να είναι κλεισμένη στα αισθητά πράγματα, αν κάποτε σκύψει με το νου από το παράθυρο έξω απ’ αυτά και φωτισθεί από την αστραπή του αρραβώνα, που υπάρχει μέσα της, εννοώ του Αγίου Πνεύματος, επειδή δεν αντέχει τη λάμψη του αβάσταχτου φωτός, αμέσως καταλαμβάνεται από έκπληξη ως προς το νου, και μαζεύεται ολόκληρη, καταφεύγοντας κάτω από τα αισθητά και τα ανθρώπινα σαν σε κάποια οικία.
55. Πρέπει καθένας να αντιλαμβάνεται από τέτοια σημάδια, αν έχει λάβει τον αρραβώνα του Πνεύματος από τον Νυμφίο και Δεσπότη Χριστό. Και αν βέβαια τον έλαβε, ας φροντίζει να τον κρατά˙ αν όμως ακόμη δεν αξιώθηκε να τον λάβει, ας φροντίσει να τον λάβει με τα αγαθά έργα και τις πράξεις και τη θερμότατη μετάνοια, και να τον φυλάξει με την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών.
56. Όπως η στέγη κάθε οικίας στηρίζεται με τα θεμέλια και με το λοιπό κτίσμα, επίσης και τα θεμέλια, για να βαστούν τη στέγη, τοποθετούνται ως απαραίτητα και χρήσιμα, και όπως ούτε η στέγη είναι φυσικό να συγκρατείται χωρίς τα θεμέλια, ούτε τα θεμέλια είναι διόλου χρήσιμα και ωφέλιμα στο βίο χωρίς τη στέγη, έτσι και η χάρη του Θεού συγκρατείται με την εργασία των εντολών και οι πράξεις των εντολών τοποθετούνται σαν θεμέλια για τη δωρεά του Θεού˙ και ούτε η χάρη του Πνεύματος είναι φυσικό να παραμένει σ’ εμάς χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών είναι χρήσιμη ή ωφέλιμη σ’ εμάς χωρίς τη χάρη του Θεού.
57. Όπως η άστεγη οικία, που αφέθηκε έτσι από την αμέλεια εκείνου που την έκτισε, δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά και προξενεί γέλια για εκείνον που την έκτισε, έτσι και εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και ανύψωσε τους τοίχους των υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος μέσα στη θέαση και τη γνώση της ψυχής, είναι ατελής και αξιολύπητος από τους τέλειους. Διότι έχει στερηθεί γενικά τη χάρη του Πνεύματος απ’ αυτές τις δύο αιτίες˙ ή διότι αμέλησε για τη μετάνοια, ή διότι, με το να αποκάμει στη συλλογή των αρετών, επειδή αυτές είναι άπειρο υλικό, παρέλειψε να συλλέξει κάποια απ’ αυτά, που από μας θεωρούνται ασήμαντα, αλλά που είναι απαραίτητα, για να ολοκληρωθεί το οικοδόμημα των αρετών, ώστε να μην μπορεί να στεγασθεί με τη χάρη του Πνεύματος, χωρίς εκείνα, το οικοδόμημα των αρετών.
58. Αν ο Υιός του Θεού και Θεός κατέβηκε επάνω στη γη γι’ αυτό, για να συμφιλιώσει δηλαδή δια μέσου του εαυτού του με τον Πατέρα του εμάς που ήμασταν εχθροί,17 και να μας ενώσει συνειδητά με τον εαυτό του δια μέσου του αγίου και ομοουσίου Πνεύματός του, τότε, εκείνος που χάνει αυτή τη χάρη, ποιά άλλη θα βρει; Οπωσδήποτε εκείνος ούτε συμφιλιώθηκε μ’ αυτόν, ούτε απέκτησε την ένωση μαζί του, με την μετοχή του Πνεύματος.
59. Ο σοφός Σολομών λέει: «Μπορεί να βάλει κάποιος φωτιά μέσα στον κόρφο του και να μην κάψει τα ενδύματά του;»18 Εγώ ωστόσο λέω: «Ποιός, όταν δεχθεί μέσα στην καρδιά του την αβάσταχτη και ουράνια φωτιά, δεν θα πυρακτωθεί και δεν θα λαμπρυνθεί και δεν θα ακτινοβολήσει και ο ίδιος τις αστραπές της θεότητας, ανάλογα με την κάθαρση και τη μετοχή σ’ αυτή τη φωτιά;»˙ διότι η μετοχή γίνεται με την κάθαρση, αλλά και η κάθαρση ακολουθεί τη μετοχή˙ όταν όμως γίνει αυτό, τότε ολόκληρος ο άνθρωπος γίνεται κατά χάρη θεός.
60. Εκείνος, που έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, απαλλάσσεται βέβαια από τις εμπαθείς επιθυμίες και ηδονές, δεν χωρίζεται ωστόσο από τις σωματικές ανάγκες της φύσης. Και επειδή βέβαια ελευθερώθηκε από τα δεσμά της εμπαθούς όρεξης και ενώθηκε με την αθάνατη δόξα και γλυκύτητα, ασκεί βία στον εαυτό του, ώστε να είναι αδιάκοπα στον ουρανό και να ζει με τον Θεό και να μην απομακρύνεται ούτε για λίγο από τη θέαση και από την αχόρταστη απόλαυσή του˙ επειδή όμως είναι δεμένος με το σώμα και με τη φθορά, έλκεται απ’ αυτό και σύρεται και επιστρέφεται προς τα γήινα. Δέχεται τότε γι’ αυτό τόση μεγάλη λύπη, όση νομίζω ότι έχει η ψυχή του αμαρτωλού, όταν χωρίζεται από το σώμα.
Υποσημειώσεις.
1. Β’ Κορ. 6, 15
2. Πρβ. Φιλιπ. 3, 20
3. Β’ Κορ. 3, 17
4. Ρωμ. 8, 10
5. Γαλ. 5, 24
6. Γαλ. 3, 27
7. Λουκ. 8, 10
8. Α’ Κορ. 2, 14
9. Ρωμ. 8, 9
10. Γαλ. 6, 14
11. Α’ Κορ. 15, 50
12. Β’ Κορ. 6, 16
13. Πρβ. Ιακ. 2, 18
14. Ματθ. 3, 2
15. Πρβ. Εφ. 1, 14
16. Παροιμ. 8, 17
17. Πρβ. Ρωμ. 5, 10
18. Παροιμ. 6, 27
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Α’: 1 – 20) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Β’: 21 – 40) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.