«Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου˙ από τίνος δειλιάσω;»
Φαίνεται πως ο μήνας Αύγουστος επεφύλαξε στον Χρυσόστομο τα πιο δυσάρεστα γεγονότα στη ζωή του. Στις 30 Αυγούστου 1907 διατάχθηκε η πρώτη ανάκλησή του από τη Σμύρνη, ενώ στις 28 Αυγούστου 1922 έμελλε να λάβει τον στέφανο του μαρτυρίου μετά από τρομακτικές σκηνές δημόσιου βασανισμού και λιντσαρίσματος στα σοκάκια της τουρκικής συνοικίας της Σμύρνης.
Για το τραγικό τέλος του Μητροπολίτη Σμύρνης έχουν διατυπωθεί πολλές μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων, οι οποίες συγκλίνουν στο ότι ο ιεράρχης παραδόθηκε στον τουρκικό όχλο και κατακρεουργήθηκε.1
Μία, ωστόσο, αφήγηση αποτελεί μέχρι σήμερα την πληρέστερη μαρτυρία για το τέλος του Χρυσοστόμου, της πρώτης Εκκλησίας. Η συγκλονιστική αυτή αφήγηση για τις τελευταίες οδυνηρές στιγμές του ιεράρχη βασίζεται στη μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού, ονόματι Οσμάν Φεϊζή, ο οποίος, ευρισκόμενος στην Αθήνα το 1924, παραχώρησε συνέντευξη στον δημοσιογράφο Σταύρο Κουκουτσάκη (1891 – 1968), περιγράφοντας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το μαρτύριο του Μητροπολίτη Σμύρνης. Η πολύτιμη αυτή μαρτυρία δημοσιεύθηκε σε επτά συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1929.
Η εν λόγω αφήγηση του μαρτυρικού τέλους του Χρυσοστόμου αποτελεί για πολλούς λόγους την πιο αξιόπιστη και αυθεντική περιγραφή. Αρχικά, προέρχεται από κάποιον ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας καθόλη τη διάρκεια του πολύωρου βασανισμού του αγίου, ενώ κάθε άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε περιγραφές τρίτων προσώπων, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες τις τελευταίες ώρες πριν την τελείωση του ηρωικού ιεράρχη. Έπειτα, η περιγραφή αυτή περιλαμβάνει αναλυτικά και εν εκτάσει όλες σχεδόν τις σκηνές από το μαρτύριο του Χρυσοστόμου, οι οποίες απαντώνται στις περισσότερες συνοπτικές αφηγήσεις για το τέλος του αγίου, γεγονός που καθιστά την εν λόγω μαρτυρία την πιο πλήρη και αξιόπιστη από κάθε άλλη αντίστοιχη περιγραφή.
Επιπλέον, η μαρτυρία αυτή προέρχεται από την αντίπαλη πλευρά, έναν Τούρκο και μάλιστα στρατιωτικό, ο οποίος λόγω της ιδιότητάς του μπορούσε να βρίσκεται ανενόχλητος πολύ κοντά στις τραγικές εκείνες στιγμές, χωρίς να δημιουργεί η παρουσία του κανέναν στόχο στον μαινόμενο όχλο. Τέλος, περιγράφοντα ο Οσμάν Φεϊζή τα όσα είδε κατά το μαρτύριο του Χρυσοστόμου δεν είχε να κερδίσει κάτι, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε εγκαταλείψει την Κεμαλική Τουρκία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και διέμεινε μόνιμα στη Βιέννη, ασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου.2
Η παράθεση της συγκλονιστικής αφήγησης του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου Σμύρνης είναι ακριβής αντιγραφή της συνέντευξης του Τούρκου αξιωματικού, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολη τον Νοέμβριο του 1929.
«Ο ΜΕΓΑΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ»
-«Όταν το απόγευμα του Σαββάτου, μου είπεν ο Οσμάν, εισήλθεν εις την Σμύρνην, ο Νουρεδδίν πασάς, οι Τούρκοι κάτοικοι αυτής και τα πρώτα τάγματα που είχαν εισέλθη μαζί μου, δεν εσκέπτοντο ποτέ την φρικιαστικήν τραγωδίαν που θα ήρχιζεν από την επομένην ημέραν, με το μαρτύριον του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και θα κατέληγε – μετά τριήμερον – εις την πυρπόλησιν ολοκλήρου της πόλεως.
»Άλλ’ όταν ο Νουρεδδίν, εγκατεστάθη εις το Κονάκι, ως στρατιωτικός διοικητής και, συνάμα, ως Βαλής του Αϊδινίου, έστειλε και προσεκάλεσε μερικούς προκρίτους – 20 – 25 περίπου – τους οποίους εφανάτισε, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε την ιδίαν νύκτα, όλαι αι τουρκικαί συνοικίαι, ωμιλούσαν δια το άγριον μάθημα που θα εδίδετο εις τον «ΜΕΓΑΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ» της Τουρκίας, δηλ. τον Χρυσόστομον.
Μία δωδεκαμελής επιτροπή – εις την οποίαν περιελαμβάνοντο 5 έμποροι της αγοράς, ένας ιδιοκτήτης Χαμάμ, ένας τουρκοκρής, πρώην λογοκριτής, 3 παυμένοι υπάλληλοι του Κονακίου επί Ραχμή, ένας αρειμάνιος, τουρκοκρής, μπαρμπέρης, ακούων εις το όνομα Αλή – νταή Μεμετάκης και κάποιος λαχανοπώλης – ησχολήθη με τον καταρτισμόν των καταλόγων «επικινδύνων γκιαούρηδων» που έπρεπε να «ξεπαστρευθούν».
»Εις τους καταλόγους αυτούς πρώτος ήταν ο Δεσπότης. Έπειτα οι δημογέροντες, τα μέλη της κεντρικής επιτροπής, οι δημοσιογράφοι, τα συμβούλια της Εθνικής Αμύνης και μερικοί διδάσκαλοι και επιστήμονες. Άλλ’ εκτός αυτών συνιστάτο ότι έπρεπεν, όλοι οι παπάδες, αδιακρίτως βαθμού και ελαφρυντικών περιπτώσεων, χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, να σφαγούν ή να τυφεκισθούν!
»Την άλλην ημέραν, το πρωΐ, ο δεσπότης Χρυσόστομος, έφθασεν εις το Κονάκι, συνοδευόμενος από δύο μόνον δημογέροντας. »Τον εισήγαγον, αμέσως, εις τον Νουρεδδίν, ο οποίος εκάθητο εις την ιδίαν θέσιν όπου είχαν αφήση το γραφείο του ο Στεργιάδης. »Ο Χρυσόστομος τον επλησίασε με θάρρος, διότι οι απεσταλμένοι του Νουρεδδίν ήταν καλά δασκαλεμένοι και τον εξηπάτησαν, με ευγενικήν γλώσσαν και με πολλάς φιλοφρονήσεις. Εστάθη, μπροστά εις τον Βαλήν, σχεδόν αίθριος, ανάμεσα εις τους δύο φοβισμένους συμβούλους του και του είπε:
»- Μας εκαλέσατε, εξοχώτατε, και ήλθαμε… »Ο Νουρεδδίν χαμογέλασε, με έναν τρόπον, που έκαμε το αίμα των θυμάτων του να παγώση μέσα εις (τας» φλέβας των. »Ο Δεσπότης, εχαμήλωσε τα μάτια του, αλλά δεν επρόφερε λέξιν.
ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΙ
» Εν τω μεταξύ – εξηκολούθησεν ο Οσμάν – από τις δύο ορθάνοιχτες πόρτες της αιθούσης του Βαλή, ήρχισαν να συνωστίζωνται, κατά δεκάδες διάφοροι άνθρωποι, υπάλληλοι του διοικητηρίου, στρατιωτικοί, τα μέλη της επιτροπής δια τον καταρτισμόν των καταλόγων των «ανεπιθυμήτων» και άλλοι, που ειδοποιήθησαν, εκείνην την στιγμήν, προς εξευτελισμόν του Ιεράρχου. » Ο Χρυσόστομος τους αντελήφθη, ειρωνικά καγχάζοντας, και έγειρε περισσότερον την κεφαλήν του.
» Ο Νουρεδδίν είχε σκοπόν να τον ταπεινώση περισσότερον και του είπεν, εις ειρωνικόν τόνο:
» – Λοιπόν, σας εκάλεσα και ήλθατε! Άφεριμ. Μήπως έχετε να μας υποβάλλετε και ευχάς, όπως εκάνατε κάποτε άλλοτε, εκ μέρους του γκιαούρικου στοιχείου της καϋμένης της Σμύρνης;
» Ο Δεσπότης δεν απήντησεν. Αλλά την φοράν αυτήν εσήκωσε τα μεγάλα και εκφραστικά μάτια του, προς τον Νουρεδδίν, με κάποιαν υπερηφάνειαν, που είναι δύσκολο κανείς να την περιγράψη! » Έπειτα, έστρεψε το βλέμμα του, προς τα ειρωνικά πρόσωπα των συγκεντρωμένων εμπρός εις τις δύο ορθάνοιχτες πόρτες και εστηρίχθη πιο υπερήφανα επάνω εις την μαύρην εβένινον πατερίτσαν του.
» Έξαφνα ο βαλής του είπε:
» – Ξέρεις, Δεσπότ’ εφένδη, ότι έχουμε μερικούς λογαριασμούς κανονίσωμε;
» – Ποιοί; Ημείς;
» – Σιωπή, αυθάδη! Όχι εγώ και συ, βέβαια! Αλλά το τουρκικόν Έθνος, ολόκληρον το τουρκικόν Έθνος με ένα Προδότην και μερικούς βοηθούς του!
» – Δεν υπήρξα ποτέ μου προδότης! Είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό!
» – Εγώ δεν θα σε κρίνω ποτέ μου, απήντησε με μορφασμόν αηδίας ο Νουρεδδίν, διότι δεν καταδέχομαι. Αλλά ο τουρκικός λαός της Σμύρνης, έχει όλα τα δικαιώματα επάνω σου. Από τη στιγμήν αυτήν ανήκεις εις τον λαόν… εις το πρώτον λαϊκόν δικαστήριον Ανεξαρτησίας, που θα σε κρίνη και θα σε καταδικάση!…
» Ο Χρυσόστομος ωχρίασεν, αλλά δεν έκαμε καμμίαν κίνησιν, κανένα μορφασμόν που να προδίδη πόνον ή φόβον ή ψυχικήν οδύνην. Αντίκρυσε κατά πρόσωπον τον Βαλήν και με φωνήν σταθεράν του είπε:
» – Να με καταδικάση εμένα ο λαός; Αυτό θα μπορούσαν να το κάμουν οι χριστιανοί εάν τυχόν έπταισα σε κάτι, όχι όμως οι μουσουλμάνοι! Δεν έχω καμμίαν πνευματικήν επαφήν μαζί των.
» – Έχεις, όμως προδοτικήν επαφήν! «Εντεψίζ», άνανδρε, προδότη…
» Ο Βαλής του έστρεψεν αποτόμως τα νώτα και εις εν νεύμα του οι Τούρκοι που συνωθούντο εις τας δύο ανοικτάς θύρας του γραφείου του, με εξηγριωμένας φυσιογνωμίας, εισώρμησαν και περιεστοίχισαν τον Ποιμενάρχην με απειλάς και ύβρεις.
» – Και τί θέλετε να γίνη τώρα; Εφώναξεν ο Χρυσόστομος προς τον Βαλήν.
» – Εγώ; Τίποτε… Να! Ο λαός που τον πρόδωσες, ο υπερήφανος και νικητής και κυρίαρχος λαός… Αυτός απαιτεί να σε κρίνη και έχει δικαίωμα να σε δικάση και να σε καταδικάση όπως θέλει! Πήγαινε απ’ εδώ, ξεκουμπήσου… Πάρτε τον…
» Ο Δεσπότης ηθέλησε να διαμαρτυρηθή, αλλά ο όχλος τον είχεν ήδη αρπάσει από τας χείρας, από το ράσσον, από το πρόσωπον και τον έσπρωχνε με ορμήν προς την έξοδον, υβρίζων αυτόν με τας χειροτέρας ύβρεις, πτύων αναιδώ΄ς εις το πρόσωπόν του και εκστομίζων εναντίον του ανηκούστους βλασφημίας… Όλο το τουρκικόν υβρεολόγιον από την λέξιν «εντεψίζ» έως την λέξιν «πεζεβέγκη», με όλας τας μεταξύ αυτών διαβαθμίσεις, τας εξηκόντιζον εναντίον του με χυδαιοτάτας χειρονομίας, οτέ γρονθοκοπούντες αυτόν, οτέ σπρώχνοντες με μανίαν και οτέ θίγοντες απρεπώς τα σεβάσμια γένεια του μάρτυρος…
» Με τον τρόπον αυτόν τον έσυραν έως την μεγάλην μαρμαρίνην κλίμακα του Κονακίου.3
» Ενθυμούμαι τον τρόπον με τον οποίον εσύρετο ο ατυχής Μητροπολίτης εις την μαρμαρίνην σκάλαν του Κονακίου, με τι φωνές, με τι βρισιές, με τι κατάρας και βλασφημίας, και φρίττω ακόμη εις την πλέον οδυνηράν ανάμνησιν της ζωής μου… Σας βεβαιώνω πως η αγανάκτησίς μου είχε ξεχειλίσει και αν είχα ένα και μόνον σύντροφον, έναν βοηθόν, θα επενέβαιον δια να θέσω ένα τέρμα αξιοπρεπέστερον εις τον εξευτελιστικόν μαρτύριον του αρχηγού μιας εκκλησίας… Άλλ’ ήμουν ολομόναχος, και τα πράγματα ήσαν προσχεδιασμένα κατά τέτοιον τρόπον και με τόσον αυστηράς και κατηγορηματικάς διαταγάς εκ μέρους αυτού του ιδίου του Νουρεδδίν πασσά, ώστε εάν έκαμνα καμμίαν απόπειραν δια να επέμβω, θα με πετσόκοβαν, χωρίς άλλο! Τόσον ο όχλος εκείνος ήταν φανατισμένος και εξηγριωμένος…
» Πρέπει να σας είπω ότι καθ’ όλον αυτό το διάστημα πυκναί τουρκικαί περίπολοι και πολλοί άνδρες του τάγματός μου ακόμη περιέτρεχον τα καλντιρίμια των χριστιανικών συνοικιών της Σμύρνης, δια να βεβαιώσουν τους Έλληνας κατοίκους ότι οι «νικηταί» διαπνέονται από τα καλύτερα και αγνότερα προς αυτούς και προς όλους τους Σμυρναίους αισθήματα και ότι έπρεπε να ησυχάζουν και να φροντίζουν για την διατήρησιν της τάξεως, καθόσον δεν διέτρεχον κανένα απολύτως κίνδυνον!… Η ώρα της εκδικήσεως, βλέπετε, και του ξερριζώματος, του γενικού χριστιανικού ξερριζώματος, δεν είχε φθάσει ακόμη. Έπρεπεν όλα να γίνουν συστηματικά και μεθοδικά, αλλά με ταχύτητα αστραπής, όπως τα είχε προσχεδιάσει ο αιμοβόρος και καταχθόνιος Βαλής της Σμύρνης Νουρεδδίν πασσάς. Και η πρώτη σφαγή, η πρώτη εκδήλωσις της αγριωτέρας εκδικήσεως, έπρεπε να αρχίση από το μαρτύριον του Χρυσοστόμου.
Υποσημειώσεις.
1. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του Γεωργίου Μυλωνά το 1982 στην Ακαδημία Αθηνών, με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην οποία περιγράφοντας στιγμές από το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου Σμύρνης:
«… Κατά τας τελευταίας ημέρας του Σεπτεμβρίου 1922, μια ομάς φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα «μουντρούμια» του διοικητηρίου Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες με επί κεφαλής τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ερωτά. «Αυτήν την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτηταί;» «Ναι» του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω εις τους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήλθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποιά ήτο η έκπληξί μας, όταν ηκούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέη: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο «μπουντρούμι»,
γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχομε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήση να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρηκολοόυθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον ετύφλωσαν, που του βγάζαν τα μάτια, και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά, στα σοκκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωσι μου έκαμε και αξέχαστος παραμένει η στάσι του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τί έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απήντησα. «Έλεγε, ¨Πάτερ Άγιε άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσ騻.
«Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό», συνέχισε, «όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει, και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήτο μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και που τον έθαψαν;» ηρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει που έρριψαν το κομματιασμένο του κορμί…», βλ. Ομιλία του Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά. «Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης», Ανάτυπον εκ των Πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών 57 (1982) 26-27
2. Κάρολος Επ. Μωραΐτης, «Εισαγωγή», ο μαρτυρικός θάνατος του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, βασισμένο στη συγκλονιστική αφήγηση του Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα ταγματάρχη Οσμάν Φεϊζή, εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2014, σσ’. 35-36
3. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 298 Κυριακή 24 Νοεμβρίου 1929, σσ’. 1-2
***
«Εις μίαν στιγμήν, επάνω στις σκάλες, ένας Τούρκος δικηγόρος, λεπτός, μελαγχροινός και πολύ καλοντυμένος, που καθώς έμαθα αργότερον ελέγετο Σουρεγιά, επήδησεν επάνω από τα κεφάλια μερικών Τούρκων και έδωσεν ένα ράπισμα ηχηρόν εις τα μάγουλα του Δεσπότη.
» Ο Χρυσόστομος που δεν επερίμενε την επίθεσιν, έκαμε μηχανικώς μίαν κλίσιν προς τα δεξιά, άλλ’ εγλύστρησεν εις τις σκάλες και έπεσεν επάνω εις τους προπορευομένους. Έγινε τότε μία σύγχισις απερίγραπτος και ενώ μερικοί ήρχισαν να καγχάζουν μαζί με τον Σουρεγιά, ο Μητροπολίτης έμπηξε μίαν φωνήν αγρίαν και ύψωσε την εβέννινον πατερίτσαν του, που την κρατούσεν ακόμη εις τα χέρια του, απειλών τους πάντας…
» – Μακρυά, μακρυά από μένα όλοι σας… Μη με πλησιάση κανείς, διότι δεν έχω πλέον την δύναμιν να συγκρατήσω την υπομονήν μου. Η συμπεριφορά σας είναι πολύ ταπεινή και εγώ εις ταπεινούς ανθρώπους δεν έμαθα να υποκύπτω. Μη με εγγίσετε, διότι όποιος με εγγίση θα μετανοιώση!… Αυτό μόνον σας λέγω. Εάν έπταισα εις κάτι, υπάρχουν αρχαί πολιτικαί, υπάρχουν και στρατιωτικαί. Εις αυτάς είμαι πρόθυμος να υπακούσω… εις κανέναν άλλον όμως!
» Τα λόγια εκείνα του Δεσπότη έκαμαν μεγάλην εντύπωσιν. Το αποτέλεσμά των ήτο κεραυνοβόλον. Ένα πελώριον ημικύκλιον εσχηματίσθη τριγύρω του, προς το επάνω μέρος της σκάλας και προς την αυλήν, ενώ εκείνος εστέκετο εις το μέσον με υψωμένην την πατερίτσαν. Το πρόσωπόν του είχεν ένα παράξενο ακτινοβόλημα και τα μαύρα ράσσα του τον έκαναν να μοιάζη σαν φάντασμα εκδικήσεως…
» Ο όχλος είχε παύσει να γελά όπως πριν και ο Σουρεγιά εξηφανίσθη. Εγώ ήμουν ευχαριστημένος από την νέαν τροπήν των πραγμάτων και ενθουσιασμένος από την υψηλόφρονα στάσιν του Δεσπότη σας και από τα ηρωϊκά του λόγια…
Τα σχέδια του Βαλή.
» Άλλ’ έξαφνα, επάνω από τα κάγκελα του χαγιατιού του Διοικητηρίου και ακριβώς επάνω από το σημείον εκείνο της εσωτερικής μαρμαρίνης κλίμακος, όπου ευρίσκετο ο Δεσπότης, απειλών τους πάντας, είδα να σκύβουν μερικά κεφάλια στρατιωτικών και ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων, ανάμεσα εις τα οποία διέκρινα καθαρά το πρόσωπον του Νουρεδδίν. Τα μάτια του ήταν βλοσσυρά και εις το πρόσωπόν του εζωγραφίζετο κάποια ανησυχία. Προφανώς είχε φοβηθή μήπως αποτύχη το κόλπο του και εδάγκανε τα χείλη του με λύσσαν. Ήρχισε να δυσπιστή εις τον λαόν δια την πιστήν εκτέλεσιν του προγράμματός του και ενόμισεν ότι ο φανατισμός των δεν είχεν εξαφθή αρκετά δια να εκτελέσουν κατά γράμμα τα σχέδιά του. Υπεράνω όμως όλων έτρεμε μήπως ο ηρωϊκός εκείνος Δεσπότης επικρατήση με το θάρρος, την τόλμην και με την ικανότητά του και ξεφύγη σώος και αβλαβής από την παγίδα που του είχε στήσει…
» Διότι, αν κατώρθωνε κατ’ εκείνην την κρίσιμον όντως στιγμήν να διαφύγη ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, θα εσώζετο οριστικώς. Θα ελάμβανε τα μέτρα του, θα επενέβαινον οι ξένοι αρμοσταί αμέσως και κανείς δεν θα τολμούσε πλέον να του εγγίση ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής του…
» Η εκτέλεσις των βδελυρών σχεδίων του απαισίου Νουρεδδίν, εις ένα και μόνον πράγμα εβασίζετο: εις την κεραυνοβόλον διεξαγωγήν της «τυπικής» δίκης, εις την έκδοσιν της αποφάσεως εντός ολίγων ωρών και εις την άμεσον εκτέλεσίν της. » Εθεώρησε λοιπόν καλόν να επέμβη και αφού ο λαός δεν ήτο εις θέσιν να συγκρατήση τον Χρυσόστομον, να τον εμπιστευθή εις τας λόγχας του στρατού του και εις την έμπιστόν του φρουράν του Κονακίου.
Αλλαγή τακτικής.
» Εις διάστημα ενός και μόνου δευτερολέπτου, ο Νουρεδδίν ανελήφθη πως έπρεπε να ενεργήση. Έσκυψεν εις το αυτί του υπασπιστού του και του εψιθύρισε μερικάς λέξεις, εις ύφος έντονον και αυστηρόν. Εκείνος έφυγεν αμέσως, κατέβηκε την κλίμακα βιαστικά και περνώντας μέσα από τας μάζας του κόσμου έφθασεν εις τον εσωτερικόν περίβολον, που συγκοινωνούσε με την αυλήν, και διεβίβασε μίαν διαταγήν προς τους άνδρας της φρουράς.
» Δέκα στρατιώται ένοπλοι και με τας λόγχας επί των όπλων των παρετάχθησαν ενώπιόν του.
» – Σταθήτε εδώ! Τους είπε. Θα οδηγήσετε εκείνον τον παπάν (!) εις το δικαστήριον.
» Έπειτα εστράφη προς το πλήθος και με κάποιαν μορφήν εφώναξεν:
» – Έχει δίκηο ο παπάς! Έτσι θα τον δικάσετε. Η συμπεριφορά σας δεν είναι καθόλου ανταξία των περιστάσεων!
» Ο Χρυσόστομος τον κύτταξε με κάποιαν περιέργειαν και εχαμήλωσε της απειλητικώς υψωμένην πατερίτσαν του. Αλλά δεν έχασε καθόλου την υπερηφάνειάν του και πριν προλάβη ο υπασπιστής του Νουρεδδίν πασά να του απευθύνη τον λόγον, έσπευσε να του είπη με ψυχραιμίαν που κατέπληξε τους πάντας:
» – Είμαι πρόθυμος να σας ακολουθήσω! Πού θέλετε να πάμε;… Εμπρός!…
» Ο υπασπιστής του έκαμε τόπον να περάση και απομακρύνων το πλήθος του λαού τον ετοποθέτησε μεταξύ των δέκα ενόπλων του, οι οποίοι διηρέθησαν εις δύο πεντάδας, και έτσι δια του εσωτερικού αυλογήρου του Κονακιού και της δευτέρας κυρίας εισόδου του, που έβλεπε προς τον φαρδύν δρόμον του Γκιόζ – Τεπέ, εβγήκαν από το Κονάκι και έστριψαν αμέσως αριστερά…
» Πίσω από την δευτέραν πεντάδα των στρατιωτών εσύροντο από ένα δεκανέα και μερικούς πολίτας οι δύο δημογέροντες (ο Τσουρουκτσόγλου και ο Κλημάνογλου), οι οποίοι είχαν συνοδεύσει τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον εις την πρόσκλησιν του Νουρεδδίν, ως διατελέσαντες ανέκαθεν περισσότερον σεβαστοί μεταξύ του τουρκικού στοιχείου της Σμύρνης και ως βαθείς γνώσται της τουρκικής γλώσσης…
Αίμα αθώων…
» Άλλ’ όταν επροχώρησαν περί τα εκατόν βήματα μακράν του Διοικητηρίου, οι δύο εκείνοι δημογέροντες έγιναν άφαντοι… Εκατοντάδες ανθρώπων συνέρρεαν πανταχόθεν με αγρίας διαθέσεις και απειλούντες δια των χειρών τον Δεσπότην ή φωνάζοντες, ορυόμενοι και βλασφημούντες αυτόν ηνώνοντο με τας άλλας μάζας και ηκολούθουν την αποτροπαίαν πομπήν, σπρώχνοντες και διαγκωνιζόμενοι.
» Για μια στιγμή, αι μάζαι έγιναν τόσον συμπαγείς, ώστε η πομπή δεν ημπορούσε να προχωρήση. Ο υπασπιστής διέταξε να σταματήσουν και προσεπάθησε να ανοίξη κάποιαν διέξοδον. Αλλά τότε έφθασαν αι νεώτεραι διαταγαί από το Κονάκι… τας οποίας έφεραν δύο αξιωματικοί του επιτελείου του Νουρεδδίν, ο εισαγγελεύς Αρήφ Μαζχιάρ και ένας χονδρός δικαστής, καλούμενος Εμίν Ζαδέ, ο οποίος, μετά τινά ώραν, κατείχε την θέσιν του προέδρου του τριμελούς Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, το οποίον εδίκασεν τον Μητροπολίτην.
» Ο υπασπιστής του Νουρεδδίν εκουβιέντιασε μαζί τους επί πέντε λεπτά και ευθύς αμέσως οι δύο δημογέροντες εξηφανίσθησαν ως δια μαγείας… » Τους παρέλαβεν ο όχλος, ένα μικρόν τμήμα των μαινομένων μουσουλμάνων και δύο στρατιωτικοί και τους απήγαγον προς τον δρόμον του Γκιοζ – Τεπέ….
» Όπως έμαθα αργότερον, τους έχωσαν μέσα εις το ισόγειον του γωνιαίου οικήματος της διευθύνσεως της Αστυνομίας, – όπου υπήρχεν ένα υγρόν και ανήλιον διαμέρισμα δια τους εγκληματίας – και τους έσφαξαν σαν ορνίθια, με το λεπίδι στο λαρύγγι!
Το δικαστήριον.
» Από εκείνη τη στιγμή η κατάστασις εξεκαθάρισε περισσότερον. Όλοι αντελήφθημεν τους βδελυρούς σκοπούς του Νουρεδδίν, τοσούτω μάλλον καθόσον είδομεν τριγύρω μας να καταβάλλεται από τα όργανά του μία τρομακτική προσπάθεια προς φανατισμόν του όχλου. » Επί τέλους, η πομπή εσταμάτησεν εις ένα μακρύ καφενείον του ιδίου εκείνου δρόμου που αντίκρυζε το Μπεϋλέρ – Σοκάκ αριστερά τω ανερχομένω προς το τζαμί και εις απόστασιν δέκα βημάτων από την γωνίαν.
» Εν ριπή οφθαλμού, το καφενείον εγέμισεν από πλήθος εξηγριωμένον, φανατισμένον και μαινόμενον. » Τρία τραπέζια εστήθησαν προχείρως δια να αντικαταστήσουν την έδραν του δικαστηρίου και εις το μέσον εκάθησεν ο Εμίν Ζαδέ, ως πρόεδρος. Ο Μαζχιάρ κατέλαβε την θέσιν του εισαγγελέως και από το άλλο μέρος ένας ανθυπολοχαγός, του οποίου δεν κατώρθωσα να μάθω το όνομα, διότι κανείς δεν τον εγνώριζε και ποτέ πλέον δεν τον επανείδον.
» Ο Χρυσόστομος ετοποθετήθη εις απόστασιν πέντε βημάτων προ της τραπέζης του προέδρου και εστάθη ευθυτενής και αγέρωχος απέναντί του. Εφαίνετο ότι ήτο αποφασισμένος να παλαίση μέχρι τέλους τον τραχύν και άχαριν αγώνα, ο οποίος θα τον ωδήγει εις τον θάνατον. » Δια μίαν στιγμήν, εις εν νεύμα του προέδρου, οι στρατιώται τον εγκατέλειψαν και απεμακρύνθησαν δια μέσου του οργιάζοντος πλήθους και έφυγαν έξω από το καφενείον.
» Τότε μόνον ο Χρυσόστομος έστρεψε τα βλέμματά του τριγύρω του και ανεζήτησε τους δύο δημογέροντας, οι οποίοι τον συνώδευον. Αλλά δεν τους είδε πουθενά και με το θάρρος που αντλούσεν από την ακατάβλητον ορμήν της ψυχής του, ηρώτησεν αποτόμως ένα κοντόν και μελαγχροινόν Τούρκον που ευρίσκετο εκεί κοντά του και ο οποίος ωρύετο περισσότερον όλων των άλλων, προφέρων παντός είδους ύβρεις, βλασφημίας, κατάρας και σκώμματα εναντίον του:
» – Πού τους πήγατε τους άλλους; Είδες πού τους πήγαν;
» Η τόλμη του Δεσπότη επτόησε τον Τούρκον. Έκλεισε το στόμα του, αποτόμως, καταπίνων μίαν κατάραν, και εσήκωσε τους ώμους. » Άλλ’ ένας άλλος του απάντησε:
» -Τώρα πια οι άλλοι!… Τους πήγαν για κόψιμο! Κχχ! Και του έκαμε μίαν εκφραστικήν χειρονομίαν εις το λαρύγγι, που έκαμε τον Χρυσόστομον να ωχριάση δια λογαριασμόν των καλών και αγαθών συνεργατών του…1
» Ο Χρυσόστομος – εξακολουθεί να αφηγήται ο μέχρι της ώρας εκείνης αυτόπτης μάρτυς Οσμάν Φεϊζή – έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του σφιχτά, τόσον σφιχτά, ωσάν να μη ήθελε να γίνη αντιληπτή από τους δικαστάς του και τον όχλον η συγκίνησίς του. Όταν τα άνοιξεν όμως, ήσαν υγρά από τα δάκρυα… Έκλαιγεν ο ηρωϊκός εκείνος Δεσπότης όχι για τον εαυτόν του και για τους εξευτελισμούς που υφίστατο, αλλά για την τύχην των δύο δημογερόντων που τον συνώδευσαν εις το Κονάκι!
» Έξαφνα ο Εμίν Ζαδέ, ο πρόεδρος του προχείρου εκείνου δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, ηγέρθη από την θέσιν του, έβγαλε το μαύρο φέσι του (από αστρακάν), το ακούμπησεν επάνω εις το τραπέζι και εφώναξε:
» – Σιωπή!
» Όλοι εσιώπησαν και για λίγα λεπτά δεν ακούγαμε, παρά τον άρρυθμο ήχο των αναπνοών, ενώ η ατμόσφαιρα του καφενείου εκείνου ήταν γεμάτη από μια μουρουδιά βαρειά, τόσο βαρειά, που η παραμονή εκεί μέσα ήταν αφόρητη και πνιγηρά. » Ο Εμίν – Ζαδέ ύψωσε πάλιν την φωνήν του:
» – Αδελφοί μου! Του «Τούρκ – Οδζαγή» το έμβλημα ήταν: «Ιζμιρέ Ντογρού». Και το έμβλημα αυτό που ήταν κοινός πόθος όλων των Τούρκων, ο μέγας αρχιστράτηγος και δοξασμένος «Γαζής» Μουσταφά Κεμάλ πασσάς, ο νικητής και σωτήρ μας, το επραγματοποίησε. Ζήτω λοιπόν, ο Μουσταφά Κεμάλ πασσάς. Γιασά, γιασά, μπιν γιασά!
» Γιασασίννν!… εβρυχήθη όλος εκείνος ο όχλος, με ένα εάν ενθουσιασμόν που έκαμε τους τοίχους του βρωμερού εκείνου καφενείου να αντηχούν σαν θόλοι και τα τζάμια του να τρίζουν απαισίως. » Ο Μαζχιάρ που εξετέλει χρέη εισαγγελέως και ο Τούρκος λοχαγός που κατείχε την έδραν του δικαστού, είχαν σηκωθή και αυτοί και ασκεπείς εζητωκραύγαζαν μαζί με τον όχλον. » Ο Εμίν – Ζαδέ εξηκολούθησε:
» -Αδελφοί Σμυρναίοι! Πριν αρχίση η δίκη του αρχιπαππά των γκιαούρηδων, πρέπει να ξέρετε τι θα πη δικαστήριον ανεξαρτησίας. Το δικαστήριο αυτό το ίδρυσεν ο μέγας και ένδοξος αρχιστράτηγός μας, για να ξεκαθαρίση με «λίγα λόγια και περισσότερα έργα» τα εδάφη, μέσα εις τα οποία πολεμούσεν η ηρωϊκή δράκα των ανδρών του, των γενναίων Τούρκων πατριωτών, οι οποίοι κατετάχθησαν κατ’ αρχάς υπό τας σημαίας του εθνικού και σωτηρίου κινήματός του. Εις τον δρόμον του υπήρχαν αγκάθια και μέσα εις τας πόλεις και τα χωρία εχθροί. Εχθροί άπειροι και μεγάλοι που ημπόδιζαν το έργον του. Εχθροί που είχαν πρόγραμμα να καταστρέψουν τα πάντα. Εσωτερικοί εχθροί, ύπουλοι και φοβεροί. Σπιούνοι, κατάσκοποι και προδότες. Φείδια! Φείδια πραγματικά. Έχιδνες φαρμακερές. Για να απαλλαγή από αυτούς έπρεπε να τους ξεκάμη. Να ξεπαστρέψη το έδαφος πάση θυσία! Ίδρυσε λοιπόν τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, εις τα οποία ελάμβανον μέρος οι αγνότεροι πατριώτες και τα οποία με «λίγα λόγια και πολλά έργα» εκαθάρισαν την πατρίδα και εδυνάμωσαν τα χέρια του μαχομένου στρατού μας. Μέσα σε δυο χρόνια να το αποτέλεσμα: ο στρατός πελώριος, απροσμάχητος και νικητής δαφνοστεφανωμένος. Και η Σμύρνη, η ωραία μας Σμύρνη, η Γκιουζέλ – Ιζμίρ, πάλι δική μας και κατάδική μας και για πάντα πια δική μας!
» Εσιώπησε για μια στιγμή και ο κόσμος ήρχισε να ζητωκραυγάζη. Άλλ’ ο Εμίν – Ζαδέ επέβαλε πάλιν την ησυχίαν και εκάλεσε δέκα ανθρώπους πάσης τάξεως, μορφής και ηλικίας, να καθήσουν παρά το πλευρόν του. Αυτοί απετέλεσαν τα μέλη του δικαστηρίου, του πρώτου Λαϊκού Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, που ελειτούργησε τυπικώς εις την Σμύρνην.
Υποσημείωση.
Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 299. Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 1929, σ. 1.
***
» Και η δίκη ήρχισεν…
» – Αρχίζει η δίκη του Μπας – παπά των Ρωμηών, εφώναξεν ο Εμίν Ζαδέ. Το όνομά του το ξέρουμε, το επάγγελμά του το ξέρουμε, τη δουλειά ου έκανε την ξέρουμε που να μην έσωνε να την κάνη και να μην τη μαθαίναμε ποτέ μας… Αλλά τώρα δεν έχουμε καιρό να χάνωμε για τέτοιες μωρολογίες. Σας είπα πως το Δικαστήριον Ανεξαρτησίας έχει ως σύμβολον: λίγα λόγια και πολλά έργα! Λοιπόν με λίγα λόγια, αυτός ο Μπας – Παππάς είναι ο μεγαλείτερος προδότης του Έθνους μας. Έφαξε, ετυράννησε, έγδαρε, κομμάτιασε, φυλάκισε, ήπιε το αίμα των παιδιών μας…
» Ο Χρυσόστομος εις το άκουσμα αυτών των λέξεων ύψωσε την κεφαλήν του, άνοιξε τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια του και επρόβαλε μίαν αντίρρησιν:
» – Ποιός; Ποιός τα έκαμεν όλα αυτά; Εγώ;…
» – Σκασμός, εντεψίζη! Ήταν η απάντησις του προέδρου, ο οποίος ηγέρθη από την θέσιν του αφρίζων, έγειρε το σώμα του προς τον Δεσπότην και αγρίως χειρονομών προσεπάθησε να τον κάμη να σιωπήση.
» Ο Χρυσόστομος εμειδίασε μαρτυρικώς.
» -Έτσι, λοιπόν; Ετραύλισεν. Αναπολόγητος θα πάω;…
» -Σους! Εβρυχήθη ο Εμίν Ζαδέ. Δεν σου επιτρέπεται να βγάλης άχνα. Είσαι ο κατηγορούμενος και είσαι ο προδότης! Ένας κοινός και χυδαίος προδότης… Το πράγμα είνε αποδεδειγμένον και δεν υπάρχει ανάγκη απολογίας. Τον λόγον έχει ο Εισαγγελεύς…
Η απόφασις
» Ο Μαζχιάρ εσηκώθη. Τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του ήσαν βλοσυρά. Τα πρώτα έσταζαν φαρμάκι και τα δεύτερα έβγαζαν φωτιές. Εκοίταξε τον Μητροπολίτην με περιφρόνησιν και είπε:
» – Κανένας δαίμονας στον κόσμο δεν έκανε τόσο κακό στην υπερήφανη και δοξασμένη πατρίδα μας, όσον αυτός ο μαύρος παπάς. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια καταδιώκει τους αθώους αδελφούς μας. Από τη Θράκη έως τη Μικρά Ασία όλη η δράσις του, όλη η ζωή του ήταν καταστροφή. Στην κατασκοπεία πρώτος, στην προδοσία πρώτος, στα κακουργήματα πρώτος! Η ψυχή του είναι κολασμένη… Το αίμα του δηλητήριο! Κάθε κατάσκοπος και κάθε προδότης τιμωρείται με θάνατο! Και ο θάνατος αυτού του εντεψίζ, του σπιούνου, του αιμοδιψούς πις – παπά, πρέπει να είναι παραδειγματικός και αντάξιος με το κακό που μας έκανε, ισάξιος προς τις συμφορές, που εσώριασε στα κεφάλια μας! Ζητώ τον θάνατον, τον άμεσον θάνατόν του…
» – Θάνατος, θάνατος! Εβρυχήθη με λύσσαν ο όχλος, ο οποίος είχε φανατισθή πλέον εις ένα αφάνταστον βαθμόν και εσφίγγετο μανιώδης τριγύρω από τον Δεσπότην.
» Ο Μαζχιάρ εκάθησε. Τότε ο πρόεδρος εγύρισε προς τον αριστερά του καθήμενον υπολοχαγόν και τον ηρώτησε:
» – Συμφωνείτε;
» – Μάλιστα, θάνατος! Είπεν εκείνος ανενδοιάστως.
» Έπειτα ηρώτησε τους δέκα αντιπροσώπους του λαού, οι οποίοι όλοι μαζί, με ένα στόμοα, εφρύαζαν:
» – Θάνατος, θάνατος! Ο χειρότερος των θανάτων…
» Ο Εμίν Ζαδέ εσηκώθη πάλιν και είπεν:
» – Ο μπας – παππάς των γκιαούρηδων κατεδικάσθη εις θάνατον, ο οποίος θα εκτελεσθή το γρηγορώτερον!
» Ο Χρυσόστομος, αίθριος, γαλήνιος, ατάραχος, τον κοίταζε με υπερηφάνειαν και με ένα αγγελικόν μειδίαμα εις τα χείλη, ενώ κρατούσε με προτεταμμένον τον δεξιόν βραχίονά του την εβένινον πατερίτσαν του. Η δίκη του, που διεξήχθη με αστραπιαίαν ταχύτητα, διαρκέσασα μόνον ένδεκα λεπτά της ώρας, είχε τελειώσει. Τώρα δεν υπελείπετο ειμή να δοθή διαταγή δια την εκτέλεσιν της αποφάσεως…
Η μανία του όχλου.
» Άλλ’ ήδη – εξηκολούθησεν ο Οσμάν – η μανία του όχλου είχεν αρχίσει να ξεσπάζη κατά ένα χυδαίον τρόπον.
» Ερεθισμένος από τα λόγια του προέδρου, εξηγριωμένος από την τραχύτητα του εισαγγελέως, φανατισμένος από τα όργανα του Νουρεδδίν και οιστρηλατούμενος από τας ταπεινοτέρας των διαθέσεων, ωρμούσεν από όλα τα σημεία προς τον Μητροπολίτην – τον σεβαστόν Ιεράρχην της ορθοδοξίας, που εστέκετο υπερήφανος και καθηλωμένος εις την θέσιν του σαν βράχος πίστεως και αυτοθυσίας, σαν θρυλλικός ήρως των πρώτων χρόνων των χριστιανικών διωγμών – και άλλοι μεν τον εκτυπούσαν δια των γρόνθων των, άλλοι τον έπτυον κατά πρόσωπον, άλλοι τον ερράπιζον, άλλοι του ετραβούσαν τα γένεια, τα ράσα, το καμηλαύχι, άλλοι του εξετόξευον τας χειροτέρας των ύβρεων, εις όλους τους ήχους, εις όλους τους τόνους, με όλους τους μορφασμούς της αηδίας, της ταπεινώσεως και του εξευτελισμού…
» Το θέαμα ήτο σπαρακτικόν και σας βεβαιώνω ότι για μια στιγμή έκλεισα δυνατά, σφιχτά τα μάτια μου, δια να μη βλέπω τας χυδαιότητας εκείνας…
» – Βουρ! Βουρ! (χτυπάτε τον) εφώναζαν πανταχόθεν και όσοι ευρίσκοντο πλησιέστερον εκτελούσαν τα παραγγέλματα ή απεμακρύνοντο δια να καταλάβουν την θέσιν των οι περισσότερον ορμητικοί και φανατισμένοι.1
» Οι δικασταί, ο πρόεδρος και ο εισαγγελεύς, όρθιοι, ήσαν σκασμένοι στα γέλια και ελάμβανον μέρος εις το χυδαίον παιχνίδι, παροτρύνοντες τους άλλους και αμιλλώμενοι ποίος θα εκστομίση την βαρυτέραν ύβριν, την χειροτέραν προσβολήν, την ευτελεστέραν βλασφημίαν.
» – Βουρ! Βουρ! (χτυπάτε!) εφώναζαν όλοι. Τσακίστε τον!
» Άλλ’ έξαφνα, ο μητροπολίτης, ωσάν να έχασε πλέον την υπομονήν του, αφήκε μίαν αγρίαν κραυγήν επιταγής και ύψωσε απειλητικώς την εβέννινον πατερίτσαν του:
» – Όποιος τολμήση να με πλησιάση… εφώναξε, τουρκιστί. Όποιος τολμήση… θα μετανοιώση!
» Και περιέστρεψε δις την βακτηρίαν του υπεράνω των κεφαλών του όχλου… Οι περισσότεροι υπεχώρησαν αποτόμως με τρόμον και ένας ευρύς κύκλος εσχηματίσθη ολόγυρά του.
» Ο υψηλόσωμος Ποιμενάρχης έμοιαζε κατ’ εκείνην την ώραν σαν το άγαλμα της θείας Δίκης, η οποία επέπρωτο να επιβάλη τας θελήσεις της επί των ταπεινοτέρων θνητών. » Οι τολμηρότεροι έμειναν άναυδοι και οι άλλοι είχαν ωχριάσει.
» – Πίσω! Πίσω! Εφώναζεν ο Δεσπότης, κάμνων μίαν απόπειραν δια να ανοίξη δίοδον δια μέσου της λαϊκής μάζης…
» Ο πρόεδρος Εμίν – Ζαδέ είχε ωχριάσει και έβλεπα με κρυφήν χαράν να τρέμη το κάτω χείλος του… Ο άμοιρος δια μίαν στιγμήν εφαντάσθη ότι δεν ήτο καν εις θέσιν να επιβάλη την απόφασίν του!
Ο μπαρμπέρης.
» Άλλ’ έξανα, εισώρμησε μέσα εις την αίθουσαν ένας κουρεύς. Ένας κουρεύς που είχε το κατάστημά του εκεί πλησίον, απέναντι εις το Κονάκι, ανάμεσα εις ένα «μαγειριό – κιμπαπτζήδικο» και εις ένα χαρτοπωλείον. Ωνομάζετο Αλή – Νταημεμετάκης και κατήγερο από την Κρήτην. Μάλλον κοντός και εύσωμος, με μίαν φυσιογνωμίαν αποκρουστικήν, με χέρια μακριά, πολύ μακριά, δυσανάλογα προς το ανάστημά του και δάχτυλα κοντά, πολύ κοντά και δυσανάλογα προς τα χέρια του. Δεν είχε ποτέ του χρηματίσει κρεοπώλης! Άλλ’ ήταν γεννημένος για να σφάζη. Από τα χείλη εφαίνετο ότι ήτο αιμοδιψής και το σύνολόν του επρόδιδεν ένα κακούργον…
» Κρατούσε στα χέρια του ένα άσπρο χαρτί και κουνώντας το, επάνω από τα κεφάλια της λαϊκής ανθρωπομάζης, προχωρούσε προς τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου, ακολουθούμενος από μερικούς ρακενδύτους (βαρκάρηδες της παραλίας ή αχθοφόρους του Κουμερκιού) και φώναζε:
» – Τόπο! Τόπο! Μία διαταγή του βαλή μας Νουρεδδίν πασά!…
» Όλοι εκαρφώθηκαν στας θέσεις τους και περίμεναν με ανυπομονησίαν να μάθουν το μήνυμα εκείνο. Ο Δεσπότης εφαίνετο εξ ίσου ανυπόμονος και εις την φυσιογνωμίαν του εζωγραφήθη κάποια έκφρασις ελπίδος. Ίσως να εφαντάσθη ότι ο αιμοδιψής Νουρεδδίν μετέβαλε γνώμην και επενέβαινε δια να προλάβη την εκτέλεσιν της αδίκου αποφάσεως του αστείου εκείνου δικαστηρίου.
» Αλλά δεν ήργησεν ο ατυχής να πεισθή ότι ηπατάτο οικτρώς…
» Όταν ο μπαρμπέρης επλησίασε τον πρόεδρον του δικαστηρίου και του παρέδωσε το σημείωμα του Νουρεδδίν πασά, τα μάτια του Εμίν – Ζαδέ ήστραψαν από μίαν ευχάριστον ακτινοβολίαν και ετραβήχθη αμέσως από την θέσιν του λέγων:
» – Πολύ σωστά! Πολύ σωστά! Ο λαός που έπαθε, ο λαός θα δικάση και θα εκτελέση! Εμπρός, καταλάβατε τας θέσεις μας! » Ο μπαρμπέρης εγκατεστάθη τότε εις την θέσιν του προέδρου και οι συνοδοί του, βαρκάρηδες και χαμάληδες, αντικατέστησαν τον Μαζχιάρ και τον αξιωματικόν.
» Ο κοντός ανθρωπάκος, που ήκουεν εις το όνομα του Αλή – Νταημεμετάκη, ήτο φοβερός την όψιν. Εφαίνετο δραστήριος και αποφασιστικός. Επήδησεν αμέσως επάνω εις το τραπέζι και στρεφόμενος προς τα πλήθη εφώναξε:
» – Μπιραντέρια, Εμσερήδες! (Αδέλφια, πατριώτες!) Ο γιουνάν δεσπότης, ο γιαούρ παπάς, είνε δικός μας! Οι άνθρωποι του Νόμου τον κατεδίκασαν, προ ολίγου, εις θάνατον! Και μεις, ο λαός, και το Μιλλέτι και ο Προφήτης μας, τον καταδικάζομεν, όλοι εις θάνατον! Γιατί, αυτή πρέπει να είνε η μόνη τιμωρία των προδοτών… των ελεεινών αυτών παπάδων, που υπό το πρόσχημα της θρησκείας και με το ράσον τους μας επρόδωσαν και μας ήπιαν το αίμα!… Λοιπόν, ο θάνατος απεφασίσθη! Αλλά μένει μία λεπτομέρεια: πώς θα εκτελέσωμεν την καταδίκην και ποίου είδους θάνατος αξίζει σε ένα τέτοιο τέρας!… Το σώμα του είνε σαν του ελέφαντος και η σφαίρα δεν τον πιάνει! Ο σβέρκος είνε τόσον χοντρός που το σχοινί της κρεμάλας δεν του ταιριάζει!… Εδώ, λοιπόν, σας θέλω, έξυπνοι πατριώτες μου, να βρήτε το είδος του θανάτου που αξίζει σε έναν τέτοιον κακούργο, σε έναν τέτοιον παπά, χιρσίζ – παπά, πις- παπά, που, όσο κι αν σας φαίνεται μαύρο το ράσο του, εγώ σας βεβαιώνω πως είνε κόκκινο, κατακόκκινο, σαν φωτιά, από το αίμα των τίμιων και
φιλησύχων αδελφών μας!…
» Ο δημαγωγός εσιώπησε και στύλωσε τα μάτια του στα πρόσωπα των ακροατών του, για να ιδή το αποτέλεσμα των λόγων του. Έπειτα, σαν να έμεινεν ευχαριστημένος από την εξέτασιν των φυσιογνωμιών, συνεπλήρωσε:
» – Λοιπόν! Κατάλαβα τι σκέπτεσθε… Εμπρός! Μη χάνωμε καιρό! Πάμε για το Καϊ! Πάμε στους γκιαουρομαχαλάδες να τους κάνωμε όλους να παγώση το αίμα στις φλέβες τους.
» Ο Δεσπότης τον κύτταζε γαλήνιος και ατάραχος. Η φυσιογνωμία του είχε μίαν ουρανίαν αγνότητα. Τα χείλη του εψιθύριζαν κάποια προσευχή. » Ο μπαρμπέρης τον κύτταξε με σαρδώνειον χαμόγελο και του φώναξεν:
» – Άκουσες, βρωμόπαπα; Πάμε για… κόψιμο! Δεν έχεις τίποτε να πης;
» Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου μου! απήντησεν εκείνος με θάρρος και δυνατήν φωνήν. Έπειτα, έκλεισε τα μάτια του, εσήκωσε ψηλά το κεφάλι του και επερίμενε…
»Κατά διαταγήν του Νταημεμετάκη, τρεις άνθρωποι τον έπιασαν και του έδεσαν πίσω τα χέρια του. Μερικοί ήρπασαν την εβέννινον πατερίτσαν του και διεπληκτίζοντο, με ύβρεις και γρονθοκοπήματα, ποίος θα γίνη κύριος αυτής. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος εκινείτο με βοήν προς την έξοδον και ο Χρυσόστομος ήγετο εν θριάμβω προς τον τόπον του μαρτυρίου…
Υποσημείωση.
1. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 300, Τρίτη 26 Νοεμβρίου 1929 σσ’. 1 και 6
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
