“Καταβάς ουν όψομαι” – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Όταν πέρασε πρώτα ο Χριστός από την σκηνή του Αβραάμ, πριν στείλει τους Αγγέλους Του στα Σόδομα και την Γομόρρα, ο σκοπός της επίσκεψής Του στον Αβραάμ ήταν η αναγγελία του χαρμόσυνου μηνύματος ότι θ’ αποκτήσει υιό από την Σάρρα, και γενάρχη «έθνους μεγάλου». Αυτό που κατέστησε το έθνος αυτό «μέγα», δεν ήταν βεβαίως ούτε το πλήθος των απογόνων, ούτε τα κατορθώματα, ούτε η χρονική του διάρκεια, αλλά το ότι απόγονός του θα ήταν η Αγία Θεοτόκος, και απ’ αυτήν θα γεννιόταν ο ίδιος ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο ίδιος που εν πνεύματι είχε εκείνην την ώρα μπροστά του ο Αβραάμ.
Μετά λοιπόν την μομφή για την απιστία και τον καγχασμό της Σάρρας, ο Κύριος αποκαλύπτει στον Αβραάμ και τον δεύτερο λόγο της επίσκεψής Του: «Κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα. Καταβάς ούν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη, ίνα γνώ.» (Γέν.ιη΄:20-21).
Δεν σας παραξενεύει ότι η λέξη «κραυγή» είναι στον Ενικό αριθμό, ενώ το ρήμα «πεπλήθυνται» σε γ ΄πληθυντικό πρόσωπο; Τι συμβαίνει εδώ με την περίφημη «συμφωνία ρήματος και υποκειμένου»; Αυτό που εννοείται εδώ είναι ότι ο πληθυντικός αφορά δύο χωριστές και απολύτως διακριτές κραυγές: την κραυγή των Σοδόμων, και την κραυγή της Γομόρρας. Γιατί η διάκριση; Επειδή ο Θεός δεν αντιμετωπίζει ούτε τα έμψυχα, ούτε τα άψυχα όντα μαζικά και αδιαφοροποίητα, και δεν επιτρέπει η τύχη τού ενός να συμπαρασύρεται από την τύχη του άλλου, όπως ξεκάθαρα φαίνεται και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο κδ΄:36-41, όπου ο Θεός ακόμη και στην στενή εγγύτητα δεν επιτρέπει ο δίκαιος να συμπαρασυρθεί στην τύχη του αδίκου. Στο συγκεκριμένο χωρίο ο Χριστός χρησιμοποιεί την αναλογία με την κιβωτό, και όχι με την καταστροφή των Σοδόμων-Γομόρρας, επειδή στην περίπτωση του Νώε είχε δοθεί μακρός χρόνος προειδοποίησης και ευκαιρίας για μεταστροφή (όπως γίνεται και μέσα στην Εκκλησία), ενώ στα Σόδομα-Γομόρρα ο χρόνος ήταν ελάχιστος λόγω του προκεχωρημένου της πόρρωσης. Έχουμε λοιπόν δύο κραυγές, δύο τόπους που στενάζουν από την αμαρτία, και οι οποίες έχουν φτάσει σε βαθμό «που δεν παίρνει άλλο». Ο κάθε άνθρωπος αμαρτάνει λόγω των ιδίων παθών, και η αμαρτία του βαρύνει τον ίδιο. Όπως όμως το αμάρτημα των Πρωτοπλάστων συμπαρέσυρε στην μεταπτωτικότητα και την όλη Δημιουργία, έτσι και κάθε προσωπική αμαρτία αφήνει το αποτύπωμά της στο περιβάλλον. Ας πούμε ότι επισύρει ακόμη μεγαλύτερη φθαρτότητα. Στο σημείο αυτό και το ίδιο το περιβάλλον πάσχει θανάσιμα. Και αυτή ακριβώς είναι η «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας». Οι κραυγές των τόπων. Κραυγές έχουν φτάσει στο απροχώρητο, εξ ού και ο Παρακείμενος.
Μία διευκρίνιση ακόμη. Γιατί το «επληθύνθησαν»; Η δυάδα στην αρχαιότητα δεν αποτελεί «πλήθος», γι’ αυτό και ο Δυϊκός αριθμός, που διαφέρει του Πληθυντικού. Άρα πρόκειται για μια ευρύτερη περιοχή, με περισσότερους από δύο οικισμούς, στον ένα εκ των οποίων κατοικούσε ο Λώτ με την οικογένειά του. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε είτε ότι δεν υπήρχε πουθενά αλλού πιθανότητα μεταστροφής, είτε ότι ειδικά για τον Λώτ, του οποίου την αρετή γνώριζε ο Θεός, ήθελε να κάνει και το δώρο της υπεράσπισης και της φιλοξενίας Αγγέλων.
Οι κραυγές έχουν πληθυνθεί, και γι’ αυτό «δεν πάει άλλο». Δεν είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος της απόφασης του Κυρίου. Είναι και η βαρύτητα των συγκεκριμένων αμαρτιών. Χαρακτηρίζονται εδώ ως «μεγάλες σφόδρα», δηλαδή ως εξαιρετικής βαρύτητας. Αργότερα θα καταλάβουμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνον η παν-ομοφυλοφιλία, αλλά η αδίστακτη και αμετακίνητη διάθεση να συμπαρασύρουν σ’ αυτήν, όχι μόνον όσους δεν την επιθυμούσαν, (γιατί και του Λώτ η οικογένεια ήταν διαφορετικής βιοτής και επιβίωνε εν μέσω αλλοτρίων), αλλά τους ξένους, εκείνους που προστάτευαν οι πανάρχαιοι και απαράβατοι νόμοι της φιλοξενίας. Άρα υπάρχει τριπλή παραβίαση: η παρά φύσιν γενετήσια συμπεριφορά, η προσπάθεια αλλοίωσης άλλων, και αυτή του νόμου της φιλοξενίας.
Στον επόμενο στίχο η σωστή σύνταξη είναι ως εξής: «Καταβάς ούν όψομαι, ίνα γνώ, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη». Και σε μετάφραση: «Θα κατέβω ο Ίδιος και θα δω σε ποιο πραγματικά βαθμό συντελούνται αυτές οι αμαρτίες, και εάν υπάρχει περιθώριο ν’ αποφευχθεί αυτό που επισύρει η κραυγή που φθάνει στ΄ αυτιά Μου. Θέλω να το ελέγξω από κοντά πριν εκφράσω την οριστική μου Βούληση». Το ρήμα γιγνώσκω, δεν σημαίνει απλώς αντιλαμβάνομαι και γνωρίζω. Σημαίνει ακριβώς «διαμορφώνω άποψη και αποφασίζω βάσει της άποψης που δημιούργησα».
Επομένως ο Κύριος θέλει να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στους Σοδομίτες και Γομορρίτες, πριν επιτρέψει την ολοκληρωτική καταστροφή του τόπου. Πρόκειται για ευκαιρία, και όχι για απειλή, γιατί αν ήταν απλώς απειλή, ως Παντογνώστης μπορούσε να την εκτελέσει και χωρίς επίσκεψη και επιτόπιο έλεγχο. Και βέβαια είναι αφελές το να ισχυριστεί κανείς ότι θα έπρεπε να πάει επί τόπου για να διαπιστώσει ο,τιδήποτε. Γιατί το κάνει όμως;
Το κάνει για τον ίδιο λόγο που ενανθρώπισε. Για να δώσει στον άνθρωπο την ευκαιρία του «ενώπιος ενωπίω». Όσο πορρωμένος κι αν είναι ο άνθρωπος από την αμαρτία, η συγγένεια με τον Θεό παραμένει. Συνεχίζει να είναι πλάσμα Του. Αν έχει παραμείνει κάποιο ίχνος συνείδησης μέσα του, στην όψη του Θεού θα συγκινηθεί, θα ξυπνήσει μια έλξη ακαταμάχητη, ίδια μ’ αυτήν του Ματθαίου που παράτησε το τελώνιο, και του Ζακχαίου, και της πόρνης που έχυσε το μύρο, και τόσων άλλων αναρίθμητων, γνωστών και αγνώστων. Ο Χριστός ενανθρώπισε για να αναλάβει στους ουρανούς το αναστημένο ανθρώπινο σώμα, και να το μεταγγίζει μετά σ’ εμάς «εις πηγήν αθανασίας». Ενανθρώπισε όμως και για να σχετιστεί μαζί μας με μια εγγύτητα ανάλογη εκείνης των δειλινών του Παραδείσου. Για να μας δείξει ότι έτσι θέλει την σχέση μας μαζί Του. Εκείνος Διδάσκαλος, κι εμείς μαθητούδια προσηλωμένα σ’ Αυτόν, και σε τίποτε άλλο.
Έτσι λοιπόν. Η πραγματική διάθεση της καρδιάς μπορεί να διαγνωστεί μόνον από κοντά, γιατί τότε εκδηλώνεται αυθόρμητα. Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανιζόταν ο Κύριος σε όποιους είχαν αρκετή πίστη κι αγάπη ν’ αντέξουν την παρουσία Του, όπως έκανε στον Αβραάμ που Τον αναγνώρισε αμέσως και Τον υποδέχτηκε με τιμή. Στους Σοδομίτες και Γομμορίτες έστειλε Αγγέλους, αγνούς και απαστράπτοντες. Ήταν το πλησιέστερο μέτρο αρετής που μπορούσε να στείλει ως κριτήριο, «ίνα γνώ». Και έγνω. Έγνω τον Λώτ που σεβάστηκε και την αγνότητα και την φιλοξενία, και δυστυχώς κανέναν άλλον. Και στην Καινή Διαθήκη, το μέτρο αυτό δεν ήταν μόνον η Παρουσία και ο Λόγος Του εν τόπω και εν χρόνω. Ήταν ο Σταυρός. Μ’ αυτόν αναμετριόμαστε, κι απ’ Αυτόν κρίνεται η διάθεση της καρδιάς μας: «Ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστιν… αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.