Από τις αρχές του 1919 ο Χρυσόστομος είχε εκφράσει την επιθυμία του να γνωρίσει προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε να του εκθέσει τα αιτήματα και τις ανησυχίες του Μικρασιατικού Ελληνισμού ενόψει των διαπραγματεύσεων στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.1
Η απόβαση όμως του ελληνικού στρατού, τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν και η αποστολή της διεθνούς ανακριτικής επιτροπής ανάγκασαν τον ιεράρχη να αποστείλει τον Οκτώβριο του 1919 επιστολή στον Έλληνα πρωθυπουργό, όπου εξέθετε τη μεροληπτική και εχθρική στάση των ξένων παρατηρητών έναντι των Μικρασιατών μετά την κατάληψη της Σμύρνης από την Ελλάα.2
Ένα ακόμα ζήτημα που προβλημάτιζε τον μητροπολίτη και προκαλούσε τριβές ανάμεσα στην Αθήνα και τον Ελληνισμό της Ιωνίας ήταν η πολιτεία του Ύπατου Αρμοστή στη Σμύρνη. Λίγους μήνες μετά την έλευσή του στην πόλη, ο Στεργιάδης, με τον αυταρχικό και βίαιο τρόπο άσκησης της εξουσίας, είχε προκαλέσει την καθολική οργή και αντιπάθεια των Ελλήνων ομογενών. Η έκρυθμη αυτή πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή, είχε ανησυχήσει τον Χρυσόστομο, ο οποίος επιζητούσε μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Η ευκαιρία δόθηκε όταν ο Βενιζέλος, που απουσίαζε τον περισσότερο καιρό στο εξωτερικό, βρέθηκε για λίγες μέρες στα τέλη του 1919 στην Αθήνα.3 Πληροφορούμενος ο Μητροπολίτης την άφιξή του αναχώρησε από τη Σμύρνη ατμοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Στις 4 Δεκεμβρίου 1919 ο Χρυσόστομος έφτασε στην Αθήνα συνοδευόμενος από τον δημοσιογράφο Σταύρο Κουκουτσάκη και κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Την επομένη ζήτησε ακρόαση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος με γραπτή απάντησή του, αφού τον καλωσόρισε, τον προσκάλεσε σε γεύμα στην οικία Μαρκαντωνάκη.4
Ωστόσο, λίγο πριν από την συνάντησή του με τον Βενιζέλο, ο Χρυσόστομος ενημερώθηκε για την εσπευσμένη άφιξη του Στεργιάδη στην Αθήνα. Ο Ύπατος Αρμοστής είχε πληροφορηθεί την επικείμενη επίσκεψη του μητροπολίτη στον κλεινόν άστυ, γι’ αυτό και είχε μεριμνήσει να φθάσει νωρίτερα στην Αθήνα, προκειμένου να ενημερώσει τον Έλληνα πρωθυπουργό για όσα είχαν συμβεί τους προηγούμενους μήνες στη Σμύρνη. Για να αποφύγει δε κάποια ενδεχόμενη συνάντησή του με τον Χρυσόστομο, κατέλυσε στο «Ξενοδοχείο της Αγγλίας», το οποίο βρισκόταν στην οδό Αιόλου.
Θα πρέπει να τονιστεί πως επρόκειτο για την πρώτη και ίσως πιο καθοριστική επαφή του Βενιζέλου με εκπρόσωπο της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας της Σμύρνης, μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού και τα θλιβερά γεγονότα που είχαν ακολουθήσει στην ιωνική πρωτεύουσα. Ο Στεργιάδης, θέλοντας να αποκρούσει τις κατηγορίες για τον τρόπο άσκησής της εξουσίας εκ μέρους του, προσπάθησε να διαβάλει τον Χρυσόστομο, ενώ δεν δίστασε να απειλήσει με παραίτηση και αποχώρηση από τη Σμύρνη, εάν ο Βενιζέλος συμμεριζόταν τα επιχειρήματα του Μητροπολίτη.
Παρά την έκδηλη απογοήτευσή του, ο Χρυσόστομος μετέβη στο γεύμα που είχε κληθεί. Στη συνάντηση των δύο ανδρών ο μητροπολίτης επανέλαβε την ανάγκη ενσωμάτωσης της Σμύρνης και μεγάλου μέρους των μικρασιατικών παραλίων στο ελληνικό κράτος και επιπλέον υπενθύμισε την ανάγκη προστασίας των ομογενών στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Έπειτα, ο ιεράρχης μετέφερε στον Έλληνα πρωθυπουργό το αίτημα περί αντικατάστασης του Στεργιάδη με κάποιο άλλο πολιτικό πρόσωπο, το οποίο θα ενσάρκωνε τις προσδοκίες του Μικρασιατικού Ελληνισμού για πραγματική ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Ο Βενιζέλος απάντησε πως ο Στεργιάδης ήταν το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο για τη θέση αυτή, δεδομένης μάλιστα της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό του ο βρετανικός παράγοντας.
Στις ενστάσεις του Χρυσοστόμου για έλλειψη παντελούς επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στον Στεργιάδη και το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης, ο Βενιζέλος ζήτησε υπομονή και κατανόηση, ενώ προέτρεψε τον μητροπολίτη να μεταβεί στο ξενοδοχείο όπου κατέλυε ο Αρμοστής και να τείνει χείρα αδελφική, χείρα συμφιλίωσης.
Ο μεγαλόθυμος ιεράρχης, αν και είχε πικραθεί πολύ από τη συμπεριφορά του Στεργιάδη, υπάκουσε στην επιθυμία του Βενιζέλου και μετέβη στο «Ξενοδοχείο της Αγγλίας».
-«Είμαι ο μητροπολίτης Σμύρνης, αναγγείλατέ με εις τον Ύπατον Αρμοστήν κ. Στεργιάδην», είπε ο Χρυσόστομος στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Ο υπάλληλος πήγε να ενημερώσει τον Στεργιάδη και όταν επέστρεψε είπε στον Μητροπολίτη:
-«Η Α. Ε. ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης είναι απησχολημένος και δεν θα μπορέση να σας δεχθή ούτε τώρα, ούτε το βράδυ… αύριον δε το πρωΐ φεύγει, επιστρέφων εις Σμύρνην!»5
Ένα γεγονός που χαροποίησε ιδιαίτερα τον Χρυσόστομο κατ την παραμονή του στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν η Θεία Λειτουργία που τέλεσε στη Μητρόπολη Αθηνών. Την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1919 ο άγιος χοροστάτησε στην ακολουθία της θείας λειτουργίας στον μητροπολιτικό ιερό ναό της Αθήνας, στο τέλος της οποίας μίλησε στο εκκλησίασμα για τους διωγμούς και τα μαρτύρια που είχε υποστεί το Γένος όλα τα προηγούμενα χρόνια στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.6
Δύο μέρες αργότερα, στο ξενοδοχείο «Αθήναι», το οποίο στεγαζόταν σε νεοκλασικό κτίριο στη συμβολή των οδών Σταδίου και Κοραή, η «Επιτροπή των Αλυτρώτων» παρέθεσε με κάθε επισημότητα γεύμα προς τιμήν του μητροπολίτη Σμύρνης. Παρουσία υψηλών προσκεκλημένων, τον Χρυσόστομο προσφώνησε ο υπουργός Περιθάλψεως Σπυρίδων Σίμος (1868- 1935), ο οποίος μίλησε για τους αγώνες και τις θυσίες του Έθνους, προσθέτοντας πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την αποκατάσταση των Ελλήνων ομογενών στη μικρασιατική γη. Στην προσφώνηση του κυβερνητικού αξιωματούχου απάντησε ο μητροπολίτης, ο οποίος ευχαρίστησε το εθνικό κέντρο για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.7
Η παρουσία του Χρυσοστόμου στην Αθήνα φαίνεται πως προκάλεσε το ενδιαφέρον και του επιστημονικού κόσμου της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί η πρόσκληση του ιεράρχη να μιλήσει στο πλαίσιο των διαλέξεων της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1919 ο Χρυσόστομος παραχώρησε διάλεξη στην αίθουσα του Παρνασσού με θέμα «Περί των επτά Εκκλησιών της Αποκαλύψεως»8 και αποθεώθηκε από το αθηναϊκό κοινό. Ανάμεσα στο πλήθος που παρακολούθησε την ομιλία ήταν και ο τότε ιεροσπουδαστής στη Ριζάρειο Σχολή Ιερώνυμος Κοτσώνης (1905- 1988), ο οποίος, δεκαετίες αργότερα ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, έγραψε για την ημέρα εκείνη:
«… Τον ενθυμούμαι, ότε ως νεαρός μαθητής της Ριζαρείου Σχολής είχον το προνόμιον να παρακολουθήσω μίαν διάλεξίν του εις την αίθουσαν του «Παρνασσού». Ολόκληρος ο χώρος μέχρι και των απωτάτων του εξώστου ασφυκτικώς γεμάτος. Όλοι εις τας μεγάλας εκείνας ημέρας των εθνικών της Ελλάδος θριάμβων ανεμέναμεν ανυπομόνως να ανέλθη εις το βήμα η σεβασμία μορφή του πασιγνώστου ποιμενάρχου της πρωτευούσης της Ιωνίας. Μόλις ενεφανίσθη, προσηνής και επιβλητικός, παρά το βραχύ του αναστήματός του, χείμαρρος χειροκροτημάτων εξ όλων των σημείων υπεδέχθη το ιλαρόν πρόσωπόν του. Η διάλεξις ήρχισε και όλοι εξεκρεμόμεθα από τα χείλη του. Ηρμήνευσε τα πρώτα κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου της Καινής Διαθήκης, της Αποκαλύψεως του Ευαγγελίου.
Ο ιεράρχης εκείνος δεν ωμίλει˙ εκ του βήματος εξεχείλιζεν ένα ηφαίστειον, η λάβα του οποίου κατέκαιε κάθε ταπεινόν αίσθημα, κάθε αμφιβολίαν, κάθε ανέκφραστον σκέψιν. Μας είχεν όλους συνεπάρει ο λόγος του και κάθε τόσον η αίθουσα και ο χώρος ολόκληρος εσείετο από τας ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Ότε δε ετελείωσε την ομιλίαν, δεν είναι δυνατόν να περιγραφή το τι επακολούθησε. Δάκρυα, χειροκροτήματα, επιφωνήματα. Οι πάντες συνωθούντο προς και περί το βήμα, δια να ασπασθούν το σεπτόν χέρι του και να λάβουν την πατρικήν ευλογίαν του ιερού εκείνου εθναποστόλου.
Παρήλθεν έκτοτε ήμισυ ακριβώς αιώνος και η εικών εκείνη παραμένει ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου. Τοιαύτην μορφήν Ιεράρχου, ως εκείνου, δεν επανείδον, φοβούμαι δε ότι ούτε και θα ευτυχήσω να αντικρύσω κατά το υπόλοιπον του βίου μου…
Εύχομαι αι διάπυροι ευχαί του να συνοδεύουν πάντοτε τα απορφανισθέντα τέκνα του και να σκεπάζουν τα ιερά χώματα τα οποία ως «ο ποιμήν ο καλός» επότισε δια του τιμίου αίματός του».9
Κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στην Αθήνα, ο μητροπολίτης Σμύρνης εκλήθη και από τον σύλλογο των Φιλελευθέρων Αχαΐας και Ήλιδος για να παραστεί στις 15 Δεκεμβρίου 1919 σε εκδηλώσεις με αφορμή την ονομαστική εορτή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πάτρα. Ο Χρυσόστομος αποδέχθηκε την πρόσκληση για να προεξάρχει της θείας Λειτουργίας στον ιερό ναό τα Παντανάσσης Πατρών και έπειτα να χοροστατήσει στη Δοξολογία προς τιμήν του Έλληνα πρωθυπουργού. Ωστόσο, δύο μέρες πριν από την άφιξή του στην Πάτρα, απέστειλε στον πρωθιερέα της Παντάνασσας οικονόμο πατέρα Γεώργιο Μαυρίδη το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Έφθασεν εκ Σμύρνης ύπατος Αρμοστής. Έχομεν μετ’ αυτού μεγάλα ζητήματα προς λύσιν και αναχωρούμεν Κυριακήν. Λυπούμαι μη δυνάμενος έλθω. Σύγγνωτε. Ευλογώ πάντας».
+ Σμύρνης Χρυσόστομος.
Στις αρχές του 1920, παρά τις διαβεβαιώσεις των συμμάχων για τη μη εμπλοκή τους σε έναν νέο πόλεμο με την Τουρκία, η Ελλάδα ενίσχυσε το μικρασιατικό μέτωπο με νέες δυνάμεις, προερχόμενες αυτή τη φορά από τη στράτευση Ελλήνων ομογενών από τη Σμύρνη.11
Ταυτόχρονα, για την οικονομική κάλυψη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε λαχειοφόρο δάνειο τριακοσίων εκατομμυρίων δραχμών, γνωστό και ως «Δάνειο του Βενιζέλου». Ανταποκρινόμενος ο Χρυσόστομος στο κάλεσμα της μητέρας πατρίδας, δημοσίευσε εγκύκλιο με την οποία ζητούσε από τον ελληνικό λαό της Σμύρνης να εγγραφεί στο εθνικό δάνειο για την εκπλήρωση των οραμάτων της χώρας και την εδραίωση της εθνικής παλιγγενεσίας του ελληνορθόδοξου μικρασιατικού λαού.12
Το 1920 υπήρξε έτος σταθμός για την Ελλάδα και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, καθώς ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στο συνέδριο της Ειρήνης και στις 28 Ιουλίου υπεγράφη η ιστορική συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα έβγαινε πολλαπλά κερδισμένη, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό όλη την Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη και ασφαλώς τη Δυτική Θράκη, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία στους συμμάχους με τη συνθήκη του Νεϊγύ. Η Ελλάδα αποκτούσε ακόμα τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, καθώς και τα Δωδεκάνησα, με εξαίρεση τη Ρόδο και το Καστελόριζο. Μεγάλη επιτυχία θεωρήθηκε επίσης η διατήρηση της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης, με τη δέσμευση πέντε χρόνια αργότερα ο πληθυσμός της πόλης θα αποφάσιζε με δημοψήφισμα την οριστική προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος.
Η Συνθήκη των Σεβρών αποτέλεσε έναν αγγλοελληνικό θρίαμβο για τα συμφέροντα των δύο χωρών στην Ανατολή και, επιπλέον, ικανοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα εδάφη της ηττημένης Τουρκίας, αναβιώνοντας την άλλοτε ελληνική αυτοκρατορία των δύο ηπείρων (Ευρώπη – Ασία) και των πέντε θαλασσών (Αιγαίο – Ιόνιο – Μεσόγειος – Προποντίδα – Εύξεινος Πόντος). Από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Ιταλία, αν και υπέγραψαν στις Σέβρες την ομώνυμη διεθνή συνθήκη, δεν έκρυβαν τις επιφυλάξεις τους για την τελική εφαρμογή των όρων της συνθήκης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.13
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συνθήκη των Σεβρών εορτάστηκε μεγαλοπρεπώς στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι προσδοκίες και η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων γνώριζαν τη μεγαλύτερη ικανοποίησή τους, γεγονός που καθιστούσε κάθε επιφύλαξη εντός και εκτός Ελλάδας μια λεπτομέρεια στη συνολική συμφωνία που είχαν πετύχει οι Ευρωπαίοι ηγέτες στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1920 εορτάστηκε με λαμπρότητα η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών σε ειδική τελετή στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Σε αυτήν παρέστησαν ο Βασιλεύς Αλέξανδρος, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με όλο το υπουργικό συμβούλιο και τις λοιπές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων από όλη την Ελλάδα, καθώς και διακόσιες χιλιάδες θεατές, οι οποίοι είχαν κατακλύσει το Στάδιο και τους πέριξ δρόμους. Στην πανηγυρική τελετή μεγαλειώδης υπήρξε και η συμμετοχή της Εκκλησίας, με προεξάρχοντα τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη και δεκάδες επισκόπους από την ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Νέες Χώρες, ενώ ρίγη συγκίνησης προκαλούσε η επιβλητική θεωρία των κληρικών οι οποίοι κρατούσαν τα επαναστατικά λάβαρα των ιερών μονών αγίας Λαύρας Καλαβρύτων και Αρκαδίου Ρεθύμνης.
Μεταξύ των επισκόπων των Νέων Χωρών ξεχωριστή ήταν η παρουσία του μητροπολίτη Σμύρνης, ο οποίος, με άδεια της ιεράς συνόδου του Πατριαρχείου, είχε αφιχθεί λίγες μέρες νωρίτερα στην Αθήνα14 για να λάβει μέρος στις Εορτές των Νικητηρίων. Η παρουσία του Χρυσοστόμου κρίθηκε απαραίτητη, καθώς ο ιεράρχης της Ιωνίας εκπροσωπούσε εκκλησιαστικά την περιώνυμη πόλη της Σμύρνης, η οποία από τον Μάιο του 1919 πανηγύριζε την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό.
Η τελετή των Νικητηρίων ξεκίνησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο όταν ο Βασιλεύς Αλέξανδρος κατέθεσε στεφάνι στο κενοτάφιο «των υπέρ Πατρίδος και Πίστεως πεσόντων ηρωϊκών τέκνων της Ελλάδος». Ακολούθησε Δοξολογία και δέηση «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων και υπέρ της απελευθερώσεως των στεναζόντων υπό την δουλείαν Χριστιανών αδελφών» και ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου από τον Μητροπολίτη Αθηνών. Η πανηγυρική τελετή έκλεισε με τον ύμνο «Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…», προκαλώντας στους χιλιάδες θεατές αισθήματα συγκίνησης και εθνικής υπερηφάνειας.15
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Χρυσόστομος έλαβε μέρος στη θεία λειτουργία που τελέστηκε ανήμερα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στον μητροπολιτικό ναό, στην επίσημη δεξίωση που παρατέθηκε στο Ζάππειο προς τιμήν των υψηλών προσκεκλημένων,16 καθώς και στη σύσκεψη των ιεραρχών που πραγματοποιήθηκε στη μητρόπολη Αθηνών.17
Οι εορτές των Επινικίων στην Αθήνα ολοκληρώθηκαν με τη διοργάνωση ενός ταξιδιού στις Νέες Χώρες, στο οποίο θα μετείχαν οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι των κοινοτήτων όλης της επικράτειας. Το πρόγραμμα της εκδρομής, επικεφαλής της οποίας ετέθη ο δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Πάτσης (1862-1954), προέβλεπε αναχώρηση από το λιμάνι του Πειραιά, με πρώτο σταθμό τη Σμύρνη και ολοήμερη παραμονή στην ιωνική πρωτεύουσα. Θα ακολουθούσε επίσκεψη στη Ραιδεστό, τον Βόσπορο, το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), την Αδριανούπολη, τη Δοϊράνη και τη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θα πραγματοποιείτο η επιστροφή στον Πειραιά.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1920 εκατόν είκοσι δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων από την Παλαιά και τη Νέα Ελλάδα επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Ισμήνη» με κατεύθυνση τη Σμύρνη. Μεταξύ των επιβατών ξεχώριζαν ο δήμαρχος Αθηναίων, ο οποίος αποτελούσε το επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων, και ο μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος με τις πολλές γνώσεις και τη σεβάσμια μορφή του εντυπωσίασε «το δημαρχιακόν και προεδρικόν του ποίμνιον». Πράγματι, η παρουσία του αγίου μεταξύ των επιβατών προκάλεσε τον θαυμασμό όλων, γεγονός που αποτυπώθηκε με τα εξής εγκωμιαστικά λόγια:
«… μέρα εις την ποικιλόμορφον πινακοθήκην των φυσιογνωμιών, δικηγόρων, γιατρών, εμπόρων, κτηματιών, εφοπλιστών, η ωραία και εμπνέουσα μορφή του Μητροπολίτου Σμύρνης κ. Χρυσοστόμου. Μια μορφή εις την οποίαν αντικατοπτρίζεται απόλυτος η ηρεμία και η αυτοπεποίθησις του ανθρώπου θρησκευτικού αρχηγού, και του ανθρώπου κοινωνικού μελετητού και παράγοντος.
Νέος ακόμη εις την ηλικίαν και περισσότερον νέος εις τας ιδέας, εθνικός δραματιστής και ενθουσιαστής βλέπει την Ελληνικήν Φυλήν μεγάλην πολύ μεγάλην, βλέπει τον θρύλλον της Αγίας Σοφίας μια γλήγορη πραγματικότητα δια τους Ελληνικούς πόθους.
Ο Σεβασμιώτατος ομιλεί αρχαιολογίαν, κοινωνισμόν, θρησκείαν, ιατρικήν, πατριωτισμόν. Εγκυκλοπαιδικός και θαυμάσιος ομιλητής, κρατεί την συζήτησι ευχάριστον και ωραίαν. Χρυσόστομος πράγματι και ονόματι».18
Την επομένη το πρωί το ατμόπλοιο «Ισμήνη» κατέπλευσε στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου πλήθος κατοίκων επεφύλαξε θερμή υποδοχή στους δημοτικούς και κοινοτικούς αντιπροσώπους της ελεύθερης Ελλάδας. Ύστερα, οι εκδρομείς κατευθύνθηκαν στον Ναό της Αγίας Φωτεινής, όπου προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Σμύρνης εψάλη δοξολογία, στο τέλος της οποίας ο Χρυσόστομος προσφώνησε τους υψηλούς επισκέπτες με έναν εμπνευσμένο του λόγο.19
Υποσημειώσεις.
1. Πολίτη, ό. π., σσ’. 185-186
2. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 109-112
3. 18 Νοεμβρίου – 10 Δεκεμβρίου 1919
4. Πρόκειται για τον ιδιαίτερο γραμματέα του Βενιζέλου, Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη.
5. Εθνικός Κήρυξ αριθ. φύλ. 1014/10.7.1949, σ’. 4 &1022/20.7.1949, σ’. 4
6. Εκκλησιαστικός Κήρυξ, αριθμ. 234/11.12.1919, παρατίθεται στο έργο του Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, 1992, αρ. 15. σ’. 6
7. Πατρίς, αριθ. 338/10.12.1919 σ’. 1
8. Έθνος, αριθ. 2089/11.12.1919, σ’. 4
9. Σολομωνίδη, ό. π., σσ’. 545-546
10. Νεολόγος Πατρών, αριθμός 326/15.12.1919. Την περίοδο εκείνη η μητρόπολη Πατρών διοικείτο από Τοποτηρητή, καθώς ο τότε επίσκοπος Πατρών Αντώνιος Παράσχης (1857-1944) είχε παυθεί από τα καθήκοντά του, λόγω της συμμετοχής του στο «Ανάθεμα» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στη διάρκεια του Εθνικού διχασμού».
11. «Η προσφώνησις της Α.Σ. του μητροπολίτου Σμύρνης προς τους στρατευσίμους Σμύρνης κατά την παρέλασιν της 4ης Μαρτίου 1920 από του εξώστου της ιεράς μητροπόλεως», βλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 117-120
12. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 122-123
13. Dakin, ό. π., σσ’. 339-342
14. ΕΑ Μ (1920) 324
15. Ακρόπολις, αριθ. φύλλου 14.318/15.9.1920
16. Ακρόπολις, αριθ. φύλλου 14.319/16.9.1920
17. Έθνος, αριθ. 2372/15.9.1920, σ’. 2
18. «Μία θρησκευτική μορφή», Ακρόπολις, αρ. φύλλου 14.321/19.9.1920
19. «Ό λόγος του Σ. Μητροπλίτου», Ακρόπολις, αρ. φύλλου 14.321/19.9.1920
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
