Λίγο πριν από το τέλος του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

-«Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμείνη με το ποίμνιόν του».
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος

Στις 15 Αυγούστου 1922 γνωστοποιήθηκε στη Σμύρνη η διάσπαση του μικρασιατικού μετώπου και η υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Πολλοί κάτοικοι της πόλης κατέκλυσαν την ημέρα εκείνη το διοικητήριο για να πληροφορηθούν τι είχε συμβεί, ωστόσο, η γενική διοίκηση τοιχοκόλλησε ανακοινωθέν που καθησύχαζε τους φόβους και την αναστάτωση των πολιτών.

Στις 16 Αυγούστου άρχισαν να φτάνουν στη Σμύρνη τα πρώτα καραβάνια προσφύγων, η εμφάνιση και οι αφηγήσεις των οποίων προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα στον ελληνικό πληθυσμό. Η ανησυχία, ωστόσο, μετατράπηκε σε πανικό, όταν πολλοί πρόσφυγες προσπάθησαν να αναχωρήσουν από το λιμάνι και εμποδίστηκαν από τις αρχές, καθώς ο ύπατος αρμοστής είχε δώσει εντολή να σταματήσει η έκδοση διαβατηρίων.

Την ίδια μέρα ο Χρυσόστομος τέλεσε στην αγία Φωτεινή παράκληση προς την Παναγία, στην οποία έλαβαν μέρος ο αρχηγός του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης και πλήθος κόσμου. Στον λόγο που εκφώνησε ο άγιος προέτρεψε το εκκλησίασμα να έχει πίστη στον Θεό και υπομονή, διότι επρόκειτο να ανατείλουν καλύτερες μέρες.1 «Αδελφοί μου, η ώρα είναι δεινή, αλλά και ο Θεός είναι μεγάλος. Έχετε πίστιν εις αυτόν. Δοκιμαζόμεθα, αλλά ας μην ολιγοπιστώμεν».2

Στις 17 Αυγούστου έφθασαν στη Σμύρνη οι υπουργοί στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος, οι οποίοι για δύο ημέρες είχαν συνεχείς συσκέψεις με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.3 Στις κρίσιμες αυτές συναντήσεις αποφασίστηκε η οργάνωση της άμυνας της πόλης και η προστασία του ελληνικού πληθυσμού, ενώ παρέχονταν διαβεβαιώσεις προς πάσα κατεύθυνση για την υπεροχή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία έναντι των κεμαλικών δυνάμεων.4 Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί ερωτήματα είναι πως ενώ αποφασίστηκε η στρατιωτική ενίσχυση και προστασία της Σμύρνης, όλες οι μετέπειτα ενέργειες του ύπατου αρμοστή και του γενικού επιτελείου ήταν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Παράλληλα δε τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο παρεμπόδισης των Ελλήνων Μικρασιατών για τη μετακίνησή τους στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα.

Στις 18 Αυγούστου η Σμύρνη άρχισε να κατακλύζεται από τμήματα του ελληνικού στρατού, γεγονός που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την οριστική κατάρρευση του μετώπου και τους κινδύνους που διέτρεχε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Ταυτόχρονα, η ένταση και η ανησυχία ολοένα και μεγάλωναν, καθώς χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες και στρατιώτες, φτάνοντας στη Σμύρνη, έβρισκαν καταφύγιο στις εκκλησίες, τα νεκροταφεία και την ύπαιθρο, ενώ οι πιο τυχεροί φιλοξενούνταν σε σπίτια συγγενών τους.5 Πλήθος τέτοιων εξαντλημένων από την πείνα και τις οδοιπορίες προσφύγων άρχισε να πλημμυρίζει τον αυλόγυρο της αγίας Φωτεινής, στο πλευρό των οποίων βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο Χρυσόστομος. Με ακατάβλητη θέληση και υπομονή, ο άγιος ξεκίνησε μια αγωνιώδη προσπάθεια οργάνωσης υπηρεσίας για την περίθαλψη των προσφύγων, συγκεντρώνοντας τρόφιμα και φάρμακα.

Στις 19 Αυγούστου συνοδευόμενος ο μητροπολίτης από τους εκπροσώπους των δύο κοινοτικών σωμάτων της πόλης επισκέφθηκε τον ύπατο αρμοστή της Σμύρνης.6 Στη συνάντηση ο Χρυσόστομος εξέφρασε τη βαθιά του ανησυχία για τους ορατούς πλέον κινδύνους που αντιμετώπιζαν τόσο οι κάτοικοι της Σμύρνης όσο και οι πρόσφυγες του εσωτερικού, οι οποίοι κατά χιλιάδες κατευθύνονταν στο λιμάνι της πόλης για να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό, ο ιεράρχης ζήτησε από τον Στεργιάδη να ενεργήσει για την άμεση αποστολή πλοίων και την παραλαβή του πληθυσμού, που με αγωνία και τρόμο περίμενε την αναχώρησή του.7

Ο Στεργιάδης, ο οποίος ουδέποτε επέτρεπε σε άλλους και ιδιαίτερα στον Χρυσόστομο να του υποδεικνύουν τι έπρεπε να πράξει, παραδέχτηκε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, καθώς η ελληνική κυβέρνηση είχε μεριμνήσει για την αποστολή επιβατικών πλοίων. Έτσι, συνέστησε στον μητροπολίτη Σμύρνης να ζητήσει από τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας και τον Άγγλο ναύαρχο να αναλάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των προσφύγων. Ωστόσο, όταν ο Χρυσόστομος επισκέφθηκε τον πρόξενο της Αγγλίας Χάρι Λάμπ και τον παρακάλεσε να ενδιαφερθεί για τον άμαχο πληθυσμό, ο τελευταίος ζήτησε προθεσμία δέκα ημερών για να συνεννοηθεί με την αγγλική κυβέρνηση και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.8

Όπως αποδείχτηκε, οι διαβεβαιώσεις του Στεργιάδη προς τον Χρυσόστομο, για τη μεταφορά και διάσωση των χιλιάδων προσφύγων που είχαν εγκλωβιστεί στη Σμύρνη και τα μικρασιατικά παράλια, ήταν ψευδείς και παραπλανητικές. Ο ύπατος αρμοστής γνώριζε ότι από τις 20 Ιουλίου 1922 είχε δημοσιευτεί νόμος του ελληνικού κράτους, στο πρώτο άρθρο του οποίου έγραφε: «Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων…». Τα επόμενα άρθρα περιέγραφαν τις ποινές που θα υφίστατο κάθε πλοιοκτήτης, ταξιδιωτικός πράκτορας, πλοίαρχος ή οποιοδήποτε άλλο μέλος πληρώματος πλοίου, που θα αναλάμβανε, θα διευκόλυνε ή θα δεχόταν τη μεταφορά στην Ελλάδα προσώπων από την αλλοδαπή.9

Ο επαίσχυντος αυτός νόμος, ο οποίος έφερε την υπογραφή του βασιλέως Κωνσταντίνου, του υπουργού εθνικής οικονομίας Λουκά Κανακάρη – Ρούφου και του υπουργού δικαιοσύνης Δημητρίου Γούναρη, φωτογράφιζε με ακρίβεια τα όσα επρόκειτο να συμβούν ένα μήνα αργότερα στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής. Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί η αναφορά σε πρόσωπα «ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής». Η Σμύρνη και ένα μεγάλο τμήμα των μικρασιατικών παραλίων ήταν από τον Μάιο του 1919 ελληνοκρατούμενες επαρχίες και όχι αλλοδαπή. Οι περιοχές από τις οποίες επρόκειτο να φθάσουν στην Ελλάδα χιλιάδες κατατρεγμένοι πρόσφυγες είχαν ελληνική διοίκηση, ελληνικό στρατό και χρησιμοποιούσαν τη δραχμή ως νόμισμα στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές τους.

Ένα ακόμα στοιχείο που δημιουργεί πολλά ερωτήματα σχετικά με τις προθέσεις της Αθήνας στο Μικρασιατικό ζήτημα είναι η αναφορά στον ανωτέρω νόμο περί «τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων». Επρόκειτο για ένα επιπλέον μέτρο παρεμπόδισης των Ελλήνων Μικρασιατών να περάσουν στην Ελλάδα, γεγονός που θα συνέβαλλε στη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος. Ο ύπατος αρμοστής, πλήρως ευθυγραμμισμένος με τις κατευθυντήριες γραμμές του εθνικού κέντρου, έδωσε από την πρώτη στιγμή εντολή να σταματήσει η θεώρηση και έκδοση νέων διαβατηρίων.

Την ίδια στιγμή ο Στεργιάδης, εκτός από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις για τα μέτρα που δήθεν επρόκειτο να λάβει η ελληνική κυβέρνηση, μέλος άλλωστε της οποίας ήταν και ο ίδιος, ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, προέβη και σε άλλες ενέργειες οι οποίες αποσκοπούσαν τόσο στην απόκρυψη της αλήθειας σχετικά με την κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, όσο και στην προσπάθεια παραμονής του ελληνικού πληθυσμού στη Σμύρνη και τις υπόλοιπες πόλεις της Μικράς Ασίας.

Συγκεκριμένα, αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Χρυσόστομο, ο Στεργιάδης έστειλε στους αντιπροσώπους της ύπατης αρμοστείας στις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας και του εσωτερικού την ακόλουθη διαταγή:

«Αυστηρώς προσωπική, στόπ. Να μεταφρασθή υφ’ υμών προσωπικώς, στόπ. Άμα λήψει παρούσης διατάξατε να συσκευασθώσιν αρχεία υπηρεσίας σας, ειδοποιήσατε προϊσταμένους υπηρεσιών έδρας σας ομοίως να συσκευάσωσιν αρχείά των, στόπ. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι περιφερείας σας οφείλουσι να συγκεντρωθώσι έδρας σας και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις πρώτην διαταγήν, στοπ. Περί χρόνου αναχωρήσεώς σας και τόπου κατευθύνσεως θέλομεν δώσει ειδικήν διαταγήν, στοπ. Παρούσαν τηρήσατε απολύτως μυστικήν από πληθυσμόν, στοπ. Τηλεγραφήσατε λήψιν…»10

Την επομένη ο αντιπρόσωπος της Κίου ενημέρωσε τη γενική γραμματεία στη Σμύρνη ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε καταληφθεί από πανικό και ότι θα ήταν σκόπιμο να γνώριζε ο ίδιος τα σχέδια της ελληνικής διοίκησης σε περίπτωση που οι Τούρκοι έφταναν στην πόλη, για να λάβει την ίδια μέρα το ακόλουθο κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα:

«… Εν συνεχεία υπ’ αριθ. 2831 χθεσινού τηλεγραφήματος υπάτου αρμοστού επεξηγούμεν, ότι πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους περιφερείας σας, οίτινες πληροφορούμεθα ότι επτοήθησαν, μη τηρηθείσης διαταγής υπάτου αρμοστού, παρεμποδίζοντες αναχώρησιν τούτων, στόπ. Πάντως δεν μεταβάλλομεν ουδέν δοθείσαν διαταγήν και θα είσθε έτοιμοι να εκτελέσητε άμα διαταχθήτε, στοπ. Υμίν εναπόκειται, ως και λοιποίς υπαλλήλοις, όπως μη ενσπείρητε δι’ ενεργειών σας πανικόν εις κατοίκους, στοπ».11

Στις 21 Αυγούστου 1922 οι αρχές του Κασαμπά, κωμόπολης μεταξύ Μαγνησίας και Σμύρνης, απέστειλαν στην ύπατη αρμοστεία τηλεγράφημα, με το οποίον ρωτούσαν τι θα έπρεπε να κάνουν και εάν θα ήταν επιβεβλημένο να αφήσουν τον πανικόβλητο πληθυσμό να φύγει, δεδομένης της υποχώρησης του ελληνικού στρατού και της καθόδου χιλιάδων προσφύγων του εσωτερικού προς τη Σμύρνη. Την επομένη ο Στεργιάδης απέστειλε την ακόλουθη ρητή και κατηγορηματική απάντηση για την παραμονή των Ελλήνων κατοίκων εντός της πόλεως του Κασαμπά και την αυστηρή απαγόρευση αναχώρησή τους.

«Εμποδίσατε αναχώρησιν πολιτών καθότι Στρατός επ’ ουδενί λόγω εγκαταλείψη περιφέρειάν σας ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ».

Στις 23 Αυγούστου 1922 έφτασαν στον Κασαμπά Τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι προέβησαν σε εκτεταμένες σφαγές εναντίον του άμαχου πληθυσμού, έπειτα δε πυρπόλυσαν την ελληνική και την αρμενική συνοικία της πόλης.12

Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε ο Στεργιάδης όταν, λίγες μέρες πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, τον επισκέφθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου (1888 – 1968), ως εκπρόσωπος του κόμματος των Φιλελευθέρων, προκειμένου να εξακριβωθεί η κατάσταση που επικρατούσε μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη μετακίνηση χιλιάδων προσφύγων προς τα μικρασιατικά παράλια. Ο διάλογος των δύο ανδρών αποκαλύπτει και πάλι τον κυνισμό που χαρακτήριζε τον ύπατο αρμοστή της Σμύρνης:

-«Βλέπω την κατάρρευσιν».

-«Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμον να φύγη;» ρώτησε ο Παπανδρέου.

-«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»,13 απάντησε ο Στεργιάδης.

Η διάσταση ανάμεσα στον ύπατο αρμοστή της Σμύρνης και τον Μικρασιατικό Ελληνισμό αποδεικνύεται και από τη δραματική επιστολή του Χρυσοστόμου στις 19 Αυγούστου 1922 προς τον οικουμενικό πατριάρχη Μελέτιο Δ’.14 Στο συγκλονιστικό αυτό κείμενο ο μητροπολίτης, αφού σκιαγραφούσε την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η άλλοτε περιφανέστατη Σμύρνη λόγω της άφιξης των εξαθλιωμένων προσφύγων, τόνιζε την αγωνία και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο χριστιανικός πληθυσμός από το πάνοπλο τουρκομουσουλμανικό στοιχείο.

Υποσημειώσεις.

1. Λοβέρδος, ό. π., σ. 203
2. Αγγελομάτη, ό. π., σ. 180
3. Αμάλθεια, αρ. 19223/ 18 (31). 8.1922 & 19224 /19 (1). 8. 1922
4. Πατρίς, αριθ. 242 / 4. 9. 1922, σ. 4 & 243/5.9.1922, σ. 3
5. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «Η Μικρασιατική καταστροφή», ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1978, σ. 234
6. Αμάλθεια, αρ. 19225/20 (2). 8. 1922
7. Πολίτης, ό. π., σ. 298
8. Λοβέρδος, ό. π., σ. 204. – πρβλ. Πολίτη, ό. π., σ. 298
9. Εφημερίς της κυβερνήσεως του βασιλείου της Ελλάδος, «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», Εν Αθήναις τη 20 Ιουλίου 1920, Αριθμός φύλλου 119, νόμος 2870
10. Ροδά, ό. π., σ. 335
11. Ό. π., σ. 336
12. Εθνικός Κήρυξ, αριθμ. Φύλ. 1029/28. 7. 1949, σσ’. 3-4.
13. Γρηγορίου Δαφνή, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 -1940μ τόμος Α’, εκδόσεις Ίκαρος Αθήναι 1955, σ. 16
14. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 250-252

***

Ο Χρυσόστομος περιέγραψε την ακατανόητη στάση του Στεργιάδη να απαγορεύσει κάθε προσπάθεια συγκρότησης ένοπλων σωμάτων για την άμυνα και προστασία της Σμύρνης, την ώρα που οι τουρκικοί πληθυσμοί ήταν «ωπλισμένοι μέχρις οδόντων», ενώ αγανάκτηση και αποστροφή προκαλούσε στους Μικρασιάτες ομογενείς η στάση των ελληνικών αρχών να αποκρύπτουν συστηματικά την πραγματική εικόνα που είχε δημιουργηθεί μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την προδιαγεγραμμένη καταστροφή.

«Μόνον φοβούμεθα μήπως δεν μας επιτραπή υπό των Ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών του τόπου Αρχών να τηλεγραφήσωμεν και καταστήσωμεν εγκαίρως ακουστήν την φωνήν της οδύνης μας και εις τα χριστιανικά Ανακτοβούλια και τας κυβερνήσεις της Ευρώπης και Αμερικής», έγραψε με θλίψη ο μητροπολίτης Σμύρνης.

Για τον λόγο αυτό, ο Χρυσόστομος ικέτευε τον Μελέτιο Μεταξάκη να ενεργήσει επειγόντως για την ενημέρωση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, με στόχο τη σωτηρία των Χριστιανών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τον έσχατο κίνδυνο της σφαγής και του ολέθρου.

Εν τω μεταξύ, η Σμύρνη άρχισε να κατακλύζεται από νέα κύματα προσφύγων, οι οποίοι κατά χιλιάδες εγκατέλειπαν τις πόλεις και τα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας και κατευθύνονταν προς την πρωτεύουσα της Ιωνίας. Το γεγονός αυτό θορύβησε τους Γενικούς Προξένους Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι ανησυχούσαν για τη ζωή και την περιουσία των ομοεθνών τους κατοίκων. Γι’ αυτό και οι εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων επισκέφθηκαν τον αντιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη και ζήτησαν να μάθουν ποια μέτρα θα έπαιρνε το γενικό επιτελείο σε περίπτωση που έφθαναν οι Τούρκοι στη Σμύρνη. Ο Χατζηανέστης, αφού τους καθησύχασε, τους ενημέρωσε για την άφιξη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Θράκη που θα εξασφάλιζαν την προστασία της πόλης.1

Τον αρχηγό της ελληνικής στρατιάς επισκέφθηκε και ο Χρυσόστομος, συνοδευόμενος από τον μητροπολίτη Εφέσου2 και τον αρχιεπίσκοπο των Αρμενίων. Στη συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα παρουσία του Άγγλου Γενικού προξένου, ο Χατζηανέστης δήλωσε πως «οι Τούρκοι όχι μόνο μετά δέκα ημέρας άλλ’ ούτε μετά δέκα μήνας θα δυνηθούν να εισέλθουν εις την Σμύρνην».3

Στις 21 Αυγούστου 1922 ο μητροπολίτης Σμύρνης απέστειλε στον Βασιλιά των Ελλήνων επιστολή,4 με την οποία ζητούσε από τον Κωνσταντίνο να αναλάβει όλες τις αναγκαίες αποφάσεις για τη σωτηρία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Στη φορτισμένη αυτή επιστολή, ο Χρυσόστομος καταφέρθηκε εναντίον του Στεργιάδη τον οποίο χαρακτήρισε «άξιον αγχόνης και ανασκολωπισμού», «νεκροθάπτη του Ελληνισμού της Μ. Ασίας», «ατάσθαλον και φλύαρον και τούτ’ αυτό μωρόν άνθρωπον», καθώς δεν γνώριζε τίποτε άλλο από το «να χειροδική και να φυλακίζη και να εξορίζη και να δέρη και να απαγχονίζη». Έπειτα, ο μητροπολίτης κατηγόρησε τον αρχηγό της Μικρασιατικής στρατιάς Γεώργιο Χατζηανέστη, τον οποίο αποκάλεσε «παράφρονα».

Οι αποφάσεις που θα έπρεπε κατά τον ιεράρχη να λάβει άμεσα ο Κωνσταντίνος ήταν η πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου να αναλάβει την εξουσία, η άμεση απομάκρυνση από τη Σμύρνη του Στεργιάδη και του Χατζηανέστη και η ανάθεση της διοίκησης του στρατού στον Αναστάσιο Παπούλα, τον μόνο ανώτατο αξιωματικό που θα μπορούσε να ενώσει το στράτευμα και να επαναφέρει σε αυτό τους αξιωματικούς που είχαν απομακρυνθεί και είχαν καταφύγει στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.

Κλείνοντας, ο μητροπολίτης ζήτησε από τον Βασιλέα να κηρύξει πανστρατιά, ώστε να συγκεντρωθεί στη Σμύρνη και τη Χερσόνησο της Ερυθραίας όλη η μάχιμη δύναμη της χώρας, τονίζοντας με έμφαση πως, εάν συντελείτο η εκκένωση της Μικράς Ασίας και μάλιστα υπό τους πιο ατιμωτικούς όρους για την Ελλάδα, μοιραία θα ακολουθούσε και η απομάκρυνση των Ελλήνων από τη Θράκη. Για άλλη μια φορά, οι προβλέψεις του Χρυσοστόμου για το μέλλον του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Θράκης έμελλε να επαληθευτούν με τον χειρότερο τρόπο.

Στις 22 Αυγούστου 1922 η Αθήνα προέβη στην αντικατάσταση του αρχηγού του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία Γεωργίου Χατζηανέστη από τον υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη (1868 – 1959)5. Ωστόσο, όταν έγινε γνωστή η αιχμαλωσία του τελευταίου, η κυβέρνηση ανέθεσε τη διοίκηση της στρατιάς στον Γεώργιο Πολυμενάκο (1859 – 1942), ο οποίος, συνοδευόμενος από τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και τους στρατηγούς Δούσμανη και Πάλλη, αναχώρησε την επομένη για τη Σμύρνη.

Την ίδια μέρα ο Στεργιάδης διέταξε τη διάλυση ενός υποτυπώδους σώματος πολιτοφυλακής είκοσι δύο χιλιάδων Σμυρναίων, το οποίο είχε συσταθεί για την άμυνα της Σμύρνης, ενώ δεν δίστασε να φυλακίσει δύο ανώτερους αξιωματικούς οι οποίοι ζήτησαν από τον ύπατο αρμοστή την ενίσχυση του ρόλου της Μικρασιατικής Άμυνας για την προστασία της ανυπεράσπιστης ιωνικής πρωτεύουσας».6

Στις 23 Αυγούστου έφτασαν στο λιμάνι της Σμύρνης στρατιωτικές δυνάμεις από την Αδριανούπολη, οι οποίες, υπό το κράτος της αναρχίας που επικρατούσε, αρνήθηκαν να αποβιβαστούν στην πόλη. Στη θέα των επίτακτων ελληνικών πλοίων, το συγκεντρωμένο κατά μήκος της προκυμαίας πλήθος άρχισε να καλεί τα πληρώματα σε βοήθεια, ωστόσο, οι Έλληνες στρατιώτες, εξαντλημένοι και απογοητευμένοι από την έκβαση του πολέμου, παρέμεναν στα πλοία.7

Πληροφορούμενος ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Πολυμενάκος τα όσα συνέβαιναν στο λιμάνι της Σμύρνης, προσπάθησε να πείσει τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες που είχαν καταπλεύσει από τη Ραιδεστό να αποβιβαστούν και να οργανώσουν την άμυνα της πόλης. Εισερχόμενος, όμως, στο πλοίο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» αποδοκιμάστηκε από τους αξιωματικούς και αποχώρησε άπρακτος.

Έπειτα, ο αρχηγός της μικρασιατικής στρατιάς, αφού συναντήθηκε εκ νέου με τον υπουργό των στρατιωτικών και τον ύπατο αρμοστή, αναχώρησε με πολεμικό πλοίο για τον Πειραιά.8

Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατούσε τις μέρες εκείνες στην πόλη ήταν και η στιγμή της άφιξης του Χρυσοστόμου στο λιμάνι συνοδευόμενου από δύο δημογέροντες και τρεις αξιωματικούς της άμυνας. Ο ιεράρχης ανέβηκε στο πλοίο «Βασίλισσα Σοφία» και με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε στους στρατιώτες τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε η Σμύρνη και ο πληθυσμός της. Με παλλόμενη φωνή και «εν ονόματι του Θεού και της Πατρίδος», ο Χρυσόστομος έκανε έκκληση στους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες να αποβιβαστούν για τη σωτηρία των μικρασιατών αδελφών τους. Στις εκκλήσεις, ωστόσο, και τις ικεσίες του μητροπολίτη η απάντηση ήταν αρχικά η σιωπή και έπειτα η κατηγορηματική άρνηση.

Συντετριμμένος ο ιεράρχης επέστρεψε στη Μητρόπολη. Εκεί, τον επισκέφθηκε ο εκδότης της Αμάλθειας και δημογέροντας Σωκράτης Σολομωνίδης, ο οποίος βρήκε τον άγιο να προσεύχεται και να κλαίει.

-«Κλαίτε, Δέσποτά μου, Σεις;»

-«Κλαίω, όχι για την τύχη μου, που έχω προεξοφλήσει, αλλά για τα σβησμένα όνειρα, για τα συντρίμμια της Πατρίδας. Αυτό που αντίκρυσα στο πλοίο, δεν ήταν ο αυριανός χαμός της Σμύρνης, άλλ’ αλλοίμονο, ο χαμός κάθε ελπίδας για μια αποκατάσταση της Μεγάλης Ελλάδας».9

Στις 23 Αυγούστου ο Χρυσόστομος απέστειλε στο πατριαρχείο την τελευταία του επιστολή, η οποία σε λίγες γραμμές συμπύκνωνε την τραγικότητα των στιγμών για την επερχόμενη καταστροφή.

Παναγιώτατε Δέσποτα,
Πιστεύω ότι ελήφθη το από 18 και 19 γράμμα μου το εξαγγέλλον τας μεγάλας και αθεραπεύτους συμφοράς του Χριστιανισμού της Μικρασίας.

Μη δυνάμενος δια χάρτου και μέλανος να περιγράψω την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν κατάστασιν, έκρινα εύλογον να προτείνω εις τα Δύο Ανώτατα Κοινοτικά Σώματα της πόλεως να εξαποστείλωμεν εις την Κων/πολιν τον επιδότην γνωστόν και φίλον της Υμετέρας Παναγιότητος έντιμον κ. Σωκράτην Σολομωνίδην, εκ των Δημογερόντων της πόλεως, όστις θα εκθέση Υμίν προφορικώς τα πάντα και θα συσκεφθή μεθ’ Υμών και των αξιωματικών της Αμύνης έστω και κατά την δωδεκάτην ταύτην ώραν αν είνε δυνατόν να γίνη τι δια την δυνατήν θεραπείαν της καταστροφής.
Υποδιατελώ μετά σεβασμού
Εν Σμύρνη τη 23η Αυγούστου 1922
Της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότης
Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός
+ Ο Σμύρνης Χρυσόστομος10

Στις 24 Αυγούστου η Σμύρνη κατακλύστηκε από τμήματα του ελληνικού στρατού και φυγάδες στρατιώτες, οι οποίοι, μαζί με τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και τους τρομοκρατημένους κατοίκους της πόλης, κατευθύνονταν στο λιμάνι, όπου εκτυλίσσονται αγωνιώδεις προσπάθειες για την επιβίβασή τους στα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα.

Η μεταφορά των προσφύγων από το λιμάνι της Σμύρνης στα νησιά του Αιγαίου και τον Πειραιά έμελλε να αποτελέσει μια από τις πιο τραγικές παραμέτρους της Μικρασιατικής καταστροφής, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πλοίων διατέθηκε αποκλειστικά για τη μεταφορά του στρατού και των αρχών της πόλεως,11 την ώρα που δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες εκλιπαρούσαν να επιβιβαστούν σε οτιδήποτε θα μπορούσε να τους απομακρύνει από την ανυπεράσπιστη ιωνική πρωτεύουσα.

Στις 25 Αυγούστου ο Χρυσόστομος επισκέφθηκε τον Γενικό Πρόξενο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον, από τον οποίο ζήτησε την προστασία των κατοίκων της πόλης και των προσφύγων. Για τη συνάντηση εκείνη έγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο Αμερικανός διπλωμάτης:
«Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ήλθε στο προξενείο λίγο πριν απ’ τον θάνατό του μαζί με τον Αρμένιο Αρχιεπίσκοπο. Ο Χρυσόστομος φορούσε μαύρα ράσα. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το σεβάσμιο και εύγλωττο αυτόν άνδρα ζωντανό. Ήταν σταθερός φίλος των Αμερικανών και των Αμερικανικών ιδρυμάτων και χρησιμοποιούσε όλη του την επιρροή μαζί με την κυβέρνηση και τον κλήρο χάριν της ενισχύσεως των σχολείων μας…
Έτσι που καθόταν εκειδά μέσα στο προξενικό γραφείο, η σκιά του θανάτου του που πλησίαζε σκέπαζε το πρόσωπό του. Μερικοί απ’ όσους διαβάσουν τις γραμμές αυτές – πολύ λίγοι ίσως – θα καταλάβουν τι εννοώ. Δύο φορές τουλάχιστον στη ζωή μου έχω ιδεί τη σκιά αυτή επάνω σε ανθρώπινο πρόσωπο και ήξερα πως ο άνθρωπος επρόκειτο να πεθάνει γρήγορα.

Ο Σεβασμιώτατος Χρυσόστομος επιθυμούσε την ένωση των χριστιανικών εκκλησιών με κοινές προσπάθειες στο Όνομα του Χριστού και την καλύτερη εκπαίδευση του κλήρου στην Ανατολή. Ούτε ο ίδιος, ούτε και ο Αρμένιος επίσκοπος μου είπαν τίποτε για τον κίνδυνο της δικής των ζωής, αλλά με ρώτησαν αν θα ήταν δυνατόν να γίνει τίποτε για τη σωτηρία των κατοίκων της Σμύρνης»12

Υποσημειώσεις.

1. Δεσποτόπουλος, ό. π., σ. 234
2. Από τις 19 Φεβρουαρίου 1922 Μητροπολίτης Εφέσου είχε αναδειχθεί ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου, βλ. ΕΑ ΜΒ (1922) 101.
3. Δεσποτόπουλος, ό. π., σ. 234, Ροδά, ό. π., σ. 339 & Πατρίς, αριθ. 242/4.9.1922, σ. 4
4. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 252-253
5. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 9288/23.8.1922 – Πρβλ. Ροδά, ό. π., σσ’. 341 – 342
6. Σολομωνίδη, ό. π., σ. 423
7. Δεσποτόπουλος, ό. π., σ. 234
8. Αγγελομάτη, ό. π., σ. 185
9. Σολομωνίδη, ό. π., σσ’. 426-427
10. Ό. π., σ. 425
11. Βικτώρια Σολομωνίδου, «Ο Εφέσου Χρυσόστομος για την καταστροφή της Σμύρνης», δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών 4 (19830 301 – 302
12. Horton, ό. π., σ. 93

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.