Πατρίς του μεταξοσκώληκος και της βιομηχανίας της μετάξης είναι η Βόρειος Κίνα. Εις την απέραντον αυτήν χώραν η αγρία λευκή μορέα, της οποίας τα φύλλα αγαπά κυρίως το μεταξοφόρον αυτόν έντομον, είναι γνωστή από παλαιοτάτων χρόνων.
Ο μεταξοσκώληξ κατασκευάζει μικρά βομβύκια, τα λεγόμενα κουκούλια, τα οποία συνέλεγον οι Κινέζοι ως ουράνιον δώρον και έκλωθον απ’ αυτά την μέταξαν.
Η τελειοτέρα όμως κατασκευή της μετάξης και η εφεύρεσις της βιομηχανίας αυτής αποδίδεται εις την κόρην ενός αυτοκράτορος Κινέζου, ο οποίος έζησε κατά το 2697 π.Χ. Η εφεύρεσις αυτή έφερε μεγάλα πλούτη εις την χώραν του Ουρανίου Κράτους, όπως λέγεται η Κίνα. Ο λαός μάλιστα από ευγνωμοσύνην απεθέωσε την βασιλόπαιδα αυτήν, η οποία λατρεύεται ακόμη και σήμερον εις μεγαλοπρεπείς ναούς της Κίνας. Οι ναοί αυτοί, περιβαλλόμενοι από δάση μορεών, είναι κυρίως σχολεία μεταξουργίας δια τον λαόν.
Η παραγωγή της μετάξης διεδόθη έπειτα εις την Περσίαν και η βιομηχανία της προώδευσε τόσον πολύ, ώστε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ιουλιανού να ονομάζωνται οι μεταξοσκώληκες Περσικοί σήρες.
Εις την αρχαίαν Ελλάδα η μέταξα ήτο άγνωστος και ενομίζετο ότι ήσαν τα βομβύκια, καθώς ο βάμβαξ, προϊόν φυτού. Άλλοι δε ενόμιζον την μέταξαν ως την κλωστήν της αράχνης.
Περισσότερον γνωστή έγινεν η μέταξα δια του Μ. Αλεξάνδρου, όστις, αφού κατέκτησε την Ινδικήν, ενεδύετο με τας πολυτελείς στολάς των Μήδων Βασιλέων. Αργότερον διεδόθη η χρησιμοποίησις των μεταξωτών (των σηρικών, όπως ωνομάζοντο) υφασμάτων ακόμη περισσότερον, αλλά η αξία των υφασμάτων τούτων ήτο πολύ μεγάλη. Είχε την αξία χρυσού και δι’ αυτό η εξάπλωσίς της ήτο περιωρισμένη. Εις την Ρώμην μόνον αι γυναίκες της ανωτάτης αριστοκρατορίας ηδύναντο να φορούν μεταξίνας εσθήτας. Όταν δε ήρχισαν να έρχωνται ενδύματα από καθαράν μέταξαν, η σπατάλη εκείνη της πολυτελείας εξήγειρε την αγανάκτησιν του λαού. Ματαίως προσεπάθησαν σοφοί ηγεμόνες να σταματήσουν το ρεύμα τούτο της πολυτελείας. Και οι πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος και ο Βασίλειος, εξηγέρθησαν εναντίον της μεγάλης πολυτελείας των μεταξωτών και επιχρύσων υφασμάτων. Αργότερον, κατά τον έβδομον αιώνα, ο ιδρυτής της νέας θρησκείας, ο Μωάμεθ, απηγόρευσεν εις τους πιστούς την χρήσιν των μεταξωτών εσθήτων, με ποινήν την απώλειαν του Παραδείσου.
Παρ’ όλας όμως τας συμβουλάς των αγίων Πατέρων και τας απαγορεύσεις των άλλων, η μέταξα διεδίδετο πάντοτε. Όσον δε ηύξανεν η πώλησις της μετάξης, τόσον περισσότερον επλούτει το Περσικόν εμπόριον, το οποίον είχε το μονοπώλιον της μετάξης.
Κατά την εποχήν του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, εξ αιτίας των πολέμων προς τους Πέρσας, η τιμή της μετάξης υψώθη τόσον, ώστε και οι πλουσιώτεροι εδυσκολεύοντο να προμηθευτούν μεταξωτά υφάσματα. Διότι οι Πέρσαι κατέλαβον τότε την μεγάλην οδόν του εμπορίου της μετάξης και αι εμπορικαί συγκοινωνίαι διεκόπησαν.
Οι Βυζαντινοί τότε εσκέφθησαν να αποκτήσουν την βιομηχανίαν της μετάξης και την καλλιέργειαν του μεταξοσκώληκος, ο οποίος θα προσέφερε μεγάλους πόρους εις το κράτος. Είχον φθάσει κατά την εποχήν του Ιουστινιανού εις το Βυζάντιον από την Ινδικήν δύο μοναχοί, οι οποίοι διηγούντο τα θαυμάσια του μεταξοσκώληκος, και υπέσχοντο να φέρουν μεταξόσπορον. Τους μοναχούς τούτους, με την συμβουλήν της βασιλίσσης Θεοδώρας, απέστειλεν ο Ιουστινιανός, κατά το 555 μ. Χ., εις την Σηρικήν, δηλαδή την Κεντρικήν Ασίαν. Τους αντήμειψε πλουσίως και υπεσχέθη εις αυτούς μεγάλας δωρεάς, εάν έφερον εις το Βυζάντιον τον μεταξόσπορον.
Οι δύο μοναχοί μετάβησαν κρυφίως εις την χώραν των Σηρών. Εκεί έμαθον πως παράγεται και υφαίνεται η θαυμασία αυτή κλωστή της μετάξης. Έπειτα έκρυψαν εις τον νάρθηκα (δηλαδή εις το κούφιο μέρος) των ράβδων των ωάρια μεταξοσκωλήκων και τα έφερον εις το Βυζάντιον. Εκεί εξέθρεψαν τους σκώληκας με φύλλα μορέας και εδίδαξαν την ανατροφήν των και την παραγωγήν μετάξης.
Από τότε ο Ιουστινιανός ίδρυσε βιομηχανικά εργαστήρια μετάξης και πολύ γρήγορα το πολύτιμον αυτό νήμα έγινε μονοπώλιον του κράτους και επωλείτο εις μεγάλας τιμάς.
«Μέταξα» Γ. Κυριακός (Διασκευή).
Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.