«Ο ΤΟΣΟ ΤΑΠΕΙΝΟΣ γέροντας Ευμένιος δεν έκρινε κανέναν, παρά μόνον τον εαυτό του, πολύ αυστηρά.
Μια φορά, αγόραζε για την εορτή του Τιμίου Σταυρού, πολλά λουλούδια από έναν πλανόδιο, κοντά στο Αιγάλεω. «Πόσο κάνει αυτό; ρωτούσε και έπαιρνε πολλά. Ό πλανόδιος πωλητής, όμως, την πρόσθεση την έκανε λάθος και μάλιστα με μεγάλη διαφορά προς τα πάνω. Ό Παππούλης δεν έλεγε τίποτε. Πολύ ήρεμα, διάλεγε τα λουλούδια. Εγώ όμως θύμωσα με τον πωλητή, τον έκρινα αυστηρά. Του λέω: “Αφού, όσο και να τα πουλάτε, όσο ακριβά και να είναι, παίρνει τόσα πολλά εσείς γιατί προσπαθείτε να τον κλέψετε;.
Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ένοιωσα ότι ήταν στενοχωρημένος από την συμπεριφορά μου. “Παππούλη, ήθελε να σας κλέψει, δεν ήταν σωστό, του λέω. Και ο Παππούλης μου απαντά: “Έ, ο άνθρωπος ήθελε να βγάλει κάτι παραπάνω, δεν πειράζει.»
Μαγνητόφωνο η καρδιά
«ΤΟΥ ΛΕΩ μία ημέρα: “Πατέρα Ευμένιε, να φέρω ένα μαγνητόφωνο, να σε ρωτάω και να μου λες και να το γράψω, να σε έχω;. “Να φέρεις, μου λέει. “Να φέρεις, αλλά τι να το κάνεις; και με το δάκτυλο μου ακουμπούσε την καρδιά. “Αυτά που σου λέω, μόνον η καρδιά και το σήμερα τα αποτυπώνουν, όχι τα μαγνητόφωνα και τα χαρτιά.» [π. Ευάγγελος Παπανικολάου]
Στεκόσουν δίπλα του με δέος
«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ παρότρυνε πολλούς να πάνε στον Γέροντα, να πάρουν την ευχή του και να τον συμβουλευθούν. Κάποτε, την μάλωσε: “Να μην λες στον κόσμο για μένα. “Γέροντα, για να ωφεληθούν τους λέω για σας, του είπε εκείνη. “΄Ε, καλά, της απάντησε. Πολλοί, παρότι άκουγαν τόσα καλά για τον Γέροντα, έφευγαν μόλις τον έβλεπαν, γιατί η εξωτερική του εμφάνιση δεν ήταν σίκ. Πότε έκανε δουλειές με το πανταλόνι και πουκάμισο, πότε είχε σηκωμένο το ράσο και ήταν ξυπόλητος, κ.α.
Ήτο αυστηρός προς οποιοδήποτε εξοικείωση ή χαριεντισμό. Στεκόσουν δίπλα του, ήθελες δεν ήθελες, με δέος. Γενικά, δεν έλεγε πολλά. Όταν, όμως, χρειαζόταν, έλεγε ό,τι έπρεπε.» [Σωτηρίου Νικόλαος]
Ζούσε το παρόν
«ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ, είχε μιά παράξενη συμπεριφορά. Σε κατέβαζε απότομα από το ψαλτήρι, εκεί που διάβαζες, ή δεν σε χαιρετούσε, ή δεν συλλειτουργούσε με κάποιον ιερέα, κι έτσι πολλοί τον επέκριναν και τον θεωρούσαν σαλό. Εγώ, και ως ιατρός, το απέδιδα πολλάκις στα φάρμακα της νόσου. Είχα αντιληφθεί ότι δεν είχε προσωποληψία και ούτε θυμόταν πώς είχε συμπεριφερθεί προηγουμένως. Ήτο φυσικός άνθρωπος. Κυρίως ζούσε στο εκάστοτε παρόν και είχε νικήσει αυτό, που λέγεται φαντασία. Έλεγε: “Την φαντασία χρησιμοποίησε ο διάβολος, για να ρίξει τον άνθρωπο.
Τα καλοκαίρια, που τον επισκεπτόμαστε, την δεκαετία του ?70, με τον μακαριστό διδάσκαλο Βασίλειο Κόρδη, τον βλέπαμε να έχει βγάλει το κρεββατάκι του έξω, κάτω από τα δένδρα, να είναι ξαπλωμένος με τα ράσα του στην σκιά των φυλλωσιών, να κρατά την Φιλοκαλία ή τους Βίους των Αγίων και να διαβάζει. Έβαζε το βιβλίο ανοιχτό στο πρόσωπό του και λαγοκοιμόταν. Μετά, με ολοφώτεινο πρόσωπο, έλεγε: “Εγώ καθεύδω και η καρδιά μου αγρυπνεί.» [π. Ευάγγελος Παπανικολάου]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009