«Είσαι κι εσύ εκεί»
«ΚΑΠΟΤΕ ΜΕ τον γέροντα Ευμένιο συζητούσαμε για τον πατέρα Πορφύριο και αναφερθήκαμε στην συμπροσευχή, που κάνουμε όλα τα πνευματικοπαίδια του καθημερινά, στις 10 το βράδυ. Και η απάντηση του πατρός Ευμενίου: “Ναι, κάθε βράδυ είσαι κι εσύ εκεί.» [Παντείδης Κυριάκος]
Με τράβηξε το ακτινοβόλο πρόσωπό του
«ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ μακαριστό και πολύ αγαπητό μου πατέρα Ευμένιο το 1987. Εκείνο τον καιρό ήταν η αρχή ωδίνων και προβλημάτων με τον γάμο μου και ζητούσα απεγνωσμένα βοήθεια.
Άκουσα, λοιπόν, από μιά φίλη, ότι υπάρχει ένας Άγιος Γέροντας, που είναι εφημέριος στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων στην Αγία Βαρβάρα, για τον οποίο ο μακαριστός Άγιος Γέροντας Πορφύριος είχε πει: “Εμένα με κάνατε Άγιο και με γράψατε στις εφημερίδες, αλλά υπάρχει ένας άλλος Άγιος Γέροντας, που είναι κρυμμένος, και αυτός είναι ο γέροντας Ευμένιος. Άρχισα να τον επισκέπτομαι σποραδικά και, μετά από μερικούς μήνες, να εξομολογούμαι σε αυτόν. Από την πρώτη στιγμή με τράβηξε το ακτινοβόλο πρόσωπό του, η απλότης, η ταπείνωση, το γέλιο του, που ήταν ίδιο με μικρού παιδιού, και η αγάπη του για τον κάθε άνθρωπο, που τον επισκέπτετο.» [Μωϋσιάδου Αργυρώ]
Ό Γέροντας του εικοσιτετράωρου
«ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ Γέροντα εγώ τον λέω “ ο Γέροντας του εικοσιτετράωρου. Ό,τι ώρα ήθελες, μπορούσες να τον ενοχλήσεις και να τον δεις. Δεν έλεγε ποτέ όχι. Τον παίρναμε τηλέφωνο και ρωτούσαμε: “Τι ώρα να έρθω, Παππούλη;. “Έγώ θα είμαι εδώ, ό,τι ώρα θέλεις να έρθεις, απαντούσε».
Το χαρακτηριστικό του ήταν ότι τα έβλεπε όλα ωραία. Είτε έβρεχε, είτε είχε ήλιο, είτε έκανε κρύο. Μας το επεσήμανε ο ίδιος πολλές φορές, για να δοξάζουμε τον Θεό για κάθε τι που μας δίνει.» [Κόκκορη Μαρία]
«Έχετε τον άγιο άνθρωπο κι έρχεστε σ’ εμένα;»
«Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ με τον πατέρα Ευμένιο είναι η μεγαλύτερη ευλογία, που έχει συμβεί στην ζωή μου μέχρι σήμερα. Τον θεωρώ πατέρα μου, τον νοιώθω πατέρα μου.
“Έχετε τον Άγιο άνθρωπο εκεί κάτω και έρχεστε σ’ έμενα;, είπε μιά μέρα ο πατέρας Πορφύριος. Και ύστερα από την προτροπή του πήγα στον πατέρα Ευμένιο. Ό πατήρ Ευμένιος, με τον ποταμό αγαθότητας και καλοσύνης που είχε, μαλάκωνε τίς έγνοιες, τίς στενοχώριες, τίς σκέψεις. Έδινε ελπίδα. Μας συνέδεε με την ελπίδα, την πίστη. Αποκαθιστούσε την επαφή με τον Θεό. “Πάν δώρημα τέλειον ανωθέν έστι καταβαίνον…, μας υπενθύμιζε.
Ήταν άνθρωπος προσευχής, διακριτικά, χωρίς να φαίνεται. Έκρυβε επιμελώς κάθε σημείο αγιότητος. Ακόμα και το θαύμα κοντά του ήταν κάτι το φυσικό, το βίωνες σαν κάτι φυσικό, σαν μία υπέρβαση, που όμως ήταν φυσική.» [Βαρδίκου Μαρία]
«Λίγο αλάτι, να’ ναι ευλογημένο»
«ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΕ κάπου ο Γέροντας, ήθελε πολύ να ευχαριστήσει τους παρευρισκόμενους. Πήγαμε κάποτε σ’ ένα φιλικό σπίτι, κάναμε αγιασμό και μετά μας είχαν τραπέζι με ψάρι. Κάθισε ο Γέροντας στην κεφαλή του τραπεζιού. Είχε διαφόρων ειδών ψάρια, ψαρόσουπα, ψάρι στα κάρβουνα, ψάρι τηγανητό. Ήθελαν πάρα πολύ να ευχαριστήσουν τον Γέροντα. Εκείνος έβαλε ψαρόσουπα, που του άρεσε πολύ. Σε μιά στιγμή, έρχεται μιά κοπέλα, η Μαρία, και λέει: “Ξέρεις Γέροντα, στην ψαρόσουπα δεν βάλαμε αλάτι. Είπαμε να βάλει ο καθένας όσο αλάτι θέλει. Και λέει ο Γέροντας: “Να ‘ναι ευλογημένο. Και παίρνει την αλατιέρα, ρίχνει αλάτι μέσα στην σούπα του και το ανακατεύει. Μόλις έφυγε η Μαρία, να πάει στην κουζίνα, έρχεται ο Χρήστος και του λέει: “Στην ψαρόσουπα δεν βάλαμε αλάτι, για να βάλετε όσο θέλετε. Παίρνει την αλατιέρα ο Γέροντας και ρίχνει πάλι αλάτι στην ψαρόσουπα λέγοντας: “Να’ ναι ευλογημένο.
Φεύγει ο Χρήστος κι έρχεται η γυναίκα του και του λέει: “Γέροντά μου, είπαμε ότι κάποιοι μπορεί να μην αρέσκονται στο αλάτι και δεν βάλαμε στην σούπα, για να βάλει ο καθένας όσο θέλει. Αν θέλεις να βάλεις λίγο, να νοστιμίσει. Παίρνει την αλατιέρα ο Γέροντας και ξαναρίχνει αλάτι στην σούπα λέγοντας: “Να’ ναι ευλογημένο, να’ ναι ευλογημένο. Ή σούπα θα είχε γίνει λύσσα. Όμως, για να τους ικανοποιήσει όλους, δεν έλεγε τίποτε και έβαζε συνεχώς αλάτι.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009
