Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η Μικρασιατική εκστρατεία (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Η μικρασιατική εκστρατεία υπήρξε μια από τις πιο ένδοξες και ταυτόχρονα πιο τραγικές σελίδες στην ιστορία του νεότερου Ελληνισμού. Ένδοξη και λαμπρή διότι ανέδειξε για μια φορά ακόμα τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των Ελλήνων, οι οποίοι, μετά από αιώνες σκληρής δουλείας, προήλασαν στις αχανείς και αφιλόξενες εκτάσεις της μικρασιατικής ενδοχώρας, έχοντας συνείδηση ότι διεξήγαν έναν αγώνα πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα. Για τον λόγο αυτό, τα κατορθώματα των ελληνικών όπλων στην επιχείρηση της Μικράς Ασίας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επικά και εφάμιλλα των μεγάλων αγώνων που διεξήγαγε το γένος στο διάβα των αιώνων, ενώ οι μεγάλες θυσίες που απαιτήθηκαν απέδειξαν την αγάπη και την αφοσίωση των Ελλήνων στο υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας.

Τραγική και ταπεινωτική, όμως, διότι η αποτυχία της επέφερε την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αφ’ ενός λόγω της αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να επικρατήσει σε στρατιωτικό επίπεδο και αφ’ ετέρου λόγω της αναζωπύρωσης των δυνάμεων που είχαν οδηγήσει την Ελλάδα λίγα χρόνια νωρίτερα στον εθνικό διχασμό.

Γνωστή και ως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919 -1922, η Μικρασιατική εκστρατεία ξεκίνησε τον Μάιο του 1919 με την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 1922 με την πυρπόληση και καταστροφή της ιωνικής πρωτεύουσας.

Ο πόλεμος της Μικράς Ασίας θα μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο χρονικές περιόδους. Το καθοριστικό γεγονός που τέμνει τη Μικρασιατική εκστρατεία είναι οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και ασφαλώς το αποτέλεσμά τους που κρίθηκε καταστροφικό για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό. Η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα εν μέσω πολέμου προκάλεσε αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, γεγονός που επηρέασε τη συνοχή και απόδοση του ελληνικού στρατεύματος στη Μικρά Ασία και αποκάλυψε τη φαινομενική έως τότε στήριξη των Συμμάχων.

Μετά την επικράτηση των αντιβενιζελικών δυνάμεων στις εκλογές του 1920, εκατοντάδες στελέχη των ενόπλων δυνάμεων αποτάχθηκαν από τις τάξεις του ελληνικού στρατού κατηγορούμενοι ως βενιζελικοί, πολλοί εκ των οποίων υπηρετούσαν τότε στο μικρασιατικό μέτωπο. Από αυτούς, εκατόν πενήντα αξιωματικοί κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη και μαζί με άλλα πολιτικά στελέχη της βενιζελικής παράταξης ίδρυσαν την εθνική άμυνα, έναν σύνδεσμο ο οποίος έκτοτε λειτουργούσε ως κέντρο του βενιζελισμού που επηρέαζε και διαμόρφωνε τις αποφάσεις του Μικρασιατικού Ελληνισμού.1

Στην ίδια κατεύθυνση, λίγες μέρες μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, η νέα ελληνική κυβέρνηση προέβη στην αντικατάσταση των περισσότερων στρατιωτικών διοικητών. Είχε προηγηθεί η παραίτηση του Αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία Λεωνίδα Παρασκευόπουλου (1860-1936) και ο διορισμός του Αναστασίου Παπούλα (1857 – 19350. Κατά την παράδοση – παραλαβή των διοικήσεων, η οποία έλαβε χώρα στη Σμύρνη, ο Χρυσόστομος κάλεσε τους νέους στρατιωτικούς διοικητές που είχαν αφιχθεί από την Αθήνα και ενώπιον των απερχόμενων αξιωματικών είπε τα ακόλουθα:

Ενδοξότατοι Έλληνες Στρατηγοί και Επιτελείς Αξιωματικοί!

Καλώς ήλθατε!

Σας χαιρετίζω ως ενιαίον Επιτελείον του ενός ενδόξου στρατού της μιας υπερενδόξου Ελλάδος!

Αδελφοί μου!

Η Ελληνική Πατρίς είναι μία και εν τω Ελληνικόν Όνειρον και δι’ αυτό είναι εντροπή και εθνική καταστροφή η διχόνοια και η διαίρεσις ανά μέσων εθνικοφρόνων, γνησίως ελληνικών και ελληνοσυνειδήτων τμημάτων του ενός περιουσίου Ελληνικού λαού, του μαρτυρικού αυτού λαού με την λαμπροτάτην εν τω κόσμω μοναδικήν ιστορίαν και με τον φωτοστέφανον του πολιτισμού και του μαρτυρίου.

Μακράν από της Ελλάδος μας η διχοτόμησις της μιας εθνικής μας οικογενείας˙ υποδαυλίζοντες αυτήν, ουδέν επιτυγχάνομεν ειμή να υποβοηθώμεν τους σκοπούς των εχθρών της Πατρίδος, οίτινες επιχαίρουσιν εις την διαίρεσίν μας, διότι αύτη μας καθιστά ευχερεστέραν λείαν των.

Προς Θεού, αδελφοί μου! Δι’ ημάς, όσοι πιστεύομεν εις τον Χριστόν και εις την Ελλάδα και όσοι ολοψύχως ανήκομεν εις αυτήν, εν Έθνος υπάρχει, εις λαός, εις στρατός, μία Σημαία, εν πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, μία πίστις, μία ουσία ελληνοχριστιανικής συνειδήσεως, εις Σταυρός˙ διο χαιρετίζομεν και υποδεχόμεθα και ευλογούμεν και τα δύο Επιτελεία, και τας δύο παρατάξεις μετά της αυτής εθνικής υπερηφανείας και εμπιστοσύνης και αγάπης, με τον αυτόν θαυμασμόν, με την αυτήν τιμήν και με τον αυτόν Σταυρόν, ως ενιαίαν εκπροσώπησιν της μιας πατρίδος.

Αδελφοί μου, ακούσατε: Οι ημίσεις εκ της Οικογενείας μας έκτισαν ήδη το ήμισυ της εθνικής αψίδος˙ έρχονται τώρα οι του άλλου ημίσεος δια να κτίσουν το άλλο ήμισυ αυτής˙ και κάτωθεν της μιας ταύτης εθνικής αψίδος θα διέλθη ο ένδοξος στρατός μας – εις ενιαίος και αδιαίρετος – δια να βαδίση προς τα μεγάλα του πεπρωμένα.

Εν ονόματι της ιεράς ταύτης πίστεως και ελπίδος και του υπερτάτου τούτου χρέους, καλώ και παρακαλώ τους αρχηγούς της στρατιάς και τους επιτελείς αμφοτέρων των παρατάξεων να σφίγξωσιν αλλήλων τας χείρας και να δόσωσι προς αλλήλους αδελφικόν ασπασμόν˙ και παρακαλώ να αναφωνήσητε πάντες μετ’ εμού:

Ζήτω η μία Ελληνική Πατρίς!
Ζήτω ο εις και αδιάσπαστος Ελληνικός Στρατός!
Ζήτω η μία Ελληνική Ψυχή!

Στη συνέχεια, ο Χρυσόστομος ασπάσθηκε τους αξιωματικούς των επιτελείων και οι τελευταίοι ασπάσθηκαν μεταξύ τους σε μια ατμόσφαιρα καθολικής συγκίνησης και ευφορίας. Έπειτα, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο μητροπολίτης παρουσίασε δύο στέφανα, ένα χρυσό και ένα αργυρό, φιλοτεχνημένα από τεχνητά φύλλα δάφνης. Το χρυσό στεφάνι είχε χαραγμένα επάνω στα φύλλα του τα ονόματα των πόλεων της Μικράς Ασίας που είχε ελευθερώσει ο ελληνικός στρατός υπό την ηγεσία του τέως επιτελείου. Το αργυρό, το οποίο ήταν επιχρωματισμένο με το πράσινο χρώμα της ελπίδας, είχε, όχι χαραγμένα, αλλά γραμμένα με το μαύρο χρώμα της δουλείας τα ονόματα των πόλεων που προσδοκούσαν την ελευθερία.

Αρχικά, ο Χρυσόστομος πήρε το χρυσό στεφάνι και το επέθεσε επί της κεφαλής του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, λέγοντάς του «Στρατηγέ! Η ελευθέρα περιοχή της μικρασιατικής Ελλάδος, ευγνωμονούσα, στεφανώνει δι’ εμού τον ηγέτην του ελευθερωτού Στρατού». Έπειτα, στράφηκε στον Αναστάσιο Παπούλα και με δάκρυα στα μάτια, του είπε: «Στρατηγέ! Η αλύτρωτος περιοχή της μικρασιατικής Ελλάδος, εύελπις, στεφανώνει δι’ εμού τον ηγέτην του προσδοκωμένου ελευθερωτού Στρατού και εύχεται, όπως ο πράσινος ούτος στέφανος της ελπίδος γίνη επί της κεφαλής Σου χρυσούς και απαστράψη ως στέφανος νίκης και ελευθερίας».2

Το 1921 θα μπορούσε να θεωρηθεί το πιο καθοριστικό έτος για την έκβαση του αγώνα των Ελλήνων στα μικρασιατικά εδάφη. Τον Φεβρουάριο του 1921 και ενώ είχε συντελεστεί η ολική μεταστροφή του πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Νικόλαο Καλογερόπουλο (1851 – 1927) συμμετείχε στη διασυμμαχική συνδιάσκεψη του Λονδίνου και ζήτησε την υποστήριξη των συμμάχων για την τελική επικράτηση των ελληνικών όπλων στον πόλεμο της Μικράς Ασίας.

Εκεί εκδηλώθηκε για πρώτη φορά ίσως και με τον πιο επίσημο τρόπο η διαφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων στα σχέδια της Ελλάδας για επέκταση και ενσωμάτωση τμήματος της Ανατολίας στον εθνικό κορμό. Η πρόφαση που διατυπώθηκε για την αλλαγή στάσης των Ευρωπαίων στην επιχείρηση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήταν η επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο. Η πραγματική, ωστόσο, αιτία ήταν τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Μέσης Ανατολής. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου έδωσε στους συμμάχους το καλύτερο άλλοθι για να επισημοποιήσουν την άρνησή τους να συνδράμουν την Ελλάδα, κάτι άλλωστε που εξαρχής είχαν διαμηνύσει στον Βενιζέλο.

Από την άλλη, οι Έλληνες Μικρασιάτες, ενώ είχαν ταυτίσει την απελευθέρωσή τους με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν λησμονούσαν πως ο Κωνσταντίνος έφερε το όνομα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του επονομαζόμενου Μαρμαρωμένου Βασιλιά, γεγονός που μεγιστοποιούσε τις προσδοκίες τους για εκπλήρωση των προαιώνιων πόθων για λύτρωση από τον τουρκικό ζυγό. Στο ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι ο Κωνσταντίνος από τη γέννησή του και καθόλη τη διάρκεια της βασιλείας του θεωρείτο διάδοχος του τελευταίου Παλαιολόγου, Κωνσταντίνου ΙΑ’, γι’ αυτό και ακολουθώντας τη βυζαντινή αρίθμηση αποκαλείτο Κωνσταντίνος ΙΒ’.

Παρ όλα αυτά, η σύνεση και η αντικειμενική εκτίμηση των συσχετισμών εντός και εκτός Ελλάδας θα έπρεπε ίσως να υπαγορεύσουν στον Κωνσταντίνο την ιδέα της παραίτησης υπέρ του διαδόχου Γεωργίου, δεδομένου ότι η περαιτέρω παρουσία του στον θρόνο έπληττε καίρια το εθνικό ζήτημα. Η παραίτηση του Κωνσταντίνου αφ’ ενός θα εξέθετε στα μάτια των Ελλήνων τις πραγματικές προθέσεις των συμμάχων και αφ’ ετέρου θα αφαιρούσε το πρόσχημα που είχαν οι μεγάλες δυνάμεις, λόγω της επιστροφής του, να απομονώσουν τη χώρα και να την οδηγήσουν στην καταστροφή. Το γεγονός ότι δεν το έπραξε, όταν μάλιστα είχε κατοχυρώσει τη θέση του αλλά και τον θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1920, του προσδίδει ένα μερίδιο ευθύνης στη Μικρασιατική τραγωδία που ακολούθησε.3

Σε ότι αφορά τη στάση των μεγάλων δυνάμεων στο Μικρασιατικό ζήτημα, η Αγγλία, η οποία υπήρξε ο πιο ένθερμος σύμμαχος της Ελλάδος, αν και υποστήριξε την προέλαση του ελληνικού στρατού, ζήτησε από την ελληνική πλευρά να δεχθεί αλλαγές στη συμφωνία των Σεβρών. Η Ιταλία και η Γαλλία, οι οποίες εξαρχής είχαν διατυπώσει τις ενστάσεις τους για την επιχείρηση της Ελλάδος στη Μικρά Ασία, διαφοροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο αναγνωρίζοντας τον Μουσταφά Κεμάλ ως τον εκπρόσωπο του Οθωμανικούς κράτους. Στην κατεύθυνση αυτή Γαλλία και Ιταλία προχώρησαν στην σύναψη μυστικών συμφωνιών με τους Κεμαλικούς, ώστε να κατοχυρώσουν εμπορικά και οικονομικά οφέλη στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, ο Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί και τη Σοβιετική Ρωσία, από την οποία έλαβε αμέριστη στήριξη και άφθονο πολεμικό υλικό στον αγώνα του εναντίον των Ελλήνων. Ενισχυμένη από τη στάση των Ευρωπαίων, η κεμαλική πλευρά ζήτησε την πλήρη εκκένωση τόσο της Ανατολικής Θράκης όσο και της Μικράς Ασίας αο τις δυνάμεις του ελληνικού στρατού.

Μέσα σε αυτό το δυσμενές για τα ελληνικά συμφέροντα κλίμα, η Αντάντ πρότεινε στην ελληνική και την τουρκική αντιπροσωπεία τη διατήρηση της Σμύρνης και της ευρύτερης επαρχίας Αϊδινίου υπό την ψιλή επικυριαρχία του Σουλτάνου, τον διορισμό Χριστιανού, αλλά όχι Έλληνα, κυβερνήτη και τον περιορισμό των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην πόλη της Σμύρνης. Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου κατέληξε σε αδιέξοδο, καθώς Ελλάδα και Τουρκία απέρριψαν το σχέδιο των συμμάχων.

Υποσημειώσεις.

1. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ανάμειξης της εθνικής Άμυνας της Κωνσταντινούπολης στα πολιτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής ήταν η εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο.
2. Λεωνίδου Ιω. Φιλιππίδου, +Ο Σμύρνης Χρυσόστομος ο Μεγαλομάρτυς Μητροπολίτης κατά την επικήν και δραματικήν τριετίαν 1919 – 1922μ εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, Αθήναι 1962μ σσ’. 22-24
3. Σταματόπουλος, ό. π., σ. 222.

Η ελληνική πλευρά, η οποία διαπίστωνε πως δεν θα μπορούσε να αποκομίσει τα επιδιωκόμενα οφέλη στη Μικρά Ασία δια της διπλωματικής οδού, αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλίες σε στρατιωτικό επίπεδο. Τον Μάρτιο του 1921 το ελληνικό στρατηγείο διέταξε επίθεση των ελληνικών δυνάμεων με στόχο την κατάληψη των δύο μεγαλύτερων συγκοινωνιακών κόμβων στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Η επικράτηση στο Αφιόν Καραχισάρ επετεύχθη σύντομα, ωστόσο, δεν κατέστη δυνατή η κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, καθώς στην περιοχή του Ινονού οι ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν μεγάλη αντίσταση και υποχώρησαν προς την Προύσα.

Οι αποτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία προκάλεσαν στην Αθήνα κυβερνητική κρίση, η οποία οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης Καλογερόπουλου και στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Δημήτριο Γούναρη (26 Μαρτίου 1921).

Το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, σε συνδυασμό με τα συμφέροντα των Ξένων Δυνάμεων τα οποία διακυβεύονταν σε μια ενδεχόμενη επικράτηση της Ελλάδος στα βάθη της Ανατολίας, έκριναν επιτακτική την ανάγκη σύγκλησης νέας ειρηνευτικής διάσκεψης για το Ανατολικό Ζήτημα, η οποία θα προέβλεπε την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Η Ελλάδα, ωστόσο, επιδιώκοντας να επιτύχει μια αποφασιστική νίκη σε στρατιωτικό επίπεδο, την οποία θα αξιοποιούσε έπειτα ως διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στην επικείμενη συνειάσκεψη, αποφάσισε γενικευμένη επίθεση εναντίον των κεμαλικών θέσεων.

Στην προσπάθεια της ελληνικής ηγεσίας να τονώσει το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών επιστρατεύτηκε και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ως ο άλλοτε ένδοξος Στρατηλάτης των νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων. Σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού και συνοδευόμενος από τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Κωνσταντίνος αναχώρησε για τη Σμύρνη στις 29 Μαΐου 1921, επέτειο Άλωσης της Πόλης, προκειμένου να ηγηθεί ο ίδιος των πολεμικών επιχειρήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο.1 Την επομένη αφίχθη στο λιμάνι της πόλης, όπου ο ελληνικός λαός του επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή.2

Η άφιξη του Κωνσταντίνου στη Σμύρνη βρήκε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο στην Αδριανούπολη, όπου συμμετείχε στη συνέλευση των ιεραρχών των Νέων Χωρών για το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Από εκεί έστειλε στον Έλληνα Βασιλιά το ακόλουθο ιδιαίτερο τηλεγράφημα:3

Μεγαλειότατον Βασιλέα Ελλήνων Κωνσταντίνον
Πανηγυρίζων μετά ενθουσιώδους Σμυρναϊκού λαού, ούτινος ζηλεύω σημέρον τύχην, υποδεχομένου θριαμβευτικώς, δαφνοστεφή Στρατηλάτην Βαιλέα, πατώντας έδαφος περιμελήτου Μικρασιατικής Ελλάδος, μετά κοσμοϊστορικήν 29 Μαΐου, αλησμόνητόν ποτέ δι’ απαισιότητα εν τη ιστορία του Έθνους και εν τω βίω της Υμετέρας Μεγαλειότητος, αλλά από τούδε αισιωτάτην απαρχήν νέας εθνικής πανευδαίμονος χρονολογίας και μεγαλουργίας κατά Ανατολάς.
Μητροπολίτης Σμύρνης
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Στις 5 και 6 Ιουνίου 1921 πραγματοποιήθηκε νέα διασυμμαχική συνάντηση στο Παρίσι με σκοπό την παρουσίαση επικαιροποιημένου σχεδίου για τον τερματισμό του Πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Το νέο συμμαχικό σχέδιο προέβλεπε την αποστρατικοποίηση της Ανατολικής Θράκης και τη σταδιακή αποχώρηση του ελληνικού στρατού όχι μόνο από τη Μικρά Ασία αλλά και από τη Σμύρνη, την ασφάλεια της οποίας θα εγγυάτο σώμα τοπικής χωροφυλακής από ξένους αξιωματικούς. Η ελληνική πλευρά απέρριψε ξανά τη συμμαχική διαμεσολάβηση και συνέχισε την προετοιμασία της προέλευσης του ελληνικού στρατού.

Μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές συσκέψεις αποφασίστηκε στις 25 Ιουνίου 1921 η ευρείας κλίμακας επίθεση των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των τουρκικών στόχων. Μετά από σφοδρές μάχες και βαρύτατες απώλειες στα δύο στρατόπεδα, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε στις 4 Ιουλίου την Κιουτάχεια και στις 8 Ιουλίου το Εσκί Σεχίρ, ενώ οι τουρκικές δυνάμεις υποχώρησαν πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό για να ανασυνταχθούν.

Οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού, αν και θεωρήθηκαν πολύ σημαντικές, δεν είχαν επιτύχει τον τελικό στόχο της εκστρατείας, που δεν ήταν άλλος από την πλήρη εξουδετέρωση των δυνάμεων του Κεμάλ. Για τον λόγο αυτό, στο πολεμικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1921 στην Κιουτάχεια, υπό την προεδρία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, αποφασίστηκε η προέλαση προς τον Σαγγάριο, με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας και την καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού των Κεμαλικών.

Η απόφαση, ωστόσο, για την εκστρατεία της Άγκυρας δεν είχε τη συγκατάθεση πολλών στρατιωτικών διοικητών του μικρασιατικού μετώπου ούτε όμως και τη σύμφωνη γνώμη ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού στρατού. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Πρίγκιπας Ανδρέας (1882 – 1944), αδελφός του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος διετέλεσε αρχικά διοικητής της 12ης Μεραρχίας και έπειτα αρχηγός του Β’ σώματος στρατού κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Σαγγάριο Ποταμό. Ο Βασιλόπαις θεωρούσε πως η διατήρηση του μετώπου στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ «ήτο αφροσύνη», ενώ η σχεδιαζόμενη επιχείρηση προς την Άγκυρα ήταν έξω από κάθε λογική. Ο Ανδρέας τόνιζε πως οι στρατιωτικές επιτυχίες τον Ιούλιο του 1921 είχαν αναδείξει νικητή τον ελληνικό στρατό, δεδομένου ότι η Ελλάδα εφ’ ενός είχε καταλάβει νέα εδάφη στη Μικρά Ασία, αφ’ ετέρου είχε αποκόψει την Άγκυρα από τους μεγάλους σιδηροδρομικούς κόμβους στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ και τις άλλες πόλεις της μικρασιατικής ενδοχώρας.4

Ο Πρίγκιπας Ανδρέας τόνιζε ακόμα πως η υποχώρηση του κεμαλικού στρατού προς ανατολάς ήταν περισσότερο τακτική πολέμου και όχι αδυναμία αναμέτρησης στο πεδίο της μάχης, καθώς ήταν ήδη γνωστή η πολιτική και κυρίως η στρατιωτική στήριξη πολλών ευρωπαϊκών χωρών στον Κεμάλ. Για το λόγο αυτό, ο Ανδρέας επέκρινε την απόφαση του γενικού επιτελείου για την περαιτέρω προέλαση του ελληνικού στρατού και την μέχρις εσχάτων καταδίωξη του εχθρού στις ατελείωτες εκτάσεις της Ανατολίας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «μέχρι ποίου σημείου ηδυνάμεθα να καταδιώξωμεν αυτόν; Ηδυνάμεθα να ακολουθήσωμεν αυτόν δια μέσου των αχανών εκτάσεων της Μικράς Ασίας μέχρι του Κουρδιστάν και των συνόρων της Περσίας;»5

Στα επιχειρήματα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είχε υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της για μια εύκολη και σύντομη επικράτηση στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα, υποτιμούσε τη δυνατότητα των Κεμαλικών για ανασύνταξη και αντεπίθεση. Στο ζήτημα αυτό ο Πρίγκιπας Ανδρέας εξέφραζε και πάλι την κοινή λογική: «Δεν έχει τις παρά να ρίψη τους οφθαλμούς του επί του χάρτου της Μικράς Ασίας δια να αντιληφθή κατά πόσον ήτο δυνατή η κατάληψις τοιαύτης χώρας δια των ασθενών ημών δυνάμεων˙ ως προς την εκμετάλλευση δε ούτε οδοί υπάρχουν ούτε σιδηρόδρομοι».

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πλάνη εκ μέρους της Ελλάδας ήταν η πεποίθηση πως εάν ο ελληνικός στρατός κατελάμβανε την Άγκυρα, αυτό θα σήμαινε και την οριστική εξουδετέρωση του εχθρού, ενώ ήταν σαφές ότι οι όροι της συνθήκης ειρήνης δεν επρόκειτο να τεθούν αποκλειστικά από την ελληνική πλευρά, αλλά από τις μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους στην περιοχή, ακόμα και αν η Ελλάδα είχε τελικά επικρατήσει στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας.

Στις παραπάνω ενστάσεις θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμα σημαντική μαρτυρία που διασώζεται για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, με πρωταγωνιστή έναν σπουδαίο εκκλησιαστικό παράγοντα της εποχής, τον μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη. «Το 1921 σε συνεδρίαση των δύο σωμάτων του οικουμενικού πατριαρχείου ύστερ’ από μακρά συζήτηση και με υπόδειξη δική μου, αποφασίστηκε να κατεβώ στην Αθήνα, για να συναντήσω το Γούναρη, παλιό συμφοιτητή μου στη Γερμανία, και να τον πείσω να σταλεί ένα σύνταγμα στρατού στην Αμισό, που ενωμένο με τους δικούς μου αντάρτες θ’ αποτελούσε ένα σοβαρό αντιπερισπασμό στα νώτα του Κεμάλ. Αφού μάλιστα την εποχή εκείνη είχε αρχίσει να συζητείται η προέλαση του ελληνικού στρατού στην Άγκυρα. Φεύγοντας πήρα μαζί μου και τέσσερις Κούρδους, το Ριφάτ βέη και τρεις αξιωματικούς, που τους απεβίβασα στη Σμύρνη, για να τραβήξουν εκείνοι για το Κουρδιστάν με σκοπό να ξεσηκώσουν το λαό σ’ επανάσταση…

Φτάνοντας στη Σμύρνη έμαθα πως ο Γούναρης με το Θεοτόκη βρίσκονταν εκεί κι είχαν πάει μάλιστα στην Κιουτάχεια, που μόλις είχε καταληφθεί. Αντί λοιπόν να συνεχίσω το ταξίδι μου για την Αθήνα, αποβιβάστηκα κι εγώ στη Σμύρνη. Εκεί με φιλοξένησε ο φίλος μου Χρυσόστομος, και την άλλη μέρα έφυγα και μέσω Τουμλού – Μπουνάρ έφτασα στην Κιουτάχεια.

Συναντήθηκα αμέσως με το Γούναρη και κατόρθωσα να τον πείσω για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου μου. Μα την άλλη μέρα μ’ εκάλεσαν σε συμβούλιο, όπου ξανασυζητήθηκε το ζήτημα. Στο συμβούλιο έλαβαν μέρος ο Γούναρης, ο Θεοτόκης, ο Δούσμανης κι άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί. Τότε με πληροφόρησαν πως είχε κιόλας αποφασιστεί η προέλαση του στρατού μας ως την Άγκυρα μέσα απ’ την έρημο. Κι εγώ αναπτύσσοντας για δεύτερη φορά το σχέδιό μου μπροστά σε όλους εκείνους τους στρατιωτικούς, τους ετόνισα πως η αποστολή ενός συντάγματος στον Πόντο, που ζητούσα, θα ήταν ευεργετική όχι μόνο για το χριστιανικό πληθυσμό του Πόντου, αλλά και για την ίδια την προέλαση του στρατού. Γιατί ο Κεμάλ, αναγκασμένος να στείλει δυνάμεις στον Πόντο θα τις απέσυρε απ’ το μέτωπο, που έτσι θα εξασθενούσε. Το δε σπουδαιότερο ακόμα και σε περίπτωση ήττας του, εάν δεν είχε δημιουργηθεί ο αντιπερισπασμός του Πόντου, ο Κεμάλ θ’ αποσυρόταν κανονικά στην Καισάρεια, εν ανάγκη κι ως τη Σεβάστεια και το Ερζερούμ.

Κι έτσι ο πόλεμος δεν θα τελείωνε ποτέ. Ενώ αντιθέτως, εάν το σύνταγμα του ελληνικού στρατού, που ενωμένο με τους αντάρτες θα έφτανε τις είκοσι πέντε χιλιάδες άνδρες, προήλαυνε δια της αμαξιτής οδού προς τα νώτα του Κεμάλ τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός θα πλησίαζε στην Άγκυρα, ο Κεμάλ θα διέτρεχε τον κίνδυνο, καθώς θα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά, να πιαστεί αιχμάλωτος. Κι έτσι αυτομάτως θα σταματούσαν οι εχθροπραξίες.

Ο Δούσμανης όμως αντιτάχτηκε με πείσμα στις προτάσεις μου, λέγοντας ότι δεν εννοεί να στείλει ούτε ένα στρατιώτη στον Πόντο, γιατί σ’ ένα μήνα αυτός θα ήταν κιόλας στην Άγκυρα, θα έκαιγε όλες τις αποθήκες πολεμοφοδίων του εχθρού, θα κατέστρεφε τη σιδηροδρομική γραμμή και θα γύριζε πίσω, αφού θα είχε εξασφαλισθεί από κάθε άλλη μελλοντική ενόχληση από μέρους του Κεάλ. Έτσι γύρισα και εγώ άπρακτος και με κακά προαισθήματα στην Κωνσταντινούπολη.6

Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για την προχειρότητα του σχεδίου μάχης και τους κινδύνους που εγκυμονούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, την 1η Αυγούστου 1921 οι δυνάμεις του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ξεκίνησαν από τη γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ για την κατάληψη της Άγκυρας. Σε αυτή συμμετείχαν τρία σώματα του ελληνικού στρατού και μία ταξιαρχία ιππικού, τα οποία, αφού διέσχισαν τεράστιες εκτάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων στη μικρασιατική ενδοχώρα, έφτασαν στον Σαγγάριο Ποταμό, πενήντα χιλιόμετρα από την Άγκυρα. Η πιο εξαντλητική και επίπονη πορεία ήταν η διάβαση τμήματος του ελληνικού στρατού από την Αλμυρά Έρημο, κατά την οποία οι ελληνικές δυνάμεις γνώρισαν τη μεγαλύτερη εξασθένηση τόσο λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού όσο και λόγω των δυσκολιών ανεφοδιασμού από τις βάσεις του ελληνικού στρατηγείου δεκάδες χιλιόμετρα δυτικά του μικρασιατικού μετώπου.

Υποσημειώσεις.

1. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 8.844/29.5.1921, σσ’. 1-4
2. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 8. 846/31.5.1921, σ. 1
3. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 8. 846/31.5.1921, σ. 2
4. Βασιλόπαιδος Ανδρέου, Δορύλαιον – Σαγγάριος 1921, εκδοτικός οίκος «Αγών» Παρίσι 1928, σσ’. 87-89.
5. Ό. π., σ. 13
6. Μπέλλου Θρεψιάδη, ό. π., σσ’. 111-113. – Πρβλ. ΕΑ ΜΑ (1921) 223, 286

Η μάχη στον Σαγγάριο ποταμό κράτησε από τις 10 έως τις 29 Αυγούστου 1921. Παρά τη γενναιότητα, τον ηρωισμό και την απώλεια χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών στα πεδία της μάχης – 4.000 νεκροί, 19.000 τραυματίες και εκατοντάδες αγνοούμενοι – δεν επετεύχθη η εξουδετέρωση των κεμαλικών δυνάμεων, γεγονός που ανάγκασε την ανώτατη διοίκηση να διατάξει την αναδίπλωση του ελληνικού στρατού, ο οποίος ακολούθησε συντεταγμένη υποχώρηση στην αρχική γραμμή εξόρμησης Εσκί – Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ. Αν και ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθηκε στη μάχη του Σαγγάριου, ήταν φανερό πως δεν είχε κατορθώσει τον αντικειμενικό στόχος της εκστρατείας, που ήταν η διάσπαση της τουρκικής άμυνας, η κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών και η καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού τους.

Η αποτυχία της Ελλάδας να συντρίψει στη διάρκεια του 1921 τα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ στα βάθη της Ανατολίας προκάλεσε απογοήτευση και καταρράκωσε το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες για ένα σχεδόν χρόνο παρέμειναν αδρανείς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Έκτοτε, η πολιτική ηγεσία της χώρας θα αναζητούσε λύση μέσω της διπλωματικής οδού».1

Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και φόβου για το μέλλον των Ελλήνων Μικρασιατών, ο Χρυσόστομος με άδεια του Πατριαρχείου μετέβη τον Σεπτέμβριο του 1921 στην ιδιαίτερη πατρίδα του Τρίγλια.2 Στόχος της επίσκεψης ήταν τα αποκαλυπτήρια ενός ηρώου προς τιμήν των υπέρ της ελευθερίας πεσόντων, το οποίο είχε κατασκευαστεί με προτροπή και δαπάνες του Χρυσοστόμου. Αφορμή για την ανέγερση του εν λόγω μνημείου στάθηκε ο θάνατος του εικοσάχρονου ανιψιού του ιεράρχη. Λοχία Νικολάου Η. Τσίτερ, ο οποίος είχε σκοτωθεί στις 14 Μαρτίου 1921 στη μάχη του Αβγκίν, κοντά στο Εσκί Σεχίρ.3

Την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1921 ο Χρυσόστομος λειτούργησε στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου Τρίγλιας και αμέσως μετά τέλεσε στο προαύλιο της εκκλησίας τα αποκαλυπτήρια του ηρώου. Επρόκειτο για ένα μνημείο το οποίο, μέσα στην απλότητά του, αναδείκνυε τα βαθύτερα συναισθήματα και τα υψηλά ιδεώδη του εθνομάρτυρα ιεράρχη. Η βάση του μνημείου αποτελείτο από μια ογκώδη μαρμάρινη σαρκοφάγο που είχε μεταφερθεί από το Δασκύλειο της Προποντίδας, επάνω στην οποία είχε τοποθετηθεί μια επίσης μαρμάρινη πλάκα με δύο ανοιγμένες βίβλους. Στην πρώτη υπήρχε η επιγραφή Δίπτυχα Αθανασίας, όπου αναγράφονταν με χρυσά γράμματα «τα ονόματα των υπέρ ελευθερίας πεσόντων», ενώ στη δεύτερη, με την επιγραφή Βίβλος Ζωής, αναγράφονταν «τα ονόματα των εκ Τριγλίας ενδόξων προμάχων της πίστεως και της πατρίδος». Η απόληξη του ηρώου ήταν ένας μαρμάρινος σταυρός τυλιγμένος με κλάδο φοίνικα.

Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την τελετή των αποκαλυπτηρίων, ο Μητροπολίτης μίλησε για το χρέος της τιμής προς τους ήρωες νεκρούς, οι οποίοι με το αίμα τους παρέδωσαν ελεύθερη τη γη των πατέρων. Στον εμπνευσμένο του λόγο ο ιεράρχης ανέλυσε τον Επιτάφιο του Περικλή και υπογράμμισε πως ο θεσμός των αποδιδόμενων τιμών στον άγνωστο στρατιώτη, τα οστά του οποίου μεταφέρονταν με πομπές και ύμνους από τα πεδία των μαχών σε μεγαλοπρεπή μαυσωλεία, δεν ήταν θεσμός νέος, αλλά πανάρχαιος ελληνικός θεσμός, όπως μαρτυρεί ο Θουκυδίδης στο έργο του.

Μετά τα αποκαλυπτήρια του ηρώου ακολούθησε γεύμα στην οικία του μητροπολίτη, όπου παρακάθισαν πολλοί προσκεκλημένοι από την Τρίγλια, την Προύσα και τα Μουδανιά.4

Η επίσκεψη του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια, που παρατάθηκε μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 1921, φαίνεται πως ήταν η τελευταία πριν την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και το μαρτυρικό τέλος του ιεράρχη τον Αύγουστο του 1922. Τους επόμενους μήνες ο Χρυσόστομος ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για τη διάσωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού, οι οποίες, εάν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν από την πολιτική ηγεσία της Ελλάδος, ίσως να είχαν αποτρέψει την ολοκληρωτική καταστροφή και απομάκρυνση των ελληνικών πληθυσμών από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.

Ενώπιον του πολιτικού και στρατιωτικού αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει η Μικρασιατική Εκστρατεία διατυπώθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός αυτόνομου κράτους της Ιωνίας, το οποίο, αν και θα τελούσε υπό την ψιλή κυριαρχία του Σουλτάνου, θα διασφάλιζε την παραμονή του ελληνορθόδοξου στοιχείου στα μικρασιατικά παράλια. Ιθύνων νους και ένθερμος υποστηρικτής της πρωτοβουλίας αυτής υπήρξε ο μητροπολίτης Σμύρνης. Σε μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού και υποστηριζόμενος από επιφανείς Σμυρναίους πολίτες, όπως ο ιατρός Απόστολος Ψαλτώφ, ο νομικός Κυριάκος Τενεκίδης, ο έφορος Ξενοφών Δήμας και ο δημοσιογράφος Σωκράτης Σολομωνίδης, ο Χρυσόστομος προσπάθησε να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του έθνους, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία.

Οι πρωτοβουλίες για την ίδρυση μιας πολυεθνικής ιωνικής πολιτείας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1921. Φαίνεται, όμως, πως τόσο η προκήρυξη της πατριαρχικής εκλογής και η ανάδειξη του Μελετίου Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο όσο και οι προσπάθειες της ελληνικής ηγεσίας για εξεύρεση διπλωματικής λύσης στη μικρασιατική περιπέτεια καθυστέρησαν την ανάληψη άμεσων δράσεων για την υλοποίηση του εγχειρήματος.

Ωστόσο, στις 16 Φεβρουαρίου 1922 ο Χρυσόστομος, μη διαβλέποντας κάποια θετική προοπτική στο Μικρασιατικό Ζήτημα, κάλεσε στη Σμύρνη τους ιεράρχες της Ιωνίας και τους αντιπροσώπους των ελληνικών κοινοτικών αρχών.5 Στην εν λόγω συνάντηση ο μητροπολίτης παρουσίασε την κρισιμότητα των στιγμών και ζήτησε την ανάληψη έκτακτων μέτρων για την αποτροπή της διαφαινόμενης καταστροφής.

Ο Χρυσόστομος αναφέρθηκε με διορατικότητα στα όσα έμελλε να συμβούν εάν ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τη Μικρά Ασία ή, στη χειρότερη περίπτωση, εάν υποχωρούσε σε μια συντονισμένη αντεπίθεση του Κεμάλ. Στην περίπτωση αυτή, τόνιζε ο ιεράρχης, οι Έλληνες Μικρασιάτες επρόκειτο να υποστούν μεγαλύτερα δεινά από όσα είχαν υποστεί οι χριστιανοί των μικρασιατικών παραλίων νους είχε δοθεί προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών για να αναχωρήσουν από τον τόπο τους, ενώ τώρα η φυγή επρόκειτο να λάβει τη μορφή πανικού από τον διωγμό και τη σφαγή που θα ακολουθούσε μετά την έλευση των κεμαλικών στρατευμάτων. Προβλέποντας ο άγιος τα μελλούμενα ανέφερε ακόμα πως η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου επρόκειτο να συνενώσει τις δυνάμεις του Κεμάλ με τα ένοπλα σώματα των Τούρκων ατάκτων και τους ντόπιους Μουσουλμάνους οι οποίοι διαπνέονταν από μίσος και εκδίκηση για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.

Για την αντιμετώπιση της θλιβερής αυτής εξέλιξης ο ιεράρχης ζήτησε τη λήψη άμεσων μέτρων αξιοποίησης όλων των υλικών και ηθικών δυνάμεων του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ενίσχυσης του ελληνικού στρατού με νέες δυνάμεις από τις τάξεις των Μικρασιατών και ενημέρωσης των Ευρωπαίων για τους ορατούς πλέον κινδύνους που αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός της Ιωνίας και συνολικά το ελληνορθόδοξο στοιχείο στην οθωμανική επικράτεια.

Αναλυτικότερα, ο Χρυσόστομος εισηγήθηκε την επιβολή υψηλής φορολογίας στην περιουσία όλων των Ελλήνων ομογενών, η οποία θα ξεκινούσε χωρίς καμία εξαίρεση από τις περιουσίες και τα αργυρά καντήλια των εκκλησιών, τους μητροπολίτες, τον ιερό κλήρο, τους πλουσίους και θα έφτανε μέχρι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Έπειτα, ο ιεράρχης πρότεινε να ζητηθεί από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές να στρατολογήσουν για δύο μήνες και να γυμνάσουν στη χρήση των όπλων όλους τους Έλληνες ομογενείς ηλικίας δεκαεπτά έως πενήντα ετών, χωρίς να εξαιρείται κανείς από όσους ήταν η θέση να φέρουν όπλα. Η γενική επιστράτευση και εκπαίδευση των Μικρασιατών, σε συνδυασμό με την προμήθεια ικανού πολεμικού υλικού από την υλοποίηση του πρώτου μέτρου, θα εξασφάλιζαν στη δεδομένη κρίσιμη ώρα την αναγκαία δύναμη πολιτοφυλακής για την άμυνα και προστασία του ελληνικού πληθυσμού.

Αναφορικά με το ζήτημα της ενημέρωσης των ευρωπαϊκών κρατών και άλλων διεθνών οργανισμών, όπως της Κοινωνίας των Εθνών, ο μητροπολίτης πρότεινε τη σύσταση επιτροπής η οποία θα μετέβαινε στο Παρίσι και το Λονδίνο με στόχο την πλήρη και άμεση ενημέρωση για την έκβαση του μικρασιατικού ζητήματος.

Στην εισήγησή του ο Χρυσόστομος, για να τονώσει το ηθικό των παρισταμένων και να τους πείσει για την επιτακτική ανάγκη ανάληψης των ανωτέρω μέτρων, υπενθύμισε τη δράση των αείμνηστων πατέρων του έθνους τόσο κατά την επανάσταση του 1821 όσο και κατά τη διάρκεια του πρόσφατου τότε Μακεδονικού Αγώνα.

Ο ιεράρχης μνημόνευσε τα ονόματα του Τομπάζη, του Κανάρη, του Κουντουριώτη, του Σαχτούρη και του Μιαούλη, οι οποίοι προσέφεραν τον εξοπλισμένο στόλο και την περιουσία τους για να απομακρύνουν από τις ελληνικές θάλασσες τον εχθρό. «Ο Γέρων Κολοκοτρώνης εν τη Πελοποννήσω, ο Καραϊσκάκης εν τη Στερεά Ελλάδα, ο Μάρκος Μπότσαρης εν Ηπείρω, ο Παπαφλέσας και ο Διάκος, ο Μαυροκορδάτος, ο Τρικούπης, όλοι, όλοι οι Έλληνες προσέφεραν επί του βωμού της πατρίδος και τας διανοίας και τας περιουσίας και τα σώματα και τα αίματά των και ήρχισαν εκδιώκοντες τον τύραννον»,6 συμπλήρωσε ο Μητροπολίτης.

Ο ενθουσιασμός του Χρυσοστόμου για τον υπέρτατο αγώνα διάσωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού και η πίστη για τη δυνατότητα υλοποίησης και επιτυχίας του εγχειρήματος, τον υποχρέωσε να αναφέρει ένα ακόμα παράδειγμα ηρωισμού και ανδρείας από τη μακραίωνη ελληνική ιστορία.

«Σκέψασθε τι είπε προς τον Μαρδόνιον ο Ξέρξης, όταν αποστείλας κατασκόπους να ίδωσι τι κάμνουσι εν τω στρατοπέδω των οι Έλληνες και έμαθεν ότι κτενίζονται και καλλωπίζονται και ερωτήσας επληροφορήθη ότι ταύτα εσήμαινον αγώνα μέχρις εσχάτων, μέχρι θανάτου, ίνα καταβώσιν εις τον Άδην ευπρεπισμένοι νεκροί˙ εκραγείς πλήρης αγανακτήσεως προς τον Μαρδόνιον: «Μαρδόνιε», τω είπε, «προς ποίους άνδρας με έφερες να πολεμήσω;» Αυτό θα είπωσι τότε και οι εχθροί μας και όλοι οι εν Ευρώπη, περί ημών, ακάδημα έως τώρα ενασχολούμενοι».7

Τον Μάρτιο του 1922 πραγματοποιήθηκε η από καιρό προαναγγελθείσα συνδιάσκεψη των Παρισίων, η οποία επρόκειτο να αποφασίσει για την οριστική επίλυση του ανατολικού ζητήματος. Κατά την έναρξη των εργασιών της ο μητροπολίτης Σμύρνης έστειλε στους υπουργούς των Εξωτερικών Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας επιστολή, την οποία συνυπέγραφαν τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της Μικρασιατικής Άμυνας.8

Το έγγραφο αυτό αποκάλυπτε διάφορες πτυχές της πολύπλευρης δράσης του πνευματικού ηγέτη του Μικρασιατικού Ελληνισμού λίγους μήνες πριν από την καταστροφή. Η πρώτη αφορούσε την επισημοποίηση στη διεθνή κοινότητα της λειτουργίας της Μικρασιατικής Άμυνας, ως οργάνωσης που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Ελλήνων Μικρασιατών, παράλληλα με τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Αθήνα για εξεύρεση λύσης σε διπλωματικό επίπεδο.

Η Μικρασιατική άμυνα ήταν οργάνωση πανεθνική και υπερκομματική και θύμιζε τη Μακεδονική άμυνα που είχε ιδρύσει ο Ίωνας Δραγούμης τις παραμονές του Μακεδονικού αγώνα. Αν και δεν διάκειτο θετικά στο καθεστώς των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, διέφερε από τη βενιζελική εθνική άμυνα της Κωνσταντινούπολης και στόχο είχε τη συσπείρωση όλων των δυνάμεων του έθνους για τη σωτηρία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και την αυτονόμηση της Ιωνίας σε περίπτωση ήττας ή αποχώρησης των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Οι προσπάθειες, ωστόσο, των εκπροσώπων της Μικρασιατικής άμυνας να προσεταιριστούν το εθνικό κέντρο και να τύχουν πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης απέτυχαν, καθώς η Αθήνα θεωρούσε πως η εν λόγω οργάνωση αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού κράτους στα μικρασιατικά παράλια.

Η δεύτερη πτυχή αφορούσε την απόφαση των εκπροσώπων της Μικρασιατικής άμυνας να μην ανεχθούν την επαναφορά του οθωμανικού καθεστώτος στις περιοχές που είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός, διατυπώνοντας μάλιστα την πρόθεση των χριστιανικών πληθυσμών να μεταναστεύσουν από τους τόπους τους παρά να δεχθούν την επιστροφή στην τουρκική τυραννία. Ο Χρυσόστομος, αν και είχε αγωνιστεί όλα τα χρόνια της διακονίας του στη Σμύρνη για την παραμονή των Ελλήνων ομογενών στις προγονικές τους εστίες, αντιλαμβανόταν πως οι δυσοίωνες προβλέψεις επέβαλλαν ίσως την ανάγκη μετακίνησης των Μικρασιατών στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα.

Η τρίτη πτυχή αφορούσε τους τριάντα πέντε χιλιάδες Έλληνες ομογενείς οι οποίοι υπηρετούσαν στο μικρασιατικό μέτωπο και τελούσαν υπό τις διαταγές του ελληνικού στρατού. Αν και ο αριθμός αυτός ήταν αρκετά μεγάλος, δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει λίγους μήνες αργότερα την αντεπίθεση των κεμαλικών δυνάμεων και την κατάρρευση του μετώπου.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η συνδιάσκεψη των Παρισίων τον Μάρτιο του 1922 έθεσε ένα οριστικό τέλος στις προσδοκίες του Μικρασιατικού Ελληνισμού για απελευθέρωση και ενσωμάτωση της Ιωνίας στη μητέρα πατρίδα. Οι μεγάλες δυνάμεις πρότειναν την άμεση λήξη των εχθροπραξιών στο μικρασιατικό μέτωπο, με την υποχώρηση των δύο αντίπαλων στρατών κατά δέκα χιλιόμετρα από τις θέσεις που κατείχαν μέχρι τότε και τη δημιουργία ουδέτερης ζώνης, την εκκένωση εντός τριών μηνών της Μικράς Ασίας και μεγάλου τμήματος της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό, την επιστροφή της Κωνσταντινούπολης στην Τουρκία και γενικές υποσχέσεις για προστασία των χριστιανικών μειονοτήτων στην οθωμανική επικράτεια.9

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Δημήτριος Γούναρης έδειξε να αποδέχεται τους επαχθείς όρους των Συμμάχων για την εκκένωση της Μικράς Ασίας με αντάλλαγμα τη διατήρηση της Ανατολικής Θράκης, δεδομένου ότι η χώρα είχε εξαντλήσει σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο κάθε δυνατότητα εξόδου από την καταστροφική απομόνωση στο Μικρασιατικό ζήτημα, γεγονός όμως που ενέτεινε την ανασφάλεια εκατομμυρίων Ελλήνων ομογενών στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

Να σημειωθεί πως την περίοδο αυτή η ανησυχία των χριστιανικών πληθυσμών για το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία δεν ήταν αδικαιολόγητη, καθώς από το 1919 έως το 1921 εκατόν ογδόντα χιλιάδες Έλληνες του Πόντου είχαν βρει μαρτυρικό θάνατο,10 αφ’ ενός ως αντίποινα της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στα βάθη της Ανατολίας και αφ’ ετέρου ως συνέπεια της αποτυχίας του ελληνικού στρατού να εξουδετερώσει τις ενισχυμένες στρατιές του Κεμάλ. Οι περιγραφές για αυτά που υπέστη τότε ο Ποντιακός Ελληνισμός θυμίζουν τα μαρτύρια των χριστιανών της πρώτης Εκκλησίας.

«Σεβάσμιοι του Χριστού λειτουργοί, διαπρεπείς αντιπρόσωποι των γραμμάτων, της δημοσιογραφίας και του εμπορίου αναβιβάζονται ως οι έσχατοι των κακούργων επί του ικριώματος ή της πυράς επί μόνω τω λόγω, ότι φέρουσι το όνομα του Χριστού! Καθ’ εκάστην θύματα προστίθενται εις θύματα και τα αιμόφυρτα λείψανα των ηρώων τούτων της πίστεως και του γένους πληρούσιν απ’ άκρου εις άκρον τα δια μαρτυρικού αίματος ποτισθέντα εδάφη της πολυπαθούς εκείνης χώρας 9του Πόντου)».11

Υποσημειώσεις.

1. Νικόλαος Οικονόμου, «Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 1921» ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1978, σσ’. 172-186
2. ΕΑ ΜΑ (1921) 286. (Είχε προηγηθεί η ολιγοήμερη επίσκεψη του Μητροπολίτη Σμύρνης στην Αθήνα, όπου είχε λάβει μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις των επινικίων και στη σύσκεψη των ιεραρχών των Νέων Χωρών για το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής, βλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 163-165
3. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 260
4. Ό. π., σσ’. 271-272
5. Ό. π., σσ’. 223- 227
6. Ό. π., σσ’. 225,241
7. Ό. π., σ. 226
8. Ό. π., σσ’. 229-230
9. Ιωάννης Γιαννουλόπουλος, «Εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις από τον Σεπτέμβριο του 1921 ως τον Αύγουστο του 1922» ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1978, σ, 193
10. ΕΑ ΜΑ (1921) 223
11. ΕΑ ΜΑ (1921) 298

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.