Βασιλειών Δ΄ – Κεφάλαιον Β΄(2)
Στίχ. 1-10. Ο Ηλίας πηγαίνει με τον Ελισαίο στην απέναντι όχθη του Ιορδάνη.
1 Κάποτε έφθασε ο καιρός να ανεβάσει ο Κύριος τον Ηλία στον ουρανό με ανεμοστρόβιλο. Εκείνες τις μέρες ο Ηλίας μαζί με τον Ελισαίο επέστρεφαν από τα Γάλγαλα.
2 Κάποια στιγμή είπε ο Ηλίας στον Ελισαίο: «Μείνε, σε παρακαλώ, εδώ, διότι ο Κύριος με στέλνει να πάω στη Βαιθήλ». Ο Ελισαίος όμως του απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που μας ακούει, ορκίζομαι σ’ αυτόν και στη ζωή σου ότι δεν θα σε αφήσω να πας μόνος σου». Έτσι ήλθαν και οι δύο μαζί στη Βαιθήλ.
3 Και οι προφήτες, που ήταν στη Βαιθήλ, πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ελισαίο και του είπαν: «Γνωρίζεις ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον κύριό σου ζωντανό στους ουρανούς κι εσύ θα χάσεις τον καθοδηγητή σου;» Ο Ελισαίος τους απάντησε: «Και βέβαια το ξέρω˙ σωπάστε όμως και μη μιλάτε γι’ αυτό».
4 Κάποια στιγμή ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο: «Μείνε, σε παρακαλώ, εδώ, διότι ο Κύριος με στέλνει να πάω στην Ιεριχώ». Ο Ελισαίος όμως του απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που μας ακούει, ορκίζομαι σ’ αυτόν και στη ζωή σου ότι δεν θα σε αφήσω να πας μόνος σου». Έτσι πήγαν και οι δύο μαζί στην Ιεριχώ.
5 Και οι προφήτες που βρίσκονταν στην Ιεριχώ, πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ελισαίο και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον κύριό σου ζωντανό στους ουρανούς κι εσύ θα χάσεις τον καθοδηγητή σου;» Ο Ελισαίος τους απάντησε: «Και βέβαια το ξέρω˙ σωπάστε όμως και μη μιλάτε για το γεγονός αυτό».
6 Κάποια στιγμή ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο: «Μείνε, σε παρακαλώ, εδώ, διότι ο Κύριος με στέλνει να πάω στον Ιορδάνη». Ο Ελισαίος όμως του απάντησε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που μας ακούει, ορκίζομαι σ’ αυτόν και στη ζωή σου ότι δεν θα σε αφήσω να πας μόνος σου». Έτσι πήγαν και οι δύο μαζί στον Ιορδάνη.
7 Τους ακολούθησαν και πενήντα προφήτες που πήγαν και στάθηκαν σε κάποια απόσταση, απέναντι από αυτούς, για να μπορέσουν να δουν τα όσα θα γίνονταν, ενώ ο Ηλίας κι ο Ελισαίος στάθηκαν και οι δύο στην όχθη του Ιορδάνη.
8 Τότε ο Ηλίας πήρε τη μηλωτή του, την περιτύλιξε και χτύπησε με αυτή τα νερά του ποταμού˙ κι αυτά άνοιξαν στα δύο και παραμέρισαν δεξιά και αριστερά. Έτσι βάδισαν και οι δύο μέσα από το στεγνό πέρασμα που σχηματίσθηκε, και πέρασαν στην άλλη όχθη, στην απέναντι έρημο.
9 Όταν πέρασαν στην απέναντι όχθη, είπε ο Ηλίας στον Ελισαίο: «Ζήτησέ μου τι θέλεις να σου κάνω, πριν με πάρει ο Κύριος από κοντά σου στον ουρανό». Ο Ελισαίος απάντησε: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, τη διπλάσια χάρη και δωρεά του προφητικού πνεύματος απ’ αυτήν που έχεις εσύ».
10 Κι ο Ηλίας του είπε: «Μεγάλη είναι η απαίτησή σου, δύσκολο πράγμα ζήτησες˙ όμως, εάν με δεις να αναλαμβάνομαι από μπροστά σου στον ουρανό, το αίτημά σου θα πραγματοποιηθεί όπως το ζήτησες. Εάν όμως δεν με δεις να αναλαμβάνομαι, δεν θα πραγματοποιηθεί».
1 ΚΑΙ εγένετο εν τω ανάγειν Κύριον εν συσσεισμώ τον Ηλιού ως εις τον ουρανόν και επορεύθη Ηλιού και Ελισαιέ εκ Γαλγάλων.
2 και είπεν Ηλιού προς Ελισαιέ: κάθου δή ενταύθα, ότι Κύριος απέσταλκέ με έως Βαιθήλ. Και είπεν Ελισαιέ: ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε, και ήλθον εις Βαιθήλ.
3 και ήλθον οι υιοί των προφητών οι εν Βαιθήλ προς Ελισαιέ και είπον προς αυτόν: ει έγνως, ότι Κύριος σήμερον λαμβάνει τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου; Και είπε: καγώ έγνωκα, σιωπάτε.
4 και είπεν Ηλιού προς Ελισαιέ: κάθου δή ενταύθα, ότι Κύριος απέσταλκέ με εις Ιεριχώ. Και είπεν Ελισαιέ: ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε. Και ήλθον εις Ιεριχώ.
5 και ήγγισαν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ προς Ελισαιέ και είπαν προς αυτόν: ει έγνως ότι σήμερον λαμβάνει Κύριος τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου; Και είπε: και γε εγώ έγνων, σιωπάτε.
6 και είπεν αυτώ Ηλιού: κάθου δή ώδε, ότι Κύριος απέσταλκέ με έως εις τον Ιορδάνην. Και είπεν Ελισαιέ: ζή Κύριος και ζή η ψυχή σου, ει εγκαταλείψω σε. Και επορεύθησαν αμφότεροι.
7 και πεντήκοντα άνδρες υιοί των προφητών και έστησαν εξεναντίας μακρόθεν, και αμφότεροι έστησαν επι του Ιορδάνου.
8 και έλαβεν Ηλιού την μηλωτήν αυτού και είλησε και επάταξε το ύδωρ, και διηρέθη το ύδωρ ένθα και ένθα, και διέβησαν αμφότεροι εν ερήμω.
9 Και εγένετο εν τω διαβήναι αυτούς και Ηλιού είπε προς Ελισαιέ: αίτησαι τί ποιήσω σοι πρίν η αναληφθήναί με απο σού. Και είπεν Ελισαιέ: γενηθήτω δή διπλά εν πνεύματί σου επ’ εμέ.
10 και είπεν Ηλιού: εσκλήρυνας του αιτήσασθαι. Εάν ίδης με αναλαμβανόμενον απο σού, και έσται σοι ούτως. Και εάν μή, ου μή γένηται.
Στίχ. 11-12. Η ανάληψη του Ηλία και το πένθος του Ελισαίου.
11 Καθώς όμως βάδιζαν συζητώντας, εμφανίσθηκε ξαφνικά ένα πύρινο άρμα που το έσερναν πύρινα άλογα, κι αυτά πέρασαν ανάμεσα από τον Ηλία και τον Ελισαίο και τους χώρισαν˙ τότε ο Ηλίας άρχισε ν’ ανεβαίνει μέσα σε ανεμοστρόβιλο και υψωνόταν όλο και περισσότερο προς τα πάνω, μέχρι τον ουρανό!
12 Ο Ελισαίος, καθώς έβλεπε το θαυμαστό γεγονός, φώναζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ ήσουν τα άρματα και το ιππικό του ισραηλιτικού λαού, ο πανίσχυρος μυστικός οδηγός του λαού. Γιατί φεύγεις; Πού μας αφήνεις τώρα;» Και ο Ελισαίος έχασε τον Ηλία από τα μάτια του και δεν τον ξαναείδε πια. Και συντετριμμένος επειδή έχασε τον πνευματικό του πατέρα και πνευματικό οδηγό του Ισραήλ, έπιασε τα ρούχα του και τα έσχισε σε δύο κομμάτια.
11 και εγένετο αυτών πορευομένων, επορεύοντο και ελάλουν. Και ιδού άρμα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλαν ανα μέσον αμφοτέρων, και ανελήφθη Ηλιού εν συσσεισμώ ως εις τον ουρανόν.
12 Και Ελισαιέ εώρα και εβόα: πάτερ, πάτερ, άρμα Ισραήλ και ιππεύς αυτού. Και ουκ είδεν αυτόν έτι. και επελάβετο των ιματίων αυτού και διέρρηξεν αυτά εις δύο ρήγματα.
Στίχ. 13-14. Ο Ελισαίος χωρίζει τον Ιορδάνη και τον διαβαίνει.
13 Κατόπιν ο Ελισαίος σήκωσε από το έδαφος τη μηλωτή που του έριξε ο Ηλίας από ψηλά, από το άρμα του την ώρα που ανέβαινε στον ουρανό, γύρισε πίσω και στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη.
14 Πήρε τη μηλωτή του Ηλία, η οποία είχε πέσει πάνω του από ψηλά, και χτύπησε με αυτή τα νερά του ποταμού, όμως αυτά δεν άνοιξαν στα δύο. Τότε ο Ελισαίος είπε: «Πού είναι ο Θεός του Ηλία; Πού είναι;». Στη συνέχεια όμως χτύπησε πάλι με πίστη τα νερά κι αυτά άνοιξαν στα δύο, δεξιά κι αριστερά. Έτσι ο Ελισαίος πέρασε τον ποταμό Ιορδάνη.
13 Και ύψωσε την μηλωτήν Ηλιού, η έπεσεν επάνωθεν Ελισαιέ, και επέστρεψεν Ελισαιέ και έστη επι του χείλους του Ιορδάνου.
14 Και έλαβε την μηλωτήν Ηλιού, η έπεσεν επάνωθεν αυτού, και επάταξε το ύδωρ και ου διέστη. και είπε: πού ο Θεός Ηλιού αφφώ; Και επάταξε τα ύδατα, και διερράγησαν ένθα και ένθα, και διέβη Ελισαιέ.
Στίχ. 15-18. Οι προφήτες αναγνωρίζουν τον Ελισαίο ως διάδοχο του Ηλία.
15 Όταν οι πενήντα προφήτες που ήταν στην απέναντι όχθη του Ιορδάνη, προς την πλευρά της Ιεριχούς, και παρακολουθούσαν τα όσα γίνονταν, είδαν από μακριά τον προφήτη Ελισαίο, είπαν: «Πράγματι, η θαυματουργική δύναμη του Ηλία ήλθε και αναπαύθηκε τελείως στον Ελισαίο». Ήλθαν λοιπόν κοντά του οι προφήτες αυτοί να τον συναντήσουν και, επειδή αναγνώριζαν ότι ήταν πλέον ανώτερός τους, έπεσαν μπρούμυτα στη γη και τον προσκύνησαν ταπεινά.
16 «Κοίτα», του είπαν έπειτα, «μαζί με μας, τους δούλους σου, ει ναι και πενήντα γεροδεμένοι και δυνατοί άνδρες˙ δώσε τους τη άδεια, σε παρακαλούμε, να πάνε να ψάξουν να βρουν τον κύριό σου, τον Ηλία, μήπως κάποιος άνεμος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έριξε στον Ιορδάνη ή πάνω σε κανένα βουνό η σε κανένα λόφο». Ο Ελισαίος τους απάντησε: «Όχι, μην τους στείλετε».
17 Αυτοί όμως επέμεναν και τον πίεζαν να δεχθεί, μέχρι που ο Ελισαίος από ευγένεια αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει στο αίτημά τους και είπε: «Στείλτε τους». Τότε οι προφήτες έστειλαν πενήντα άνδρες, οι οποίοι έψαχναν τρεις ημέρες να βρουν τον Ηλία, αλλά δεν τον βρήκαν.
18 Γύρισαν τότε στον Ελισαίο, που είχε μείνει στην Ιεριχώ. Και ο Ελισαίος τους είπε: «Δεν σας είπα να μην πάτε;». …
15 Και είδον αυτόν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ εξεναντίας και είπον: επαναπέπαυται το πνεύμα Ηλιού επι Ελισαιέ, και ήλθον εις συναντήν αυτού και προσεκύνησαν αυτώ επι την γήν.
16 Και είπον προς αυτόν: ιδού δή μετά των παίδων σου πεντήκοντα άνδρες υιοί δυνάμεως. Πορευθέντες δή ζητησάτωσαν τον κύριόν σου, μή ποτε ήρεν αυτόν πνεύμα Κυρίου και έρριψεν αυτόν εν τω Ιορδάνη ή εφ’ έν των ορέων ή εφ’ ένα των βουνών. Και είπεν Ελισαιέ: ουκ αποστελείτε.
17 Και παρεβιάσαντο αυτόν έως ού ήσχύνετο. Και είπεν: αποστείλατε. Και απέστειλαν πεντήκοντα άνδρας, και εζήτησαν τρείς ημέρας και ουχ εύρον αυτόν.
18 Και ανέστρεψαν προς αυτόν, και αυτός εκάθητο εν Ιεριχώ, και είπεν Ελισαιέ: ουκ είπον προς υμάς, μή πορευθήτε; …
(Νεοελληνική απόδοση από το: «Η Παλαιά Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία». Εκδοση αδελφότητος θεολόγων, ο Σωτήρ.
Ακούστε εδώ το ανωτέρω απόσπασμα της Νεοελληνικής αποδόσεως, όπως αυτό ηχογραφήθηκε από την Μαίρη Πάντου, για την βιβλιοθήκη του συλλόγου μας. Τεχνική επιμέλεια Μιχαήλ Χαντάς.
