Διάλογος σχολαστικού προς Συμεών τον Νέο Θεολόγο.

1.-Τί υπήρχε στον κόσμο, πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος;
-Υπήρχε ο Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο.
2. – Πώς υπήρχε στον κόσμο, όταν ακόμη δεν υπήρχε ο κόσμος;
– Διότι, και πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος, υπήρχε οπωσδήποτε για τον Θεό σαν να είχε γίνει, όπως και οι άνθρωποι, που ακόμη δεν έχουν δημιουργηθεί στον κόσμο, είναι μπροστά στον Θεό σαν να έχουν πια δημιουργηθεί. Διότι υπήρχαν στην εξουσία του Θεού τα πάντα, και εκείνοι, που δεν είχαν δημιουργηθεί, αν και δεν γίνονται αντιληπτά από μας.
3. – Αν λοιπόν ο Θεός, όπως λες, υπήρχε στον κόσμο, πριν ο κόσμος να γίνει απ’ αυτόν, τί έγινε ο Θεός, όταν δημιούργησε αυτό τον κόσμο; Άραγε απομακρύνθηκε από τον κόσμο, ή και πάλι είναι στον κόσμο;
– Δεν απομακρύνθηκε βέβαια τοπικά από τα δημιουργήματά του ο Θεός, που τα δημιούργησε˙ διότι πού θα μετατοπισθεί και πού θα πάει αυτός, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με τη θεότητά του; Ωστόσο, ως προς τη φύση και την ουσία και την υπόσταση, και τις άλλες ιδιότητες, είναι υπεράνω από κάθε κτιστή φύση˙ και απέχει από την κτιστή φύση με τρόπο ανυπολόγιστο και ακατανόητο.
4. – Πώς, χωρίς να απομακρυνθεί τοπικά, αλλά, αν και είναι, όπως λες, πανταχού παρών, είναι αποχωρισμένος από όλα;
– Το ερώτημα είναι βέβαια δυσκολονόητο, όμως δεν είναι δυσκολοεξήγητο˙ για τον Θεό μάλιστα δεν είναι τίποτε αδύνατο˙ συνεπώς έχει τη δύναμη να σε πληροφορήσει και γι’ αυτά. Αλλά άκου με σύνεση όπως δηλαδή ο ανθρώπινος νους μας ούτε συγκρατείται από τοίχους, ούτε περιορίζεται σε τόπο, αλλά το σώμα βέβαια κλείνεται μέσα σε έναν οικίσκο και δένεται με δεσμά, ο νους όμως είναι έξω από τα δεσμά και περιφέρεται παντού ελεύθερα, χωρίς ούτε από το σώμα να χωρίζεται, ούτε από την οικία να απομακρύνεται, αλλά σαν κάπως να συνυπάρχει μ’ αυτά, αν και είναι χωρισμένος, και να είναι χωρισμένος, αν και είναι ενωμένος μ’ αυτά˙ έτσι και ο Θεός είναι παντού και μέσα σε όλα και έξω από όλα˙ και πουθενά δεν είναι ως προς τη φύση και την ουσία και τη δόξα, διότι είναι απεριόριστος.
5. – Αυτός λοιπόν, που είναι απεριόριστος, πώς γεμίζει τα πάντα; Και αυτός, που γεμίζει τα πάντα, πώς είναι απεριόριστος και δεν είναι πουθενά;
– Ομολογείται βέβαια ότι ο Θεός είναι παντού και γεμίζει τα πάντα, χωρίς να είναι διόλου αναμεμιγμένος με τα ορατά, αλλά ότι είναι χωρισμένος σύμφωνα με τον τρόπο, που έχουμε πει, πουθενά όμως δεν είναι όπως εμείς˙ διότι κανείς δεν γνωρίζει, ούτε οι άγγελοι, που είναι ο Θεός˙ διότι, αν ακούς ότι αυτοί στέκονται κοντά, αλλά αυτό γίνεται στο θρόνο της δόξας του˙ και επειδή δεν μπορούν να βλέπουν προς τη λάμψη, που εκπέμπεται, σκεπάζουν από φόβο τα πρόσωπά τους, και αναπέμπουν, έκθαμβοι, αδιάκοπα πάντοτε τον θείο ύμνο1˙ διότι, κατάπληκτοι από την αβάσταχτη δόξα, δεν μπορούν ούτε να αντιληφθούν ούτε να σκεφθούν που είναι ο Δεσπότης ή τι λογής είναι εκείνος ο ίδιος˙ αν δηλαδή δεν μπορούν να δουν κατάματα την αστραφτερή λάμψη, πώς θα μπορούσαν να τον περιεργασθούν πιο πέρα; Ότι βέβαια υπάρχει ο Θεός και ότι υπάρχει παντού και γεμίζει τα πάντα, γνωρίζουν και οι άγγελοι και οι άγιοι, που καθάρισαν τους εαυτούς τους, με το να ελλαμφθούν και να φωτισθούν από το Άγιο Πνεύμα˙ πού όμως η πώς ή τί λογής είναι, κανείς από όλους αυτούς δεν γνωρίζει, παρά μόνο ο Πατέρας γνωρίζει τον Υιό, επειδή είναι συναιώνιο και ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό˙ διότι αυτά τα τρία, επειδή είναι ένα, και γνωρίζουν τον εαυτό τους, και γνωρίζονται το ένα από το άλλο. Όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός, που είναι από τη φύση του Θεός και Υιός του Θεού: «Κανείς δεν γνωρίζει τα του ανθρώπου, παρά μόνο το πνεύμα του ανθρώπου, που κατοικεί μέσα του˙ έτσι και κανείς δεν γνωρίζει τα του Θεού, παρά μόνο το Πνεύμα του Θεού»2˙ και ακόμη: «Κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, και κανείς δεν γνωρίζει τον Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας, και εκείνος στον οποίο θέλει ο Υιός να τον φανερώσει».3
6. – Και τότε, πώς λέει ο Χριστός, «Να μην καταφρονήσετε έναν απ’ αυτούς τους μικρούς˙ διότι οι άγγελοί τους βλέπουν διαρκώς το πρόσωπο του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς»;4 Και ακόμη, πώς λέει, «Είναι μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό»,5 ενώ εσύ λες ότι ακόμη και οι άγγελοι δεν γνωρίζουν τι λογής είναι ο Θεός και πού είναι ο Θεός;
– Όπως όταν λάμπει ο ήλιος το μεσημέρι, βλέπουμε βέβαια ολοκάθαρα το φως, που εκπέμπεται απ’ αυτόν, αλλά εκείνον τον ίδιο δεν μπορούμε ούτε και λίγο να τον κοιτάξουμε και να τον παρατηρήσουμε, ωστόσο λέμε ότι τον βλέπουμε αληθινά, έτσι και οι άγγελοι και οι άγιοι, βλέποντας την αστραφτερή δόξα του Πνεύματος, βλέπουν μέσα σ’ αυτή και τον Υιό και τον Πατέρα˙ αλλά δεν βλέπουν έτσι οι αμαρτωλοί και οι ακάθαρτοι, διότι εκείνοι είναι όμοιοι με τυφλούς και αναίσθητους˙ διότι όπως οι τυφλοί, το φως του ήλιου, ενώ λάμπει, δεν το βλέπουν, έτσι λοιπόν και οι αμαρτωλοί και οι ακάθαρτοι, το θείο φως, ενώ φέγγει πάντοτε, δεν το διακρίνουν, ούτε μάλιστα αντιλαμβάνονται τη θερμότητά του.
7. – Τί λοιπόν βλέπουν αυτοί που είναι καθαροί στο νου και στην καρδιά;
– Επειδή ο Θεός είναι φως,6 και μάλιστα είναι το ακρότατο φως, αυτοί, που τον βλέπουν, δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά μόνο φως˙ και αυτό είναι φανερό και απ’ αυτούς, που είδαν να λάμψει το πρόσωπο του Χριστού όπως ο ήλιος και τα ενδύματά του να γίνουν όπως το φως,7 και από τον απόστολο Παύλο, που είδε τον Θεό σαν φως, και που επέστρεψε στη γνώση του Θεού,8 και από μύριους άλλους Αγίους.
8. – Πώς λοιπόν δεν το βλέπουν όλοι, αφού ο Θεός είναι φως αιώνιο και αειλαμπές;
-Επειδή έτσι οικονόμησε από την αρχή ο Θεός˙ για να μην έχει κανένα κοινό το σκότος με το φως,9 ούτε ο ασεβής και ακάθαρτος με τον άγιο και καθαρό. Γι’ αυτό και οι αμαρτίες μας, σαν μεγάλο χάσμα και τείχος, μας εμποδίζουν από τον Θεό10˙ ή, μάλλον, οι πονηρές σκέψεις και οι μάταιοι λογισμοί μας γίνονται όπως ένα ψηλό τείχος και μας χωρίζουν από το φως της αληθινής ζωής˙ διότι ο Θεός είναι φως11 και είναι ζωή. Όσοι λοιπόν έχουν στερηθεί απ’ αυτό το φως είναι νεκροί στην ψυχή και γίνονται συγκληρονόμοι και συμμέτοχοι στην αιώνια φωτιά και στο σκότος.
9. – Και δεν είναι δυνατό να βρει σωτηρία εκείνος, που δεν έφθασε σ’ αυτή την πνευματική κατάσταση;
– Επειδή ο Κύριος λέει, «υπάρχουν πολλές διαμονές στον Πατέρα μου»,12 είναι φανερό ότι υπάρχουν και πολλοί δρόμοι σωτηρίας˙ όλοι όμως οι δρόμοι ολοκληρώνονται σε ένα, στον δρόμο δηλαδή της μετάνοιας, με την αποχή από το κακό, είτε θα πεις το δρόμο της ελεημοσύνης, είτε το δρόμο της ξενιτείας, είτε την εκπλήρωση κάθε άλλης εκτέλεσης του καλού, για να επιτύχουμε τα πνευματικά.

Υποσημειώσεις.

1. Ησ’. 6, 1-3
2. Α’ Κορ. 2, 11
3. Ματθ. 11, 27
4. Ματθ. 18, 10
5. Ματθ. 5, 8
6. Α’ Ιω. 1, 5
7. Ματθ. 17, 2
8. Πρβ. Πράξ. 9, 3-5
9. Πρβ. Β’ Κορ. 6, 14
10. Πρβ. Ησ’. 59, 2
11. Α’ Ιω. 1, 5
12. Ιω. 14, 2

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.