(Ματθαίου η΄: 10, Λουκά ζ΄: 9)
Την ιστορία την γνωρίζουμε καλά. Και οι δύο Ευαγγελιστές την παραθέτουν με ακριβώς τα ίδια λόγια, πράγμα που σημαίνει δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι το πραγματικό περιστατικό έγινε έτσι ακριβώς, και το δεύτερο ότι τα στοιχεία που αναφέρουν και οι δύο είναι αυτά που το Άγιο Πνεύμα τους υπέδειξε ως αξιοσημείωτα. Το γεγονός της ίασης από απόσταση ενός δούλου, και μάλιστα ειδωλολάτρη κυρίου, είναι θαυμαστό, ιδιαίτερο, απροσδόκητο όσο όλα τα απροσδόκητα που έκανε ο Κύριος, για να σπάσει τα στεγανά του Νόμου, και να διευρύνει την δυνατότητα σχέσης ανθρώπου-Θεού προς όλην την ανθρωπότητα. Επίσης αξιοσημείωτη είναι η διαύγεια-φώτιση του εκατοντάρχου, ο οποίος μέσα από την αναλογία με τους δικούς του στρατιώτες, περιέγραψε την εξουσία του Χριστού επί όλων των ασωμάτων δυνάμεων, όχι μόνον επί των συσστρατευμένων με τον Θεό αγγέλων, αλλά και των δαιμόνων που Τον αντιμάχονται. Σε όλες όμως τις ιστορίες, πολλά σημαντικά, αν όχι τα πιο σημαντικά, κρύβονται στις λεπτομέρειες.
Το Ευαγγέλιο είναι ένα κείμενο θεόπνευστο, όχι προϊόν ανθρώπινης διανοητικής έμπνευσης και εργασίας. Όταν μιλά το Άγιο Πνεύμα μέσω των Ευαγγελιστών, καμμία λέξη δεν είναι τυχαία ή γενικόλογη. Όταν μιλά ο Χριστός, κάθε λέξη έχει συγκεκριμένο λόγο που επιλέγεται, και οι καταγραφείς ανταποκρίνονται με ακρίβεια σ’ αυτήν την ευθύνη αναμετάδοσης. Αξίζει λοιπόν να εστιάζουμε και στις λεπτομέρειες, για ν’ ανακαλύπτουμε και τα κρυμμένα μηνύματα πέρα από τα προφανή.
Στο τέλος του επεισοδίου της συνάντησης του Χριστού με τον εκατόνταρχο, ο Χριστός τον επαινεί για την πίστη του, η οποία ξεπέρασε αυτήν πολλών ισραηλιτών, που είχαν γαλουχηθεί μέσα στον Νόμο. Εστιάζουμε εδώ στην φράση που χρησιμοποίησε ο Χριστός για να περιγράψει αυτήν την πίστη: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον», δηλαδή: «τόση πίστη, ούτε στο Ισραήλ δεν συνάντησα ποτέ». Την φράση αυτήν την μεταφέρουν αυτούσια και οι δύο Ευαγγελιστές, με ακριβώς τα ίδια λόγια, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να την προσέξουμε.
Το «ουδέ εν τω Ισραήλ» δεν μας ξενίζει. Δεν είναι παράδοξο η πίστη να χάνεται από εκεί που αναμένεται να υπάρχει, και να εμφανίζεται ανέλπιστα εκεί που κανείς δεν θα την περίμενε. Δυστυχώς η πνευματική κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που χρωστά την ίδια της την ύπαρξη στην Ορθοδοξία, είναι ένα πρόσφατο κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της θλιβερής αλήθειας. Συνεχίζοντας όμως ο Χριστός, χρησιμοποιεί έναν προσδιορισμό γι’ αυτήν την πίστη. δεν λέει «τέτοια», δεν χρησιμοποιεί δηλαδή δεικτική αντωνυμία που να δείχνει ποιότητα, δεν λέει «τοιαύτην», δηλαδή «τέτοιου είδους». Άρα δεν διακρίνει ποιότητες στην πίστη, δεν μιλά για καλή ή κακή πίστη, δυνατή ή αδύναμη, ελληνοπρεπή ή εβραιοπρεπή, ανθρώπινη ή υπεράνθρωπη, λογική ή παράλογη, διανοητική ή ψυχολογική, ώριμη ή ανώριμη, ή ο, τιδήποτε άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς ως επίθετο που να χαρακτηρίζει την ποιότητα ή το είδος της πίστης.
Παραδόξως χρησιμοποιεί ποσοτική αντωνυμία: «τοσαύτην», δηλαδή «τόση πολλή», άρα η διάκριση που αποδίδει στην πίστη, αφορά την ποσότητα, το μέγεθος δηλαδή. Η συγκεκριμένη δεικτική αντωνυμία, δεν σημαίνει απλώς «τόση», οπότε θα επρόκειτο για απλή παραβολή για σκοπούς κατανόησης, όπως χρησιμοποιούμε σήμερα το «σαν». Το «τοσαύτη» έχει επιτατική σημασία, και σημαίνει «τόσο μεγάλη», ή «τόσο πολλή». Επομένως ο Χριστός αναδεικνύει την πίστη σαν μετρήσιμο μέγεθος, από το οποίο μπορεί κανείς να διαθέτει πολύ, λίγο, ή καθόλου, και κάθε ενδιάμεση διαβάθμιση. Σαν να έχει ένα νοερό δοχείο πίστεως μέσα του ο άνθρωπος, το οποίο άλλοτε να γεμίζει και άλλοτε ν’ αδειάζει, είτε από την έμφυτη προδιάθεση του ίδιου του ανθρώπου, είτε με την θέληση και την συνειδητή προσπάθεια. Οποιαδήποτε ποσότητα πίστης κι αν έχει ο άνθρωπος, η διακύμανση είναι μόνον ως προς το μέγεθος, το οποίο αυτομάτως ορίζει και το σθένος της. Δεν υπάρχουν παραλλαγές. Η πίστη είναι μία, ενός είδους, προς μία Ουσία με τρεις Υποστάσεις. Οποιαδήποτε απόκλιση είναι απλώς α-πιστία.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι εύκολο να κατανοήσουμε και τις άλλες αναφορές του Κυρίου στο θέμα της πίστης. Όταν κατά προτροπή του Κυρίου ο Πέτρος περπάτησε πάνω στα κύματα, (Ματ. ιδ΄31)κάποια στιγμή έχασε την πίστη του, κι άρχισε να βυθίζεται. Όσο είχε πίστη περπατούσε, κι όταν την έχασε άρχισε να βυθίζεται. Και τότε φώναξε στον Χριστό για βοήθεια. Τι του είπε τότε ο Χριστός; Πώς τον χαρακτήρισε; «Ολιγόπιστο». Άνθρωπο με λίγη πίστη. Ποσοτικά πάλι. Γιατί όχι τελείως «ά-πιστο»; Επειδή ο Πέτρος φώναξε για βοήθεια, και την προσδοκούσε με βεβαιότητα. Άπιστος θα ήταν αν είχε αφεθεί να πνιγεί. Η λίγη πίστη σε κάνει να φοβάσαι, αλλά να συνεχίζεις να ζητάς τον Χριστό. Η μη-πίστη, σε κάνει να αρνείσαι την σωτηρία που σου προσφέρει, κι αυτό συμβαίνει σήμερα με όλους τους αρνητές. Την επιτιμά ο Χριστός την ολιγοπιστία, αλλά την χρησιμοποιεί σαν ευκαιρία, σαν εφαλτήριο για την σταδιακή οικοδόμηση μεγαλύτερης, πιο αστείρευτης πίστης.
Το ίδιο ακριβώς εννοούσε και όταν παρομοίαζε την πίστη με τον «κόκκο σινάπεως» (Ματ. ιζ΄20). Την αδυναμία των Μαθητών να εκβάλουν το δαιμόνιο, ο Χριστός την αποδίδει σε α-πιστία. Αντίθετα λέει, αν είχατε πίστη τόσο δα μικρή, τόσο λίγη, όσο αυτός ο μικρούτσικος σπόρος, θα κάνατε απίστευτα θαύματα. Τεράστια δηλαδή η απόσταση μεταξύ καθόλου πίστης, και μικρής πίστης. Και στην συνέχεια εξηγεί πώς προκύπτει αυτή η μικρούτσικη παντοδύναμη πίστη: με προσευχή και νηστεία. Ανάλογη είναι η διαφορά μεταξύ πίστης και μη πίστης που αναφέρεται πιο κάτω, πάλι από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, στο κεφάλαιο κα΄, στίχος21, μπροστά στην ξεραμένη συκιά: όποιος έχει πίστη και δεν αμφιβάλλει, τότε πάλι θα μπορεί να μετακινεί βουνά. Τι άλλο είναι η αμφιβολία από ασθενής πίστη;
Κλείνοντας, ας θυμηθούμε την συνάντηση του Χριστού με τον Ναθαναήλ (Ιωάν. α΄, 51). Ο Ναθαναήλ εντυπωσιάζεται από την φανέρωση που του έκανε ο Χριστός για την προσευχή του κάτω από την συκιά, και αναγνωρίζει τον Χριστό ως «Βασιλιά του Ισραήλ και Μεσσία», αποδεχόμενος εξ ολοκλήρου αυτό που του είχε πει ο Φίλιππος. Και τότε ο Χριστός του λέει: «Μόνον και μόνον επειδή σου είπα για τότε που καθόσουν κάτω από την συκιά, πιστεύεις»; «Πιστεύεις». Εδώ δεν δίνεται ένδειξη μέτρου, δεν γίνεται αναφορά σε πολλή ή λίγη πίστη. Επειδή ο Ναθαναήλ αναγνώρισε αυτοστιγμεί την Μεσσιανική Του ιδιότητα. Ο Ναθαναήλ έδειξε πίστη στο πρόσωπο του Χριστού, και όχι στις ενέργειές Του, όπως είχε γίνει στα προηγούμενα περιστατικά. Σ’ αυτήν την πίστη δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις. Υπάρχει το ναι, ή το όχι. Υπάρχει το «συντάσσομαι τω Χριστώ, και πιστεύω Αυτώ ως Βασιλεί, και Θεώ». Αυτό είναι το θεμέλιο «επί την πέτραν». Μικρές πτώσεις μπορεί να έχουμε, κι αυτές σημειώνονται πάνω στην διαδικασία της ανοικοδόμησης, όταν η πίστη μας δεν είναι «τοσαύτη», ή είναι «ολίγη», ή μικρότερη από τον «κόκκο σινάπεως». Αλλά τελικά το οικοδόμημα θα χτιστεί πάνω στο θεμέλιο που θα επιλέξουμε, στο αν θα κάνουμε την ομολογία του Ναθαναήλ.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα
Νομικός, Φιλόλογος,
Σύμβουλος Εκπαίδευσης και Ψυχικής Υγείας.