Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«…ικετεύω μη τυχόν δι’ αγάπην Θεού προβήτε εις την έκδοσιν του τόμου της χειραφετήσεως των Επαρχιών Μακεδονίας, Ηπείρου και Νήσων, διότι ο Οικουμενικός Θρόνος τότε θ’ αποψιλωθή τέλειον και θα πέση εις αφάνειαν».
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος
Προς Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Δ’

Ένα γεγονός που σημάδεψε την πορεία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από το 1918 μέχρι το 1922 ήταν η εκλογή νέου Οικουμενικού Πατριάρχη. Μετά την παραίτηση του Γερμανού Ε’, στις 12 Οκτωβρίου 1918, τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου εξελέγη ο μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος (Μαμμέλης).1
Στις 17 Οκτωβρίου 1918 αποφασίστηκε η ανάδειξη νέου πατριάρχη σύμφωνα με τη διαδικασία που προέβλεπαν οι Εθνικοί κανονισμοί. Λόγω όμως των πολιτικών εξελίξεων και ενόψει της επικείμενης τότε συνδιάσκεψης των Παρισίων για το μέλλον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η κυβέρνηση Βενιζέλου υπέδειξε στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους την αναβολή της πατριαρχικής εκλογής μέχρι την οριστική λύση του Ανατολικού Ζητήματος.
Το πατριαρχικό ζήτημα πήρε νέα τροπή, όταν στις 6 Μαρτίου 1921 πέθανε αιφνίδια στο Λονδίνο ο μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος,2 ο οποίος είχε μεταβεί λίγες μέρες νωρίτερα στη βρετανική πρωτεύουσα για να παραστεί στη διεθνή συνδιάσκεψη ως εκπρόσωπος του αλύτρωτου Ελληνισμού στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.3 Έπειτα, τα δύο διοικητικά σώματα της εκκλησίας, η ιερά σύνοδος και το Διαρκές εθνικός Μικτό Συμβούλιο, εξέλεξαν νέο τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου τον μητροπολίτη Καισαρείας Νικόλαο (Σακκόπουλο).4
Στις 12 Απριλίου 1921 απεστάλη από το πατριαρχείο στους μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου συνοδική εγκύκλιος η οποία όριζε τα της πατριαρχικής εκλογής στα μέσα Ιουνίου του 1921.5 Την ανωτέρω εγκύκλιο έλαβε και ο μητροπολίτης Σμύρνης, στον οποίο ζητείτο να αποστείλει μέχρι την 6ην Ιουνίου 1921 σφραγισμένο ψηφοδέλτιο με το όνομα του κατά τη γνώμη του καταλληλότερου υποψηφίου για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου.
Στην πρόσκληση, ωστόσο, για την εκλογή του νέου οικουμενικού πατριάρχη, ο Χρυσόστομος συνειδητοποίησε πως από την προσέλευση στην Κωνσταντινούπολη και την αυτοπρόσωπη συμμετοχή στην πατριαρχική εκλογή, είχαν αποκλειστεί τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι ιεράρχες που διακονούσαν στις επαρχίες των Νέων Χωρών. Επρόκειτο για τις περιοχές οι οποίες είτε είχαν ενσωματωθεί στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (Μακεδονία, Ήπειρος, Νησιά του Αιγαίου Πελάγους, Κρήτη) και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (Δυτική και Ανατολική Θράκη), είτε η διοίκησή τους είχε ανατεθεί στο ελληνικό κράτος, όπως είχε συμβεί με τη Σμύρνη και την επαρχία Αϊδινίου.
Στις 29 Απριλίου 1921 ο Χρυσόστομος απέστειλε στον τοποτηρητή του οικουμενικού θρόνου απαντητική επιστολή σχετικά με τη συνοδική εγκύκλιο που είχε λάβει για την πατριαρχική εκλογή.6 Ο ιεράρχης ζητούσε αρχικά να ενημερωθεί εάν το Φανάρι είχε ζητήσει από τους μητροπολίτες που δεν τελούσαν υπό την άμεση δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου να αποστείλουν ψηφοδέλτια. Στους ιεράρχες αυτούς, εκτός από τους μητροπολίτες των ελληνοκρατούμενων περιοχών, ανήκαν οι μητροπολίτες της Σερβίας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και των επαρχιών της Ανατολής, που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Κεμάλ, οι οποίοι όμως αναγνώριζαν ως πρώτο μεταξύ αυτών τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ο άγιος επιθυμούσε ακόμα να μάθει εάν η εκλογική συνέλευση για την ανάδειξη του νέου οικουμενικού πατριάρχη επρόκειτο να καταρτιστεί επί τη βάσει των ιερών κανόνων της εκκλησίας ή των εθνικών κανονισμών.
Επιπλέον, ο Χρυσόστομος ζητούσε διευκρινίσεις σχετικά με το ποιοι μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να παραστούν αυτοπροσώπως στην πατριαρχική εκλογή, υπενθυμίζοντας πως κατά τα δυόμιση έτη της τοποτηρητείας είχαν σημειωθεί πολλές παρατυπίες στη σύνθεση της ιεράς συνόδου, ενώ πολλοί ιεράρχες είχαν παρατείνει αδικαιολόγητα την παραμονή τους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος τόνιζε πως με αυτόν τον τρόπο ελάχιστοι μητροπολίτες, οι οποίοι για τον έναν ή τον άλλο λόγο διέμειναν στο Φανάρι, θα είχαν την ευκαιρία να συμπεριληφθούν στην εκλογική συνέλευση, ενώ η πλειοψηφία των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου επρόκειτο να αποκλειστεί από την άμεση συμμετοχή στην εκλογή του νέου οικουμενικού πατριάρχη.
Στη συνέχεια, ο μητροπολίτης υπέβαλε στον τοποτηρητή κάποια ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία εκλογής, του νέου προκαθημένου της ορθοδοξίας. Αρχικά, ποιοί ιεράρχες είχαν κατά τους εθνικούς κανονισμούς τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση του πατριαρχικού θρόνο και εάν σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι ιεράρχες που δεν υπάγονταν πλέον στην άμεση δικαιοδοσία του Φαναρίου. Έπειτα, ποιοί ιεράρχες είχαν το δικαίωμα όχι μόνο να αποστείλουν ψηφοδέλτιο αλλά και να προσέλθουν και να παρακαθίσουν στην εκλογική συνέλευση για την ανάδειξη του νέου πατριάρχη, και εάν σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι μητροπολίτες που διακονούσαν στην απελευθερωμένη ζώνη της Σμύρνης και την ευρύτερη επαρχία της. Τέλος, ποιοί και πόσοι λαϊκοί αντιπρόσωποι από τις κατά τόπους επαρχίες είχαν δικαίωμα να λάβουν μέρος στην πατριαρχική εκλογή, δεδομένου ότι πολλές επαρχίες, λόγω των πολεμικών εξελίξεων, είχαν διακόψει κάθε επικοινωνία με το εθνικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Χρυσόστομος διακήρυσσε πως η εκλογή του νέου οικουμενικού πατριάρχη δεν αφορούσε μόνο την αρχιεπισκοπή και τον λαό της Κωνσταντινούπολης, αλλά το σύνολο του ανατολικού ορθόδοξου κόσμου του οποίου ο νέος πατριάρχης εθεωρείτο εκ των πραγμάτων ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης. Για τον λόγο αυτό, ο άγιος καλούσε τον μητροπολίτη Καισαρείας να δώσει τη δυνατότητα στο σύνολο της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου, είτε αυτή τελούσε υπό την άμεση είτε υπό την έμμεση εξάρτηση του πατριαρχείου, να προσέλθει στη Βασιλεύουσα μαζί με τους αντιπροσώπους των επαρχιών και να αναδείξει τον νέο Οικουμενικό πατριάρχη, τονίζοντας μάλιστα, πως επρόκειτο για την πρώτη ελεύθερη εκλογή Πατριάρχη μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην επιστολή αυτή ο Χρυσόστομος μιλούσε για το θλιβερό φαινόμενο της διάστασης ανάμεσα στην εκκλησία της Ελλάδος και το οικουμενικό πατριαρχείο, προτείνοντας τη συγχώνευση της πρώτης με τη Μητέρα Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης θεωρούσε αναγκαία την κατάλυση του Αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας και την ένωση όλων των επαρχιών του ελεύθερου Ελληνισμού με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.7
Ο Χρυσόστομος έκλεινε την επιστολή του με την προτροπή η πατριαρχική εκλογή να πραγματοποιηθεί με βάση το γράμμα και το πνεύμα των ιερών κανόνων της εκκλησίας και όχι με βάση το καθεστώς των εθνικών κανονισμών. Ο άγιος τόνιζε με έμφαση ότι οι εθνικοί κανονισμοί ήταν προϊόν βάρβαρων και τυραννικών χρόνων και πως μετά την κατάρρευση της δουλείας θα ήταν ολέθριο η Ανατολική εκκλησία να κανόνιζε και πάλι τα του οίκου Της με βάση τους αναχρονιστικούς κανονισμούς, προσθέτοντας πως «έχομεν ζώντας και εν τιμή τους θεοπνεύστους κανόνας της ορθοδόξου εκκλησίας, οι οποίοι εν τη απλότητι του τύπου της εκλογής του οικουμενικού πατριάρχου, αποπνεύουσιν όλον το άρωμα του μεγαλείου, της ελευθερίας και του σεβασμού όλων των ενδόξων παραδόσεων της εκκλησίας και του γένους».8
Ο άγιος κατέληγε πως εάν η εκλογή του νέου πατριάρχη δεν γινόταν με βάση το κανονικό δίκαιο της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά πραγματοποιείτο από μια ολιγάριθμη ομάδα αρχιερέων και λαϊκών της Κωνσταντινούπολης, ο ίδιος δεν είχε σκοπό ούτε ψηφοδέλτιο να αποστείλει, ούτε τους λαϊκούς αντιπροσώπους της επαρχίας Σμύρνης επρόκειτο να διορίσει για την πατριαρχική εκλογική συνέλευση.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Χρυσόστομος απέστειλε αντίστοιχη επιστολή και στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Δημήτριο Γούναρη,9 με την οποία ζητούσε να ασκηθεί η μέγιστη επιρροή της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε η πατριαρχική εκλογή να μην γίνει από μια ολιγομελή ομάδα δεκαπέντε ή δεκαεπτά μητροπολιτών του Φαναρίου «εν κρυφώ και παραβύστω», αλλά να δοθεί η δυνατότητα σε όλη την ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου να παραστεί αυτοπροσώπως στην Κωνσταντινούπολη για την ανάδειξη του νέου οικουμενικού πατριάρχη.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης τόνιζε στον Έλληνα πρωθυπουργό πως ο νέος πατριάρχης επρόκειτο να αντιμετωπίσει σοβαρά εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως αυτό της ανακήρυξης και αναγνώρισης του Σερβικού πατριαρχείου, το ζήτημα της εξάρτησης από τον οικουμενικό θρόνο των ορθόδοξων επαρχιών που είχαν αποσπασθεί από τη Ρωσία και είχαν προσαρτηθεί στην Πολωνία, το ζήτημα της ανεξάρτητης ορθόδοξης Τσεχοσλοβακικής εκκλησίας, το ζήτημα των ορθοδόξων χριστιανών της Αλβανίας, το ζήτημα της χειραφέτησης των Νέων Χωρών του ελληνικού κράτους ζητήματα που θα έπρεπε κατά τον μητροπολίτη να κινητοποιήσουν το εθνικό κέντρο για τη συμμετοχή των ιεραρχών της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Αλβανίας, των Νησιών του Αρχιπελάγους, της Κρήτης, της Δωδεκανήσου, της Μικράς Ασίας και των υπόλοιπων μητροπολιτών, οι περισσότεροι από τους οποίους υπηρετούσαν σε επαρχίες του διευρυμένου τότε ελληνικού κράτους, ώστε από κοινού να εκλέξουν και να αναδείξουν τον νέο οικουμενικό πατριάρχη.
Υποστηρίζοντας την καθολική συμμετοχή των μητροπολιτών του οικουμενικού θρόνου στην πατριαρχική εκλογή και θέλοντας να σταλεί προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα της ενότητας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος πρότεινε και στον Δημήτριο Γούναρη την κατάλυση από την Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων του Αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας και την συγχώνευση όλων των ορθόδοξων ελληνικών εκκλησιών υπό τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Ο άγιος έκλεινε και αυτή την επιστολή με την προτροπή η εκλογή του νέου πατριάρχη να πραγματοποιείτο με βάση τους Ιερούς κανόνες της εκκλησίας και όχι σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς, οι οποίοι είχαν συσταθεί υπό καθεστώς δουλείας.
Φαίνεται πως τα επιχειρήματα και ο εκκλησιαστικός λόγος του Χρυσοστόμου σχετικά με τον τρόπο που είχε γίνει η προκήρυξη της πατριαρχικής εκλογής, προκάλεσε προβληματισμό στους κύκλους του Φαναρίου και όχι μόνο. Ο ιεράρχης, απευθυνόμενος στον τοποτηρητή του οικουμενικού θρόνου και τον Έλληνα πρωθυπουργό, είχε αναδείξει τη σημασία που είχε για την εκκλησία και το γένος η ενότητα της ιεραρχίας και, ταυτόχρονα, είχε επισημάνει τους κινδύνους που θα είχε η εμπλοκή κομματικών και πολιτικών προσώπων τα οποία επιθυμούσαν να εκβιάσουν την εκλογή του νέου πατριάρχη κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το κανονικό δίκαιο της εκκλησίας.
Υποσημειώσεις.
1. ΕΑ ΛΗ (1918) 150-151
2. ΕΑ ΜΑ (1921) 73-76
3. ΕΑ ΜΑ (1921) 23, 54, 62
4. ΕΑ ΜΑ (1921) 77
5. ΕΑ ΜΑ (1921) 157
6. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 135-139
7. Την πρόταση του μητροπολίτη Σμύρνης φαίνεται ότι συμμερίζονταν και κάποιοι πανεπιστημιακοί κύκλοι των Αθηνών. Στη διάρκεια του 1921 και προ της πατριαρχικής εκλογής ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον καθηγητή της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστο Ανδρούτσο ο «Κεντρικός Εκκλησιαστικός Σύνδεσμος «, κύριος στόχος του οποίου ήταν η κατάργηση του αυτοκέφαλου της εκκλησίας της Ελλάδος και η εκ νέου υπαγωγή όλων των επαρχιών του ελεύθερου Ελληνισμού στο οικουμενικό πατριαρχείο, βλ. ΕΑ ΜΑ (1921) 356-357, 365-366, 389-390
8. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 139
9. Ό. π., σσ’. 140-142

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.